ΟΔΟΣ 28.2.2019 | 975 |
Απομεσήμερο Δευτέρας, ξύπνησε από ‘ναν δαιμονισμένο βήχα σε εμβρυακή στάση, κάτω στην παραλία του Αλίμου. Τα ρούχα του αχνίζανε στον δυνατό χειμωνιάτικο ήλιο, σημάδι ότι είχε κοιμηθεί κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, υπό βροχήν.
Γύρω του είχε σχηματιστεί ένας κλοιός αποστροφής, από ηλικιωμένους λουόμενους, οι οποίοι τον αντιμετώπιζαν από ώρα σαν ένα παράξενο κήτος που ξέβρασε με θυμό η χθεσινή νύχτα στη στεριά, αδιαβάθμητο κουφάρι μιας απειλητικής θάλασσας όπου είχε τώρα πια ημερέψει και παίρναν εκείνοι το μερτικό τους δικαιωματικά μαζί με το μπάνιο τους. Οι χειμερινοί κολυμβητές έχουν δική τους Δικαιοσύνη.
Ήταν φανερό ότι, στο ξεθωριασμένο φως της ημέρας, που έπεφτε απάνω στο δέρμα του σαν αγιασμός που τον έκαιγε, η παραλία είχε πλέον περάσει στην εχθρική τους αρμοδιότητα, κι αυτός, παρείσακτος, δεν ανήκε επ’ ουδενί στον δικό τους κόσμο. Και μάλλον στην κατάστασή του, δεν φαινόταν να ανήκει πουθενά σε τούτον τον κόσμο.
Πενηντάρης με πρόωρες ενδείξεις παρακμής, στην αιχμηρή βελόνα της σύμβασης και δίχως καμία έμπνευση και με δυό παιδιά να μεγαλώνεις στον "πόλεμο"; Δεν σ’ αγοράζει κανείς.
Στάθηκε κάπως να ξεμουδιάσει κι άναψε τσιγάρο. Ό,τι είχε διαδραματιστεί το περασμένο βράδυ θα πρέπει να είχε συμβεί ερήμην του.
Κακήν-κακώς κάποια στιγμή, τρικλίζοντας σε κάτι κωλόμπαρα στα στενά κάτω απ’ την Ακρόπολη προς το Κουκάκι, θυμήθηκε ότι τράκαρε αναπάντεχα πάνω στον Γιόζεφ Ροτ*. Χαρές και πανηγύρια!
«Πού χάθηκες αδερφέ μου;» τόνε ρώτησε ενθουσιασμένος την ώρα που του ίσιωνε σεβαστικά τον γιακά, όπου είχε κάτι έντονα κοκκινάδια και φρόντιζε να τακτοποιήσει το ξεχαρβαλωμένο του παπιγιόν. «Με τρέχαν κάτι αλανιάρες εδώ στα σοκάκια της Συγγρού» απάντησε ανόρεχτα και με επιτηδευμένη δυσφορία που ήθελε να εκμαιεύσει κανάκεμα εκείνος κι από διακριτικότητα, δεν τον ξαναρώτησε τίποτε περισσότερο. Άνοιξε απλώς την πόρτα του αυτοκινήτου και τον προσκάλεσε για έναν τελευταίο γύρο, να κυλήσει με ποτά η υπόλοιπη νύχτα στο σπίτι.
Δεν ήταν ακριβώς σίγουρος αν φτάσανε στο τέλος, και πού. Δεν ήταν καν βέβαιος αν ο μελαγχολικός Γιόζεφ που φαινόταν σε αποσύνθεση απ’ το βαρύ αψέντι ήταν διαρκώς δίπλα του. Εκείνη την ώρα πάντως ξημέρωνε, στη λεωφόρο τα φώτα στάλιζαν αραιά στην κίτρινη ομίχλη, το εστιατόριο "24 Ώρες" ήταν γεμάτο ξενύχτες, στο ζαχαροπλαστείο του Παπασπύρου στον Άγιο Σώστη φλυαρούσαν υπέροχα οι τελευταίοι αργόσχολοι θαμώνες τρώγοντας παγωτό, τα σκουπιδιάρικα ξερνούσαν απ’ τα σπλάχνα τους αποφορά κι αυτός που κάποτε νόμιζε πως είχε ένα σωρό ταλέντα, έψαχνε θολά την τέταρτη είσοδο της Νέας Σμύρνης μακριά πολύ από αυτήν την μελαχρινή γραφίστρια που μόλις τα είχε όλα τελεσίδικα τινάξει στον αέρα.
«Το "για πάντα", αγάπη μου είναι πολύ μεγάλη πολυτέλεια» του είχε ανακοινώσει αγέρωχα λίγο νωρίτερα, λες και είχε έρθει αποφασισμένη από πριν να πει υπολογισμένα μονάχα ακριβώς αυτές τις γαμημένες εννιά λέξεις κι έπειτα υπεροπτική κι αδιάφορη για τα συντρίμμια που άφηνε πίσω της στη μπάρα, να χαθεί θεατρικά και μοιραία πίσω απ’ την πόρτα συμπαρασύροντας λικνιστικά κι αμετάκλητα στους μηρούς της, ολόκληρο το μέχρι τότε γνωστό του σύμπαν. Ένοιωσε τόσο περιττός, όσο κανένας άλλος στον κόσμο την στιγμή που τον πληροφόρησε με πένθιμα υπηρεσιακό ύφος το γκαρσόνι «αδερφέ δεν προλαβαίνεις να πιεις άλλο. Πρέπει να κλείσουμε…».
Παράγγειλε ένα μπουκάλι για τον δρόμο και μηχανικά σχεδόν, έστριψε για τον Άλιμο.
Η τελευταία εικόνα που θυμόταν μες σε παραισθήσεις, ήταν μια ετοιμόρροπη Φιλαρμονική που προχωρούσε αβέβαιη και χωρίς γραμμές μέσα στη θάλασσα, σαν να βάδιζε επί των κυμάτων, εκτελώντας ασυντόνιστα αλλά με συγκινητική προσήλωση μια απωθητικά γλυκερή μελωδία που κομματιαζόταν βασανιστικά στα μηνίγγια του. Ύστερα επιτέλους, ο ήχος χάθηκε δια παντός.
Σαν να πρόφτασε όμως, να διακρίνει απάνω στο παραλήρημά του, το αδιόρατο νεύμα του αρχιμουσικού που υπαγόρευε με επιστρατευμένη σοβαρότητα υπό το βάρος των στιγμών κι ενός αβέβαιου πηλήκιου, να παιανίσουν ένα ακόμα, το τελευταίο βαλς σαν ύστατο αποχαιρετισμό και τη σειρά των αμήχανων στην ακτή ακόμα, αδέξιων μουσικών με τη βαριά γκρανκάσα τους και τις αστραφτερές τούμπες που χάνονταν κι αυτοί αγκομαχώντας άτσαλα στον αινιγματικό ορίζοντα, με σκοπό να προλάβουν τους μπροστινούς που βυθίζονταν ήδη χωρίς αντίσταση στην υδάτινη πίστα και κάπως, σαν να λυπήθηκε ανεπαίσθητα τότε —λες και τα άψυχα υπογραμμίζουν πολλές φορές πιο έντονα τις απώλειες— βλέποντας να μουλιάζουν στον αφρό μερικές υγρές παρτιτούρες.
Απόμειναν μετά να παλινδρομούν φωσφορίζοντας ανάλαφρα, κάτι κιτρινοκόκκινα σιρίτια, μερικές χρυσοποίκιλτες επωμίδες, διάσπαρτες στα σκοτεινά νερά και κάτι φαρδιές κόκκινες ζώνες από βελούδο με αστραφτερές αγκράφες που τις παράσερνε ο αέρας, πιασμένες σαν απελπισμένοι ναυαγοί πάνω σ’ ένα κατάκοπο ταμπούρλο που επέπλεε κι αυτό μουσκεμένο, θαρρείς και ήταν ο μοναδικός επιζήσας μιας ιδιωτικής τραγωδίας, καλυμμένο με μπλε σκούρα ρετάλια, από βαριά γαλλική τσόχα και λοφία λευκά χαμένων Δραγόνων.
Μάζεψε τα βρεμένα του και σηκώθηκε να φύγει με συστολή. Στο ξεκλείδωτο αμάξι την ώρα που έβαζε μπρος κι αρχίνισαν ξανά στο cd να ηχούν δαιμονικά τα λαϊκά της ολονύχτιας ασωτίας, υψωνόταν σε εκκωφαντικό κρεσέντο η προδομένη φωνή της Στανίση «Τρέχεις σαν το τραίνο σ’ επικίνδυνες στροφές / τρέχεις γιατί έχεις το κορμί μου για γραμμές…». Μελό διαρκείας και χωρίς διαφυγή. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναβρεί το νόημα στο καμένο φιλμ.
Κοίταξε με συμπόνια τα γερόντια, ζηλωτές του υγιεινού βίου που ξεγελώντας τον εαυτό τους, όχι όμως και την επελαύνουσα φθορά, φλερτάρανε σχεδόν ξεδιάντροπα τώρα, στην ξεραμένη άμμο κι έφερε αυθόρμητα τα χέρια στις τσέπες. Όλες στη θέση τους και χλευαστικά άδειες.
«Άντε γαμήσου μωρή βρωμιάρα βίζιτα. Άντε ξέπλυμα…» μούγγρισε στυφά. Απένταρος, μέσα - έξω.
Έστριψε μαλακά το τιμόνι για σπίτι. Το ραδιόφωνο ενημέρωνε αρμοδίως ότι για μια ακόμα ημέρα, λόγω κάποιων αόριστων έργων, «εντοπίζονται σοβαρά κυκλοφοριακά προβλήματα στην Παραλιακή και τη Λεωφόρο Ποσειδώνος». Οδηγίες για όσους έχουν το άλλοθι κάποιου προορισμού.
«Ένας μολυβένιος στρατιώτης ρε μαλάκα! Αυτό είσαι…» μονολόγησε όταν κοιτάχτηκε με φευγαλέο ναρκισσισμό στον καθρέφτη και οπωσδήποτε έτσι του φαινόταν ότι είναι και είχε αποδεχθεί πως έτσι στο φινάλε ήταν κι όμως ένοιωθε και κάπως έκπληκτος συν τω χρόνω, καθώς, πεπεισμένος ότι οι άνδρες όταν γκρεμίζονται η φύση όλη κρατάει την αναπνοή της στην πτώση τους, δεν έβρισκε αίφνης εκείνες τις στιγμές κάτι που θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα "χάπι εντ" και μια καινούργια γοητεία και είχε αρχίσει αντίθετα να φοβάται, όπως επέστρεφε ξανά στο ίδιο από καιρό αφιλόξενο έδαφος της Αθήνας που ξύπναγε όπως πάντα αχόρταγη εκείνη την ώρα, ότι δεν πρόκειται ποτέ από δω και στο εξής να τον βρούνε τυχαία έστω στο στομάχι ενός λαίμαργου ψαριού ας πούμε, για να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του κούκλος κι ανυποψίαστος μέσα σε ένα προβλέψιμο, χρυσοποίκιλτο παραμύθι.
Έστρωσε ξαφνικά περίφροντις και με σκοτεινή επιμέλεια τα άλλοτε ωραία μαλλιά του. Θα πρέπει σε τούτη την οριακή στιγμή μάλλον, να υπήρχε κάποιος λόγος, λέω, ώστε το μοναδικό πράγμα που του πέρασε απ’ το μυαλό, ήταν ο φίλος του ο Μίμης, παλιό αλάνι και χρόνια παράνομος λεσχιάρχης που πάντρεψε δυό κόρες από το μπαρμπούτι, όταν έγειρε συνωμοτικά ένα βράδυ που παίζανε πόκα στο υπόγειο του Καριώτη και του ψιθύρισε με οίκτο βλέποντάς τον στο μαύρο του χάλι: «Φιλαράκι… Είναι νόμος. Το μουνί άμα δεν το πληρώσεις, δεν το πονάς!».
(*) Γιόζεφ Ροτ (1894-1939): Αυστριακός, εβραϊκής καταγωγής, σπουδαίος συγγραφέας και δημοσιογράφος του Μεσοπολέμου, συστηματικός πότης και αθεράπευτα λάτρης των γυναικών.
Φωτογραφία: Gustave Courbet [Γκυστάβ Κουρμπέ] 1819-1877, L'origine du monde [Η προέλευση του κόσμου] 1866, Musée d'Orsay [Μουσείο Ορσέ] Παρίσι.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 28 Φεβρουαρίου 2019, αρ. φύλλου 975
Σχετικά:
Κύριε Χατζηδημητρίου συγχαρητήρια και γι αυτό το άρθρο σας. Εξαιρετικό!
ΑπάντησηΔιαγραφή