6.7.25

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΤΡΩΝΟΥ-ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Βάι, Βάι, ντου-του-λε


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 5.9.2024 | 1238

Γιατί μου ήρθε αυτό το παιδικό τραγουδάκι στο μυαλό μου την ώρα ακριβώς που έβλεπα – και άκουγα την καταιγίδα να πλησιάζει; Να νιώθω τον αέρα να παρασύρει τα μολυβένια σύννεφα ακριβώς πάνω από τα ταραγμένα νερά της λίμνης; Να αισθάνομαι τις πρώτες σταγόνες να πλησιάζουν απειλητικά προς το σημείο όπου καθόμουν και προσπαθούσα να συγκεντρώσω τη σκέψη μου; Ποια σκέψη; Και γιατί; Το Βάι, Βάι ξανάρχεται συνεχώς, όχι μονάχα στο μυαλό∙ κατεβαίνει μέχρι τα χείλη και συλλαμβάνω τον εαυτό μου να το σιγοτραγουδά. –Βάι, Βάι, Ντου-του-λέ. Περπερούνκα...

Καθώς τώρα πια η καταιγίδα σφυροκοπάει τα πάντα στον δρόμο της, κάνει τα νερά να αφρίζουν, τα δέντρα να λυγίζουν υποταγμένα στο πέρασμά της, τους λόφους να φωτίζονται από τα ζιγκ-ζαγκ των κεραυνών και να βρυχάται ο ουράνιος θόλος από απανωτές βροντές,– ...περπατεί, τον Θεό παρακαλεί, Για να βρέξει μια βροχή. Μια βροχή πολύ καλή. Μισή; Μια ώρα; Ούτε. Η μπόρα με όλη της την ορμή, κατάβρεξε τα πάντα, γέμισε τον δρόμο τσακισμένα κλωνιά και φύλλα και συνέχισε την καταιγιστική της πορεία προς τα νοτιότερα… Για να γίνει το ψωμί, Το ψωμί και το σιτάρι – Και η βρίζα και το κριθάρι – Και τ’ αραποσίτερο!

Εκεί σταματά και το τραγούδι. Μόνο που ποτέ δεν θυμάμαι να το τραγουδούσαμε με άστατο καιρό, πολύ περισσότερο, σε ώρα καταιγίδας.
Τότε γιατί; Γιατί ήρθε τώρα στη θύμησή μου; Μήπως ακριβώς γι’ αυτό; Για να με κάνει να ανατρέξω στις μέρες τις παλιές; Τότε που γίνονταν λιτανείες σε πόλεις και χωριά και παρακαλούσαν να βρέξει μια βροχή καλή-καλή για να γίνουν τα σπαρτά; 

Σε μια τέτοια λιτανεία έτυχε να παραβρεθώ, μικρό τότε κοριτσάκι. Σε κάποιο κοντινό χωριό. Ο παππάς μπροστά με την αγιαστούρα, οι γυναίκες σταυροκοπούμενες όλη την ώρα και ένα τσούρμο πιτσιρίκια να τραγουδούμε ή μάλλον να ψάλλουμε πάλι και πάλι το Βάι, Βάι Ντου-του-λε, από την είσοδο της εκκλησίας μέχρι τον κοντινότερο αγρό. Στα χέρια κρατούσαμε ξηραμένα στάχυα. Πρώτη στη σειρά μία κοπέλα του χωριού, παρθένα οπωσδήποτε, με στεφάνι από στάχυα και μια αγκαλιά γεννήματα στα χέρια. Η Περπερούνκα. Αυτά κατάβρεξε ο ιερέας, άδειασε το κανατάκι με το νερό επάνω στο κεφάλι της, απεύθυνε μία δέηση στον ουρανό και το τελετουργικό πήρε τέλος. Ο δρόμος της επιστροφής μέχρι την εκκλησία γεμάτος προσδοκίες για μια σύντομη βροχή. Για μας τα παιδιά, πρώτης τάξης ευκαιρία για ξεφάντωμα. Για χορό και τραγούδι.

Απίστευτο; Ναι! Προτού περάσει μία ώρα και από το πουθενά, ακούστηκε στο βάθος κάποιος υπόκωφος θόρυβος. Ούτε ένα συννεφάκι στον ουρανό· ούτε ίχνος αεροπλάνου στο βάθος του ορίζοντα. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, μαύρισαν τα πάντα γύρω μας. Ορμητικοί καταρράκτες σφυροκοπούσαν κάθε τι που έβρισκαν μπροστά τους κατά την κάθετό τους εφόρμηση από το χαμηλό παραπέτο του καταγάλανου, πριν λίγη ώρα, ουρανού. Τρέχαμε όλοι να κρυφτούμε, να γλυτώσουμε από τον κατακλυσμό. Που πράγματι, κατακλυσμός σωστός ήταν. Δεν άφησε τίποτα όρθιο. Πλημμύρισαν δρόμοι, σπίτια, αγροί. Θυμάμαι πως αποκλείστηκα στο χωριό αυτό για δύο μέρες. Ανησυχία των γονιών στο σπίτι, περισσή φροντίδα για τους χωρικούς που με φιλοξενούσαν. Μαύρη απελπισία για τους αγρότες και τη σοδειά τους. Το νερό σάπισε και τα ελάχιστα σπαρτά που δεν είχε καταστρέψει η ανομβρία...

Το κρίμα όλο έπεσε στις πλάτες της Περπερούνκας. Παρθένα; Αναρωτιούνταν πονηρά οι συγχωριανοί της… Βάι, Βάι Ντου-του-λε... 


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 5 Σεπτεμβρίου 2024, αρ. φύλλου 1238.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ