7.3.16

ΧΡ. ΣΑΜΑΝΤΑ: Νοείν και παρανοείν

Το ότι η γλώσσα ως όργανο εκφοράς του λόγου είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση του ανθρώπινου είδους και εξελικτικό μέσον του νοείν, δε χρειάζεται την ημέτερη συνηγορία. Από κοντά και η γραφή βοήθησε τα μέγιστα στη διάχυση του πνεύματος και πολιτισμού. Να όμως που μέχρι πρότινος και στην πατρίδα μας δεν είχαν όλοι οι πολίτες την ευκαιρία, να μάθουν τα στοιχειώδη. Εκεί έπαιζαν κατά κανόνα οι πολιτικάντηδες με τις σκόπιμα δυσνόητες επαγγελίες προς το πόπολο. Η επικοινωνία επομένως και οι καθημερινές συναλλαγές βασίζονταν εν πολλοίς στην ντοπιολαλιά, μη απόλυτα κατανοητή από όλους. Με άλλα λόγια Βαβυλωνία!

Αρχές του της δεκαετίας του ’20 με τους περισσότερους έλληνες αναλφάβητους, ο παππούς μου αυτοδίδακτος στοιχειώδους γραφής και ανάγνωσης, αλλά με απαράμιλλη ενόραση και άπειρο σεβασμό προς τους γραμματιζούμενους, έστειλε τον πατέρα μου –άγουρο παιδάκι- στο παραδιπλανό χωριό, κάπου δέκα χιλιόμετρα μακριά, να συνεχίσει το δημοτικό, αφού στο χωριό μας καταργήθηκε το σχολείο. Επειδή ο παππούς ως υπηρέτης (κολίγας) είχε πολλές αγροτικές ασχολίες, η άοκνη κι αεικίνητη γιαγιά μου ανέβαζε καθημερινά το ενθουσιώδες σχολιαρούδι στα καπούλια του αλόγου και το πήγαινε «να μάθει γράμματα» με την υφαντή σάκα στο ώμο και το πρόχειρο κολατσιό. Αργά το απόγευμα επαναλάμβανε το δρομολόγιο για την επιστροφή. Ναι, σαράντα χιλιόμετρα τη μέρα αλογικώς – ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός! Μερικές φορές μάλιστα που είχε λάσκα, το περίμενε μέχρι να σχολάσει.

Μετά από λίγο καιρό θεώρησε καλό να ρωτήσει το δάσκαλο για την πρόοδο του παιδιού, μην τυχόν πήγαινε χαμένο το εξοντωτικό πέρα – δώθε. Ο δάσκαλος άνθρωπος σοβαρός, διαβασμένος, καλοστημένος και με γραβάτα παρακαλώ –ονόματι Αυγίκος- υποδέχθηκε στη γιαγιά μου με το «σεις» και το «σας» (ίσως πρώτη φορά στη ζωή της) μιλώντας καθαρευουσιάνικα με τα καλύτερα λόγια για το βλαστάρι της. Έχων δε και την παιδαγωγική συνήθεια να κοιτάζει τον συνομιλητή του βαθιά στα μάτια, τελείωσε μειδιών το διθύραμβο με τη κορωνίδα: «τα συγχαρητήριά μου». Αυτή την λέξη πρώτη φορά την άκουγε η γιαγιά μου (όχι πως κατάλαβε κι όλα τα υπόλοιπα). Κάτι όμως δεν της έκατσε καλά στα αυτιά της και σε συνδυασμό με τη διαχυτικότητα του ευγενούς δασκάλου -γυναίκα ούσα- πήγε ο νους στης στο πονηρό. Φεύγοντας δεν πολυκαλοχαιρέτησε τον δάσκαλο γι’ αυτό το τελευταίο, που ο «άθλιος» εξεστόμισε. Μέχρι να επιστρέψει στο χωριό, προσπαθούσε εναγωνίως να φέρει αυτή τη λέξη στο νου της και με τη γλωσσική φθορά κατέληξε στη λέξη «τα σιτιρλιά μου». Δηλαδή με τη δική της γλωσσοπλαστική ικανότητα και πρόχειρη ετυμολογία αντιστοίχησε αυτή τη νέα λέξη με «τα αχαμνά μου»! Δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι ο φαινομενικά κύριος Δάσκαλος ήταν μπήχτης του κερατά! Το βράδυ στο τραπέζι διηγήθηκε με θυμό, αλλά και χιούμορ σε όλους την αδιάντροπη πρόταση του δασκάλου.
-«Άκου ο παλιοπ(ου)τανιάρ(η)ς μου είπε τα σιτιρλιά μου! Για πια με πέρασε;»

Τότε ο πατέρας μου που ήταν βέβαια παρών στη συνάντηση με τον δάσκαλο, της είπε ότι η λέξη συγχαρητήρια σημαίνει εύγε, μπράβο, τέλος πάντων θαυμασμό. Δεν ήταν μόνον το γέλιο που επακολούθησε, αλλά και η δύναμη της παρανόησης που παρέμεινε διαχρονικός οικογενειακός μουραμπάς (ανέκδοτο) μέχρι σήμερα, σε σημείο που μου έρχεται πιο οικεία η ακατανόμαστη λέξη από τα «συγχαρητήρια»…  Αδιάψευστοι μάρτυρες τα παιδιά μου και τα ανίψια μου σε κάθε τους επιτυχία.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 29 Οκτωβρίου 2015, αρ. φύλλου 809


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ