Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός,
θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ' όμορφο νησί,
μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ' αρχοντονήσι, που βουνά
και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές
καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μες στα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε
κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα
κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη
του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη
σαν αυτό ξεχασμένη
μες στην αφάνταστη φθορά.
Φτωχό παιδί, που κάθεσαι
ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά,
τι ‘θελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν' αστράψουνε,
να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά
σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις
να σου δώσω
για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα,
για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού
δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου
τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει
τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ' το Ιράν
που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ' το δεντρί
που μες στη μουσουλμανική
παράδεισο φυτρώνει,
κι έν' άλογο χρόνια εκατό
κι αν πιλαλάει, δε σώνει
μέσ' απ' τον ίσκιο του να βγει;
Μην το πουλί που κελαηδάει
στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει
και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ’ όλα τούτα τ' αγαθά;
Πες. Τ' άνθος, τον καρπό;
Θες το πουλί;
Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο
με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Μαρτίου 2013, αρ. φύλλου 684
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.