10.4.20

Ηλίας Παπαμόσχος: «Η γλώσσα είναι σαν το ποτάμι που φτιάχνει την κοίτη του»

«Η Καστοριά είναι σαν μια πόλη που δεν κατοικείται», λέει ο Ηλίας Παπαμόσχος. Ο βραβευμένος διηγηματογράφος, γέννημα θρέμμα της πανέμορφης πόλης, ζει ακριβώς στο κέντρο της. Η κυκλοφορία απαγορεύεται το βράδυ, γειτονικά χωριά είναι σε καραντίνα, υπάρχουν πολλά κρούσματα και εννέα νεκροί από κορονοϊό. Ο κόσμος του Παπαμόσχου, η φύση, τα ζώα, οι άνθρωποι, που τόσο ζωντανά, ποιητικά και με αγάπη περιγράφει στα διηγήματά του και στα πιο πρόσφατα της συλλογής "Η μνήμη του ξύλου" (εκδόσεις Πατάκης), μοιάζει να απειλείται.

To κλείσιμο στο σπίτι για έναν συγγραφέα μήπως είναι πιο εύκολο; «Ζορίζομαι, δε λέω, αλλά αυτό είναι μηδαμινό μπροστά στους συνανθρώπους μας που πεθαίνουν. Δεν ξέρω ακόμα πώς θα επηρεάσει το έργο μου, αλλά, εν τινί τρόπω, έχω ζήσει μια παρόμοια κατάσταση. Επειδή πέρασα έναν καρκίνο πριν κάποια χρόνια, έχω καταλάβει τι σημαίνει να μην μπορείς να προγραμματίσεις τίποτα, έμαθα να ζω στο σήμερα. Επίσης, είμαι πολύ προπονημένος στο να μένω ώρες μόνος, χωρίς να βγαίνω έξω, κατά συνέπεια δεν νιώθω τόσο τρομερή καταπίεση».

Η κουβέντα με τον Ηλία Παπαμόσχο δεν έγινε, βέβαια, λόγω κορονοϊού και Καστοριάς. Χρόνια τώρα ξεχωρίζει με την ιδιαίτερη φωνή του και η επιβεβαίωση της θέσης του στην ελληνική λογοτεχνία ήρθε το 2016 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή "Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες" (εκδ. Κίχλη). Συνεχίζει ανεξάντλητος. Ιδιόρρυθμος μαζί και άμεσος. Αφηγηματικός, αλλά και πειραματικός. Σε κάνει να θες να διαβάσεις μια φράση 4-5 φορές (για να την απολαύσεις, αλλά ίσως και για να την καταλάβεις, δεν είναι κακό). «Αν τη διαβάζετε 4-5 φορές, σκεφτείτε ότι μπορεί να έχει γραφτεί 154», λέει.

Κι όμως, αυτός ο εμμονικός συγγραφέας έβγαλε το πρώτο του βιβλίο ("Καλό ταξίδι, κούκλα μου...", Κέδρος) το 2004, στα 37 του χρόνια. Παιδί οικογένειας γουναράδων, μεγάλωσε στους δρόμους. Καμιά σχέση με διάβασμα και λογοτεχνία. Κι ας είχε βιβλία το σπίτι του, διάβαζε η μαμά του. «Είχα μια άρνηση απέναντι στη λογοτεχνία, όχι από απέχθεια, αλλά από δέος. Είχα έναν ενδόμυχο φόβο ότι δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω. Ευτυχώς υπήρχε στο σπίτι ένας σιωπηλός, αλλά και εκπεφρασμένος σεβασμός προς τη γλώσσα, δηλαδή το να μιλάμε σωστά», λέει.

Αρχισε να διαβάζει συστηματικά όταν σπούδαζε Γεωλογία – εγκατέλειψε τη σχολή μετά από δυο χρόνια. «Διάβαζα, θυμάμαι, την “Πλήξη” του Αλμπέρτο Μοράβια και φτάνοντας σε μια σελίδα ένιωσα σαν να βγήκα σε ξέφωτο. Συνάντησα τον εαυτό μου. “Θέλω να γράψω”, σκέφτηκα. Και τρόμαξα. Γιατί αντιλήφθηκα τη δυσκολία. Σοφά σκεπτόμενος, έβαλα πίσω το γράψιμο και μπροστά το διάβασμα».

Από την αρχή ένα ή μάλλον δύο ήταν τα δεδομένα της πορείας του. Τον ενδιέφερε αποκλειστικά η μικρή φόρμα, το διήγημα. Και τα θέματά του ήξερε πού θα τα βρει: στην οικογένειά του και την Καστοριά. Αν και «η λογοτεχνία δεν γεννιέται... προγραμματικά», όπως λέει.

«Θαύμαζα το διήγημα», εξηγεί. «Οι εμμονές μου έχουν να κάνουν με μικρά πράγματα, με μικρές ιστορίες. Λειτουργώ καλύτερα με περιορισμούς, όταν προσπαθώ να χωρέσω σε ένα σπιρτόκουτο». Θαύμαζε και τους μάστορες της μικρής φόρμας. «Πολλά τα ερεθίσματα. Παπαδιαμάντης και Βιζυηνός, εννοείται. Αλλά και Παπαδημητρακόπουλος, Γονατάς, Σφυρίδης, Μηλιώνης, Καζαντζής, αλλά και ο Δημητρίου και ο Σκαμπαρδώνης, που είναι πιο κοντά στην ηλικία μου».

Για να τολμήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του διήγημα έπρεπε να επιστρέψει στην Καστοριά το 1997, μετά από δώδεκα χρόνια απουσίας. «Αλλον άνθρωπο ήξεραν οι Καστοριανοί, άλλος επέστρεψε», λέει γελώντας. Κι αυτός ο "άλλος άνθρωπος", έγραφε. Και έδωσε στον εκδότη της τοπικής εφημερίδας "Οδός" ένα διήγημα για δημοσίευση. «Ηταν ουσιαστικά το πρώτο μου, πεντακόσιες λέξεις, μια ιστορία που μου είχε διηγηθεί ο πατέρας μου από την Κατοχή. Είχαν μπει με έναν φίλο του σε επιταγμένο εβραϊκό σπίτι κι ένας Γερμανός τούς συνέλαβε, τους έκανε εικονική εκτέλεση και τους άφησε να φύγουν».

Η Καστοριά υποδέχεται, πια, «συγκινητικά», κάθε νέο του βιβλίο. Και δεν σκέφτεται να την εγκαταλείψει, ακόμα και τώρα που η οικογενειακή επιχείρηση έκλεισε. Εχει, άλλωστε, όλο το 24ωρο δικό του για να γράφει. «Φυσικά και δεν ζει κανείς από το γράψιμο», σχολιάζει, «αλλά εγώ “ζω” από το γράψιμο, αν δεν το είχα θα είχα πεθάνει». Γύρω του, τα θέματα τον πολιορκούν. Σε μια πρόσφατη βόλτα με το ποδήλατο είδε έναν κορμοράνο κρεμασμένο με πετονιά σε ένα πλατάνι! «Πώς μπορείς να το προσπεράσεις, να μην κάνεις υποθέσεις για το πώς βρέθηκε εκεί; Τα θέματα είναι ανεξάντλητα, αρκεί να κοιτάς και να αισθάνεσαι. Οσο μεγαλώνεις, ρίχνεσαι με μεγαλύτερο πάθος στον αγώνα της γραφής, νιώθεις ότι ο χρόνος εξαντλείται και πρέπει να προλάβεις. Κι αν νιώσω ότι εξαντλούμαι από θέματα, ε, κάτι θα κάνω, θα παραμείνω αναγνώστης, θα γυρίσω στη μήτρα. Από την ανάγνωση βγήκα».

Σε εποχές καραντίνας διαβάζει τα "Ημερολόγια" του Κάφκα, τον "Ανθρωπο χωρίς ιδιότητες" του Μούζιλ (στα αγγλικά) και πολλή ποίηση. Αλήθεια, έχει σκεφτεί ποτέ να γράψει ποίηση; Οι φράσεις του, συχνά τόσο συμπυκνωμένες και λυρικές, αλλά κι αυτή η μανία του να αντιστρέφει τη συνηθισμένη σειρά της σύνταξης (υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο) φλερτάρουν με την ποίηση.

«Νομίζω ότι ο συγγραφέας είναι όλα, και ποίηση και πεζός λόγος», απαντά. «Τίποτα δεν μπορεί να τον περιορίσει. Οπως ένα ποτάμι φτιάχνει την κοίτη του, έτσι και η γλώσσα φτιάχνει τη δική της. Κατακτά, διεισδύει, προσπερνά, παραμερίζει... Οσο για τη σύνταξη, που αντιστρέφω, δεν θα ’θελα να το ορίσω· κρατάω αυτό που μου είπε ο επιστήθιος φίλος και καλός πεζογράφος, Γιάννης Καισαρίδης από τη Βέροια: ό,τι έρχεται από μέσα μας είναι καλό. Αλλα, ναι, έχω μια εμμονή με τον ρυθμό. Και όπως έλεγε κάποτε ο Τζόις, που τον έχω κάτι σαν τον Αβραάμ, στον μεταφραστή του "Οδυσσέα" στα γαλλικά, “άσε το νόημα, ο ρυθμός να μη χαθεί”».

Βένα Γεωργακοπούλου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ