recJPp8XvMXop0y2Y7vHbTA_Phw ΟΔΟΣ: ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Ιστορία χωρίς λόγια

Σελίδες

12.5.24

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Ιστορία χωρίς λόγια

ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 21.12.2023 | 1204

Ήθελε να γράψει μια ιστορία χωρίς λόγια. Αλλά επ’ ουδενί δεν θα έπρεπε να αντικατασταθεί με εικόνες. Ούτε, πολύ περισσότερο, με φωτογραφίες ή βίντεο. Μια ιστορία από το τίποτα, η οποία θα έλεγε τα πάντα. Τα πάντα για ποιο πράγμα ή, για ποιον; Δεν ήξερε ούτε ο ίδιος. Έτσι, ήθελε κάτι να γράψει, κάτι που είχε στο μυαλό του. Κάτι που να μην χρειαζόταν συγκεκριμένες λέξεις ή εικόνες για να αποδοθεί με ακρίβεια.

Καθόταν, λοιπόν, στο δωμάτιό του και συλλογιόταν πώς θα απέδιδε ένας άνθρωπος του Νεάντερταλ τον φόβο του; Και, πώς θα ένιωθε τον φόβο αυτό; Ακριβώς όπως και ο σύγχρονος άνθρωπος; Τον φόβο, ας πούμε, όταν άκουγε μια βροντή και φωτιζόταν στη συνέχεια ο ουρανός και έσκιζε ένας κεραυνός το σύμπαν όλο, μπροστά στα μάτια του; Θα έβγαζε άναρθρες κραυγές και θα προσπαθούσε να κρύψει τα κεφάλι μέσα στα δύο του χέρια; Ή θα άρχιζε να τρέχει για να βρει κάποιο καταφύγιο; 

Και ποιες λέξεις –λέξεις;– θα σχηματίζονταν στο μυαλό του; Θα ήταν ο ίδιος φόβος με τον σημερινό; Μπορούσε να σκεφτεί –σκεφτόταν;– ποια φυσικά φαινόμενα θα επαναλαμβάνονταν όταν υπήρχαν σημεία προειδοποιητικά; Ότι θα έβρεχε αν γέμιζε σύννεφα ο ουρανός, ότι θα χιόνιζε σε περίπτωση που άρχιζαν να πέφτουν οι πρώτες νιφάδες και θα καλύπτονταν τα πάντα από ένα λευκό πέπλο; Ή η κάθε φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο θα προκαλούσε έκπληξη και τρόμο στην ψυχή του; Δεν περίμενε, βέβαια, απάντηση στη σκέψη του. Όμως και πάλι...

Να, έπειτα ερχόταν η απορία: πώς άραγε να εξέφραζε την αγάπη του για κάτι ή για κάποιον, εκείνος ο μακρινός μας πρόγονος; Μια και δεν είχε εφευρεθεί ακόμη ο λόγος ο ανθρώπινος, πώς; Με κίνηση των χεριών; Με μία έκφραση λατρείας στο πρόσωπο; Στα μάτια; Ω, ναι! Αυτό μπορεί κι ο ίδιος να το πετύχει και να γράψει μία ιστορία χωρίς λόγια. Θα ήταν, ωστόσο, και πάλι ένα διαρκές συναίσθημα ή κάτι στιγμιαίο; Θα είχε οποιαδήποτε διάρκεια;

Η χαρά; Χαίρονταν με κάτι, ένιωθαν αυτό το φτερούγισμα, το ανεβοκατέβασμα του στέρνου, τη λάμψη του προσώπου, όταν κάτι συνέβαινε βαθιά μέσα τους; Όταν πετύχαιναν να βρουν τροφή, να σκοτώσουν με πέτρες ένα θήραμα ή να φτάσουν σε ασφαλές σημείο μετά από εχθρική επίθεση άλλου ανθρώπου ή ζώου; Και πώς να μοιράζονταν, άραγε, το συναίσθημα αυτό με τους ομοειδείς τους; Με την οικογένεια ίσως;

Είναι και ο θυμός, ο ελεγχόμενος πολύ συχνά σήμερα, τώρα που η κοινωνική συμπεριφορά μας έχει θέσει τους δικούς της όρους. Αποφεύγουμε τις περισσότερες φορές να δείξουμε στους διπλανούς μας τον θυμό για κάτι που μας είπαν ή που πάθαμε, έστω κι αν αυτό το συγκρατημένο μας συναίσθημα μας ανεβάσει την πίεση. 

Οπωσδήποτε θα θύμωναν και οι προπάτορές μας. Για πολλούς και διαφόρους λόγους, που εύκολα τους φανταζόμαστε. Αλλά, πώς τον εξέφραζαν; Μόνο με τα αγριεμένα χαρακτηριστικά του προσώπου τους ή κινούσαν χέρια και σώμα ολάκερο απειλητικά; Κάθε μία σκέψη του αναζητεί μια απάντηση, μια εξήγηση για το πόσο διαρκούσαν τότε τα συναισθήματα.

Και η λύπη; Γιατί ο πόνος ο σωματικός μπορεί να εκφραζόταν ακριβώς όπως και σήμερα. Ο άλλος, όμως, ο ψυχικός; Η λύπη, δηλαδή; Γι’ αυτήν, τι μέσα θα χρησιμοποιούσε; Θα κυλούσαν δάκρυα στο πρόσωπο, αν για παράδειγμα, έχανε μια μάνα το παιδί της; Ή και τανάπαλι; Θα ξεσπούσε σε κλάμα γοερό ή θα ήταν βουβό και απόμακρο; 

Μια ιστορία ήθελε να γράψει, μια ιστορία χωρίς λόγια. Αλλά σε καμία περίπτωση να την αντικαταστήσει με εικόνες. Πολύ περισσότερο με φωτογραφίες ή βίντεο. Μια ιστορία από το τίποτε που θα έλεγε τα πάντα. Και οι άνθρωποι του Νεάντερταλ πρόβαλλαν διαρκώς μπροστά του. Όχι κάποιοι συγκεκριμένοι. Το είδος των ανθρώπων που έζησαν στον πλανήτη αυτό ίσως εκατό χιλιάδες χρόνια πριν. Ή και πενήντα...

Εκείνο που διάβασε πριν λίγο, ότι δηλαδή οι ανασκαφές που έγιναν στο σπήλαιο Σιανιτάρ, στο βόρειο Ιράκ, αποκάλυψαν συμβολική χρήση λουλουδιών για να πενθήσουν τους νεκρούς τους, τον έκανε να αναριγήσει σύγκορμα, να τιναχτεί σαν κουρδισμένο ρομπότ από το κάθισμα, να βρει τον τόπο και την κατάλληλη στιγμή για να γράψει την ιστορία του. 

Συγκλονισμένος, κατέβηκε στον κήπο, μάζεψε ό,τι βρήκε ανθισμένο ακόμη –παραμονές Χριστουγέννων– και ανέβηκε στη μεγάλη σάλα, όπου έστεκε η κάσα με τη μάνα του. Είχε πέσει από τη σκάλα ψες και τους είχε αφήσει γεια, μα αυτός αρνιόταν πεισματικά να αντικρύσει το άψυχο κορμί της. Γι’ αυτό παράδερνε με τη σκέψη σε ιστορίες χωρίς λόγια, χωρίς εικόνες. Την εικόνα της νεκρής μητέρας προσπαθούσε να απωθήσει...

Σκόρπισε τα λουλούδια στο νεκροκρέβατο, χάιδεψε τρυφερά το παγωμένο, μητρικό μέτωπο και κατευθύνθηκε, χωρίς ούτε έναν λόγο ούτε μια ματιά στους πενθούντες της οικογένειας, στο δωμάτιό του. Φόβος, τρόμος, θυμός, λύπη, αγάπη και μια απροσδιόριστη χαρά, που τόλμησε να ράνει με ανθοπέταλα από τον κήπο το κουφάρι της μάνας, συσσωρεύτηκαν μέσα του ψάχνοντας διέξοδο, μέχρι που πρόβαλε ένας ανακουφιστικός ποταμός δακρύων. 

Έκλεισε τον τόμο της Εξέλιξης του Ανθρώπου επάνω στο γραφείο του και, χωρίς καθόλου λόγια, τέλειωσε την ιστορία του. Σίγουρα, σκέφτηκε θα έκλαιγαν και οι Νεάντερταλ...



Φωτογραφία: Ο Αδάμ, και η Προσφορά του Κάιν και του Άβελ, από το Πολύπτυχο της Γάνδης. Περισσότερα "εδώ".


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Δεκεμβρίου 2023, αρ. φύλλου 1204.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.