Ένα καλοκαίρι, ένα μαύρο μολύβι, έπεσε στα χέρια ενός μοναχικού ανθρώπου και χάρηκε γιατί πίστεψε πως θα πρόσφερε πολλά στην μοναξιά του ανθρώπου αυτού.
Ο άνθρωπος πάλι πήρε το μολύβι και πιο πολύ από αμηχανία ξέθαψε ένα παλιό εκατοντάφυλλο τετράδιο με απαλές γαλάζιες γραμμές και σκέφτηκε πως ίσως ήρθε η ώρα να γράψει μερικές σκέψεις που έρχονταν στο μυαλό του εδώ και πολλά χρόνια.
Έτσι το βράδυ έβαλε μια λάμπα στο λευκό τραπεζάκι του κήπου, εκεί που ανέβαινε η γάτα του συνήθως και όταν τελείωσε το πότισμα των λουλουδιών
και δρόσισε με το λάστιχο τα πλακάκια της αυλής, κάθισε και άρχισε να γράφει.
Πόση ευτυχία είχε το μολύβι όταν ο άνθρωπος έγραψε την πρώτη σειρά,
την πρώτη πρόταση και μετά πόσο μεγάλωσε η χαρά του όταν συνέχισε να γράφει για την ζωή του, για τους φίλους του και τους γνωστούς του, για ότι αγάπησε και ότι ξέχασε.
Το μολύβι απολάμβανε το άγγιγμα των δακτύλων που το έσφιγγαν και το οδηγούσαν να γράφει και να γεμίζει τις σελίδες.
Του άρεσε όταν έβγαινε στα περιθώρια, όταν μουτζούρωνε τις λέξεις και τα ορθογραφικά με βιασύνη.
Ο άνθρωπος άρχισε να γράφει κάθε βράδυ με το αγαπημένο του πια μολύβι και έτσι όπως πέρναγε ο καιρός και θυμόνταν ονόματα, φίλους, γνωστούς, άρχισε να τους τηλεφωνεί κάθε φορά που έρχονταν στο μυαλό του, στην μνήμη του αυτοί που είχε χάσει ή ξεχάσει ή και απορρίψει.
Στο σπίτι άρχισαν να μαζεύονται όλοι όσοι είχε και είχαν καιρό και χρόνια να τον δουν και να τους δει.
Άνθρωποι που γέλαγαν και μίλαγαν και έρχονταν με αγωνία να δουν ένα παλιό ξεχασμένο φίλο και ο άνθρωπος άρχισε σιγά-σιγά να γράφει όλο και πιο λίγο και να χαμογελάει περισσότερο και να μιλάει και ονειρεύεται και να απολαμβάνει
και το μολύβι ένιωσε υπερήφανο μεν... αλλά και παραμελημένο.
Οι άνθρωποι που έμπαιναν και έβγαιναν ήταν πολλοί, γέλαγαν, μιλούσαν, τραγουδούσαν, θυμόντουσαν.
Η αυλή τα καλοκαίρια ήταν ένας μικρός παράδεισος από όνειρα, χαμόγελα, λέξεις.
Και το σπίτι το χειμώνα ζέσταινε από βλέμματα που μοίραζαν αλήθειες και σκέψεις και απόψεις και αγωνίες.
Το μολύβι, τις λιγοστές πια φορές που το χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος μίκραινε όλο και περισσότερο.
Μια ημέρα συνειδητοποιείσαι πώς ήταν ένα τόσο δα μικρό μολυβάκι.
Μια σταλιά, που δύσκολα θα κράταγε κανείς στα χέρια του.
Τρόμαξε, φοβήθηκε.
Ευτυχώς κρύβονταν στο τετράδιο, ανάμεσα στις πυκνογραμμένες σελίδες και ένιωσε λίγο ασφάλεια και ονειρεύτηκε την πρώτη φορά που το ζέστανε το χέρι του ανθρώπου όταν άρχισε να γράφει.
Ακόμη θυμόνταν την πρόταση που έγραψε με ολοστρόγγυλα γράμματα στην πρώτη γαλάζια γραμμή: «Νιώθω περίεργα, ένα μολύβι βρέθηκε μπροστά μου και με οδηγεί να γράψω αυτές τις πρώτες λέξεις, με οδηγεί να τολμήσω να δω την ζωή μου που την παράτησα και την έκλεισα τρομαγμένη μακριά από τα νεανικά μου όνειρα, μακριά από αυτούς που αγάπησα ».
Αυτή ήταν η πρώτη πρόταση που έγραψε και ήξερε πως αυτό το μολύβι ήταν η αφορμή να αλλάξει ο άνθρωπος την ζωή του.
Το μολύβι που στέκονταν ασήμαντο πια και μόνο και φοβισμένο ανάμεσα στις σελίδες του ριγέ εκατοντάφυλλου τετραδίου.
Μιά ημέρα ο άνθρωπος το πρόσεξε και αυτός.
Μια ημέρα είδε πως δεν μπορούσε να το ξύσει άλλο για να γράψει.
Το μολύβι ήξερε... είχε φτάσει στο τέλος του. Ήξερε όμως πως είχε εκπληρώσει τον σκοπό του και στέκονταν εκεί στην άκρη του τραπεζιού και περίμενε.
Ο άνθρωπος το πήρε και το έβαλε μέσα σε ένα μικρό υφασμάτινο σακουλάκι, ένα τόσο δα μικρό σακουλάκι, που το κράτησε πάνω του, στην θέση της καρδιάς του, για πάντα.
Μέχρι που πέθανε.
Το κείμενο εστάλη στην εφημερίδα από αναγνώστη
ο οποίος εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνει ανώνυμος.
ο οποίος εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνει ανώνυμος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚύριε δ/ντά, να πείτε στο συγγραφέα του παραπάνω άρθρου να γράφει πιο συχνά και μάλιστα επωνύμως!
Κι εμένα μ' αρέσει ιδιαίτερα ο τρόπος γραφής του/της συγγραφέα. Όσο για την ανωνυμία, τώρα πλέον πιστεύω ότι είναι πολύ καλή επιλογή για όποιον συγγράφει και δημοσιεύει στον τόπο διαμονής του/της. Τουλάχιστον έχει το κεφάλι του ήσυχο...
ΑπάντησηΔιαγραφή