1.9.12

ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΚΟΛΟΜΠΙΑ: Ο Άγιος Ζαμπλακάς




Ήταν ένας νέος παπάς, Λάνθα τον λέγανε, που ζούσε ευτυχισμένος με την παπαδιά του. Το σπίτι τους ήταν στην άκρη του χωριού, δίπλα στη λίμνη, χτισμένο με ωμά πλιθιά ξεραμένα στον ήλιο. Στο κάτω πάτωμα ήταν μπροστά ένας χώρος με τη σκάλα, το αμπάρι του σταριού και το παραπόρτι που έβγαζε στο αχούρι, όπου είχαν τον γάιδαρο και την κατσίκα. πίσω το μισοσκότεινο κατώι με τα δυο μεγάλα βαρέλια του κρασιού, τα πυθάρια, τα ξύλα για τον χειμώνα και, κρεμασμένα στον τοίχο, τα δικέλλια και το δρεπάνι (εκεί η παπαδιά σκιάζονταν να πηγαίνει τη νύχτα, είχε και ποντίκια που έκαναν πρρρρ… καθώς έτρεχαν πάνω στα ξύλα). Πάνω στον όροφο, ήταν το στενάχωρο μαγειριό τους και δυο μικροί οντάδες, ενώ μπροστά απλωνόταν το χαγιάτι, με κρεμασμένα στη μια μεριά τα σκόρδα και τις κατακόκκινες πιπεριές τους, τις μολόχες ν’ ανθίζουν γύρω-γύρω μέσα σε κάτι ασπρισμένους τενεκέδες, και στη μέση το μιντέρι με την κόκκινη γιάμπολη, όπου κάθονταν μισοξαπλωμένος ο παπάς όταν σουρούπωνε και κοίταζε για ώρα τις βάρκες να τραβάνε προς την πέρα μεριά της λίμνης, προς την έξω σκάλα του Κάστρου, μέχρι που χάνονταν πίσω από κείνα τα όρθια βράχια που σιγά-σιγά σκοτείνιαζαν. Κι η παπαδιά, χωρίς τους μπελάδες των παιδιών ή βαριών δουλειών (είχαν μόνο ένα χωράφι και δυο μικρά αμπέλια εκεί κοντά), πήγαινε τότε και καθόταν δίπλα του, ακούγοντάς τον να μουρμουρίζει ψαλμουδιές και νοιώθοντας το σώμα του να κουνιέται κάθε τόσο ρυθμικά και να κάνει το μιντέρι να σιγοτρίζει (είχε αυτό το χούι ο παπάς). Σε λίγο άρχιζε να τον χαϊδεύει, το γένι του παπά τρέμιζε μέσα στο μισοσκόταδο που όλο πήχτωνε, αυτή έβγαζε κάποιο γελάκι, ιδίως όταν τη φιλούσε στο αυτί, και το στόμα του καθενός άρχιζε να πλανιέται στη σάρκα του άλλου ενώ τα μάτια τους, όποτε τα είχαν ανοιχτά, έπεφταν κάτω στην αυλή, στις σκιές που πάντα σαλεύανε. Έτσι λοιπόν, από τότε που παντρεύτηκαν δυο χρόνια πριν, ρίχνονταν σε μια τακτική εν Χριστώ ηδονή, που με τη σιγουριά της δρέψης της έκανε τον παπά να δοξάζει το όνομα του Υψίστου (με αρκετά λάθη, γιατί ήταν σχεδόν αγράμματος) και να απορεί με τη μωρία των ανθρώπων, που θεωρούν την ευτυχία άπιαστο αγαθό, ενώ είναι τόσο απλή η απόκτησή της. Του φάνηκε μετά από ένα σημείο τόσο φυσική η μακαριότητά τους, που τη θεώρησε ως κάτι το αναλλοίωτο.

Όμως ο διάβολος, που όταν βλέπει κάπου τη χαρά τρώει τα λυσσιακά του, και μάλιστα στους παπάδες, που τους κυνηγάει περισσότερο, τους φθόνησε και έκανε την παπαδιά να δει μια Κυριακή στην εκκλησία, μέσα απ’ το καφασωτό του γυναικωνίτη, τα γυαλιστερά μαλλιά, το μικρό μουστάκι, τις φαρδιές πλάτες και, ιδίως, τα μάτια που άστραφταν από μακριά ενός ξενομερίτη μαχαιρά, του Τζερονάρη, που κι αυτός όταν την είδε να βγαίνει από την εκκλησία δάγκασε το μουστάκι του. Λοιπόν, η παπαδιά θόλωσε, κι από εδώ-από κει βρήκε μύριους τρόπους για να μπορέσουν να ειδωθούν κρυφά. Σύντομα έλειωναν ο ένας για τον άλλο, κι αυτός την έβαλε να σκίσει το πανί απ’ το φυλαχτό που είχε ραμμένο στο πουκάμισό της, να πάρει τον σκαλιστό σταυρό από κέρατο βοδιού που ήταν μέσα, να τον στουμπίσει και να ρίξει τη σκόνη στο φαΐ του παπά της, να τον μαραζώσουν. Όμως τίποτα δεν έγινε. Μια και δεν μπορούσαν να συνευρίσκονται όσο θέλανε, της ήρθε κάτι σαν αφροδισιακός πυρετός, και κόντευε να ρουφήξει ακόμη και τον παπά ανάμεσα στα σκέλια της, να τον φάει.

Τέλος, μια μέρα έπεσε άρρωστη, ούτε έτρωγε, ούτε μιλούσε, μόνο βογγούσε. Ο παπάς πήγε να τρελλαθεί, δοκίμασε όλα τα ζουμιά και τα γιατρικά, αλλά δεν την είδε να καλυτερεύει. Για να μάθει αν θα πεθάνει πήγε σ’ έναν γείτονά του, τον Ραδινό του Μπράγια που έπιανε πουλιά, και του παράγγειλε έναν καλαντρίνο. Όταν τον πήρε, δεμένο μ’ ένα σχοινί απ’ το πόδι, τον έβαλε δίπλα της προσέχοντας να δει αν το πουλί θα απέστρεφε το βλέμμα από πάνω της, σημάδι πως θα πεθάνει. Ο καλαντρίνος όμως μια σ’ αυτήν έβλεπε, μια αλ-λού, και ο παπάς μπερδεύτηκε. Πήρε τότε κά- τουρο της παπαδιάς σε μια μπουκάλα και ζήτησε απ’ τη Μιχαήλα του Ρέλου, που είχε μωρό αρσενικό, λίγες σταγόνες γάλα απ’ τα βυζιά της. Έσταξε το γάλα στο κάτουρο και έσκυψε να δει: θα μείνει πάνω πηχτό το γάλα για να σωθεί η άρρωστη, ή θα σκορπίσει, να γίνει ένα με το κάτουρο, να πεθάνει; Πάλι όμως δεν μπόρεσε να κρίνει –ούτε σκόρπισε τελείως, ούτε έμεινε πηχτό– και δεν ήξερε πλέον τι να κάνει. Ώσπου αυτή η τρελλαμένη άνοιξε το στόμα της και του είπε, αν θέλει να γίνει καλά, να πάει να βρει τον άγιο Ζαμπλακά, που ήρθε τάχα στ’ όνειρό της κλαίγοντας, επειδή έπεσε ένας τοίχος μιας εκκλησίας αφιερωμένος στ’ όνομά του, ποιος ξέρει πού, και τώρα μπαίνουν αγρίμια μέσ’ στο ιερό, κι ο ίδιος δεν έχει μυρίσει λιβάνι εδώ και χρόνια, και να πάει ο παπάς να βρει την εκκλησιά να τη διορθώσει και να τη λειτουργήσει, γιατί αλλιώς θα πάρουνε μεγάλο κρίμα. Και μετά την επιδιόρθωση και αυτή θα γίνει καλά και μεγάλη ωφέλεια θα δούνε από τον άγιο.

Έψαξε ο παπάς στο καλεντάρι να βρει τον άγιο Ζαμπλακά, όμως πουθενά τέτοιο όνομα. Η παπαδιά τού είπε ότι είναι νέος άγιος και δεν τον πέρασαν ακόμα στο καλεντάρι, μόνο να μη χάνει καιρό, να πάρει μπάλα τα χωριά μέχρι να βρει την εκκλησιά του. Έτσι, σε λίγες μέρες πήρε αυτός λίγες φορεσιές, κάμποσα παξιμάδια με ελιές και αρκετά άσπρα, που τα ’ραψε στις φόδρες του ράσου του, ανέβηκε στον γάιδαρό του και χαιρέτησε λυπημένος τη γυναίκα του, που είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και μια γελούσε μια έκλαιγε, με τα όμορφα μαλλιά της ανακατεμένα και το άσπρο στήθος της να φουσκώνει κάτω απ’ το ρούχο της, που έλεγες να, τώρα θα σκιστεί. Μέχρι που έστριψε ο γάιδαρος στη στροφή και χάσανε ο ένας τον άλλο.

Πήγε ο παπάς στο πρώτο χωριό, ρώτησε αν έχουν καμμιά εκκλησία στον άγιο Ζαμπλακά, αλλά όλοι ρωτούσαν «τι;» και δεν ήξεραν τίποτα. Τ’ απόγευμα έφτασε στο πιο πέρα χωριό, την άλλη μέρα σ’ άλλο, κι εκεί τα ίδια. Με λίγα λόγια πέρασαν κοντά δυο μήνες κι ο καιρός άρχισε να χαλάει, ο γάιδαρός του είχε αδυνατίσει και τα λεφτά του σώνονταν, κι είχε πάει σε σαράντα χωριά και βάλε, αλλά πουθενά ο άγιος που έψαχνε. Τα ράσα του τα ’πλενε συχνά στα ρυάκια, αλλά γρήγορα γίνονταν πάλι καφέ από τη σκόνη, κι όταν έβρεχε η προβιά του λίγο τον προστάτευε. Μιλούσε με τον γάιδαρό του, έψελνε, σ’ ένα ντερβένι έκανε και μια κηδεία. Ευτυχώς που δεν τον πλάκωσαν τίποτα ληστές.

Σε ένα χωριό τέλος, κάποιος πανούργος σαμαρτζής, Μόξιας λεγόμενος, σαν έπιασε το αυτί του ότι ψάχνει την εκκλησία του άγιου Ζαμπλακά, τον πλησίασε και ρώτησε λεπτομέρειες, κι όταν άκουσε όλη την ιστορία άρχισε να γελάει δυνατά, τρίβοντας την κοιλιά του. Κοίταξε τον παπά με ορθωμένο το μουστάκι και του είπε, «δεν υπάρχει τέτοιος άγιος, δέσποτα. μόν’ μήπως η παπαδιά σου βρήκε κανέναν άλλον στη θέση σου;». Αυτός, που δεν του είχε περάσει καν απ’ το μυαλό κάτι τέτοιο, «τι λες, βρε θεοσκοτωμένε», είπε, και τότε ο άλλος του πρότεινε να γυρίσουν μαζί στο χωριό του να δουν, κι αν έχει δίκιο, να πάρει απ’ τον παπά τον γάιδαρο, αν όχι, να του δώσει εκατό άσπρα, κι ορκίστηκε να κρατήσει τη συμφωνία στο Χριστό και στην Παναγία και στον άγιο των σαμαρτζήδων. Ο παπάς, κουρασμένος καθώς ήταν, δέχτηκε, γιατί εκατό άσπρα δεν ήταν λίγα. Κι έτσι πήραν το δρόμο του γυρισμού.

Μετά από μέρες φτάσαν έξω απ’ το χωριό μέσα σε δυνατή βροχή. Ο σαμαρτζής βοήθησε τον παπά να μπει σ’ ένα σακκί, το βόλεψε στα καπούλια του γαϊδάρου και συνέχισε σκυφτός. Είχε σκοτεινιάσει από κάμποση ώρα κι οι λασπωμένοι δρόμοι ήταν σαν βούρκος. Έξω μόνο σκυλιά γυρίζανε. Σε λίγο έφτασε στο σπίτι του παπά, που ήταν το τελευταίο του χωριού, κάπως απομακρυσμένο από τα άλλα. Χτύπησε την κρικέλα δυνατά, κι ακούστηκε από μέσα η φωνή της παπαδιάς που ρωτούσε ποιος είναι. Αυτός της είπε ότι είναι ένας ξένος πραματευτής που μόλις έφτασε στο χωριό τους μέσ’ στη βροχή, κι αν μπορεί να του δώσει μια γωνιά στο σταύλο να περάσει τη νύχτα. Πονετικιά καθώς ήταν σε λίγο του άνοιξε, κρατώντας πάνω απ’ το κεφάλι της ανοιχτό ένα σάλι να μη βρέχεται. Τον έμπασε μέσα στην αυλή μαζί με τον γάιδαρο, που δεν τον γνώρισε έτσι που είχε μείνει ο μισός, και τον κάλεσε μάλιστα, μόλις τακτοποιηθεί, ν’ ανέβει πάνω να φάνε. Ο σαμαρτζής οδήγησε το ζώο στο αχούρι, ακούμπησε σε μιαν άκρη το τσουβάλι με τον παπά κι έβαλε μια στεγνή αλλαξιά. Απ’ το πάνω πάτωμα ακούγονταν αντρικά γέλια, γιατί η παπαδιά η κούρβα έμπαζε τις περισσότερες νύχτες στο σπίτι τον μαχαιρά, και μάλιστα τις βροχερές σαν κι απόψε. Δεν την ένοιαζε και πολύ αν τους έπαιρναν είδηση, ήταν σαν αλλοπαρμένη – και πιο όμορφη από ποτέ, σκέφτηκε ο παπάς κατάχλωμος μέσ’ στο σακκί του, όπου είχε ανοίξει μια τρύπα κι έβλεπε.

Ο σαμαρτζής ανέβηκε πάνω κι ακούγονταν για ώρα οι φωνές και τα γέλια των τριών τους, που είχαν πέσει στο φαγοπότι. Ο μαχαιράς ήταν τάχα ξάδερφος της παπαδιάς και θα ’μενε μόνο για κείνη τη νύχτα στο σπίτι της. Αυτή τραγούδησε και χόρεψε, και μετά ζήτησε απ’ τον ξένο της να τους πει ένα τραγούδι απ’ το χωριό του. Για να μη τους χαλάσει το χατίρι αυτός τους τραγούδησε:

Άκου στο σακκί κρυμμένος
και στον τοίχο ακουμπισμένος
μού ’θελες άσπρα εκατό
και γω τον γάιδαρο αυτό.

Τους άρεσε πολύ το τραγούδι και γελώντας το επανέλαβαν ρυθμικά, ενώ στο χαμηλό φως της λάμπας τα μάγουλά τους φαίνονταν ακόμα πιο ξαναμμένα απ’ ό,τι ήταν.

Τέλος, όταν κι οι τρεις τους είχαν σχεδόν μεθύσει, ο σαμαρτζής κατέβηκε αφήνοντας ένα ρέψιμο, μπήκε στο αχούρι, έλυσε το σακκί, βοήθησε τον παπά να βγει και, κλείνοντάς του κοροϊδευτικά το μάτι, ξάπλωσε στα άχυρα. Ο παπάς σιγοπατώντας ανέβηκε τη σκάλα και άρχισε ν’ ακούει τώρα καθαρά τα βογγητά της ηδονής τους. «Θεέ μου, μη χρονίσεις, εξολόθρευσε τους εχθρούς μου με χολέρα και δίψα», ξεστόμισε τη γνωστή κατάρα μαδώντας τα γένεια του. Απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα μάντευε πιο πολύ παρά έβλεπε τα γυμνά τους σώματα να παλεύουν θαρρείς, και την έφερε στο μυαλό του δικιά του, την κοιλιά του να γλυστρά ανάμεσα στα χαλαρά της σκέλια, το στήθος της να πάλλεται μέσ’ στη χούφτα του, τον τεντωμένο προς τα πίσω λαιμό της με τις λεπτές γαλάζιες φλέβες, που πάνω του καμιά φορά, καθώς έσκυβε να τον φιλήσει, έσταζε λίγο σάλιο που του ξέφευγε απ’ το στόμα, και όπου μετά έκρυβε το πρόσωπό του, σαν σε φωλιά.

Κάθησε εκεί φαρμακωμένος για ώρα, ώσπου τέλειωσαν. Μετά ο μαχαιράς, για τον ιδρώτα που έχυσε και για να σβήσει την καήλα του μεθυσιού, της ζήτησε νερό, κι αυτή κατέβηκε να πάρει από μια στάμνα έξω απ’ το κατώι. Τότε ο παπάς πήρε μια μαχαίρα που είχε για τα κρέατα σ’ ένα ράφι του μαγειριού, μπήκε σιγά-σιγά στο δωμάτιο και χάιδεψε αργά τον λαιμό του άλλου, παίρνοντάς του τα μέτρα. Εκείνος άφησε ένα γέλιο, νομίζοντας ότι ήταν η παπαδιά που είχε γυρίσει. Ύστερα μ’ ένα γερό χτύπημα του έκοψε πέρα για πέρα το κεφάλι, το ’πιασε απ’ τα μαλλιά και το πέταξε σε μια γωνιά, κουκουλώνοντας με το σεντόνι το κορμί που σπαρταρούσε ακόμα. Ήρθε η παπαδιά, μισόγυμνη, έβαλε ένα ποτήρι νερό κοντά του, φύσηξε το κερί και έπεσε δίπλα του. Πήγε να τον αγκαλιάσει αλλά δεν βρήκε κεφάλι στο μαξιλάρι, μόνο ένα ζεστό υγρό που ανάβλυζε ακόμη απ’ τον λαιμό του. Έτρεξε σκουντουφλώντας κάτω, μπήκε στον αχυρώνα, ξύπνησε τον σαμαρτζή και τον ρώτησε: «Ξένε, αν θυμάσαι, είχε κεφάλι ο ξάδερφός μου πριν πέσουμε να κοιμηθούμε;». «Είχε μου φαίνεται», είπε αυτός, κι ανέβηκε μαζί της πάνω, ανάψανε τη λάμπα και είδαν ότι πράγματι ο μαχαιράς ήταν ακέφαλος. Αυτή, ξεχνώντας να τον θρηνήσει, μεθυσμένη θαρρείς για πάντα, έπλεξε τα χέρια της και είπε: «Αχ, η μαύρη μου, τι θα τον κάνουμε τώρα;». Βρήκανε το κεφάλι του πεταγμένο στη γωνιά, τον πιάσανε αυτός απ’ τα πόδια κι αυτή απ’ τα χέρια, τον κουβαλήσανε κάτω σέρνοντάς τον, τον βγάλαν έξω στην αυλή και τον παραχώσανε μαζί με το κεφάλι πρόχειρα σε κάτι κοπριές που χωνεύανε δίπλα στην πόρτα του αχυρώνα. Ύστερα πήγαν και κοιμήθηκαν.


Το πρωί ο σαμαρτζής φόρτωσε στον γάιδαρο το σακκί με τον παπά, ευχαρίστησε την παπαδιά για τη φιλοξενία της και έφυγε. Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά απ’ το χωριό έβγαλε έξω τον παπά και τον αποχαιρέτησε σαν καλός φίλος, παίρνοντας μαζί του απ’ την τριχιά τον ταλαιπωρημένο γάιδαρο, που με την περιποίηση, σκεφτόταν, θα τον έκανε πάλι παχουλό και με γυαλισμένη την τρίχα. Κι ο παπάς με το καλυμμαύχι στο χέρι για να μην του το πάρει ο αέρας που είχε σηκωθεί και με το δισάκκι στον ώμο, κίνησε για το σπίτι του.

Βρήκε την παράνομη παπαδιά μέσα στον αχυρώνα, καθισμένη πάνω σε μια αναποδογυρισμένη καρδάρα δίπλα στην κατσίκα, μ’ ένα κομμάτι άχυρο κολλημένο στα χείλη, που η άκρη του κουνιόταν με την ανάσα της. Φορούσε μια φαρδιά αμάνικη πουκαμίσα και οι γυμνές της γάμπες, τα μπράτσα, του φάνηκαν τώρα θαρρείς πιο όμορφα από παλιά που τα κατείχε. «Ήρθα γυναίκα», είπε, κι αυτή γύρισε και τον κοίταξε με τα μεγάλα της μάτια δίχως να ξαφνιαστεί, έτσι μαύρον μπροστά της, με τα χοντροπάπουτσά του βουτηγμένα στη λάσπη και με στραβοπατημένα τα γένεια και τα μαλλιά του από το κλείσιμο μέσ’ στο τσουβάλι.

Πήγε να τον πλησιάσει, αλλ’ αυτός έκανε ένα βήμα πίσω και άρχισε να λέει ότι τον άγιο Πούστη της δεν μπόρεσε να τον βρει (αυτή ούτε που φάνηκε να πρόσεξε τη βρισιά), ότι ο γάιδαρός τους ψόφησε και ότι τα άσπρα του τέλειωσαν, γι’ αυτό έπρεπε να μην χάνουν καιρό, έπρεπε ν’ αρχίσουν να δουλεύουν, να φορτώσουν αμέσως την κοπριά εκείνη μπροστά στον αχυρώνα στο κάρο τους που ήταν γερμένο σε μια γωνιά, να δανειστούν ένα ζώο από κάποιον γείτονά τους και να πάνε στο χωράφι να το κοπρίσουν και μετά να το οργώσουν. Της έδωσε ένα φτυάρι, και όπως ήταν, άπλυτος ακόμη, κάθησε σ’ ένα κούτσουρο και την κοίταζε που έπαιρνε κάτι επιπόλαιες φτυαριές. Η κοπριά ήταν λίγη, κι έτσι σύντομα φάνηκε το βρωμισμένο πτώμα, πρώτα το ένα χέρι μ’ ένα χρυσό δαχτυλίδι που γυάλισε στο πρωινό φως. «Βρε-βρε», είπε πλησιάζοντας, και έκανε αργά τον σταυρό του, ενώ η παπαδιά στέκονταν κοιτάζοντας λοξά, με το ένα μάτι της, αυτό που δεν έβλεπε ο παπάς, κλεισμένο. Τον βγάλανε χωρίς λέξη, τον χώσανε έτσι ακαθάριστο σ’ ένα σακκί, ρίξαν μέσα και το κεφάλι, που πήγε μ’ έναν ξερό ήχο κάτω-κάτω, πλάι στον πισινό του, και ο παπάς τής είπε να τον φορτωθεί, να πάνε να τον ρίξουνε κρυφά στη λίμνη, κάτω από κείνα τα απότομα βράχια. Κλειδώσανε το σπίτι και έτσι, μπροστά αυτή διπλωμένη απ’ το βάρος κι αυτός πίσω της σαν κόρακας, με τα ρούχα τους ν’ ανεμίζουν στον αέρα και με κάτι χοντρές στάλες να τους πέφτουν κάθε τόσο στο μέτωπο, κίνησαν προς τα πέρα.

Σε λίγο έκαναν μια στάση κάτω από ένα δέντρο κι η παπαδιά, κοιτάζοντας τα λασπωμένα πόδια της και χαμογελώντας, τραγούδησε με κάπως βραχνή φωνή απ’ το χθεσινό μεθύσι ένα τραγουδάκι που ήξερε από τότε που ήταν μικρή: 

Τρεις πηγαίνουν δυο γυρνάνε
τα αηδόνια κελαϊδάνε.

Μετά συνέχισαν, και κάτω απ’ τη βροχή, που άρχισε πλέον να πέφτει κανονικά, ο παπάς τραγούδησε με τη σειρά του:

Τρεις παν κι ένας γυρνάει
το αηδόνι κελαϊδάει.

Κι όσο κι αν η παπαδιά, μέσ’ στο λαχάνιασμά της, τον διόρθωνε, λέγοντάς του ότι όλο το χωριό ήξερε ότι το σωστό ήταν όπως το ’λεγε αυτή, αυτός το χαβά του, συνέχιζε, ψάλλοντας θαρρείς, να το λέει με τον δικό του τρόπο. Συγχρόνως έβγαλε κρυφά απ’ την τσέπη του σπάγγο και μια σακκοράφα, κι έτσι καθώς αυτή προπορευόταν αργά άρχισε με επιδέξιες κινήσεις να ράβει γερά τις δίπλες απ’ το φουστάνι της με το τσουβάλι.

Όταν έφτασαν στον γκρεμό, είδαν κάτω το μαύρο νερό να σπάει με ορμή πάνω στα βράχια και να κάνει εκεί κοντά μια μεγάλη δίνη, που λέγανε ότι ήταν το στοιχειό της λίμνης που ρουφούσε το νερό και μετά το ξερνούσε, κάνοντάς το πικρό εκεί γύρω. Πιο πολύ όμως ήθελε να ρουφάει ανθρώπους, άμυαλα παιδιά που πέφτανε εκεί κοντά το καλοκαίρι να δροσιστούν ή ψαράδες που τους πλάκωνε ξαφνική μπόρα και, πριν προλάβουν να φτάσουν στην ακτή, τα βα-ριά κύματα νικούσαν τις τρομαγμένες τους κουπιές και τους αναποδογύριζαν τη βάρκα.
«Άιντε παπαδιά μου, πέτα τον», της είπε, σκίζοντας πίσω του άθελα λουρίδες απ’ το ράσο του με δάχτυλα που τρέμανε. Αυτή έκανε έτσι να ξεφορτωθεί το τσουβάλι και, ραμμένη καθώς ήταν, παρασύρθηκε μαζί μ’ αυτό στο κενό. Πέφτοντας τραβήχτηκε η φούστα της και φάνηκαν για μια τελευταία στιγμή τα άσπρα μυρωδάτα της μπούτια, ενώ ακούστηκε η φωνή της να λέει: «Τώρα πώς θ’ ανοίξεις, παπά μου, που έχω το κλειδί στην τσέπη μου;».
Γύρισε πίσω τραγουδώντας πάλι: 

Τρεις παν κι ένας γυρνάει
το αηδόνι κελαϊδάει. 

Πήδηξε το ντουβάρι της αυλής, μπήκε στο σπίτι απ’ το παραπόρτι του αχυρώνα, ανέβηκε στο χαγιάτι κι έτσι βρεγμένος κάθησε, μετά από τόσο καιρό, στη γνωστή του θέση, στο μιντέρι με την κόκκινη γιάμπολη. Σιγοκουνώντας ρυθμικά το σώμα του όπως παλιά στύλωσε το βλέμμα του στη μολυβένια λίμνη, γεμάτη μικρά άσπρα κύματα, που έμεναν για λίγο σχεδόν ακίνητα πριν χαθούν και πάρουν τη θέση τους άλλα.

(Από παραμύθι του λαού)

* * *



To κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται στην «ΟΔΟ» ύστερα από άδεια της οικογένειας του αείμνηστου Γ. Γκολομπία. Πρωτοδημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Το Παραμιλητό», τεύχος 8, Χειμώνας 1990-91, σελ. 39-45. Στο τέλος της σελίδας 61 με τα περιεχόμενα αναφέρονταν: Τα σκίτσα στις σελίδες 39, 43, 45 (12, 10, 9 στην ΟΔΟ) είναι ακιδογραφήματα του 17ου-18ου αιώνα που βρίσκονται στο εσωτερικό του βόρειου τοίχου του ναού του Αγίου Νικολάου Καραβιδά στην Καστοριά. Δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά. Το σκίτσο της σελίδας 40 (8 στην ΟΔΟ) είναι αναπαράσταση τοιχογραφίας του 1656/57 στην εξωτερική επιφάνεια του βόρειου  τοίχου του παραπάνω ναού.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 31 Μαΐου 2012, αρ. φύλλου 644

45 σχόλια:

  1. Ανώνυμος1/9/12

    Καταπληκτικό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος1/9/12

    Αυτα συμβαινουν και σημερα .

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος1/9/12

    Σοκαριστικό, εκπληκτικό, τέλειο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος1/9/12

    Σκέτο θρίλερ !!!!!!!
    Για γερά νεύρα.
    Δεν το άντεξα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος2/9/12

    Ας διαβάσουμε κάτι και για έναν αληθινό Άγιο !
    Γιατί ετούτος ήταν της φαντασίας, όπως κι ο παπάς κι η παπαδιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανώνυμος3/9/12

    Έλεος!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Π.Ζ.3/9/12

    Ένα από τα καταπληκτικότερα διηγήματα που έβγαλε η καστοριανή λογοτεχνία. Τις ευχαριστίες στην οικογένεια που παραχώρησε την άδεια στην «Οδό» για την δημοσίευση. Και φυσικά συγχαρητήρια στην εφημερίδα που ανακαλύπτει και δημοσιεύει κείμενα τέτοιας υψηλής ποιότητας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ανώνυμος4/9/12

    Παπαδιά και εραστής ομολόγησαν το φόνο του ιερέα!

    http://www.protothema.gr/greece/article/?aid=220837

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Ανώνυμος5/9/12

    Σας τ'αλεγα εγω και σημερα γινοντε αυτα,και παπαδιες ξεσαλοσαν και μοναχες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Ανώνυμος5/9/12

    http://www.youtube.com/watch?v=SRxaeGbnCxs agapith 'ODOS'soy to xarizv me agaph.........

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Ανώνυμος5/9/12

    Μόνο οι παπαδιές κι οι μοναχές ξεσάλοσαν;
    Οι παπάδες κι οι μοναχοί είναι φρόνιμοι;
    Κακίες !!!!!!!
    Κι εσύ ρε φίλε δεν μας εξηγείς γιατί χαρίζεις το τραγούδι στην ΟΔΟΣ; Πολύ καψούρα όμως... κάνε και λίγο κρατι !!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Ανώνυμος5/9/12

    ΤΙ να κανουμε ρε φιλε,καψουρα ειναι αυτη,αν δεν καψουρευτω στα 32, ποτε?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Ανώνυμος5/9/12

    Πολλοί έρωτες έπεσαν εδώ μέσα; Τι συμβαίνει;
    Το διήγημα άναψε τα αίματα, και φουντώσαμε στην ανέραστη Καστοριά;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. Ανώνυμος5/9/12

    Οπα-οπα, οχι και ανεραστη Καστορια,μας προσβαλεις.
    ο μπουλης και η φουντουκο,ποτε δεν κοιμουντε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. Ανώνυμος5/9/12

    http://www.youtube.com/watch?v=_sp0HxAZFUw
    Για τον καψούρη του 12 σχόλιου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. Ανώνυμος6/9/12

    Υ παρχουν και καλυτερα τραγουδια.Παντως σ'ευχαριστω

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  17. Το λουλουδάκι του μπαξέ6/9/12

    Ανώνυμε υπ' αριθμ. 14

    Σώπα βρε !
    Με ένα ωραίο παραμύθι κι ένα γλυκό νανούρισμα
    κοιμάται και ο πιο ζόρικος μπούλης.
    Ακούς ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  18. Ανώνυμος7/9/12

    http://www.youtube.com/watch?v=iff-EGnpJQU εγώ,φιλε του καζαντζίδη σου αφιερώνω του Τερζή..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  19. Ανώνυμος7/9/12

    Αυτό δεν είναι αφιέρωση... είναι κατάρα.
    Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  20. Το παραπάνω κείμενο του Γιώργου Γκολομπία σας ενέπνευσε τόσες πολλές -"πυρ ομαδόν"- ανοησίες;
    Είστε σίγουροι πως αυτό σχολιάζατε;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  21. Ανώνυμος7/9/12

    Κύριε Τσίγκα,
    θέλω να σάς ευχαριστήσω για την παρέμβασή σας, γιατί αποδεικνύετε για άλλη μια φορά την αγάπη σας τόσο για τον συγγραφέα όσο και για την ΟΔΟ.
    Όμως, ο σχολιασμός του συγκεκριμένου κειμένου απαιτούσε ούτως ή άλλως λεπτούς χειρισμούς, γιατί θίγεται (και μάλιστα με τρόπο ερεθιστικό ή και μακάβριο) ένα ευαίσθητο θέμα της νεοελληνικής πραγματικότητας.
    Περισσότερο όμως φρονώ ότι με κάποια σχόλια δεν αποκλείεται να γινόταν ακόμη και προσβολή της μνήμης νεκρού, γιατί θα στρέφονταν ακόμη και κατά του ίδιου του γράψαντος το κείμενο, ο οποίος δεν θα μπορούσε να απαντήσει.
    Γι' αυτό, από μια άποψη, ας θεωρηθούν ανεκτά τα παραπάνω σχόλια.
    Θέλω να πιστεύω ότι μιλώ ρεαλιστικά και όχι εξαιτίας φοβίας.
    Περιμένω με ειλικρινές ενδιαφέρον τα δικά σας σχόλια για το διήγημα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  22. Ανώνυμος7/9/12

    Αν σάς έλεγα εγώ ότι μάς χρειάζεται ένας νευρολόγος, θα με παίρνατε με τις πέτρες...
    Ακούτε τα τώρα !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  23. Καθόλου δεν θέλω να υπαινιχθώ σεμνοτυφία ή κάποια ανέγγιχτη ιερότητα της μνήμης...
    (Ο Γ. Γκολομπίας τα σιχαίνονταν αυτά!).
    Ούτε αποτελώ κάποιον τάχα κανέναν υπερασπιστή του έργου του. Αντίθετα δηλώνω ανάξιος και αδαής ολότελα να αποτιμήσω έστω και μέρος του έργου αυτού του ανθρώπου. Όμως θεώρησα ότι η αστοχία πολλών σχολίων κάτω από αυτό το κείμενο αποτελούσε «θόρυβο» ενοχλητικό…
    Το συγκεκριμένο κομμάτι ανήκει στη λεγόμενη "μαύρη (noir) λογοτεχνία". Ο Γ.Γ. –λάτρης του είδους- με αριστοτεχνικό τρόπο διασκευάζει ένα λαϊκό παραμύθι της περιοχής. Το αποτέλεσμα καθηλωτικό, πολύ ζυγισμένο, χωρίς περιττά, με ανατροπές. Και μ΄από κοντά τη μεγάλη φρίκη των φόνων (όπως στις αρχαίες τραγωδίες).
    Όταν κάναμε με τον Στάθη Κοψαχείλη το αφιερωματικό τομίδιο στα σαραντάμερά του, με το σύνολο των διηγημάτων του που είχαν δημοσιευθεί πριν από είκοσι χρόνια στο «Παραμιλητό», αποφύγαμε τον «΄Αγιο Ζαμπλακά» αφού το βιβλιαράκι διανεμήθηκε σε εκκλησία και πολλοί παριστάμενοι στενοί φίλοι του Γιώργου ήσαν ιερωμένοι, μοναχοί και αφιερωμένοι πιστοί. Ίσως ήταν λάθος μας. (Ναι! τότε χτυπηθήκαμε από «σεμνοτυφία»…).
    Όμως επειδή θεωρώ ότι τα καλύτερα που έχουν γραφτεί για τα κείμενα του Γ.Γ. ήσαν αυτά που δημοσίευσε η Μάρη Θεοδοσοπούλου στην «Εποχή», σας παραπέμπω στο blog της http://maritheodo.blogspot.gr/2009/10/blog-post.html να τα ξαναδείτε (όσοι δεν έτυχε να τα διαβάσετε στην ΟΔΟ που τα είχε αναδημοσιεύσει).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  24. Σαγηνευτικη8/9/12

    Σαγηνευτικη ειπε.
    το λουλουδακι του μπαξε.Λες να το ρισκαρουμε?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  25. Το λουλουδάκι του μπαξέ8/9/12

    @ Σαγηνευτική
    Δεν θα πώ ψέματα ότι κατάλαβα.
    Αν είναι για καλό όμως... εμπρός !!!
    Τί έχει να φοβηθεί ένα άνθος ;

    Ευχαριστώ πάντως,
    γιατί με δέρνει καταιγίδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  26. Ανώνυμος8/9/12

    Τι συμβαίνει παιδιά εδώ μέσα, περί τίνος ομιλείτε;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  27. Σαγηνευτικη8/9/12

    Ανωνυμε κατσε στην ακρη και μην ανακατωνεσαι,μονο διαβαζαι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  28. Σαγηνευτικη8/9/12

    εμεις το βλεπουμε σαν καταιγιδα,ειναι η εξελιξη της αρρωστιας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  29. Ανώνυμος8/9/12

    Δεν ανακατώνομαι εγώ, εσείς ανακατώνεστε εκεί που δεν σας σπέρνουν. Εννοείται ότι πρέπει να γράψουμε περί του διηγήματος του Γκολομπία, και όχι αρλούμπες και καταιγίδες εν κρανίω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  30. Αγαπητή "σαγηνευτική" με το "διάβαζαι" σου να με συμπαθάς αλλά ...ανακατώθηκα!
    Και να σκεφτείς ίσα που είχα αποφασίσει πως αυτά τα περίεργα νεανικά σταυροβελονιάσματα της αγάπης-"της καψουρας" έστω- , της μεθυστικής παραζάλης και της "αγραμματοσύνης" στο φουστάνι γκρεμισμένης στα τάρταρα παπαδιάς από τον εκδικητικό παπά ισως ήταν "ροκιές" από τις λίγες και ιδεολογικες σούζες που πετούν μακρυά τις αράχνες και την ψοφιοσύνη και θα τα χαίρονταν ο μακαρίτης ο Γιώργος... Τότε ίσως λοιπόν θα' πρεπε να ζητήσω συγγνώμη που σας πήρα παραμάζωμα πιο πριν ... Αλλα μετανιώνω! Εσείς εδώ βρεθήκατε μάλλον κατά λάθος. Το πάρτι ήταν αλλού παιδιά και το χάσατε. Λυπάμαι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  31. Σαγηνευτικη9/9/12

    το παραπανω κειμενο το κρινει ο καθενας με τα δικα του κριτηρια.Αυτο που επαθε ο παπας ειταν μεγαλη καταιγιδα.ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΜΕΡΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  32. Ανώνυμος9/9/12

    "Διάβαζαι" Νώντα και μη μιλάς!
    Γιατί σαν την παπαδιά θα καταλήξεις εδώ μέσα.
    Κ-α-τ-α-π-λ-η-κ-τ-ι-κ-ό διήγημα! Σοβαρό λάθος που σας νίκησε η "σεμνοτυφία". Αλίμονο αν "κολλάτε" στο μαύρους ρασοφόρους. Και ειδικά αυτούς της Καστοριάς. Ουαί!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  33. Ανώνυμος9/9/12

    ''Διαβαζε''Ηταν μεγαλη καταιγιδα.Δεν κολλαμε σε κανεναν ρασοφορο γιατι ειναι ανθρωποι ,''σαν εμας''.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  34. Ανώνυμος10/9/12

    Μήπως γνωρίζει κανείς αν υπάρχουν γραπτά του Γ. Γκολομπία (διηγήματα, μελέτες, έρευνες...)τα οποία δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  35. Ανώνυμος10/9/12

    Ο.ΚΥΡΙΟΣ Νωντας Τσιγκας πρεπει να ξερει,αυτος ηταν μεχρι τελος διπλα του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  36. Υπενθυμίζω ότι ο μακαρίτης είχε στην κατοχή του πολλές (1.000-1.500;) ανέκδοτες φωτογραφίες του Παπάζογλου, ένα μικρό μέρος μόνο εκ των οποίων έχουν εκδοθεί στο γνωστό λεύκωμα. Οι υπόλοιπες;
    Ο Δήμος Καστοριάς, κάποιος φορέας, κάποιος σύλλογος ενδιαφέρθηκε;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  37. Η μικρή Λουλού10/9/12

    Από την πρώτη ώρα που το διάβασα αναρωτιέμαι :
    Είναι αυτό παραμύθι ;
    Αφού δεν τελειώνει "Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα..."

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  38. Το "Αρχείο Γιώργου Γκολομπία" (κείμενα και βιβλία δικά του, χειρόγραφα, χάρτες, φωτογραφίες, καρτ-ποστάλ και πολλά άλλα σπάνια ιστορικού ερευνητικού ενδιαφέροντος στοιχεία , φιλοξενούνται πλέον στο Μπενάκειο Ίδρυμα στην Αθήνα ύστερα από απόφαση της οικογένειάς του.
    Ενδεχομένως μετά την ταξινόμηση-τακτοποίησή του να είναι προσβάσιμο για μελέτη στους ενδιαφερομένους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  39. Ανώνυμος11/9/12

    Σας ευχαριστώ κύριε Τσίγκα για την απάντησή σας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  40. Ανώνυμος12/9/12

    Ο Δήμος Καστοριάς πότε θα ενδιαφερθεί;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  41. Ανώνυμος12/9/12

    Συνήθως κάθε Δήμος ενδιαφέρεται "μετά θάνατον".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  42. Ανώνυμος25/9/12

    Τα νοσοκομεία κλείνουν και οι εκκλησίες είναι κατάφορα στολισμένες.
    Κατά τα άλλα, η Ορθοδοξία σκέφτεται τον λαό....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  43. Ανώνυμος25/9/12

    ... ενώ ο λαός σκέφτεται πολύ την Ορθοδοξία...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  44. Ανώνυμος25/9/12

    Ορθοδοξια και λαος ειναι ενα σωμα .Μια ψυχη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  45. Ανώνυμος11/12/14

    Άντε πάλη η παπαδιά στην επικαιρότητα

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ