ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Έξω απ’ το παράθυρό μου στέγες με χιόνια
μια γκρίζα πολιτεία
κι ο θαμπός τρούλος της εκκλησιάς.
Άγγελοι στην κάμαρά μου τραγουδούν.
Κανένας δεν κυκλοφορεί στο χιονισμένο αυλόγυρο.
Φοβούνται οι άνθρωποι τα χιόνια;
Κι ωστόσο κάποιες μνήμες προφταίνουν
ν’ αμαρτήσουν την καρδιά μου
που επιμένει να κρατεί
στα χέρια της τη λευκότητα χιονιού.
Ήλιος πουθενά.
Πώς τσούζουνε τα μάτια μου απ’ τη λάμψη;
Τα τζάμια μας είναι θολά.
Εγώ γράφω απάνω τους τ’ όνομά σου
κι εκείνο φέγγει… φέγγει… φέγγει…
ΣΕ ΤΟΝΟ ΑΠΟΛΟΓΙΑΣ
Αν συχνά σου μιλώ
για μια φωνή
κάποιο τραγούδι
για τη σελίδα του βιβλίου που ξέσχισες,
κλαίω
γιατί είχα γράψει τ' όνομά σου...
Αν συχνά σου μιλώ
για κάποιο τρόμο
μια μνήμη που αντιπαλεύει μ' ένα θάνατο
γι' ανάπηρες αισθήσεις,
θρηνώ
γιατί δε με γυρεύεις...
Αν συχνά σου μιλώ
για κάποιο παιδί
μια κλειστή γρίλια
κι ένα φεγγάρι περίεργο
να παίζει στα σγουρά μαλλιά σου,
χαίρουμαι
γιατί δεν έπαψα να ονειρεύομαι...
Αν συχνά σου μιλώ
για την ξένη πολιτεία
τους άγνωστους περαστικούς
τ' οργισμένο ποτάμι με τις σπασμένες γέφυρες,
τρομάζω
γιατί κρεμάστηκε η καρδιά μου
απελπισμένη...
Αν συχνά σου μιλώ
για τον ήλιο που βλέπω στα μάτια σου
τα κοχύλια στ' αυτιά
τις σταγόνες της αυγής πάνω στα μάγουλα
για τ' όνομά σου που γλυκαίνει τον ήχο,
χαμογελώ
γιατί δεν τελείωσα ακόμα το τραγούδι...
Αν συχνά σου μιλώ
για μια ταπείνωση
κάποιο συμβιβασμό
μια δυσπιστία
κάποιο σημάδι βαθιά αναφαίρετο
για χίλια-δυο πράγματα,
πονώ
γιατί η σιωπή με τη σιωπή της
μ' απαντάει...
Αν συχνά σου μιλώ
για μια οδύνη
το σχήμα μιας μόνιμης μοναξιάς
τη νυχτερινή αγωνία
για τ' αλλαγμένο πρόσωπο
το πρόσωπό σου,
ψάχνω
αγωνίζομαι
κάτω από τόσες προσωπίδες.
Πούναι το χέρι σου;...
ΕΡΩΤΙΚΟ
Ιτιές τα φύλλα τους θροούν και λεν και μουρμουρίζουν,
χύνουν τ' ασήμια τους σωρό, τα κλώνια τους λυγίζουν.
Κι έρχεται και γλυκογελά σαν πούπουλο η σκιά τους
και μας τυλίγει, μας φιλά, μας φέρνει πιο κοντά τους.
Ρυάκι γάργαρους αχούς κυλώντας μουρμουρίζει,
βιολέτες, μοσχολούλουδα δροσίζει και ποτίζει.
Κι απάνω στα μαλλάκια σου διαμάντια στάζει η δρόσο,
δυο, δυο να τα χρυσόδενα, γιορντάνι να στα δώσω.
Ο ήλιος λες και ζήλεψεν και με περίσσια χάρη
χύνει χρυσάφια από ψηλά και τόχει για καμάρι.
Τα μάτια σου στα μάτια μου τον ουρανό αγναντεύουν
και παίζουν και γλυκογελούν και χάδια μού γυρεύουν.
Από καιρόν ο πόθος μας τα σωθικά μας λιώνει
κι η δίψα του τυραννική, τρανεύει δεν τελειώνει.
Και σαν μελίσσι χρυσαφί κεντρίζει όλα τα μέλη
και θέλει στα δυο χείλια μας κορφολογήση μέλι.
Μες στις ιτιές, μες στα νερά, μέσα στο φως του κόσμου,
πάρε μου την ψυχή, Καλέ, και γίνε Συ δικός μου!
..................................................................
Πλήθος τ' αγριολούλουδα σκορπούν ανθούς τριγύρα
νοιώσαν τον πόθο μας βουβά, τον έλουσαν με μύρα!!
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2 Αυγούστου 2012, αρ. φύλλου 653
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ: Στερνό «χαίρε»
Σχετικά κείμενα:
- ΟΔΟΣ: ρ'
- Εκ της θαλάσσης
- Αθανάσιος Χριστόπουλος
- Ιωάννης Εμμανουήλ
- Θωμάς Μανδακάσης
- Αργύριος Παπαδίσκος
- Χάρης Χρήστου
- Μαρία Σέκιου
- Δημήτρης Μάνος
- Βενετία Σιώντα
- Κωνσταντίνος Βαδραχάνης
- Παντελής Ζάττας
- Ανέστης Αγγελής
- Ηλίας Παπαμόσχος
- Νίκος Δόϊκος
- Ιωάννης Μπακάλης
- Αργύρης Νικολάου
- Νώντας Τσίγκας
- Ευτύχιος Μπαλλής
- Αριστείδης Ρούνης
- Χρήστος Δ. Παπαδόπουλος
- Μαρία Δανιήλ
- Θανάσης Μπατσόπουλος
- Νικόλαος Μερτζανίδης
- Κ. Αίολος
- Κ. Σκαπέρδα Γερεουδάκη
- Πόπη Φανούλη Νάτου
Αληθινή αρχόντισσα και στην πένα η Ιφιγένεια Διδασκάλου !
ΑπάντησηΔιαγραφήΘελω να ζητησω συγγνωμη, αλλα τοσα χρονια νομιζα πως η Ιφιγενεια Διδασκαλου εγραψε μονο λαογραφικα, γιατι ειχα διαβασει πολυ παλια το βιβλιο της "Καστορια πατριδα μου", το οποιο το βρηκα πολυ εμπεριστατωμενο. Πρωτη φορα διαβασα ποιηματα της στην εφημεριδα "Οδος" και πραγματικα πιστευω οτι το ποιητικο της εργο δεν προσεχθηκε και δεν διαδοθηκε οσο αξιζει και δεν αναφερομαι φυσικα σε δοξες και τιμες απο τον Δημο, αλλα στο αναγνωστικο κοινο και ιδιαιτερα τους νεους της Καστοριας.
ΑπάντησηΔιαγραφήR.I.P.
ΑπάντησηΔιαγραφή