5.2.09

ΜΕΡΟΠΗΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΜΑΓΓΕΛ: Είμαστε οι κάτοικοι των ονείρων

Είμαστε οι κάτοικοι των ονείρων,
σκιές περιπλανώμενες μέσα σε δάση ανύπαρκτα,
που έχουν για δένδρα σπίτια, έθιμα, ιδέες,
ιδανικά και φιλοσοφίες.
Φερνάντο Πεσσόα, Βιβλίο της Ανησυχίας

Χειμώνας του 1999. Ο Δεκέμβρης ήταν ο τελευταίος μήνας της σύντομης ζωής σου. Μέρες πριν φύγεις για το μεγάλο ταξίδι μου είχες πει:
-Δεν πρόλαβα να στολίσω το σπίτι φέτος.
-Μη στεναχωριέσαι, σου απάντησα. Του χρόνου νάμαστε καλά.

Λίγες μέρες αργότερα, ήταν η τελευταία φορά που σε είδα είχες την επιθυμία να γλεντήσουμε ντυμένες Καρναβάλια. Πρωΐ μου τηλεφώνησες και ήρθα. Σε βρήκα εκεί στον καναπέ καθηλωμένη. Δίπλα στα πόδια σου στο πάτωμα καθισμένη αισθανόμουν το ταβάνι λίγα χιλιοστά πάνω από τα κεφάλια μας. Τα τρεμάμενα δάχτυλά σου ανήσυχα έφερναν το τσιγάρο στο στόμα σου.
-Έχουμε σπέσιαλ μηλόπιτα. Θα φας; Πάει με τον καφέ.
Κόμπος στο λαιμό μου η κάθε μπουκιά. Εσύ ήπιες τον καφέ σου σχεδόν μονορούφι. Έκανες κάτι να πεις, σηκώθηκες, λίγα βήματα και πάλι στον καναπέ. Πιάσαμε κουβέντα. Και τι δεν είπαμε. Σε κάποια στιγμή με ρώτησες:
-Θα ντυθούμε του χρόνου ε; Όπως τότε στου Τζώτζη. Θα πάμε μαζί για τα υφάσματα. Τι ωραίες στιγμές περάσαμε; Θυμάσαι;
Ξανασηκώθηκες. Άρχισες χειρονομώντας να μου θυμίζεις όσα είχαμε ζήσει μαζί τις γιορτινές μέρες της προηγούμενης χρονιάς.
-Θέλω πάλι να φτιάξουμε μόνοι μας τις στολές μας.Αυτό τελικά έχει αξία. Η προετοιμασία. Θυμάσαι, είχες αρρωστήσει και τις μάσκες τις είχα αναλάβει εγώ. Λίγοι βοήθησαν ως το τέλος.
-Ανόητη, είπα στον εαυτό μου, σήκω να φύγεις με τρόπο, τώρα.Εσύ συνέχιζες κι εγώ κουνούσα καταφατικά και με χαμόγελο το κεφάλι. Ήταν σαν να σου έλεγα: "Εντάξει όλα θα γίνουν όπως πέρσι".
-Θυμάσαι, … εξακολούθησες. Τι γέλια με τη Χαρούλα, όλοι μας "επάνω" στη σταματούρα να φτιάχνουμε στιχάκια για την παρέλαση, ο Χρήστος, η Τέση, η Όλγα… και το κρασί πάντως με τα όργανα έκαναν τη δουλειά τους. Το μόνο που θέλω είναι τα Καρναβάλια να μην βρίσκομαι στο σπίτι. Τα περσινά ήταν τα ωραιότερα της ζωής μου.
Είχα βαρεθεί τόσα χρόνια να βλέπω την παρέλαση από αυτό το μπαλκόνι. Τελικά είναι καλυτέρα με τα όργανα κάτω στο δρόμο. Τα αφτιά μου βουίζανε, το κεφάλι μου μυρμήγκιαζε, η ψυχή μου μαύριζε λεπτό το λεπτό).

Όταν μεσημέριασε έφυγα. Σε χαιρέτισα βιαστικά. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά ένιωσα μια καυτή κραυγή να ανεβαίνει στο λαιμό μου και δάκρυα να πηδούν από τα μάτια μου. Έπνιγα τους λυγμούς μου στο λαρύγγι μου, τα πόδια μου ξύλινα πήγαιναν μόνα τους, τα χέρια μου έσφιγγαν την τσάντα μου δυνατά. Κλείνοντας τη πόρτα του σπιτιού μου οι λυγμοί μου έγιναν κλάμα δυνατό. Δεν ήθελα να ακούσω τη λέξη Καρναβάλι.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Στο δρόμο σε πρόλαβαν οι νιφάδες. Μπερδεύτηκες μαζί τους κουνώντας τις φτερούγες της νιότης σου και κέρδισες τον ουρανό. Σε χαιρέτησα για πάντα.Μεσημέρι 8 του Γενάρη. Η παρέα "Μάσκες", περνά κάτω από το μπαλκόνι σου. Η έντονη πορτοκαλί καρναβαλίστικη στολή τους έχει ραμμένη επάνω της μια μεγάλη μαύρη κορδέλα.Είναι για σένα. Γυρίζω τα μάτια μου στο μπαλκόνι σου. Σε ψάχνω. Ακούω μόνο το γέλιο σου. Το ξέρω, έχεις βαρεθεί να βλέπεις την παρέλαση από το μπαλκόνι.

Τελικά είναι καλυτέρα με τα όργανα στο μπουλούκι, ντυμένοι Καρναβάλια. Εκεί σε αναζητώ.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21.1.2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ