12.2.17

ΠΑΝΟΥ Θ. ΠΟΥΓΓΟΥΡΑ: Ένας διάλογος... ουσιαστικά μονόλογος



Η πλατεία στο Σιδηρόκαστρο, όπως είναι διαμορφωμένη σήμερα, προήλθε μετά την ισοπεδωτική κατεδάφιση όλων των κτηρίων που βρίσκονταν εκεί, πολλά από την τουρκοκρατία. Η παρέμβαση αυτή έγινε από τις Βουλγαρικές αρχές κατοχής αλλά κατόπιν τίποτα δεν ανοικοδομήθηκε όπως ήταν πριν. Τα χαλάσματα-ερείπια με τον καιρό ισοπεδώθηκαν. Τα θεμέλια τα καταβρόχθισε ο χρόνος, όλα τα ίχνη χάθηκαν, πουθενά δεν φαίνονται όρια ιδιοκτησιών. Όλα εξαλείφθηκαν εκτός από μια γέρικη μουριά, που ξέμεινε λίγο παράμερα αφού σε τίποτα δεν εμπόδιζε, σε τίποτα δεν εξυπηρετούσε. Τα χρόνια βρήκαν τον κορμό της διαθέσιμο και εισέδυσαν τα γηρατειά στον κορμό της και στα κλαδιά της που έχασαν κάθε παλαιά προθυμία για βλάστηση την Άνοιξη. Έτσι απόμεινε ένα γέρικο δέντρο που ίσως κοίμιζε μερικές κάργιες τα βράδια. Το άφησαν να περάσει ήρεμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Και θα ήταν ολότελα ξεχασμένο αν δεν το θυμούνταν ξαφνικά στην διάρκεια του εμφυλίου πολέμου…

Ήταν καλοκαίρι του 1948, απόγευμα μιας ζεστής μέρας, κι οι εργαζόμενοι στα καταστήματα βολεύονταν έξω από τα μαγαζιά στην πλευρά του δρόμου όπου είχε σκιά. Τότε φάνηκε ένα στρατιωτικό όχημα τριών τετάρτων, με ανοιχτή την καρότσα. Ένας όρθιος στρατιώτης δίπλα στον οδηγό ειδοποιούσε με χαμηλή μάλλον φωνή: «Κοπιάστε να δείτε τον αρχισυμμορίτη Παπαδόπουλο…». Πλησιάσαμε στην ανοιχτή καρότσα ενώ το αυτοκίνητο πήγαινε επί τούτου σιγά, ώστε να προλάβουμε να ιδούμε. Το πτώμα ενός νεόκοπου άνδρα γύρω στα τριανταπέντε. Προσέξαμε το παντελόνι του. Καμωμένο από χακί στρατιωτική κουβέρτα φρεσκοραμμένο και φρεσκοφορεμένο.
- Είναι αυτός άραγε; ποιός τον γνωρίζει;
- Ίσως να είναι κανένας από κάποιο γειτονικό χωριό στο Σιδηρόκαστρο, αλλά δεν τον θυμάμαι και πολύ καλά.
- Είναι ...είναι! Τον γνώρισα από το μουστάκι του, τον ξέρω αυτός είναι!

Ήταν πράγματι κάποιος από ένα κοντινό χωριό, είχε φύγει από καιρό στο βουνό. Το παντελόνι που φορούσε έδειχνε πως πολύ συχνά κατέβαινε μέχρι το σπίτι του. Του αποδίδονταν πολλές συμμετοχές σε συγκρούσεις στην περιοχή. Τ’ όνομά του προκαλούσε φόβο, για κείνους που τοποθετούσαν τον εαυτό τους στην εθνική ομάδα. Οι άλλοι, συγγενείς και φίλοι του, δεν είχαν φανερή ή φωναχτή γνώμη.
Ακολουθήσαμε το αυτοκίνητο μέχρι την πλατεία. Εκεί παραδίδονταν τα πτώματα των σκοτωμένων σε κοινή θέα. Η βιωματική σχέση των συχνών εκθέσεων, δεν άφηνε και περιθώρια για μεγάλη οξύτητα οργής στις αντιδράσεις των κατοίκων.
Άνοιξαν την πόρτα της καρότσας. Ένας υπηρεσιακός, νομίζω φαντάρος, πλησίασε, σκέφτηκε και έχωσε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του πτώματος, την αναποδογύρισε και έσυρε το πτώμα από την φόδρα έξω από την καρότσα, στο έδαφος. Η πτώση του άψυχου σώματος στο έδαφος, επιβεβαίωσε με τον γδούπο του τον θάνατο.

Ο αντάρτης, επειδή επρόκειτο για Καπετάνιο, κρίθηκε απαραίτητο να κρεμαστεί εκεί στην ξερομουριά. Κάτι ήρθε στην σκέψη μου από την «αποκαθήλωση του Ρούμπενς» κατά την διεργασία του κρεμάσματος. Αναρτήθηκε και μια πινακίδα από χαρτόνι με το όνομα και την ιδιότητα του σκοτωμένου, για να μην ρωτούνε άσκοπα οι επισκέπτες περί της ταυτότητός του.
Όλη η διαδικασία μέχρι αυτό το σημείο είναι γνωστή και τυποποιημένη.
'Εκείνο που ακολούθησε μετά ήταν μάλλον κάπου κρυμμένο μέσα σε κάποια αρχαία τραγωδία.

Ήρθε ένας γεροντάκος, στάθηκε μπροστά, ξεδίπλωσε ένα βρεγμένο πανί και σκούπισε το πρόσωπο του νεκρού. Όλοι απομακρύνθηκαν, όλοι δάκρυσαν. Καμιά ανάλυση, καμιά εξήγηση. Έγινε απόπειρα από τον γέρο να σφίξει στην πατρική αγκαλιά το νεανικό κορμί, μήπως και πάρει κάποια λιγοστή θέρμη ζωής από τα γεροντικά μπράτσα. Μόλις έγινε φανερό το δράμα, κάθε ψίθυρος σώπασε. Όλων τα μάτια ήταν στραμμένα αλλού, καμιά φωνή δεν ακούστηκε, μήτε του πατέρα, μήτε των θαμώνων. Πολλά μαντήλια σκούπισαν δάκρυα και όπου χρειάστηκε αρκετών πολιτών οι παλάμες έκρυψαν τα μάτια, όσο να κρύβεται και να μη βλέπεται ο πατρικός πόνος. Οι κάτοικοι σκόρπισαν δακρυσμένοι, κανένας τους δεν θυμόταν την παράταξη όπου έταξαν τον εαυτό τους και μοιράστηκαν το μίσος τους για τους άλλους. Χαμήλωσε ο καθένας την φλόγα της λάμπας που κρατούσε αναμμένη στην ψυχή του. Όποιος συναντούσε κάποιον στον δρόμο, περιέγραφε βουρκωμένος το γεγονός με τον πατέρα και τον γιο. Αρκετοί μάλιστα άρχισαν να πηγαίνουν από μακριά, για να μην μολύνουν με κοινοτυπίες το δράμα. Είδαν και ομολόγησαν, ότι ο πατέρας δεν απομακρύνθηκε από το αιωρούμενο πτώμα του παιδιού του. Τί μπορεί να του έλεγε, τί μπορεί να του ψιθύριζε -ή ακόμη και θα ήθελε να του πει- με μια φωνή που δεν βγαίνει.



ΟΔΟΣ 8.9.2016 | 850


Είναι φορές που ο διάλογος ανάμεσα σε ζωντανό και νεκρό δεν ακούγεται γιατί κανέναν άλλον δεν ενδιαφέρει:

-Τί μου έκανες; Γιατί παιδί μου;
-...
-Το ξέρω… έπρεπε να το είχα προβλέψει…
-...
-Η εξυπνάδα και το θάρρος δεν πηγαίνουν αντάμα. Θυμάμαι ότι μου το έλεγες, το έλεγες έτσι δίχως υποκείμενο, ώστε να μην μπορώ να καταλάβω ακόμη, ποιόν αφορά, εσένα παλικάρι μου ή εμένα τον γέρο. Αλλιώς μετράει η δύναμη το όφελος της. Πότε κρύβεις εξυπνάδα, πότε θάρρος. Σου έλεγα ότι έτσι είναι τα πράγματα στην ζωή. Ποτέ δεν δείχνουμε προς τα έξω ότι μας πλεονάζει στην καρδιά ή το πνεύμα, χωρίς να υπάρχει λόγος. Θυμάσαι που σου έλεγα, ότι όταν τα πλούτη της ψυχής βγαίνουν δίχως λόγο στην βιτρίνα, και οι φίλοι είναι ανάμεσα σε κείνους που ζηλεύουν;
-...
-Συμφωνείς, τώρα το βλέπω, μα αν στις φλέβες σου κυλούσε ακόμη το αίμα σου όπως πριν, δεν θα κουνούσες συγκαταβατικά το κεφάλι σου. Η αποδοχή σου τώρα είναι από μεταμέλεια ή αδυναμία, όμως είναι αργά παλικάρι μου. Σ’χώρα τις νουθεσίες που γίνονται από έναν γέρο.

Σώπασε και θυμήθηκε ότι τα μαλλιά του νεκρού γιου ήταν ανακατωμένα και ματωμένα. Έβγαλε μια χτένα και με δάκρυα στα μάτια, όσα δεν κρυβόταν ακόμη, δοκίμασε να χτενίσει τον νεκρό.
Ο Κωστής Παλαμάς πριν από χρόνια, είπε στον νεκρό του γυιό:

«Άφτιαστο και αστόλιστο του Χάρου δεν σε δίνω.
 Μόν’ στάσου με τα’ ανθόνερο την όψη σου να πλύνω».

Χτένισε τα κατάμαυρα μαλλιά, ξεχωρίζοντας μερικούς κόμπους αίμα στην χτένα. Πρόσεξε το δεξί χέρι, του έλειπε ένα μεγάλο μέρος της παλάμης, θυμήθηκε λόγια που ακουγόταν στον κόσμο, στην περιφέρεια, ότι ήταν ο γιος του αυτός που με την ομάδα του φύτευε νάρκες στις δημοσιές και τα χωράφια της περιοχής. Κάθε τόσο καθώς πήγαινε το λεωφορείο από το Σιδηρόκαστρο για Σέρρες, φυτρώνανε κι ανθοβολούσανε σάρκες και αίμα οι δρόμοι. Οι ναρκοσυλλέκτες τις στοιβάζανε στην άκρη του δρόμου, σα να ’τανε κρεμμύδια ή λάχανα. Το θυμήθηκε ο πατέρας, όταν είδε το πολτοποιημένο χέρι του νεκρού και το συσχέτισε με το «φύτεμα» και το «κούρδισμα» της νάρκης, όπως λέγανε. Δεν είχε καιρό και διάθεση να μοιράσει τυχερό ή εκδίκηση, ούτε ήθελε να ανακατέψει την θεία δίκη εκείνες τις στιγμές.

-Βρε αγόρι μου, αν ήσουν εσύ εκείνος που έβαλε την νάρκη στο κάρο καθώς έφερνε καρπούζια στο χωριό μας, πως ένοιωσες όταν σκοτώθηκε ο Μιχαλάκης της κυρά Σοφίας της γειτόνισσάς μας, δεκαοχτώ χρονών παιδί. Δεν μιλάς... και τί να πεις. Θέλεις, το βλέπω, να σταματήσουμε την κουβέντα μας. Σε λίγο θα σε κατεβάσουν από την μουριά, όπου σε κρέμασαν μ’ αυτήν την πινακίδα στο στήθος «αρχισυμορίτης Παπαδόπουλος», κι η δική μου η σκέψη πάει σε μιαν άλλη σταύρωση. Την έγραψε ένας δικός μας ποιητής ο Κ. Βάρναλης, κάπως έτσι μιλούσε η Παναγία στον Χριστό, "που να σε κρύψω γιόκα μου να μη σε φτάνουν οι κακοί... χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν”.
- ...
-Ίσως να έχεις δίκιο γιε μου όταν λες ότι μπερδεύω την πατρότητα με την αγιοσύνη. Δεν θέλω να είμαι Άγιος πατέρα, είπες. Αγάπα με αλλά μην με λατρεύεις. Δυσκολεύομαι να σε καταλάβω παιδί μου, αν ήταν να έρθει η μεταμέλεια, θα σου ’ρχόταν από πριν, είναι πολύ αργά. Άλλωστε αλλιώς μετρούν τον χρόνο τα θύματα ή οι ήρωες, κι αλλιώς οι θνητοί, όπως μας λες. Εσείς κάνετε χρήση της αιωνιότητας, γιατί ποια αξία έχει ένα κερί, όπως η δική μας μνήμη, όταν κρατά την φλόγα του, όσο και το φυτίλι της ζωής του. Η δική μας η ζωή περιμένει την μετά θάνατον ζωή, κάτι σαν καπνό, όταν τελειώνει η ίσκα στο κέντρο του κεριού της επίγειας μας ζωής, γι' αυτό μετρά την μεταμέλεια και την άφεση αμαρτιών. Είναι κατά την γνώμη λάθος να μεταφέρεις στο σήμερα την κόλαση μαζί με τον παράδεισο, αν το κάνεις, τί θα έχεις να ελπίζεις σε μια ζωή κόλαση. Ή τί έχεις να φοβάσαι σε μια ζωή παραδεισένια;
-...
-Ρωτάς και δεν έχω απάντηση, τί και ποιός έβλαψε τον άλλο στον πόλεμο, όταν αρχίσαμε τον εμφύλιο μετά τον δεύτερο πόλεμο οι δυο αντίπαλοι. Μην οργίζεσαι και θεωρείς αυταπόδεικτη την αιτία. Κανένας από τους δυο αντιπάλους δεν κέρδισε, κανένας δεν βρήκε κέρδος όταν έκλεισε ταμείο στο τέλος. Πώς καταντήσαμε παλληκάρι μου να σε κρατώ νεκρό αγκαλιά κάτω από τούτη την γέρικη μουριά, που κοιμίζει μόνον καλιακούδες; Γνωρίζεις κανέναν εμφύλιο πόλεμο που να έχει ισομοιρασμένες τις ευθύνες του στους δύο εμπόλεμους; Πάντα υπάρχει η μερίδα του τρίτου, ή και του τέταρτου. Οι δύο εμπλεκόμενοι μοιράζονται μόνον τα δάκρυα και το αίμα, χωρίς άλλο μερίδιο. Όταν θα βρεθούμε τότε θα μετρήσουμε ποιοί κέρδισαν. Η νίκη δεν είναι πάντα κέρδος, κάποτε νίκη και ήττα συμπίπτουν.
-...
-Δεν μίλησα για επανάσταση, όπως λες, η επανάσταση παλληκάρι μου …η επανάσταση είναι αυγό που πρώτα επωάζεται η ελευθερία και μετά συχνότατα ο εμφύλιος. Δεν μπορώ να πω ότι όλοι, μα οι περισσότεροι, αν μάντευαν πως θα τελειώσει η επανάσταση που άρχισαν, δεν θα την άρχιζαν ποτέ.
-...
-Τώρα που θα 'ρθουν να σε κατεβάσουν, θα παρακαλέσω στον τάφο σου δίπλα ν’ αφήσουν λίγο μέρος για το κατοπινό συναπάντημα.



Φωτογραφία: Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς (Peter Paul Rubens,  1577-1640) Αποκαθήλωση – Η κάθοδος από τον Σταυρό. Καθεδρικός της Παναγίας (Onze-Lieve-Vrouwekathedraal), της Αμβέρσας Βελγίου.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 8 Σεπτεμβρίου 2016, αρ. φύλλου 850.

Σχετικά:



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ