Σήμερα είναι Κυριακή πρωί και η Βικτωρία με τους γονείς της κάνουν έναν περίπατο γύρω από τη λίμνη.
Η Βικτωρία κρατά στο χέρι της ένα σακουλάκι με ψωμί και σπόρους για να ταΐσουν τις πάπιες και τα ψαράκια.
Και να σου οι πάπιες εμφανίζονται μπροστά τους. Μάλλον τις ειδοποίησε ένας μυστικός- αόρατος ντελάλης, που τις φώναζε χωρίς να μπορεί να τον ακούει κανένας άνθρωπος:
Ελάτε, πλησιάστε καλές μου, η Βικτωρία σας φέρνει πολύ νόστιμη τροφή! Για να δούμε, για να δούμε, ποια θα πλησιάσει πιο γρήγορα!
Κι αυτές έκαναν μερικές απλωτές κι άρχισαν να τσιμπολογούν το ψωμάκι με πολλή όρεξη. Μόνο μία άρπαζε μπουκίτσες από τις άλλες, οι υπόλοιπες ήταν πολύ ευγενικές και με αξιοζήλευτους τρόπους.
Τα ψαράκια, αν και πεινασμένα, αποφάσισαν να μη συμμετέχουν σ' αυτό το γεύμα και τις κοιτούσαν από λίγο μακρύτερα.
Κάποια στιγμή, κι ενώ οι γονείς της μιλούσαν μεταξύ τους, η Βικτωρία άπλωσε το πόδι της και ακούμπησε το νερό.
Παραξενεμένη είδε το πέδιλό της να πλέει λίγο μακρύτερα και να απομακρύνεται, όλο και να απομακρύνεται.
Αχ! Αχ! Τί, τι συμβαίνει; είπε μόνο.
Μπαμπάς και μαμά έμειναν αποσβολωμένοι.
Αλλά το πιο, πιο, πιο παράξενο ήταν αυτό που επακολούθησε.
Ένας πρασινούλης βάτραχος πήδηξε επάνω στο κόκκινο πέδιλο, στρογγυλοκάθισε καλά-καλά κι ύστερα έπιασε με το μπροστινό του πόδι το λουράκι που κρεμόταν. Το τέντωνε μια δεξιά, μια αριστερά κι έτσι κατάφερε να το οδηγήσει δίπλα σε ένα μεγάλο, απλωτό νούφαρο.
Πήδηξε επάνω στο νούφαρο και έδεσε το λουράκι στον μίσχο του. Κοίταξε καμαρωτός γύρω του.
Δύο παχουλούτσικα βατραχάκια που ήταν συγγενείς του -ξαδερφάκια του για την ακρίβεια- τον πλησίασαν αμέσως.
Γειά χαρά φίλε, του είπαν και τα δυο με ένα στόμα.
Γειά και σε σας, παλικαροβατραχάκια-ξαδερφάκια, τους απάντησε.
Τι είναι αυτό που κάνεις; που ήσουν ανεβασμένος; τον ρώτησαν.
Το καράβι μου είναι! απάντησε γεμάτος καμάρι.
Το καράβι σου! Είπαν και κοιτούσαν μια εκείνον και μια το “καράβι” του εκστασιασμένα.
Έχουν οι βάτραχοι καράβια; ξαναρώτησαν.
Μήπως βλέπουμε όνειρο;
Έχουν και παραέχουν! απάντησε και ανοιγόκλεισε τα στρογγυλά του μάτια.
Και μην αμφιβάλλετε, ξυπνητοί είστε!
-Ξέρετε, με τον καιρό έμαθα πολλά πράγματα κι έγινα αρκετά έξυπνος, γι' αυτό αποφάσισα ν' αλλάξω λίγο τη ζωή μου. Το έβαλα, λοιπόν, σκοπό να γίνω βαρκάρης, κι όπως βλέπετε έγινα!
-Σαλτάρετε γρήγορα επάνω!
Πήδηξαν, λοιπόν, επάνω και τα δύο κι ο βαρκάρης-βάτραχος άρχισε να οδηγεί το πεδιλάκι-καραβάκι.
Τους έκανε μια μεγάλη βόλτα ανάμεσα στα καλάμια. Οι πάπιες, τα ψαράκια, οι κύκνοι και πολλοί άλλοι βάτραχοι τους κοιτούσαν με θαυμασμό.
Ένας κύκνος στην αρχή τα περιεργάστηκε και ήταν έτοιμος να τα ειρωνευτεί. Αλλά αμέσως κατάλαβε ότι αυτό που γίνονταν ήταν πολύ σπουδαίο και μάλλον θα το έγραφαν κάποιοι βατραχο-συγγραφείς με χρυσά γράμματα στην ιστορία της λίμνης. Τα χαιρέτησε, λοιπόν, με μια ευγενική υπόκλιση.
Κατόπιν πλησίασαν στην παραλία και χαιρέτισαν με πολλά βρεκεκέξ κουάξ-κουάξ τα παιδιά που έκαναν τον περίπατο τους.
Η Βικτωρία μονοσάνταλη, καθισμένη σε ένα παγκάκι τους έστελνε φιλάκια.
Κανείς, βέβαια, εκείνη την στιγμή δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα γινόταν τις επόμενες μέρες.
Και να τι ακριβώς έγινε: γέμισε η παραλία με πεδιλάκια-καραβάκια, κίτρινα, κόκκινα, μπλε, και πράσινα, που έσχιζαν με καμάρι το νερό!
Βάτραχοι ανέβαιναν επάνω και έκαναν ταξιδάκια. Και τα ψαράκια από γύρω χόρευαν πιτσιλιστούς χορούς.
Τα παιδιά είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους κι άφησαν κρυφά από όλους στη λίμνη, από ένα πεδιλάκι το καθένα.
Πιο αξιοθαύμαστο θέαμα δεν είχε δει μέχρι τώρα η Βικτωρία στην ζωή της, ούτε καν στο πιο γλυκό της όνειρο!
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 11 Ιουλίου 2019, αρ. φύλλου 994
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.