28.7.08

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΜΝΑΤΣΑΚΑΝΙΑΝ: Πέρα από τον ορίζοντα

Στο μπαλκόνι σιωπηλή και βυθισμένη στις σκέψεις της στεκόταν ήσυχα η γυναίκα. Και μάλλον θα στεκόταν έτσι για πολύ ώρα σαν άγαλμα και θα κοιτούσε σιωπηλά, αν δεν την συνέφερε το χάδι του γιού της.
-Τι έχεις μανούλα και στέκεσαι έτσι σιωπηλή; Και πού κοιτάς τόση ώρα; Τι σκέφτεσαι;
-Κοιτάζω μακριά, πολύ μακριά παιδί μου, πέρα από τον ορίζοντα. Θέλω να μαντέψω τι έχει εκεί. Κοιτάω πώς δύει ο ήλιος. Λένε, ότι εκεί έχει πολύ ήλιο, ζέστη, φως και η ζωή είναι πιο εύκολη.
-Θα με πας εκεί; Πάμε μαζί μαμά. Θέλω να είμαι κι εγώ κοντά σου στον ήλιο.
-Θα σε πάω παιδί μου, χωρίς να εκφράζει την ανησυχία της είπε η μητέρα και φίλησε τα πυκνά μαλλιά του γιου της.

Σε λίγο η βαλίτσα ήταν έτοιμη, η μητέρα θα πήγαινε πέρα από τον ορίζοντα. Ο δρόμος ήταν δύσκολος και άγνωστος, με ξένους ανθρώπους. Διασχίζοντας την απέραντη θάλασσα, η γυναίκα έφτασε σε άλλη γη, άλλες παραλίες. Ήταν η ηλιόλουστη Ελλάδα. Μόνο τότε κατάλαβε ότι της έχουν κλέψει την τσάντα με όλα τα υπάρχοντά της! Πού να πάει, τι να κάνει; Άγνωστοι άνθρωποι, άγνωστη γλώσσα, άγνωστος κόσμος από την μια, απέραντη θάλασσα από την άλλη… και πίσω δρόμος δεν υπάρχει. Ασυνείδητα βρέθηκε στην παραλία. Μια στιγμή και όλα θα είχαν τελειώσει. Ξαφνικά στα αυτιά της έφτασε η γνώριμη φωνή.
-Μανούλα, κι εγώ ήθελα να έρθω μαζί σου πέρα από τον ορίζοντα.

Η γυναίκα συνήλθε. Δεν έχω αυτό το δικαίωμα, σκέφτηκε. Και συνέχισε να περπατά χωρίς να ξέρει που. Τα πόδια της πηγαίνανε μόνα τους. Παντού τα ίδια σπίτια, ίδιοι δρόμοι, χωρίς αρχή και τέλος. Άγνωστο πόσο περπάτησε, και ποιος ξέρει πόσο ακόμη θα περπατούσε, όταν την σταμάτησε ένας άγνωστος οδηγός θέλοντας να την βοηθήσει. Ρώτησε πού πάει και τι θέλει. (Όταν δεν υπάρχει γλώσσας, αρκούν τα μάτια και τα χέρια για να εξηγήσει κανείς αυτό που θέλει…). Στην στάση η γυναίκα κατέβηκε. Έπρεπε να συνέλθει, να μαζέψει τις δυνάμεις της για να συνεχίσει τον δρόμο. Ποιο δρόμο όμως; Οι δρόμοι είναι πολλοί και διαφορετικοί. Πού θα την πηγαίνανε, άγνωστο. Ήξερε όμως καλά, ότι έπρεπε να παλέψει, έπρεπε να ζήσει, την περίμενε ο μικρός της γιος εκεί πέρα από τον ορίζοντα. Βλέποντας την άγνωστη και τα δάκρυα στα μάτια της, βρέθηκαν καλοί άνθρωποι και την βοήθησαν να βρει τον δρόμο της... Πήγαινε το λεωφορείο ήρεμα, με το χαρακτηριστικό ήρεμο βουητό του. Ο κόσμος μέσα συζητούσε, σιγοτραγουδούσε άγνωστες μελωδίες... Μόνο η γυναίκα καθόταν ήσυχη μέσα στην απόγνωση και τις σκέψεις της.

Ήταν αργά και σκοτεινά, όταν το λεωφορείο σταμάτησε. Ο κόσμος κατέβαινε κουρασμένος αλλά χαρούμενος και πήγαινε σπίτι του. Μόνο αυτή ήταν μόνη και δεν υπήρχε κανένας να την περιμένει. Έτρεμε από τον φόβο και το κρύο. Μόνο ο αέρας θαρρείς συνειδητά που και που χάϊδευε το πρόσωπό της με κρύες νιφάδες, μη αφήνοντάς την να λιποθυμήσει. Ενστικτωδώς προχώρησε και χτύπησε την πρώτη πόρτα που βρέθηκε μπροστά της. Η πόρτα άνοιξε. Ήταν ένα νέο ζευγάρι, όμορφοι και χαμογελαστοί και οι δύο έτοιμοι να βοηθήσουν. Ήταν μέλη μίας γνωστής καστοριανής οικογένειας. Η γυναίκα λιποθύμησε και σωριάσθηκε στο κατώφλι του σπιτιού τους. Το τι έγινε μετά, δεν θυμόταν. Μόνο καταλάβαινε ότι βρίσκεται σε ασφαλές μέρος. Τα μεσάνυχτα ανέβασε πυρετό. Μπροστά στα μάτια της ήρθε το αγαπημένο προσωπάκι.

-Μανούλα, μανούλα, εσύ διέσχισες τον ωκεανό και πέρασες πέρα από τον ορίζοντα.
Τι είδες μανούλα εκεί; Τι είχε πέρα από τον ορίζοντα;
-Μόνο καλούς ανθρώπους, παιδί μου, που δεν αφήνουν να πεθάνει και να χαθεί ο συνάνθρωπός τους….
[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 26.6.2008]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ