24.12.16

Marilena Nik: Tο μαγικό χιόνι...



Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα μικρό χωριό χτισμένο ανάμεσα σε ψηλά βουνά. Οι κάτοικοι του μόλις ερχόταν ο χειμώνας, συνήθως από τα τέλη του Οκτώβρη, αφού είχαν κάνει όλες τις απαραίτητες προμήθειες, κλείνονταν από νωρίς στα σπίτια τους.
Ο βαρύς και μακρύς χειμώνας που τις περισσότερες χρονιές έφτανε μέχρι τα τέλη του Απρίλη, είχε κάνει τους κατοίκους αυτού του χωριού σκληρούς, λιγομίλητους και σχεδόν κατηφείς.

Οι καμινάδες από τα τζάκια κάπνιζαν συνέχεια κι αυτή η κάπνα τύλιγε το χωριό και το έκανε αόρατο.
Ο συνηθισμένος ήχος που ακουγόταν όλη μέρα στο χωριό ήταν αυτός που έκαναν τα ξύλινα φτυάρια για να καθαρίσουν οι άντρες τα δρομάκια από το χιόνι.

Κάθε Κυριακή ο ήχος από την καμπάνα της πέτρινης εκκλησίας, ένας ήχος σκληρός όπως και οι κάτοικοι αυτού του χωριού, τους ξυπνούσε και τους καλούσε όλους στην Κυριακάτικη λειτουργία.

Μόνο το πρωί και το μεσημέρι που τα παιδιά πήγαιναν κι έρχονταν από το σχολείο γέμιζαν τα δρομάκια του χωριού από τις φωνές τους αλλά έκανε πολύ κρύο και όλα βιάζονταν να φτάσουν στο σχολείο και μετά να χωθούν στη ζεστασιά του φτωχικού σπιτιού τους.

Έτσι επέστρεφε πάλι στο χωριό η ησυχία του λευκού χειμώνα που την έσπαγε που και που, ο ξερός θόρυβος ενός φτυαριού που καθάριζε το χιόνι.

Όταν έμπαινε ο Δεκέμβρης και πλησίαζε η μέρα της γιορτής του Αγίου Νικολάου που κάθε σπίτι θα στόλιζε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του, άκουγες το τσεκούρι, ντουκου ντουκου, του γερο Νικόλα με τα μακριά άσπρα μαλλιά που ζούσε χρόνια μόνος του στο βουνό σε μια καλύβα, να κόβει τα έλατα που θα κατέβαζε στο χωριό.

Φτωχικά όπως και τα σπιτικά τους ήταν τα στολίδια του δέντρου, κουκουνάρια, ξύλινα αλογάκια, πάνινες καρδιές, αχυρένια άστρα κι ότι μπορούσαν από τα λίγα που είχαν να φτιάξουν.
Μπισκότα σε σχήματα αστεριού, μισοφέγγαρου, ήλιου έπλαθαν οι γυναίκες και ψήνονταν στους φούρνους των σπιτιών και όλο το χωριό μοσχομύριζε γλυκάνισο.

Εκείνο το πρωινό της γιορτής του Αγίου Νικολάου οι χωρικοί είδαν βαριά γκρίζα σύννεφα να κατεβαίνουν από τις κορυφές των βουνών. Ήξεραν ότι αυτά τα σύννεφα θα έφερναν πολύ χιόνι.

Μετά το μεσημέρι άρχισαν οι νιφάδες του χιονιού να πέφτουν. Χοντρές, μεγάλες νιφάδες χόρευαν στις στέγες των σπιτιών, στα δέντρα, στις μάντρες, στα περβάζια των παραθύρων. Παράξενες νιφάδες. Δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο χιόνι να πέφτει, καλύτερα να πούμε, να χορεύει.

Μόνο τα παιδιά ήταν αυτά που άκουσαν την μελωδία, άνοιξαν τις πόρτες των σπιτιών τους, κοίταξαν έξω, κανείς, μόνο οι κατάλευκες νιφάδες χιονιού. Έτρεξαν στις αυλές τους, έψαχναν στους στάβλους να βρουν τους μουσικούς, τίποτα, κανείς, μόνο οι νιφάδες που πύκνωναν κι όσο περισσότερες έπεφταν τόσο πιο δυνατά ακουγόταν η μελωδία. Τότε κατάλαβαν ότι οι μουσικοί ήταν αυτές οι νιφάδες κι άρχισαν κι αυτά να χορεύουν. Χορεύοντας και τραγουδώντας την μελωδία που άκουγαν, έφτασαν στο προαύλιο της εκκλησίας, εκεί βρισκόταν ένα ψηλό χιονισμένο έλατο.

Κάποια μεγάλα παιδιά είχαν την ιδέα να στολίσουν το δέντρο, οπότε όλα τα παιδιά έτρεξαν στα σπίτια τους να φέρουν στολίδια. Σε λίγο τα παιδιά επέστρεφαν και τα στολίδια πλήθαιναν κι άρχισαν να το στολίζουν. Τι χαρά! Τι γέλια! Ένα μεγάλο αγόρι ανέβηκε ψηλά κι έβαλε στην κορφή του έλατου ένα ξύλινο αστέρι. Τα παιδιά πιάστηκαν από τα χέρια κι άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν γύρω από το δέντρο τους.

Είχε αρχίσει να νυχτώνει και το χιόνι έπεφτε πυκνό, οι γονείς άκουγαν τα τραγούδια των παιδιών τους και ξεκίνησαν για την εκκλησία για να τα βρουν.

Από μακριά φαινόταν το χιονισμένο έλατο, φωτισμένο από χρυσές νιφάδες χιονιού, φαίνονταν τα στολίδια που άστραφταν κι αυτά. Οι φτωχοί χωρικοί σάστισαν, έκαναν το σταυρό τους και χωρίς να το καταλάβουν τραγουδούσαν κι αυτοί κι αντάλλασσαν μεταξύ τους ευχές. Οι γυναίκες έφυγαν και γύρισαν κρατώντας στα χέρια τους τις πιατέλες με τα μπισκότα και κανάτες με ζεστό κρασί και άλλες με χυμό μήλου κι άρχισαν να κερνιούνται αναμεταξύ τους.

Τα παιδιά ήταν ευτυχισμένα, έτρωγαν, τραγουδούσαν και χόρευαν αλλά και οι μεγάλοι άρχισαν να χορεύουν και το χιόνι συνέχιζε να χορεύει μαζί τους.
Η καμπάνα χτύπησε και ο γλυκός ήχος της τραγούδησε κι αυτός, τα μεσάνυχτα.

Κάποιος κοίταξε ψηλά και φώναξε δυνατά στους άλλους να κοιτάξουν προς τα βουνά και είδαν ότι όλα έφεγγαν, κατάλευκα χωρίς σύννεφα κι ένα δυνατό φως αναβόσβηνε σε μια πλαγιά, σήκωσαν όλοι το χέρι τους και χαιρετούσαν το ξυλοκόπο το γερό Νικόλα.

Σιγά – σιγά όλοι γύρισαν στα σπίτια τους κουρασμένοι αλλά κοιμήθηκαν ευτυχισμένοι. Τα έλατα στα σπίτια έμειναν αστόλιστα εκείνη τη χρονιά, τους έφτανε το έλατο στην αυλή της εκκλησίας.

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς κι ο γερό Νικόλας ακόμα καλύτερα που ακούσαμε το μαγικό χιόνι να τραγουδάει και να χορεύει στις καρδιές όλων όσων μπορούν να το ακούσουν...



Αφιερωμένο στο παιδί που κρύβουμε μέσα μας και στα παιδιά όλου του κόσμου.

Ευχαριστώ πολύ τη φίλη μου Αλεξία Γκρούς, που ζει και ζωγραφίζει στην Ιταλία, για το σκίτσο της.

Η αναγνώστρια της ΟΔΟΥ εξέφρασε την επιθυμία να υπογράψει με ψευδώνυμο.

5 σχόλια:

  1. Ανώνυμος27/12/16

    Απλά υπέροχο....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος27/12/16

    Σ'ευχαριστούμε Marilena Nik που μας ταξίδεψες...Καλά Χριστούγεννα σε όλους!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος27/12/16

    Μας ξυπνήσατε αναμνήσεις!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος27/12/16

    πολύ ωραίο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος27/12/16

    Συγχαρητήρια στην κυρία Μαριλένα, αλλά και στην εφημερίδα ΟΔΟΣ για τα άρθρα που επιλέγει!!!Καλές γιορτές σε όλους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ