8.10.16

ΣΤΕΛΛΑΣ ΚΑΛΑΜΠΟΥΚΑ: Το κουβάρι


Ένα παραμύθι 
με την ευκαιρία 
της Ημέρας της Μητέρας

Ο Αετός τεντώθηκε πάνω στην κορυφή του βουνού. Α! Ωραία μέρα, σκέφτηκε και κοίταξε κάτω τον κόσμο. Δεν καλοέβλεπε όμως και τίναξε τα φτερά του για να καθαρίσει ο τόπος από τ΄ ανάρια σύννεφα.
«Μμμ... όλα καλά», είπε κι ευχαριστήθηκε. Όχι για πολύ όμως… Μια γκρίνια ανέβαινε πάνω στην αετοφωλιά.
«Τι βλέπουν τα ματάκια μου! Η παπίτσα μας! Τι κάνει εκεί στην ακροποταμιά;». Και άνοιξε τα όμορφα φτερά του και φρουπ έφτασε κάτω.
«Έι, παπίτσα ! Τι κάνεις εκεί;».
«Άσ΄ τα, αετέ μου... Ψάχνω την άκρη του κουβαριού. Μα όσο την ψάχνω, τόσο μπερδεύεται».
«Και γιατί,παρακαλώ,ψάχνεις την άκρη του κουβαριού;».
«Γιατί σήμερα τα ξημερώματα, μου έφυγε το μικρό μου το παππάκι, το μωρό μου το βλαστάρι μου».
«Εεε... για σταμάτα! Για ποιο μωρό μιλάς; Το παπάκι σου, απ΄ ό,τι ξέρω, μεγάλωσε. Έγινε παπί!».
«Ναι, δίκιο έχεις. Μα μέχρι χτες κοιμόταν κάτω από τις φτερούγες μου και του έλεγα παραμ...».
«Ε ! φτάνει πια, με ζάλισες! Τώρα μεγάλωσε και πάει να βρεί το δρόμο του. Άι στο καλό σου! Κι εγώ πού νόμιζα πως κάτι άσχημο σου συμβαίνει».
 Αυτά είπε με φούρκα ο αετός και πέταξε νευριασμένα μουρμουρίζοντας: «Χάλασα τη μέρα μου γι΄ αυτήν την...».
H παπίτσα συνέχισε να μονολογεί αναστενάζοντας: «Αχ βρε, παπα...».
Εκείνη τη στιγμή, μια μελισσούλα πέρασε από μπροστά της ζζζζζζζ και κάθισε πάνω σ΄ ένα λουλουδάκι. Η παπίτσα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τη μελισσούλα.
«ι κάνεις,μελισσούλα;».
«Ήρθα να μαζέψω γύρη».
«Και τι θα κάνεις με τη γύρη;».
«Θα φτιάξουμε όλες οι μέλισσες μαζί μέλι, που τόσο αρέσει στα παιδιά».
«Μπράβο σου! Τόσο μικρή και φτιάχνεις αυτό το σπουδαίο μέλι...».
«Μα, εσύ γιατί περπατάς σκυφτή;».
«Να, σήμερα μου ΄φυγε το μικρό μου το παπί».
Η μελισσούλα τώρα την κοιτούσε χωρίς να μιλά. Έφυγε πάλι στενοχωρημένη η παπίτσα. Μπλουμ... μπλουμ ακούγονταν από το ποτάμι.
«Καλέ παπίτσα, ε, παπίτσα! Πού τρέχει ο λογισμός σου; Και γιατί περπατάς σκυφτή;».
«Ποιος μου μιλά;».
«Εγώ...» και μπλουμ μπλουμ έκανε βουτιές το μικρό ψαράκι.
«Αχ πού να σ’ τα λέω...Έφυγε το παπάκι μου!».
«Ε, και;».
«Άραγε ξέρει πόσο ψηλά να πετάξει ή θα το βρει κανενός κυνηγού το ντουφέκι;».
Ωωω! Της σηκώθηκαν όλα τα πούπουλα μόνο στη σκέψη.Το ψαράκι γέλασε πολύ που την είδε με όρθια τα φτερά και είπε: «Δεν ήξερα ότι τα φτερά σηκώνονται έτσι όταν μιλάνε για ντουφέκι...». Το ψαράκι δεν ήξερε τι είναι το ντουφέκι.
«Κι εσύ, ψαράκι,σταμάτα να γελάς και πές μου τι κάνεις».
«Ψάχνω για το ταίρι μου...» και μπλουμ μπλουμ έφυγε.
«Το δικό μου παπί πού να βρίσκεται; Έχει γούστο να πέσει πάνω σε καταιγίδα! Πω πω,τι συμφορά! Τι θ΄ απογίνει; Αν ήταν κοντά μου, θα το προστάτευα κάτω απ’  τις φτερούγες μου. Κι αν πάλι χάσει το δρόμο και βρεθεί στη μεγάλη πόλη, εκεί που υπάρχουν τα τεράστια σιδερένια κουτιά. Κάποτε είχαν δει τα ματάκια μου να πατάνε έναν μεγάλο πάπιο. Ουχού... ποιος θα δώσει σημασία στο μικρό μου παπάκι».
Και συνέχισε να τραβά το νήμα από το κουβάρι. και πάλι δεν κατάφερε να το ξεμπερδέψει, ενώ εκείνο μπερδευόταν όλο και πιο πολύ.
Στη άλλη άκρη του ποταμού, μες στις καλαμιές, γινόταν πολύ κακό, μεγάλος σαματάς. «Αχ, αχ, βρε πάπιε, με τρόμαξες.Τι πετιέσαι έτσι; Γιατί κάνεις τόση φασαρία, και χτυπάς και τα φτερά σου στις καλαμιές;»
«Πα, πα, πα, πα,πιιιι, παααα... Μιλάω στο μικρό μου, αλλά εκείνο δεν μ’ ακούει» είπε όλο νεύρα ο πάπιος και κοίταξε την παπίτσα λίγο σκεφτικός.
«Τι θες, παπίτσα;»
«Μην το μαλώνεις, γιατί το δικό μου παπάκι,χωρίς να το μαλώσω, έφυγε... σνιφ, σνιφ».
«Τι λες παπίτσα;» είπε και την πλησίασε. «Για πες, για πες».
«Να, από τότε που ήταν ακόμη ένα πανέμορφο αυγό, και μέχρι και σήμερα το πρωί,το είχα κάτω από τις φτερούγες μου. Του έλεγα αστείες ιστορίες κι εκείνο ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Του μάθαινα να κάνει βουτιές. Α ! και βόλτες, πολλές... Και παρ΄ όλα αυτά μου έφυγε».
Αυτά άκουσε ο πάπιος και άλλα πολλά... κι έβαλε μια δυνατή φωνή προς το μέρος που ήταν το παπάκι του. Εκείνο τρόμαξε, άφησε τη φωλιά τους κι άρχισε να πετά, στην αρχή φοβισμένο και μετά με χαρά.Από ψηλά χαιρέτησε τον πάπιο, του φώναξε «του χρόνου θα ΄ρθω...» κι εκείνος χαμογελούσε κάτω απ΄ τα μουστάκια του.
«Αχ, παπάκι μου» είπε παπίτσα κι έφυγε προς τα κάτω «Αχ, βρε παπάκι, έφυγες και μου στέρησες τη χαρά... Κι αν πιάσει o xιονιάς, που θα κρυφτείς, μικρό μου παπάκι; Σε ποιες φτερούγες θα τρυπώσεις;».
Και ήρθε ο χειμώνας σκληρός και σκοτεινός, με χιόνι πολύ... Και ήρθε και η άνοιξη! Όλο φως, λουλούδια που μοσχομύριζαν, δέντρα με την καινούργια φορεσιά τους. Και βρήκε την παπίτσα μας να προσπαθεί και πάλι να ξεμπλέξει το κουβάρι και να μονολογεί «Δεν θυμάμαι αν του είπα» και... τουπ! κάτι έπεσε στο κεφάλι της.
«Μα τι είναι; Α! εσύ είσαι πελεκάνε!».
«Γράμμααα, παπίτσα,» της είπε κι έφυγε βιαστικός.
«Γράμμα; Από πού; Από ποιόν; Τι να γράφει; Άσχημα η όμορφα νέα;»
Τα χεράκια της έτρεμαν μέχρι να ανοίξει το γράμμα. Μα μόλις το άνοιξε, ξεχύθηκαν όλες οι λέξεις, στριμώχνονταν ποια να πρωτοβγεί έξω. Και λέγανε, λέγανε...λέγανε για μέλισσες, για φίδια, για βατράχια για ψαράκια...

Και μετά ήρθαν τα σύννεφα, πέταξα χαμηλά για να προφυλαχτώ, δεν πρόσεξα όμως και ράγισε το ποδαράκι μου. Για καλή μου ήταν εκεί κοντά ένας απ΄ αυτούς που τους λες κυνηγούς και με πήρε σπίτι του Μου έβαλε ένα ξυλάκι στο πόδι Ήταν πολύ αστείο έτσι όπως περπατούσα. Και δε θα το πιστέψεις αυτό που θα σου πω… Με έβαλε στο κοτέτσι, με τις κότες. Ε, ρε γέλια που κάναμε κότες και κοκόρια. Και μόλις το ποδαράκι μου έγινε καλά μου έβγαλε το ξυλάκι (κι όσο είχα αρχίσει να το συνηθίζω) και πέταξα ψηλά στον ουρανό. Ξαναπετούσα πετούσα... ένιωσα τέτοια χαρά! Είμαι χαρούμενος, μαμά παπίτσα μου. Α!...βρήκα κι αυτά που πάντα φοβόσουν. Τα μεγάλα σιδερένια κουτιά. Μια μέρα κάθισα σ’ ένα από αυτά και με ταξίδεψε, με πήγε μακριά. Μέχρι που ήρθε ο χειμώνας, γκρίζα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, στα δέντρα δεν είχε μείνει ούτε φύλλο. Oι άνθρωποι δεν έβγαιναν από τα σπίτια τους. Το χιόνι τα είχε κάνει όλα άσπρα… μόνο κάτι αστεράκια που είχαν βάλει στα παράθυρα φαίνονταν. Και μ΄ όλα τούτα έφτασα σε μια λίμνη. Να ένα καλό μέρος να ξεχειμωνιάσω, σκέφτηκα και άρχισα να κατεβαίνω. Και τότε... ω!... ω!...μαμά παπίτσα, μες στη χιονισμένη λίμνη κολυμπούσε η πιο όμορφη παπίτσα.
Τώρα κλείνω το γράμμα για να μη σε κουράσω άλλο.

Υ.Γ. Α!...Το ξέχασα… Στο τέλος της άνοιξης θα έρθουμε. Να μας περιμένεις και τους τέσσερις!
Η παπίτσα μάζεψε το κουβάρι, που τώρα ξεμπλέχτηκε μόνο του, και το έβαλε μέσα σ΄ένα κουτί για να μην την τυραννήσει ποτέ ξανά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ