Καστοριά Ιούλιος 2015
Χθες, σήμερα, αύριο. Μνήμες, πραγματικότητα και παραμύθι. Το πλατάνι του Σταυρού, θεόρατο! Κοντά, μικρότερο, το δίδυμό του. Εκείνο, το μακρινό πια καλοκαίρι, το θεόρατο πράσινο έπεσε. Κουφάρι, στα πόδια της λίμνης. Ακολούθησε και τ’ άλλο.
Ο πατέρας έκλαιγε… φανερά. Είχαμε μικρό πένθος τότε στο σπίτι. Το «Σπίτι των πουλιών» δεν ήταν πια παραμύθι.
Γράμματα και διαμαρτυρίες. Εκατόν πενήντα γραμμάρια γεγονότα που έγιναν και δεν ξεγίνονται. Πεντακόσια γραμμάρια διαλυτικής ουσίας, παντός νοήματος και λογικού συμπεράσματος. Διάψευση, αλλοίωση, συγκάλυψη, λαϊκή συμμετοχή.
Γιουσουρούμ οι αναμνήσεις.
Το αντιθαύμα της δημιουργίας. Τα ανθρωπάκια που καταβροχθίζουν γίγαντες, με το πρακτικό κλαδευτήρι, κουρεύουν, χρόνια τώρα σύρριζα, δέντρα, θρύλους, αγίους και δράκοντες, παραμύθια και πραγματικότητα.
Στη θέση τους, λάβαρα θριάμβου, σταχτιά κουρελού της καθημερινότητας, της τυποποίησης, στενόχωρη βεράντα πολυκατοικίας.
Όπου χωράει ο ένας όλοι πρέπει να χωρούν κι όπου δεν φτάνουν όλοι κανείς να φτάνει δεν μπορεί. Αντιεποχή της πολυκατοικίας, του πλαστικού, του αφρολέξ, πέρασε, πάει… Κι εκεί στον χρόνο διαπίστωση πικρή πως όλα αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν.
Αϊδήτρας, ο δρόμος που οδηγεί στο αρχοντικό Βέργου και δεξιά σου γίγαντας απλώνει ψηλά στον ουρανό το καταπράσινο χρώμα του. Από κάτω ακριβώς ανάμεσα στα νεοκλασικά Λιάνου ο ίδιος πλάτανος σου στέλνει μήνυμα με το φύλλωμά του.
«Μην είσαι νοσηρά αισιόδοξος και παθολογικά ήρεμος. Άρχισε να διαμαρτύρεσαι. Δεν θα υπάρχω αύριο…»
Το αύριο δεν είναι ίδιο με το παρελθόν. Στο φύλλωμά σου φωλιές πουλιών, φωνές πουλιών, χιλιάδες ήχοι ανοιξιάτικοι σε καλωσορίζουν από μακριά. Κλείσε τ’ αυτιά, σκέπασε τα μάτια. Ο πλάτανος; Το πλατάνι;
Κορμός ξερός, τιμωρημένος. Τοτέμ της μοναξιάς.
Αχ, καημένε άνθρωπε, τι κι αν δεν υπάρχει για άλλη μια φορά το σπίτι των πουλιών; Πολλοί το είδαν, λίγοι το ξέρουν, σχεδόν κανείς δεν αντιδρά και δεν θυμάται.
Πλατάνια, πεύκα, αδειοδοτήσεις κοπής για δεκαέξι κομμάτια, για τριάντα έξι, για ξυλεία, για δωρεά. Το έργο ίδιο και αθάνατο, σε χιλιάδες αντίτυπα στη χώρα, δακτυλογραφημένα, πολυγραφημένα, τυποποιημένα, ισοπεδωμένα. Η διαιώνιση σε καρμπόν. Το πράσινο είναι στις μέρες μας μικρό και τα γεγονότα γύρω μας βαριά, ασήκωτα. Ο άνθρωπος σε χάος, ανασφάλεια, σε κόλαση ελεύθερης εκλογής και προσωπικής ευθύνης.
Η μεγάλη λεία το μέλλον. Το μέλλον που όμως ισούται με το παρόν.
Άφαντος φέτος ο τζίτζικας. Μονάχα μυρμήγκια, με ένσημα και σφραγίδες. Και στο τέλος όλα μπερδεύονται, βραχυκυκλώνουν. Κάπου σκοντάφτει η μηχανή. Πού είναι η διαρροή Βοήθεια, ανάψαν τα γρανάζια, στερέψαν οι κρουνοί. Κρίση. Αλίμονο, ποιος θα πληρώσει τον βαρκάρη;
Εγώ, εσύ, αυτός, εμείς, με πράσινο, χωρίς αυτό, με δέντρα, δίχως αυτά, με αντίδραση, χωρίς αυτήν, με αλήθειες, χωρίς αυτές. Γιατί οι τελευταίες πάνε πια αντάμα με καυσαέρια, φωταέρια, υγραέρια.
Και τα παραμύθια; Τι έγιναν τα παραμύθια; Ποιος δράκοντας απ’ όλους τους σημερινούς, τους υπερτέλειους, υπεραυτόματους, υπεράχρηστους, τα καταβρόχθισε;
Λύση δεν θα βρεις, σίγουρα θα φορολογηθείς, η εξουσία είναι γλυκιά και το καλό είναι πάντα λίγο.
Οι στρατιές των κουρασμένων, των ιδρωμένων και ξηροτηγανισμένων βαδίζουν για τον Αύγουστο.
Κι όλοι μαζί στα πράσινα, γαλάζια, κόκκινα, πολύχρωμα παραμύθια.
«Το σπίτι των πουλιών»
Ήτανε μια φορά ένα τεράστιο πλατάνι που είχε φυτρώσει εδώ και τριακόσια χρόνια.
Ύψωσε κλαδιά και φύλλωμα πάνω από τις στέγες των σπιτιών, πάνω από το καμπαναριό, πάνω απ’ όλους κι απ’ όλα. Οι θύελλες κι οι καταιγίδες ορμούσαν επάνω του, τα ουράνια τόξα στηρίζονταν, θαρρείς, στο φύλλωμά του, αύρες φυσούσαν ανάμεσα στα κλαδιά, άνεμοι του φθινοπώρου ξεσήκωναν σύννεφα ολόκληρα από φύλλα πεθαμένα. Κι όταν το χιόνι σκέπαζε τα πάντα, το πλατάνι παραστέκονταν στα πάντα. Οι άνθρωποι ήταν περήφανοι για το δέντρο τους.
Ο δάσκαλος παρομοίαζε το δέντρο με μεγάλο ξενοδοχείο που είχε διακόσια δωμάτια. Και πράγματι έτσι ήταν, ξενοδοχείο, αφού ήταν γεμάτο με πουλιά. Θάλεγε κανείς πως όλα τα πετούμενα της περιοχής είχανε φωλιάσει στο καταπράσινο φύλλωμά του. Ακόμα και μια κουκουβάγια είχε φωλιάσει σε μια σχισμάδα του γιγάντιου κορμού του.
Μονάχα τα χελιδόνια δεν φώλιαζαν εκεί, γιατί είχανε τις φωλιές τους κάτω από τα κεραμίδια των σπιτιών και μάλιστα ζήλευαν τις φωλιές των πουλιών του δέντρου.
Μια μέρα ο δήμαρχος της πόλης, που δεν τον άφηναν όλη νύχτα να κοιμηθεί οι κραυγές της κουκουβάγιας, αποφάσισε να κόψουν το πλατάνι και πρότεινε στο δημοτικό συμβούλιο στη θέση του δέντρου να χτιστεί μια δεξαμενή νερού.
Ζήτησε, λοιπόν, ο ίδιος την καταδίκη του δέντρου και οι δημοτικοί σύμβουλοι το δέχτηκαν με χαρά, χωρίς καν να σκεφτούν τι πήγαιναν να κάνουν.
-Είναι τόσο γέρικο, ώστε κάποια μέρα θα το γκρεμίσει ο άνεμος και θα πέσει πάνω στα σπίτια μας. Το ίδιο και τα κλαδιά του.
Τα χελιδόνια μετέφεραν το άσχημο νέο στα πουλιά κι εκείνα βουβάθηκαν.
Σαν μανιασμένο σύννεφο άφησαν το πλατάνι και έτρεξαν να βρουν τον δήμαρχο. Έπεσαν επάνω του κι άρχισαν να τον τσιμπάνε δυνατά. Με τα χέρια στο κεφάλι, λυπότανε που δεν ήταν σαλιγκάρι για να κρυφτεί μέσα στο καύκαλό του. Και για να γλιτώσει, άρχισε να φωνάζει:
-Μη με τσιμπάτε! Δεν πρόκειται να χτίσω δεξαμενή. Θα χτίσω έναν πύργο για νερά… για σας θα ρίξουμε το δέντρο σας και στη θέση του ένας περήφανος πύργος θα στηθεί! Πρέπει να είστε ενθουσιασμένα. Μην είστε αχάριστα. Ετοιμαστείτε να μετακομίσετε.
Αυτό τάκανε να ξεχάσουν τον θυμό τους εναντίον του δημάρχου.
-Έναν πύργο… θάχουμε δικό μας έναν πύργο για να μένουμε, έλεγαν κατενθουσιασμένα τα πουλιά.
Τον πλάτανο τον έριξαν λοιπόν. Έκοψαν τα κλαδιά, πελέκησαν τον κορμό… γκρεμίστηκε. Παράξενα αδειανός ο τόπος, ο χώρος.
Ο πύργος δεν άργησε να χτιστεί. Στο μεταξύ τα πουλιά άρχισαν να διαλέγουν μέρη.
-Εγώ θα φωλιάσω κάτω από τη στέγη.
-Εγώ στο μεγάλο μπαλκόνι.
-Εγώ στην ψηλότερη κορυφή του πύργου.
Και μόνο τα χελιδόνια γελούσαν. Ήξεραν καλά ότι μόνον οι δικές τους φωλιές μπορούσαν να στερεωθούν στο πέτρινο οικοδόμημα.
Όταν λοιπόν κατάλαβαν τα πουλιά πως ο πύργος αυτός ήταν φτιαγμένος από τσιμέντο, κρύος σαν πάγος, χωρίς κανένα άνοιγμα, χωρίς καμιά σχισμάδα, σκόρπισαν. Έφυγαν μακριά.
Ακόμα και τα χελιδόνια, χωρίς κανένα κεραμίδι, χωρίς κανένα γείσωμα σκεπής, μετακόμισαν κι αυτά.
Όσο για τον δήμαρχο, είχε για εχθρό, εκτός από τις τύψεις του, και την κουκουβάγια που έκανε τη φωλιά της ακριβώς επάνω από το σπίτι του δημάρχου και δεν τον άφηνε να κοιμηθεί με τις πένθιμες φωνές της.
.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 10 Σεπτεμβρίου 2015, αρ. φύλλου 802
φωτογραφία: Άννα Λάτσιου
Υπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαστούκι, αλλά το καταλάβανε;
ΑπάντησηΔιαγραφή...και μια μέρα που πέρναγε ο δήμαρχος από εκεί και θαύμαζε με καμάρι - γιατί οι δήμαρχοι πολλές φορές δεν ξεχωρίζουν το ωραίο από το άσχημο - τον πύργο του, αυτός -ο πύργος - ταράχτηκε, άρχισε να τρέμει, γκρεμίστηκε και σκορπίστηκε στη γη, σκεπάζοντας και τον ασεβή δήμαρχο. Κι εκεί κάπου ανάμεσα, άρχισε να φυτρώνει ένας νέος μικρός πλάτανος, παιδί εκείνου του γέρικου... γιατί οι πλάτανοι ασφαλώς τελικά είναι πολύ πιο ανθεκτικοί από τους κακόγουστους δημάρχους... Μερόπη εξαιρετικά τα κείμενά σου !!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικά τα κείμενά σου, Μερόπη! Τα περιμένουμε να τα διαβάσουμε κάθε φορά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜήπως να έγραφες πιο συχνά;
Εύχομαι.