1.3.13

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Ο λιποτάκτης


ΟΔΟΣ 22.11.2102 | 667

Υπηρετούσε τη θητεία του στις διαβιβάσεις. Ο καλύτερος, έλεγαν στη δουλειά του. Ασυρματιστής στα πλοία από πολύ μικρός, κατείχε την τέχνη αψεγάδιαστα. Είχε ένα πολύ αρχαιοπρεπές όνομα, Τηλέμαχος, Γίδας όμως ήταν το επίθετό του, γι αυτό και όλοι τον προσφωνούσαν μ' αυτό.  Ποτέ του δεν θύμωνε, ούτε με τους συναδέλφους, ούτε με τους απλούς πολίτες της γειτονιάς. Τα γραφεία των διαβιβάσεων τα είχαν εγκαταστήσει στον πρώτο όροφο ενός μπέηκου σπιτιού στην παραλία, εύκολη πρόσβαση για όλους τους στρατιωτικούς.
Νησιώτης ήταν ο Γίδας, πρώτη φορά βρέθηκε στα βουνά της ενδοχώρας. Ο χειμώνας ήταν σκληρή δοκιμασία για το καλομαθημένο του κορμί, έκανε ωστόσο το καθήκον του αδιαμαρτύρητα. Για το μόνο που διαμαρτυρόταν, ήταν τα νέα που έπρεπε να διαβιβάζει...
-Δεν αντέχω άλλο, ξεσπούσε πολύ συχνά, πάλι κορμιά-σφαχτά γέμισε ο τόπος!.. Φώναζε τότε τον αντικαταστάτη του και κατέβαινε στην παραλία να πάρει φρέσκο αέρα, να ξεχάσει για λίγο τα μακάβρια νούμερα.
Έπιανε κουβέντα με τους ντόπιους, ψαράδες τους περισσότερους, ρωτούσε για τα λιμνίσια ψάρια, για τον τρόπο ψαρέματος, άρχιζε να τους αφηγείται και για τους συμπατριώτες του τού ίδιου σιναφιού, γύριζε έπειτα πάλι στα καθήκοντά του με έναν βαθύ αναστεναγμό.
-Αχ, πότε θα τελειώσει αυτή η ιστορία, μουρμούριζε, μόλις καθόταν μπροστά στη συσκευή, να πάω σπίτι μου, να δω τη μάνα και τ’ αδέλφια μου, να μπαρκάρω και σ’ ένα εμπορικό, να γνωρίσω τόπους μακρινούς. Έμαθα τώρα πια και στη ζέστη και στο κρύο. Να μην ακούω συνέχεια θανατερούς αριθμούς...
Μεράκι τόχε ο Γίδας να κολυμπήσει και μια φορά στη λίμνη. Του έλεγαν πως τα γλυκά νερά και στυφά είναι και βαριά, περίμενε πάντως πώς και πώς να έλθει το καλοκαίρι για να δοκιμάσει ο ίδιος.
Οι επιχειρήσεις στο μέτωπο όλο και δυνάμωναν, όσο πλησίαζε το καλοκαίρι. Τα νέα στον ασύρματο από μέρα σε μέρα χειροτέρευαν.
-Όχι κι άλλοι σκοτωμένοι μανούλα μου!... Φώναζε ο Γίδας ασυγκράτητα.
Μα την αλήθεια, θα τα παρατήσω όλα και θα πάρω των ομματιών μου μακριά από δω!
Προσπαθούσαν μάταια να τον συνεφέρουν οι άλλοι.
Κάπως έτσι κι εκείνη την ημέρα, κατακαλόκαιρο, σηκώνεται από τη θέση του, βροντάει την πόρτα πίσω του, και άφαντος ο Γίδας. Η ώρα περνούσε, το βράδυ έφτασε, Γίδας πουθενά. Περίμεναν μέχρι αργά τη νύχτα, έπειτα έδωσε ο αξιωματικός το σήμα του "λιποτάκτη".
Κινητοποιήθηκαν όλοι, έψαξαν στα γύρω σπίτια, στα λιβάδια, στα υψώματα, μακρυά δεν ήταν δυνατόν να είχε πάει.
Την αυγή, οι ντόπιοι ψαράδες βρήκαν τα ρούχα του στην ακρολιμνιά. Οι έρευνες περιορίστηκαν τώρα στη λίμνη και τη γύρω περιοχή. Βρέθηκε το πτώμα του την επόμενη μέρα, με ένα σαπούνι στο χέρι, μπλεγμένο στα καλάμια της όχθης...


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 22 Νοεμβρίου 2012, αρ. φύλλου 667.
Φωτό: Tom Hoops, Portraits from the Dark Side (Πορτραίτα από την Σκοτεινή Πλευρά)

1 σχόλιο:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ