16.12.11

ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Η ανθοδέσμη


Ένας άντρας και μια γυναίκα ανηφόριζαν αντικριστά τον δρόμο, εκείνος έναν τροχήλατο πάγκο σπρώχνοντας κι εκείνη μια ανθοδέσμη κρατώντας, όλο κάτι έλεγαν, τα κεσάτια δεν μείωναν το κέφι και τα χαμόγελα.
Στάθηκαν λίγο, αυτός έχοντας τον νου του στα αυτοκίνητα, που 'στριβαν πίσω από την πλάτη του, αυτή μύριζε και ξαναμύριζε τα λουλούδια, έμοιαζε όλο αυτό σαν σκηνή που την επαναλάμβαναν καθημερινά, σαν να 'βαζαν οι δυο τους κάποιο στοίχημα, ο άντρας είχε ύφος σαν να στοιχημάτισε ναι και η γυναίκα πως όχι, όχι, μήτε κι αυτή τη φορά, κι αυτό γιατί έδειχναν σαν να 'ξεραν πως μια ανθοδέσμη είχε πέσει κάτω απ' τον πάγκο, επίτηδες την έριξε αυτός λες, και συνωμοτούσαν με νοήματα, μπρος-πίσω ο πάγκος, η ανθοδέσμη στην πίσω δεξιά ρόδα, μοιάζαν αυτοί σαν να περίμεναν να γίνει κάτι, ο κόσμος, όμως, αδιαφορούσε, το πολύ να 'ριχνε καμιά ματιά κανείς κι αυτή άδεια, λένε ιστορίες μακάβριες γι' αυτά, λες και η προέλευση αλλάζει την ουσία τους, όλο λουλούδι το καρότσι, σαν επιτάφιος.
Κι εκείνος για πότε έσκυψε και άρπαξε την ανθοδέσμη και την μπέρδεψε με τις άλλες, και φάνταξε σαν μεγάλη απώλεια αυτό, λες κι ήταν κάτι άλλο και όχι λουλούδια τόση ώρα εκεί κάτω, με της ρόδας τη στεφάνη σαν λαιμητόμο έτοιμη να τ' αποκεφαλίσει, και δεν έκανες τίποτα, θεατής εσύ άβουλος τέτοιας ομορφιάς, κι άντε βρες την τώρα να την πάρεις ειδικά αυτή που απέκτησε τέτοια σημασία, κανείς δεν σηκώθηκε να τα σώσει, να τ' αγοράσει, να τα χαρίσει, κανείς, να τα αγκαλιάσει, κανείς δεν σηκώθηκε έστω να τα δείξει δίχως φωνή, αρνούμενος κανείς τα λουλούδια αρνιέται και τα χέρια που τα έκοψαν, κι αυτοί πήραν ν' ανηφορίζουν κι όλο κοιτιούνταν όπως ζευγάρι παράνομο που αφήνει ψήγματα χρυσού του έρωτά του να στραφταλίζουν στον ήλιο, δόντια χρυσά, μα μήτε αυτό έγινε αντιληπτό, αν κάποιος σηκωνόταν κι έδειχνε την ανθοδέσμη, ας μην την αγόραζε, ας την έδειχνε μόνο, το ανηφόρισμά τους θα 'ταν πιο ζωηρό και όχι τόσο θλιβερό σαν να κουβαλάνε έναν νεκρό που κανένα χώμα δεν τον θέλει, που κανένα σώμα δεν τον θέλει, φαινόταν αυτό στα κουρασμένα κορμιά τους, ή μέρος της παράστασης ήταν κι αυτό;
Γιατί ακούγονταν πράγματα παράξενα για το ζευγάρι, ότι πήγαιναν το καρότσι και τ' άραζαν σ' αδιέξοδο στενό, ξάπλωναν πάνω του, σκεπάζονταν με τα λουλούδια, κι έτσι, αθέατοι, αρχίζανε τα χάδια, τους έπαιρνε ο ύπνος αγκαλιασμένους μετά κι ήταν τούτο, λέει, η εξήγηση που φαίνονταν όλο φρεσκοκομμένα τα λουλούδια και ότι εκείνη την ώρα δυνάμωνε στα μνήματα η φλόγα των καντηλιών.


Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία.

Φωτό: Albrecht Dürer (1471-1528) Ίρις (1503) λεπτομέρεια.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ