28.8.10

ΑΡΓΥΡΩΣ ΓΕΩΡΓΑΚΗ: Νόστος

"Η αυγή μπροστά σου ξημερώνει
με την δροσιά μαζί,
μπορεί για την ζωή που ζει κανείς να καμαρώνει,
μονάχα εκεί αν ζει."



Αίφνης η μνήμη αναγεννά τους στίχους. Θολή ανάμνηση! Την ώρα ακριβώς που ρεύομαι τους ρόγχους του μεταλλικού θεριού. Τ' αφήνω πίσω. Καταραμένο! Πάντα να φεύγει και πάντα εδώ να επιστρέφει. Ανοίγω μάτια. Ανοίγω ρουθούνια. Ανοίγω αυτιά. Ικέτης στα γόνατα. Δέομαι. Ω θεά, μάνα φύση! Παραδίνομαι στην αγκαλιά σου.
Πρώτο βήμα πάνω σε παλιά ίχνη. Ήδη το παπούτσι πέφτει βαρύ. Σιδηροδέσμιος. Καταλαβαίνει! Πασχίζει να λυθεί, να γυρίσει πίσω, εκεί που ανήκει. Το πόδι δυσανασχετεί, ανεβάζει σφυγμούς. Σαν να μεγαλώνει στην προσπάθεια να βρει χώρο. Να απλωθεί θέλει. Να ξεγυμνώσει την τρυφερή του πατούσα στο σκληρό άγγιγμα της γης. Υπακούω! Τα παπούτσια μένουν πίσω από την σκιά μου. Αναπολούν παλιές διαδρομές.

Συνεχίζω...
Περπατώ, σχεδόν τρέχω. Ιδρώνω. Τα ιμάτιά μου δύσκαμπτα. Κουραστικοί συνταξιδιώτες, μα ήρθε το τέλος της διαδρομής! Η σάρκα συσπάται. Αποζητά χάδι ήλιου, γλυφάδας φόρεμα. Υπόσχομαι! Σύντομα συλλαμβάνομαι να τα διαρρηγνύω. Είμαι αθώος! Κυκλοφορώ ελεύθερος πια. Μαντήλι κόκκινο κάνω κόμπο δεξιά στο λαιμό.
Κουρσάρος, πειρατής. Γαλέρα αναζητώ, να κατευθύνω τα κουπιά της. Το θησαυρό των Ιπποτών της Μάλτας θέλω να ψάξω. Στα αφρισμένα στήθη της ομορφογέννητης Βενέτως ακουμπισμένος. Σιωπώ στην ηχώ της γράβας, ν' ακούσω το τραγούδι της Αμφιτρίτης. Κάλεσμα ερωτικό! Μαγεύει ακόμα και τον Ποσειδώνα. Καυτή η τρίαινα πέφτει. Κόβει τη γη, για να ενώσει μυστικά τα δυο κορμιά. Σ' ένα τρελλό χορό θνητών και αθανάτων. Χρυσή η τρίαινα ορθώνεται. Έμβλημα πια, σημαία το κρατώ. Προσκυνώ και χύνομαι, Ποσειδώνα, στην άβαθή σου πλάνη.

Ανοίγω πανί. Με ποίηση στ' αυτιά, το πρόσωπο τεντώνω στο άγγιγμα του μπάτη. Πλώρη βάζω για τα άντρα των Νηρηΐδων. Λούζομαι στις δαντελένιες σπιάντζες, τις βοτσαλόστρωτες. Στους ερημικούς, θολωτούς καθρέφτες μετρώ τους ίσκιους. Όσων εδώ κολύμπησαν στο πέρασμα των χρόνων.
Βεργέτες και ροζέτες ξεμπλέκω από τα φύκια, τα σκοτεινά. Σε λευκό χέρι θα τα περάσω, υπό τους όρκους της άμμου. Της άμμου στο μικρό λιμάνι. Εκεί που σκεπάστηκε για πάντα ο Άγιος του τόπου τούτου. Με την ευχή του!

Άγκυρα ρίχνω. Αποκόβοντας την φωνή μου απ' τους ανέμους, καθάρια πια μπορώ να το φωνάξω. Τρεις φορές επαναλαμβάνεται ο ήχος. "Απέθανε ο Μέγας Παν!" Αμήν, ανασαίνω. Ακολουθώ τις τελευταίες ακτίνες της δύσης. Λιβάνι, μύρο, χρυσό και ασήμι. Κερί ανάβω, πριν ο ήλιος σβήσει απάνω στα πορφυρά ιμάτια των αγίων. Λιτανεύω την εικόνα των τεσσάρων πηγαδιών ολόγυρα στον ασπρισμένο μαντρότοιχο. Ο χείμαρρός της αντιλαλεί μελωδίες πνευστών και κρουστών.
Η ανατολή συνομιλεί με τους αιώνες. Ξαναζωντανεύει πηλό και πέτρα. Γυαλίζει στο πρώτο παιχνίδισμα φωτός απάνω τους ο ίδρωτας. Των ανθρώπων που με μόχθο, σαν θεοί, μετέτρεψαν την λάσπη σε δημιουργία. Ανάμεσα στις απαλές σκιές γλιστρώ αθόρυβα. Τα τσουράπια μου βγάζουν φτερά στο φύσημα του πρωϊνού καλημερίσματος. Μολόχα κι αγιασμός. Ξυπνούν οι αισθήσεις. Μεθυστικά! Διεγερτικά! Την ανάσα αφουγκράζομαι κάτω από τους πλακόστρωτους μόντζους. Τους σφυγμούς νοιώθω στις πέτρινες κολώνες. Ζωή. Γλυκιά ζωή!

Παρθένα κορίτσια την τραγουδούν. Κόκκινο γαρύφαλλο στην χούφτα προστατεύουν. Με αγάπη περισσή! Επιβεβαίωση του πρώτου σκιρτήματος. Ματιά μελαχρινή. Σαγηνευτική! Απόλυτο δόσιμο στο παραλήρημα αισθήσεων και παραισθήσεων. Κορμί και ψυχή. Υμνώ τον έρωτα! Κόκκινο γαρύφαλλο κρατώ κι εγώ. Στο ένα χέρι. Στο άλλο νόμισμα φυλάγω. Στο πιατέλο του φλιτζανιού για ν' ακουμπήσω. Να ξεγελάσω την μοίρα μου. Να βγουν αληθινά όσα καλά η καφετζού μέσα του θ' αναγνώσει!
Το πάτημα στα κατωλίθαρα ξυπνά αγαπημένους σκοπούς. Βιολί γεμίζει τ' αυτιά μου. Στα λευκά η κόρη την ζωή της μεταφέρει. Άγγελος! Αλλού να την χαρίσει. Σ' αυτόν που από χρόνια άφησε τα σάνταλα, τα μάνταλα, τις μπάλλες και τ' αρώνια. Παλληκάρι πια. Στα χέρια την σηκώνει. Ο ήλιος σφραγίζει το μυστήριο. Ρουσάλι ας σκορπίσει ευθυμία. Βαθύσκιωτο κρασί τα χέρια σε χορούς να δέσει. Ρακί να χαλαρώσει τα ήθη.

Δάκρυα στα μάτια ξεπροβάλλουν. Φουρτούνα η ευτυχία. Θεριεύει και με πνίγει. Ναυαγός! Χάνομαι. Ξαναβρίσκω το κορμί μου ξαπλωμένο στην δροσιά. Της ελιάς, της χιλιόχρονης. Ψίθυροι με ξυπνούν. Μυστικά που' χουν χρόνια να ειπωθούν. Κοινωνός τους γίνομαι κι εγώ. Λάδι την υπόσχεση ανανεώνει. Καθώς λιανολιά λιώνει στο στόμα μου. Αμβροσία! Σε ασκιά και καπάσες φορτωμένη. Με μπρατσέρα να φτάσει ως τους θεούς.
Την παλάμη βάζω κόντρα στο αντιφέγγισμα. Του ήλιου από ψηλά, του ασβέστη από μακριά, της θάλασσας από κάτω. Τις κεντρωμένες αγριελιές αφήνω ξοπίσω. Ο ήχος του γουδιού κινεί τα βήματά μου. Ανηφορίζω τις στενές πεζούλες. Μονάχα η σκιά μου με συνοδεύει. Πιστή! Το δρόμο να μου ξανανοίξει. Σαν καλλιτέχνης επιστρέφω. Απομεινάρια να διακρίνω στους σμιλεμένους βράχους.

Το έμπειρο χέρι το πανωλίθι περιστρέφει. Το κατωλίθι ακολουθεί. Το σιτάρι ψωμί να γενεί. Η ζεστή αύρα να τ΄αργοψήσει. Η πείνα χορτασμό να δει ψηλά εδώ στο φρύδι των γκρεμών. Αναβρυτσάδες χύνονται σιωπηλά. Τις στέρνες να γεμίσουν, υφάλμυρο και γλυκό νερό. Ανάκατο. Η δίψα 'κει μέσα να πνιγεί. Χορτασμένη η μορφή μου καθρεφτίζεται στα θεραπευτικά νερά των κρυφών πηγών. Αυτών που οι ασβεστόλιθοι κρατούν μες στην κοιλία τους. Κελαρύσματα. Τραγουδίσματα. Φωνές. Προσευχές. Κατευθείαν στην καρδιά του ουρανού. Από τα μονοπάτια που ο Ερημίτης πρώτος άνοιξε. Τα σανδάλια του ακολουθώ. Στο τέρμα του δρόμου αδιέξοδο. Μεταμορφώνομαι! Πουλί σε γαλάζιο πέταγμα! Κουρνιάζω σε πράσινη πανδαισία. Ξεκουράζομαι σε κάστρα ενετικά. Γαντζώνομαι στις αψίδες των αιώνιων πέτρινων όγκων. Ορθόλιθοι αγέρωχοι!

Μπροστά μου απλώνεται το πέλαγο. Μεγαλόπρεπο! Ακούραστο! Στέλνει το κύμα. Τις ιστορίες του χίλιες και μια φορές να ξαναπεί. Κοιτίδα αυτό θεών και ηρώων. Θησαυροφυλάκιο αρχαίων κόσμων. Εστία λαμπρών πολιτισμών. Ανεμόδαρτο! Σβήνει και ξανανάβει. Φωτιά και σίδερο πνίγηκαν στα νερά του. Ζωή και θάνατος μάχονται ακόμα. Την νύχτα αποζητά , να κλάψει ήσυχα τους καημούς του!
Τα φτερά ανοίγω. Διάπλατα. Απέναντι στο χρυσό ηλιοβασίλεμα. Ταξίδι ξεκινώ. Μιας μόλις μέρας. Τον καπνό θ' ακολουθήσω ως το μυθικό παλάτι της μάγισσας Κίρκης. Να την παρακαλέσω σαν άλλος Οδυσσέας. Με βότανα την μνήμη ν' αποκοιμίσει. Στην είσοδο του Κάτω Κόσμου θα μ' οδηγήσει. Όσα δεν πρόλαβα, στους δικούς μου νεκρούς για να πω. Τελευταίο αντίο στην ζωή που έχασα!
Πουλί θα μείνω! Στην ευλογημένη αυτή γη για πάντα να πετώ...
Αφιερωμένο στον "Βενιαμίν των Επτανήσων"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ