30.6.21

Σόνιας Ευθυμιάδου Παπασταύρου:  Λίγο πριν εκπνεύσει το αξέχαστο 2020...

Eίχα δύο λόγους να πάρω στα χέρια μου αυτές τις μέρες τους Ελεύθερους πολιορκημένους του Διονυσίου Σολωμού, ο ένας το 2021 που ανατέλλει σε λίγες εβδομάδες. Στέκομαι έκθαμβη σε πολλούς μεμονωμένους στίχους του, θαυμάζω όμως ιδιαιτέρως το παρακάτω απόσπασμα, που στις γυναίκες αναφέρεται και τις αποθεώνει, αλλά και τη μεγάλη αρετή της υπομονής προβάλλει, την υπομονή για την οποία δε φημιζόμασταν εμείς οι σημερινοί άνθρωποι και την οποία με τη βία ήρθε να μας διδάξει η πανδημία, αφού δεν τη μαθαίναμε με άλλον τρόπο.

Το κορυφαίο γεγονός του 2020 ήταν αναμφίβολα το ξέσπασμα -και το ξάφνιασμα- της πανδημίας, δε χρειάζεται η ανασκόπηση του χρόνου που φεύγει για να το πούμε. 

Όταν δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγουμε κάτι που μας πιέζει, ας διδαχτούμε τουλάχιστον από αυτό, θα ‘ναι το όφελος μεγάλο...

[...] Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.

Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα,

Για η δύναμη δεν είν’ σ’ αυτές ίσια με τ’ άλλα δώρα.

Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείση, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε νάμπη η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε·

Μεγάλο πράμα η υπομονή!...
Αχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι’ εκείνη.

Εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές.

Απ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας.»

Κι’ έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο. Και η πρώτη είπε: «Και το αεράκι μάς πολεμάει.» ―Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της,

Κι’ άφ’σε το χέρι του παιδιού κι’ εσώπασε λιγάκι,
Και ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι.

Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθή καθεμία τ’ όνειρό της,

Κι’ όλες εφώναξαν μαζί κι’ είπαν πως είδαν ένα.
Κι’ ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους,
Είπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους.

Και μία είπε: «Μου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή,

Και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.»

Και μία δεύτερη είπε:

«Εγώ ’δα δάφνες.―Κι εγώ φως·...
―Κι’ εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.»

Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πούχε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα.» Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της πούχε ξεψυχήσει.

Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα.

Σχεδίασμα Β’


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 10 Δεκεμβρίου 2020, αρ. φύλλου 1058.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ