15.3.10

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Στην αξέχαστη σύζυγό μου

Από την στιγμή που σ’ έχασα, πέρασε πολύς χρόνος που μου ‘φυγες λατρεία μου και έχω μείνει μόνος.
Παρένθεση: Για να καταλάβετε αν πονώ και υποφέρω άδικα για τον χαμό της πολυαγαπημένης μου συζύγου, σας δίνω μία εικόνα της ώστε να δικαιολογηθώ στου αναγνώστες για την αφύσικη για σας, φυσικότατη για μένα, συμπεριφορά μου. Δεν έπαψα, ούτε και θα πάψω ποτέ να ασχολούμαι και να γράφω και να το λέω στον κόσμο το κακό που με βρήκε. Δέστε τι άνθρωπος ήταν η σύζυγός μου, και πέστε μου αν έχω το δικαίωμα να πάψω να ασχολούμαι μαζί της. Τι αχαριστία Παναγία μου. Ήταν λογικότατος άνθρωπος, δεν είχε ένα τόσο δα ελαττωματάκι, παρά μόνο χαρίσματα. Ήταν καλή νοικοκυρά, δεν ήταν κουτσομπόλα και πολυλογού. Ήταν πολύ καλή και γλυκιά μανούλα και πιστή σύζυγος. Μας αγαπούσε όλους, τα παιδιά, τον άνδρα της, χωρίς καμία εξαίρεση. Η αγκαλιά της ήταν μεγάλη και χωρούσαμε όλοι. Μόνο να αγαπά και να δίνει ήξερε. Στα παιδιά της και στον άνδρα της κυριολεκτικά μας τα έδινα όλα, για ‘κείνην τίποτα. Δεν την ένοιαζε αν το αναγνωρίζουμε, και μόνο που το δεχόμασταν ένιωθε χαρά και ικανοποίηση μεγάλη. Κυριολεκτικά θυσιαζόταν για την οικογένειά της. Παναγία μου, τι γλυκιά μανούλα, τι γλυκιά σύζυγος που ήταν. Γι’ αυτό για να τιμήσω την μνήμη της θα γίνω ζωγράφος να ζωγραφίσω το πανέμορφο της πρόσωπο τα πολύ όμορφά της πράσινα μάτια. Θα γίνω γλύπτης, να φιλοτεχνήσω το όμορφο και αγνό της σώμα. Και τι δεν θα γίνω, μόνο μη μου ζητάτε να πάψω να ασχολούμαι για ‘κείνην. Θα γίνω ποιητής και θα είναι η μούσα μου.
Έσβησες αγαπούλα μου και σβήσανε τα πάντα και τα άστρα του ουρανού κι αυτά χαθήκανε για πάντα. Σκοτείνιασε ο ουρανός, ερήμωσε η πλάση, για μένα ήρθε η συντέλεια, γιατί σ’ έχω χάσει. Ερήμωσε το σπίτι μας, τι κι αν είναι γεμάτο παιδιά μας και εγγόνια μας. Λείπει η χαριτωμένη μας, η αγαπημένη μας όλων και έχουμε τα χάλια μας, πόνος κι απελπισία, γιατί ήσουν η λατρεία μας. Για σένα Σοφία μου, ήταν η ζωή μου, ήταν η ανάσα μου κι αναπνοή μου. Μου χάρισε τα κάλλη της μα και την ομορφιά της. Μα απ’ όλα ομορφότερο ήταν η καρδιά της. Αν ζούσα δεύτερη φορά με πλούτη και παλάτια, όλα θα τ’ απαρνιόμουνα για τα γλυκά της μάτια.
Μα τι όμορφα μάτια ήταν αυτά, διαμάντι και ζαφείρι, πράσινα μάτια και γλυκά γεμάτα καλοσύνη.
Αν τά’βλεπα χαρούμενα ήμουν ευτυχισμένος, αν είχα λύπη ένιωθα πολύ δυστυχισμένος.
Το χρώμα τους το πράσινο με έχει ξετρελάνει, εγώ γι’ αυτά γεννήθηκα, γι’ αυτά έχω πεθάνει. Μου χάρισες τρία παιδιά όμορφα σαν κι εσένα. Σ’ ευχαριστώ αγάπη μου, τα βλέπω, είναι η παρηγοριά μου, γιατί θαρρώ πως βλέπω εσένα λατρεία μου. Αν ήξερες αγάπη μου το πόσο μού’χεις λείψει, θαρχόσουνα στον ύπνο μου να με παρηγορήσεις. Έλα μια νύχτα στο όνειρό μου να σε γλυκοφιλήσω, κι ας μείνω με το όνειρο κι ας μη ποτέ ξυπνήσω.
Και στην πυρά να μ’ έβαζαν πιο λίγο θα πονούσα, απ’ τον χαμό της Σοφίας μου που υπεραγαπούσα.
Αρρώσταινα και μόνο αν δε σ’ έβλεπα μια μέρα, Θεέ μου τι είναι αυτή η συμφορά, δεν θα την δω άλλη φορά. Γιατί ήσουν τόσο καλή αγάπη μου Σοφία, μου έφυγες και πνίγομαι μέσα στην δυσυτχία.
Αν ήσουνα λίγο κακιά και άσκημη σαν γαρίδα, δεν θάχα τόσο πόνο στην καρδιά και ούτε δυστυχία. Απ’ τον πολύ τον πόνο μου όλη την ώρα πίνω, μα δεν λιγοστεύει ο πόνος μου Θεέ μου τι θα γίνω.
Μου χάρισες χρυσό σταυρό να τον φορέσω στον λαιμό, κάθε στιγμή τον εφιλώ, θαρρώ εσένανε φιλώ λατρεία μου.
48 χρόνια αγάπη μου σ’ είχα όλο κοντά μου, αχ τώρα δεν σε βλέπω πια ούτε στα όνειρά μου. Σκέψου να μην μπορείς στιγμή να ζήσεις μακριά της και να μην βλέπεις τώρα πια ούτε και την σκιά της.
Εσύ ζούσες για μένανε και εγώ ζούσα για σένα, τώρα μου είναι περιττό να ζω μόνο για μένα, άγγελέ μου.
Βαδίζαμε μες την ζωή πιασμένοι χέρι-χέρι, σε όλα συμφωνούσαμε ποτέ δεν διαφωνούσαμε. Ακόμη και τον έρωτα τον θεωρούσαμε βιασμό, να θέλει ο ένας απ’ τους δυό και να μην θέλουμε και οι δυό.
Κι αν παθαίναμε ζημιά μες την ζωή και στην δουλειά, πάντα μου έλεγε γλυκά: άνδρα μου εσύ να είσαι καλά.
Το στόμα της όμορφο πάντα μοσχοβολούσε, το άνοιγε μόνο να πιει και να γευματίσει, δε τ’ άνοιξε καμιά φορά να μας κακομιλήσει. Μόνο να πει γλυκόλογα, μα και να μας φιλήσει.
Αγάπη μου πριν σε γνωρίσω εσένανε ζούσα βίο θλιμμένο, ήμουνα ένα τίποτε το κακομοιριασμένο. Ήρθες σαν Άνοιξη και άνοιξες την καρδιά μου, την ώρα που πνιγόμουνα πιανόμουν απ’ τα μαλλιά μου.
Ζήσαμε τόσο όμορφα πεντάμορφη κυρά μου, που δεν το φανταζόμουνα πριν ούτε στ’ όνειρά μου. Εσύ μου έδωσες ζωή που με το πρώτο σου φιλί που ‘τανε όμορφο πολύ, γιατί ήταν από χείλη γλυκά πολύ. Αγάπη μου πώς να σε ξεχάσω.
Ας είχα την Σοφία μου κι ας ήμουνα κουτσός, στραβός και παλαβός, ας ήμουν ακόμη και τυφλός. Άλλωστε τι μου χρειαζότανε τα μάτια, αφού πια δεν βλέπουν την αγαπημένη μου Σοφία και τα όμορφα πράσινα μάτια.
Και σας ερωτώ αγαπητοί αναγνώστες, είναι να μείνεις λογικός και να μην χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, να μην τραβάς τα μαλλιά σου, χάνοντας αυτό το αριστούργημα της φύσης, που όμοιο του ούτε υπήρξε, ούτε θα υπάρξει, που κουβαλούσε μέσα του όλα τα χαρίσματα του κόσμου. Αιωνία σου η μνήμη αγαπημένη μου και λατρευτή μου γυναικούλα.
Αυτά η καρδιά μου τα λέει και η καρδιά μου τα γράφει, με το αίμα που στάζει από τον πόνο. Αυτή ορίζει το χέρι μου. Σοφία μου αγάπη μου.
-Απευθύνομαι στο αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας, με την παράκληση όποιος συμμερίζεται τον πόνο μου, ας μου πει δύο λόγια παρηγοριάς. Τηλ. 2467027545.

Θεόδωρος Μορφίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ