4.3.18

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Εξέδρες παραλίας


ΟΔΟΣ 7.9.2017 | 900

Κάθε Σαββατοκύριακο εκεί το περνούσαμε. Στην παραλία. Την πιο κοντινή στο σπίτι μας. Δεν ήταν η καλύτερη. Γκρίνιαζε η μαμά. Βόλευε, όμως. Μπορούσε να ακολουθεί και ο μπαμπάς. Όταν τέλειωνε την υπηρεσία του στο αστυνομικό τμήμα. Η παραλία αυτή γέμιζε κόσμο τα Σαββατοκύριακα. Κι εμείς περνούσαμε ωραία. Η αλήθεια είναι, ότι ο αδελφός μου δεν ήθελε να παίζω μαζί του. Παραπονιόταν στη μαμά. Έλεγε πως του χαλούσα τα παιχνίδια με τους φίλους του.
Οι άλλοι δεν είχαν μικρότερη αδελφή για να την προσέχουν. Μου κακοφαινόταν που δεν με άφηνε να πλατσουρίζω κοντά στους άλλους. Να αρπάζω καμιά φορά κι εγώ τη μπάλα. Έβαζα τότε τα κλάματα. Έτρεχα στην ομπρέλα της μαμάς. Προσπαθούσε εκείνη να με παρηγορήσει. Αλλά συνέχιζε να λύνει το σταυρόλεξό της. Να κουβεντιάζει με τις διπλανές μαμάδες. Έμπαινα πάλι στο νερό. Προσπαθούσα να πιάσω τη μπάλα και... φτου κι απ’ την αρχή. Η ομπρέλα μας ήταν στημένη ανάμεσα σε δύο εξέδρες στην παραλία. Στη μία, μόνο ένας βατήρας. Φτιαγμένος για βουτιές. Στην άλλη, αααχ! Σωστός πειρασμός, η άλλη εξέδρα. Από ‘κει ξεκινούσαν φουσκωτά. Γεμάτα χαρούμενα παιδιά. Τα έπαιρνε ο οδηγός με τη βενζινάκατο στα βαθιά. Εκείνα, φώναζαν όλο χαρά. Το νερό σηκωνόταν ψηλά και τους πιτσίλιζε πατόκορφα. Ή, να: σηκωνόταν ένα αερόστατο με μεγάλα παιδιά. Κρεμασμένα με σχοινιά. Τα έκανε βόλτες στον αέρα. Πάνω από τη θάλασσα. Πολύ ήθελα να πάω να τα δω όλα αυτά από κοντά. Η περιοχή απαγορευμένη, όχι μόνο για μένα, τη “μικρή”. Το ίδιο και για το μεγάλο μου αδελφό. Για όλα τα παιδιά της καλοκαιρινής παρέας. Γενικά.Ήταν μετά από έναν καυγά πάλι με τους “μεγάλους” παίκτες. Η μαμά μου έβαλε τις φωνές. Μπροστά σε όλους. Με αποκάλεσε ανυπόφορη κλαψιάρα.
-“Πάρε το κουβαδάκι σου και παίξε με την άμμο. Άσε ήσυχα τα αγόρια”, μου είπε κοφτά.
Έσκυψε πάνω από το σταυρόλεξο. Ούτε ένα παρηγορητικό βλέμμα. Τα αγόρια συνέχισαν τα τσαλαβουτήματα με τη μπάλα. Συγχύστηκα. Με κόπο κατάπια τα δάκρυα, που βούρκωναν τα μάτια μου. Άρχισα να κατευθύνομαι στην εξέδρα με τα θαλασσινά παιχνίδια. Δεν ήταν και πολύ μακριά. Έστρεφα κάθε τόσο το κεφάλι προς την ομπρέλα μας. Συνέχισα το περπάτημα προς τον απαγορευμένο τόπο. Ούτε η μαμά. Ούτε καμιά άλλη γνωστή κυρία. Ούτε τα αγόρια αντιλήφθηκαν πού πήγαινα. Ευτυχώς! Λίγο ακόμη ήθελα για να φτάσω στην εξέδρα. Ένας πολύ ευγενικός κύριος με ρώτησε που πήγαινα έτσι μοναχή μου. Μ’ έπιασαν τα κλάματα. Του αφηγήθηκα με λυγμούς την προσβλητική στάση της μαμάς. Εκείνος μου έσφιξε το χέρι.
-“Να σε κεράσω ένα παγωτό;”
Δέχτηκα με μεγάλη χαρά. Το παγωτό ήταν η αδυναμία μου. Να τιμωρήσω την άκαρδη μαμά. Όλο με κατσάδιαζε.



* * *


Γύρισα το κεφάλι να δω που είχε πάει πάλι η μικρή. Αυτό το πλάσμα, ποτέ δεν καθόταν να παίξει με τα συνομήλικά της. Κυνηγούσε συνεχώς τον αδελφό της και δεν σταματούσαν οι καυγάδες. Διαμαρτυρόμουν στον άντρα μου ότι την είχε χαϊδεμένη και μας είχε πάρει όλους τον αέρα.
-“Εσύ είσαι όλη την ώρα με τα παιδιά, εγώ τα κακομαθαίνω;”
Η ίδια πάντα απάντηση.
Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα πρώτα στο νερό, εκεί που παίζανε τα αγόρια. Δεν ήταν μαζί τους και δεν την είχαν δει. Έψαξα σε όλες τις διπλανές ομπρέλες. Τίποτα. Ανήσυχη, προχώρησα πιο πέρα. Ρωτούσα τώρα όλους στην παραλία μήπως είχαν δει ένα μικρό, τετράχρονο κοριτσάκι με μακριά μαύρα μαλλιά και ένα άσπρο φανελάκι με κόκκινο βρακάκι-μαγιό. Κανείς δεν είχε προσέξει τίποτα. Ούτε στις δύο εξέδρες είχε φανεί η κόρη μου. Τρελή από ταραχή, ζήτησα πρώτα βοήθεια από τον ναυαγοσώστη της παραλίας. Κανένα ίχνος μέσα στο νερό. Πήρα τότε σε έξαλλη κατάσταση τηλέφωνο τον άντρα μου και του εξιστόρησα το συμβάν. Κατέφθασε μέσα σε ένα τέταρτο, -χρόνος μου φάνηκε- με ένα πλήρως επανδρωμένο περιπολικό, ενώ εν τω μεταξύ είχε αναστατωθεί ολόκληρη η παραλία. Η κορούλα μου βρέθηκε αργά τη νύχτα στο εσωτερικό ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού στην άλλη άκρη της ακτής. Σε άθλια κατάσταση. Είχε χάσει τη φωνή της. Το φανελάκι της ξεσχισμένο, το κόκκινο μαγιό... Δεν θέλω να σκέφτομαι τι έγινε. Ψάχνουν τώρα για το διεστραμμένο βιαστή. Ειδική παιδοψυχολόγος προσπαθεί να βοηθήσει το κοριτσάκι μου να ξαναβρεί τον εαυτό της, να μπορέσει τουλάχιστον να επανακτήσει τη φωνούλα της, να απαλλαγεί από την επιλεκτική αλαλία. Εγώ, είμαι χαμένη για πάντα. Ο άντρας μου δεν γύρισε να με δει από τότε. Ούτε ένα βλέμμα, έναν παρηγορητικό λόγο. Ορκίστηκε να βρει το βιαστή της “χαϊδεμένης του”, λέει, κι έπειτα βλέπουμε τι θα γίνει...


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 7 Σεπτεμβρίου 2017, αρ. φύλλου 900



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ