Στην φωτογραφία που σας στέλνω φαίνεται ο κομμένος πλάτανος της αυλής του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα… Όλοι αναρωτηθήκαμε για τους λόγους που οδήγησαν στην πράξη αυτή… ίσως για να μην λερώνει την αυλή, που πρόκειται να στρωθεί και αυτή με τσιμέντο; Ή μήπως για να μην κόβει την θέα προς τους υπό αναστύλωση ανδριάντες των Μακεδονομάχων;
Κρίμα γιατί είμαστε σίγουροι πως αυτοί οι μαχητές, αν είχαν την δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα στον πλάτανο και τους ανδριάντες… θα επέλεγαν σίγουρα τον πλάτανο, που θάχε και τόσα πολλά να ομολογήσει για τα κατορθώματά τους!
Τους αφιερώνουμε λοιπόν το εξαιρετικό παραμύθι της Χάρ. Μέγα «Ο γεροπλάτανος» (από το περιοδικό «Το παραμύθι» που μόλις κυκλοφόρησε).
Ελένη Τσαδήλα
Ο ΓΕΡΟΠΛΑΤΑΝΟΣ
Μια φορά και έναν καιρό στην πλατεία ενός χωριού ήταν ένας γέρος πλάτανος. Ο πλάτανος αυτός μετρούσε τα χρόνια. Είχε μετρήσει εκατοντάδες. Ήξερε όλα τα μυστικά των ανθρώπων του χωριού. Τα κλαδιά του φτάνανε μέχρι την πιο απομακρυσμένη αυλόπορτα. Στα φύλλα του τα αηδόνια τραγουδούσανε και χιλιάδες πουλιά φωλιάζανε. Στη σκιά του καθόντουσαν οι άντρες του χωριού, παίζανε χαρτιά και συχνά πυκνά μαλώνανε. Κάθε Σάββατο κάτω από τον πλάτανο στηνόταν εμποροπανήγυρη. Πραματευτάδες ερχότανε από μακριά με γαϊδούρια. Διαλαλούσαν και πουλούσαν τις πραμάτειες τους.
-Έχω τσατσάρες, κιούπια κουδούνια…..
Οι γυναίκες συναντιόντουσαν εκεί και λέγανε τα μυστικά τους. Έλεγαν και έλεγαν… Ο γεροπλάτανος ποτέ δεν είχε πει κουβέντα για κανέναν. Μια μέρα ο παπάς του χωριού συναντήθηκε κάτω από τον πλάτανο με τον πρόεδρο. Στην κουβέντα επάνω πέφτει μια κουτσουλιά στα γένια του παπά.
-Πρέπει να κόψουμε τον πλάτανο πρόεδρε, είπε ο παπάς θυμωμένος και πήγε να πλυθεί στην βρύση δίπλα από τον πλάτανο.
-Στην θέση του λέω να χρίσουμε ένα πανδοχείο για να μπορούν οι περαστικοί και τα ζώα τους να περνούν την νύχτα τους, είπε ο πρόεδρος.
-Θα βγάλουμε πολλά λεφτά πρόεδρε! Είπε χαμογελώντας.
Μόλις το άκουσε αυτό ο πλάτανος ταράχτηκε.
-Αχάριστοι που είναι οι άνθρωποι, είπε, εγώ τους χάριζα τόσα χρόνια τη σκιά μου κι εκείνοι μου το ξεπληρώνουν με τον χειρότερο τρόπο… ας είναι..
Ο πρόεδρος μάζεψε αμέσως τους συγχωριανούς του και τους ανακοίνωσε την απόφαση.
-Για το καλό του χωριού, τους είπε.
Το άλλο πρωί όλοι πήραν τσεκούρια και ξεκίνησαν να κόβουν τον πλάτανο. Οι τσεκουριές πέφτανε η μία μετά την άλλη.
Τ’αηδόνια πέταξαν τρομαγμένα. Τα πουλιά έφυγαν. Ο πλάτανος δεν άργησε να σωριαστεί στην γη. Το χωριό σείστηκε κι ο τόπος γέμισε φύλλα και κλαδιά. Σαράντα μέρες κάνανε οι χωριανοί να κόψουμε τον κορμό σε μικρά κομμάτια. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες οι γυναίκες σκουπίζανε τα φύλλα από τις αυλές τους. Σε λίγο καιρό πάνω στις ρίζες του πλάτανου χρίσανε το πανδοχείο. Πέτρινο, με δύο πατώματα, πέντε δωμάτια και μια μεγάλη σάλα. Οι περαστικοί σταματούσαν να ξεκουραστούν οι ίδιοι και τα ζωντανά τους. Αφού τρώγανε καλά πέφτανε για ύπνο. Τα μεσάνυχτα, πάνω στον καλύτερο τους ύπνο, από τα θεμέλια του πανδοχείου έβγαινε μια δυνατή φωνή που ακουγόταν σε όλα τα δωμάτια, λες κι οι τοίχοι είχαν φωνή:
-Του προέδρου η γυναίκα έχει ξαναπαντρευτεί.. και ο γιος της ο μεγάλος είναι του παπά παιδί..
Μόλις ακούγανε τη φωνή οι ταξιδιώτες το βάζανε στα πόδια. Στο πανδοχείο δεν σταματούσε πια κανείς.
-Τόσα λεφτά ξοδέψαμε να κάνουμε το καλύτερο πανδοχείο της περιοχής. Γιατί όλοι φεύγουν σαν κυνηγημένοι; Απόρησε ο πρόεδρος.
-Τζάμπα τα λεφτά που δώσαμε, είπε ο παπάς, κι έπεσαν και οι δυο του θανατά.
Ο καιρός πέρασε κι έφτασε ο χειμώνας. Βάλανε οι χωριανοί τα κάψουμε τα ξύλα για να ζεσταθούν. Όταν τα ξύλα άρχισαν καίγονται, μια δυνατή φωνή ακούστηκε να λέει:
-Του προέδρου η γυναίκα έχει ξαναπαντρευτεί.. και ο γιος της ο μεγάλος είναι του παπά παιδί.. Του αστυνόμου η αδερφή κλέβει σύκα από την αυλή και του ψάλτη ο πεθερός βάφει χρόνια το μαλλί…. Η γιαγιά της κυρά Λένης πρόδωσε στην κατοχή τον παππού του γείτονα της και τον πήγαν φυλακή…
Όσο πιο πολλά ξύλα έκαιγαν τόσο περισσότερα χρόνια κρυμμένα μυστικά έβγαιναν στη φόρα. Όπως καταλαβαίνετε, το χωριό έγινε άνω κάτω. Κάποιοι δεν είχαν μούτρα να βγουν από τα σπίτια τους. Άλλοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα αφτιά τους. Φιλίες χρόνων χάλασαν σε μια στιγμή. Όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Δεν ήξεραν τι να πουν και τι να κάνουν.
Ο πρόεδρος και ο παπάς απελπισμένοι φώναξαν τους χωριανούς.
-Συγχωριανοί, είπε ο πρόεδρος, πρέπει αμέσως να γκρεμίσουμε το πανδοχείο.
-Αφού πρώτα συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλο και υποσχεθούμε ότι από εδώ πέρα θα είμαστε καλύτεροι άνθρωποι, είπε ο παπάς.
Συμφώνησαν όλοι. Έδωσαν τα χέρια κι άρχισαν να γκρεμίζουν το πανδοχείο. Έφτασαν μέχρι τις ρίζες του πλάτανου. Μια μέρα, ξαφνικά, τι να δουν; Άρχισε να φυτρώνει και να ψηλώνει .. να ψηλώνει… να ψηλώνει… Με τον καιρό άπλωσε τα κλαδιά του και έβαλε κάτω από την σκιά του όλο το χωριό. Καθώς μεγάλωνε, τα μυστικά των ανθρώπων θάβονταν βαθιά στις ρίζες του. Όλοι όμως το ήξεραν πια. Από τότε κανείς δεν τόλμησε να σκεφτεί κακό για τον πλάτανο. Μάλιστα έδωσαν το όνομα του στο χωριό και ζουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.