1.7.22

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Το φάντασμα


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς | Πατρώνου

Ένας πέτρινος τοίχος, τρία μέτρα περίπου πλάτος και τουλάχιστον οκτώ ύψος, βρέθηκε μπροστά τους, καθώς έστριψαν στο μονοπάτι. Όχι πως τους έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο κάθετος πελώριος βράχος. Μα να, εκεί, περίπου στα μισά του, οριζόντια και κάθετα, ξεπρόβαλε ένα μπουκέτο κυκλάμινα, που καθώς έπεφταν επάνω τους οι δυνατές ακτίνες του μεσημεριού μετά από την πρωινή νεροποντή, τα έκανε να αστράφτουν σαν πετρώματα αμέθυστου. Στο νου τους ήρθαν οι στίχοι του Ρίτσου, και χωρίς και οι ίδιοι να το καταλάβουν, πήραν να τραγουδούν το «κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα». 

Όταν άρχισαν να πέφτουν βροχή οι πέτρες προς το μέρος τους, απομακρύνθηκαν βιαστικά, και μόνο τότε σήκωσαν το βλέμμα πιο ψηλά. Εκεί, από την κορυφή του βράχου, κάποιος άνθρωπος ή ζώο, που δεν μπορούσαν να διακρίνουν καθαρά, έριχνε με μανία μικρά χαλίκια και πέτρες! Που βρέθηκε εκεί ψηλά και γιατί τους πετροβολούσε αδυσώπητα; Οι δύο φίλοι, πισωπατώντας προσεκτικά, έφτασαν μέχρι το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό. Ανήσυχοι και απορημένοι συνέχισαν το δρόμο μέχρι την πλατεία, και, στο άδειο τέτοια ώρα καφενείο, ρώτησαν το μαγαζάτορα αν ήξερε κάτι για τον περίεργο πετροβολητή. Τους κοίταξε εκείνος έντρομος και μουρμούρισε: «Το φάντασμα! Βγήκε πάλι!...» Κουβέντα άλλη δεν θέλησε να πει, παρά φρόντισε να σταυροκοπηθεί και μια και δυο φορές και απομακρύνθηκε στο εσωτερικό του καφενείου, κλείνοντας προσεκτικά την πόρτα πίσω του. 

Οι δύο νέοι, φοιτητές του Γεωλογικού Τμήματος, είχαν έρθει σ’ αυτήν την ορεινή περιοχή για να μαζέψουν υλικό για τη διπλωματική τους εργασία. Έστησαν τη σκηνή τους σε μια αλάνα, στην είσοδο του μικρού χωριού. Κάτοικοι ελάχιστοι, και οι περισσότεροι μόνο για τους καλοκαιρινούς μήνες. Τον χειμώνα ερήμωναν τα πάντα. Κατέβαιναν στις πόλεις, αλλά όταν έπιαναν οι ζέστες, όσοι είχαν ήδη συντηρήσει τα παλιά τους σπίτια, ανέβαιναν στα ψηλά, στο ευλογημένο κλίμα. Δέντρα σκιερά, γάργαρα νερά και καθαρός δροσερός αέρας ό,τι καλύτερο για να περάσουν ήρεμα και ξένοιαστα το καλοκαίρι. Τους δύο φοιτητές τους καλοδέχτηκαν· πολλά πάρε δώσε μαζί τους, βέβαια, δεν είχαν. Άλλωστε, αυτοί γύριζαν όλη μέρα στα βουνά και μάζευαν διάφορα πετρώματα και ρίζες φυτών. Αντάλλαζαν μια τυπική καλημέρα το πρωί στο καφενείο, με την καλή νύχτα αποσύρονταν στη σκηνή τους νωρίς-νωρίς τα βράδια.

Διστακτικά ξαναπήραν το μονοπάτι που οδηγούσε στον κάθετο βράχο, μετά την περίεργη στάση του καφετζή. Προσπάθησαν από κάποια απόσταση να δουν, αν «το φάντασμα» εξακολουθούσε να στέκει στην κορυφή και να εκσφενδονίζει πέτρες. Απόλυτη σιγή. Ούτε ίχνος οποιασδήποτε παρουσίας, είτε ανθρώπου, είτε ζώου. Έψαξαν μήπως και βρουν κάποιο πέρασμα, για να φτάσουν στην πίσω πλευρά του βράχου. Από τη μία μεριά μικρότεροι κάπως, βραχώδεις όγκοι, απότομοι και ολόγυμνοι, από την άλλη γκρεμός, τουλάχιστον τριάντα μέτρα βάθος. Αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στο χωριό και να αρχίσουν να ρωτούν τους ντόπιους στο καφενείο, τόσο για το «φάντασμα» όσο και για τυχόν άλλο μονοπάτι που θα έβγαζε στην αντίπερα μεριά. Μεγάλη προθυμία από τους θαμώνες για απαντήσεις στις ερωτήσεις τους, δεν βρήκαν. Κάτι «τι είναι αυτά που λέτε, τι φαντάσματα και παραμύθια!», —«Μπα! Τίποτε πέτρες θα κύλισαν και σας φάνηκε από την αντηλιά πως τις έριχνε κανένας», ήταν όσα άκουσαν εκείνο το απόγευμα.

Δοκίμασαν για τρίτη φορά, μόλις έπεσε το σκοτάδι. Πριν βγουν, όμως, από το χωριό και στρίψουν στο μονοπάτι, τους έφραξε το δρόμο ένας γέροντας, και προτάσσοντας ένα χοντρό ραβδί είπε: «Καλύτερα να αποφύγετε τον βράχο με τα κυκλάμινα. Μην συμβεί και κανά κακό! Έχει τόσα άλλα μέρη να ερευνήσετε!». Αμέσως μετά έκανε μεταβολή και προχώρησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς την κεντρική πλατεία. Γύρισαν βαρύθυμοι στη σκηνή· το σκέφτονταν από δω, το ερευνούσαν από ‘κει, λύση καμία. —Ε, κι αύριο μέρα είναι!— συναποφάσισαν και έπεσαν για ύπνο. Με το χάραμα πήραν δρόμο. Ναι μεν δεν θα πλησίαζαν τον πέτρινο κύβο, αλλά θα φρόντιζαν να εντοπίσουν κάποιο πέρασμα για την πίσω πλευρά του. Ώρες ολόκληρες πεζοπορίας σε δύσβατα μονοπάτια, κάποιο που να βγάζει απέναντι δεν έβρισκαν. Να επιστρέψουν στο χωριό σκέφτηκαν, πριν νυχτώσει —η μέρα αρχές Σεπτέμβρη είχε αρχίσει να αποκάμνει πολύ νωρίτερα— και να αρχίσουν την επομένη από άλλο σημείο.

Τους περίμενε όλο το αντρομάνι στο καφενείο, και πριν προφτάσουν να ρωτήσουν τι και πώς, βγήκε μπρος ο συνταξιούχος δάσκαλος και μισό σοβαρά μισό αστεία, τους είπε να τον ακολουθήσουν. Στον κάθετο βράχο τους οδήγησε, συνοδευόμενος από όλους τους άντρες του χωριού. Ησυχία απόλυτη· τα πορτοκαλιά της δύσης είχαν αρχίσει να καλύπτουν τα βάθη του ουρανού, πάνω και πέρα από το βράχο. Έβαλε τότε ο δάσκαλος τα χέρια του χωνί στο στόμα, και τραγούδησε, όσο μπορούσε πιο δυνατά: «Κυκλάμινοοο, κυκλάμινοοο, στου βράχου τη σχισμάδαααα...». Τραβήχτηκε αυτόματα πιο πίσω· βροχή άρχισαν να πέφτουν οι πέτρες και τα χαλίκια από την κορυφή.

Στο καφενείο δόθηκε στη συνέχεια η εξήγηση: Ο γιδοβοσκός του διπλανού χωριού ήταν το φάντασμα. Είχε φτιάξει με τριχιά μια ανεμόσκαλα από την πίσω πλευρά του βράχου, είχε γεμίσει ένα κοφίνι χοντρό χαλίκι, και φύλαγε από κει τα κυκλάμινα, στου «βράχου τη σχισμάδα»! Μεγάλη ιστορία, έμαθαν. Στην εποχή της Χούντας, νέο παλικαράκι, κάπου έτυχε να ακούσει το τραγούδι και του άρεσε πάρα πολύ. Όλη μέρα αυτόν τον σκοπό τραγουδούσε. Ο καφετζής, συνομήλικός του, τον κατέδωσε στη χωροφυλακή ως αντιστασιακό και, όχι μόνο έφαγε το ξύλο της χρονιάς του στα κρατητήρια· έφαγαν τα σίδερα της φυλακής, δυο χρόνια μέσα, και το περισσότερο απ’ το λιγοστό μυαλό του. Από τότε, κάθε που ανθίζουν τα κυκλάμινα, σκαρφαλώνει στο λημέρι του και πετροβολά όποιον τολμήσει με λόγια ή με χέρια να αγγίξει τα κυκλάμινα. Ακίνδυνος εντελώς, κατά τα άλλα. 

Μόνο ο καφετζής τρέμει, μόλις ακούσει ότι έκανε και πάλι την εμφάνισή του. Και να φανταστείς, πως ούτε μια φορά δεν απείλησε ή δεν έβρισε τον ίδιο, ο φουκαράς ο γιδοβοσκός...

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 9 Σεπτεμβρίου 2021, αρ. φύλλου 1094.



1 σχόλιο:

  1. Γιώργος Χατζηδημητρίου [fb]2/7/22

    Χρυσούλα, το' χω τσεκάρει πλέον με σένα. Μας βάζεις γοητευτικά στην ατμόσφαιρα των ιστοριών σου και, θέλοντας και μη βιαζόμαστε να φτάσουμε στο τέλος, όπου καραδοκεί μια μικρή λύτρωση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ