29.6.08

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Φύλακες άγγελοι

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ


Μαζευτήκαμε σήμερα εδώ, στο φιλόξενο χώρο του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπ/σης Καστοριάς, για να γιορτάσουμε όλοι μαζί το θαύμα της γέννησης ενός καινούριου βιβλίου. Ένα θαύμα που, κάθε φορά που συμβαίνει, προσωπικά νιώθω ότι πρέπει να το γιορτάζει πολύς περισσότερος κόσμος από αυτόν που βρίσκεται μες στην αίθουσα της παρουσίασής του. Γιατί είναι αντικειμενικά ένα πολύ ξεχωριστό γεγονός.

Αυτός ήταν και ο λόγος που δέχτηκα την τιμητική πρόταση της πολύ δραστήριας Προέδρου της Δημοτικής Βιβλιοθήκης μας, της κ.Ειρήνης Μισκία, αν και είχα σοβαρό λόγο να αρνηθώ, αφού ξαναβρέθηκα στο βήμα για τον ίδιο ακριβώς λόγο πριν από 2 μόλις μήνες. Όμως, πώς γινόταν να αρνηθώ την τιμή να παρουσιάσω ένα βιβλίο που μιλά για παιδιά και απευθύνεται κυρίως σε παιδιά;

Το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα είναι το πρώτο βιβλίο της Καστοριανής φιλολόγου κ. Νάνσυ Χατζή, που μας υπόσχεται ρητά και κατηγορηματικά, στο εξώφυλλό του κιόλας, πως θα υπάρξει και συνέχεια, ένα ακόμη βιβλίο, δυο, ποιος ξέρει; Άραγε η ίδια το ‘χει προσδιορίσει μέσα της;

Συναντώ τη συγγραφέα για πρώτη φορά εδώ σήμερα. Έτσι ήθελα να γίνει, δε χρειαζόταν να γίνει αλλιώς. Άλλωστε, είχα το βιβλίο της, αυτό ήθελα να παρουσιάσω, όχι άμεσα την ίδια. Για την ίδια θα ‘θελα να μαντέψω. Ή, καλύτερα, να μιλήσω, εισαγωγικά, για τους συγγραφείς γενικότερα και στο πρόσωπό της να τους τιμήσω όλους ∙ τους πολυαγαπημένους και τους λιγότερο αγαπημένους μας∙ τους διάσημους και τους λιγότερο διάσημους∙ τους μεγάλους και τους μικρότερους∙ τους ελάσσονες, όπως θα μπορούσαν να ειπωθούν αλλιώς, για να μη νιώσει κανείς τους έστω και λιγάκι άβολα. Γιατί, ανεξάρτητα από το ποιος απ’ όλους τους καταφέρνει να παράγει σπουδαία ή λιγότερο σπουδαία έργα, θα πρέπει όλοι μας να τους σεβόμαστε για τον τρόπο που ζουν. Γιατί καταφέρνουν να ζουν μες στον ίδιο με όλους μας κόσμο, αλλά να ζουν τόσο διαφορετικά. «Ο κάθε συγγραφέας»(προσέξτε αυτό το «κάθε» της υπέροχης φράσης που συνηθίζει να λέει η φίλη μου η Όλγα) « υφαίνει το προσωπικό του κουκούλι καθισμένος στο μουρόφυλλο της Ιστορίας του κόσμου».Κι έχουμε σκεφτεί, άραγε, πόση δύναμη χρειάζεται να κρύβει κανείς μέσα του για να μπορεί να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα της εποχής , στο σύγχρονο λάιφ στάιλ, που διακρίνεται για την ταχύτητα, την επιδερμικότητα, την ελάχιστη έως καθόλου εμβάθυνση, την εξίσου ελάχιστη ενδοσκόπηση, και ας πρόκειται για μιαν εποχή που φημίζεται επίσης για τον τεράστιο αριθμό βιβλίων που παράγονται ετησίως, και στη χώρα μας φυσικά;

Μπορούμε να φανταστούμε τι είναι αυτό που κάνει ένα νέο άνθρωπο, όπως η κ. Χατζή, να κλείνει τα αυτιά του στις Σειρήνες της παραλίας της πανέμορφης πόλης μας, Σειρήνες που ομολογουμένως μπορούν να σε κρατούν αιχμάλωτο επί ατέλειωτες ώρες όχι ενδοσκόπησης ούτε χρήσιμων συζητήσεων, αλλά συζητήσεων γύρω από το λάιφ στάιλ(που έτσι κι αλλιώς είναι το άλλοθι του τίποτα, όπως πολύ πετυχημένα έχει ειπωθεί και πάλι από κάποιον συγγραφέα μας) ή γύρω από ανώφελα και βλαβερά κουτσομπολιά, όπως πρέπει να παραδεχτούμε ότι γίνεται συνήθως; Τι είναι αυτό που κάνει αυτούς τους ανθρώπους να κλείνονται μέσα και να παλεύουν με τις λέξεις, με τις φράσεις, με τα νοήματα και να βρίσκουν την ευχαρίστηση σ’ αυτό που κάνουν, τη στιγμή , μάλιστα, που ο περίγυρος δεν είναι πάντοτε γεμάτος αποδοχή γι’ αυτό που είναι και γι’ αυτό που κάνουν; Σας καταθέτω ένα παράδειγμα που έζησα η ίδια, τη στιχομυθία ανάμεσα σ’ ένα αγόρι, το Γιωργή, και την Αθηναία θεία του, που συνήθιζε να περνάει ώρες ολόκληρες με τους φίλους της παίζοντας χαρτιά:
-Σας είπε η κυρία τάδε ότι γράφει βιβλία;
Κι η Αθηναία, απόλυτα ξαφνιασμένη:
-Τι πράμα; Γράφει βιβλία; Θεός φυλάξοι. Κι έκανε το σταυρό της για να τη φυλάξει ο Θεός από κάθε τέτοιο κακό.

Αυτός είναι ο λόγος που σε μιαν εποχή όπου έρχεται κι επανέρχεται το ερώτημα αν οι πνευματικοί άνθρωποι επιτελούν το χρέος της καθοδήγησης των απλών ανθρώπων, παίρνοντας θέση για τα ζητήματα που απασχολούν τον κόσμο, υπήρξε η εξής αξιοσημείωτη απάντηση: «Οι πνευματικοί άνθρωποι τι να κάνουν; Και μόνο το ότι προσπαθούν ακόμα να υπάρχουν ως πνευματικοί άνθρωποι μέσα σ’ αυτό το Μεσαίωνα που ζούμε, αυτό είναι μια μορφή αντίστασης πολύ σοβαρή και καθόλου ανέξοδη ψυχικά και φυσικά».

Ώρα, λοιπόν, να έρθουμε στο βιβλίο μας, με τον τίτλο «Φύλακες Άγγελοι» και υπότιτλο «Αποστολή στο Κολέγιο Αφθονία». Αφθονία δράσης προοιωνίζει ο συγκεκριμένος υπότιτλος-πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι, αφού η άφθονη δράση συμβαδίζει με τα άφθονα μυστικά περάσματα;-, αλλά και τα άφθονα συναισθήματα που είναι κρυμμένα μες στις σελίδες του βιβλίου. Και δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό και να μη σχολιάσω την ευστοχότατη-κατά τη γνώμη μου- επιλογή της λέξης «Αφθονία» που υπάρχει στο όνομα του κολεγίου όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα του βιβλίου, μια που σχετικά πρόσφατα συνάντησα την ακριβή της ετυμολογία: αφθονία είναι η ανυπαρξία του φθόνου ∙ είναι η κατάσταση εκείνη όπου δε φθονείς κάποιον για κάτι που έχει, ενώ εσύ δεν το ‘χεις(μεταξύ μας, όσο πιο νωρίς το καταλάβει κανείς πως πάντοτε θα υπάρχει κάποιος άλλος που έχει κάτι που αυτός δεν έχει, μα και πως αυτό δεν είναι λόγος να τον φθονεί, τόσο το καλύτερο για τον ίδιο). Εδώ, λοιπόν, στον υπότιτλο αναρωτήθηκα αν η συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο «αφθονία»με την έννοια του πλούτου των αγαθών που στην αρχή αναφέραμε(της δράσης, της περιπέτειας, των συναισθημάτων) ή με την έννοια της απουσίας του αρνητικού συναισθήματος του φθόνου, γιατί στο κολέγιο της ιστορίας μας όντως φθόνος δεν υπάρχει και η αφθονία έχει την ίδια μορφή μ’ εκείνη της δικής μου μαθήτριας, της Σοφίας, που κάποια στιγμή μας άφησε όλους μες στην τάξη άφωνους, όταν, μολονότι έβλεπε χαμηλούς τους δικούς της βαθμούς, μας μίλησε για τη μεγάλη χαρά που νιώθει για τις άλλες συμμαθήτριές της που αριστεύουν και, το κυριότερο απ’ όλα ξέρουμε ότι το εννοούσε, γιατί ξέρουμε την καρδιά της Σοφίας.

Αρκετά, όμως, με τον υπότιτλο. Καιρός να περάσουμε στον τίτλο του βιβλίου Φύλακες Άγγελοι, των εκδόσεων Ζήτη, με σχεδίαση του εξωφύλλου με το όμορφο γαλάζιο χρώμα και των εικόνων του από τη Ζωή Φράγκου. Κατ’ αρχήν με τον τίτλο σας, κ. Χατζή, με γυρίσατε πίσω, στα παιδικά μου χρόνια και στην πρώτη συλλογή με την οποία καταπιάστηκα και ήταν εκείνα τα υπέροχα αγγελάκια, για όσους τα θυμούνται. Θυμήθηκα την αντιπαραβολή των δικών μου με τα αγγελάκια των συμμαθητριών μου -ήταν μόδα το να τα μαζεύουμε τότε- και μ’ ένα πικρό χαμόγελο σύγκρινα εκείνη τη μόδα με την πολύ πρόσφατη (πριν από δύο περίπου χρόνια) που κυριαρχούσε στους μικρούς μας μαθητές: τις κάρτες Γιου-Γκι-Ο, καθώς και τις Πάουερ Ρέιντζερς, κάρτες που είναι όλες τους εμπνευσμένες από σειρές της τηλεόρασης τόσο βίαιες και τόσο αντιπαιδαγωγικές, ώστε να έχουν κοπεί σε τηλεοράσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών, για να προστατευτούν τα παιδιά τους. Και κατέληξα για άλλη μια φορά στο συμπέρασμα πως η μόδα κάθε εποχής έχει τη σημειολογία της, πως τίποτα δεν είναι τυχαίο και πως τα παιδιά μας γίνονται ό,τι τα ταΐζουμε(σ’ αυτό το «ταΐζουμε» μπαίνουμε όλοι∙ οικογένεια, σχολείο, κοινωνία, τηλεόραση). Εδώ, λοιπόν, στον τίτλο αναπόφευκτα θα σταθούμε ιδιαίτερα. Όχι επειδή είναι ο τίτλος, αλλά επειδή αυτή η φράση ενέχει ένα ιδιαίτερο βάρος. Το βάρος αυτό ξεκινάει πριν καν ξεκινήσει το κείμενο, ξεκινάει από την αφιέρωσή του: «Στον πατέρα μου, που προσπαθούσε να κάνει τη ζωή μου παραμυθένια». Άρα, θα λέγαμε εμείς, «στον πατέρα μου, που ήταν ένας φύλακας άγγελός μου». Όχι ο μόνος. Γιατί κι ο παππούς Φίλιππος ήταν ένας τέτοιος άγγελος για το συνονόματο εγγονό του και βασικό ήρωα του βιβλίου.

Οι αγαπημένοι μας νεκροί- το ξέρετε κι εσείς, κ. Χατζή- ζουν και βασιλεύουν, όσο δεν τους ξεχνάμε- «Θάνατος είναι η λησμοσύνη», όπως είπε πρόσφατα ο μεγάλος μας Μίκης Θεοδωράκης. Κι εμείς οι ζωντανοί έχουμε απέναντί τους υποχρεώσεις, αφού είμαστε Έλληνες, δηλαδή απόγονοι της Αντιγόνης, που, γι’ αυτά που όφειλε να προσφέρει στο νεκρό αδερφό της και την εμπόδιζε ο Κρέων, κέρδισε έναν τιμημένο θάνατο, και αφού είμαστε χριστιανοί και μάλιστα Ορθόδοξοι, που σημαίνει πως έχουμε μιαν εντελώς ιδιαίτερη σχέση με το θάνατο και τους νεκρούς μας. Απ’ αυτή τη σχέση να θυμίσουμε σήμερα εδώ ότι κρινόμαστε κιόλας, αγαπητοί κάτοικοι αυτής της όμορφης πόλης, όπως κρίθηκαν από τον αγαπημένο μας Άγιο Βασίλειο οι κάτοικοι ενός χωριού απ’ όπου πέρασε γυρεύοντας να μάθει ποιος θα τον γιορτάσει με καθαρή καρδιά.

Έφτασε, λοιπόν, ο Άγιος, όπως γράφει ο μεγάλος μας Φώτης Κόντογλου, σ’ ένα χωριό άπονο και άσπλαχνο προς τους φτωχούς και, καθώς πέρασε από το νεκροταφείο, το είδε ρημαγμένο και αφρόντιστο. Άγιος καθώς ήτανε μάλιστα, άκουσε τους νεκρούς να λένε: «Τον καιρό που ήμαστε στον απάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε κι αφήσαμε πίσω μας παιδιά κι εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί, να μας καίγουνε λίγο λιβάνι∙ μα δεν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρά σαν να μην αφήσαμε πίσω μας κανέναν». Πρέπει να τα θυμίσουμε αυτά εδώ σήμερα που μια κόρη τιμά με το δικό της ξεχωριστό τρόπο τον πατέρα της, αφιερώνοντάς του το πρώτο της βιβλίο με μιαν αφιέρωση εξαιρετική.

Μα η σχέση αυτή δεν περιλαμβάνει μονάχα υποχρεώσεις∙ είναι και επικοινωνία∙ επικοινωνία ζώντων και νεκρών, στην οποία έτσι κι αλλιώς πιστεύουμε εμείς οι Έλληνες, αφού, σύμφωνα με την πίστη μας, συναντιόμαστε νοερά μαζί τους κάθε φορά στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Η κυρία Χατζή, όμως, δεν αρκείται σ΄αυτά. Οι φύλακες άγγελοί της εξακολουθούν να φυλάγουν τους αγαπημένους τους και μετά θάνατον και αυτό είναι ένα εντελώς ξεχωριστό στοιχείο του βιβλίου, ένα στοιχείο που κάνει και το βιβλίο να ξεχωρίζει ανάμεσα στα πολλά άλλα που του μοιάζουν. Αλλά δεν είναι μόνον αυτοί οι δύο οι φύλακες άγγελοι της ιστορίας μας. Είναι πολλοί, μαζί με τους εκκολαπτόμενους φύλακες αγγέλους του βιβλίου, δηλαδή με όλα εκείνα τα παιδιά που το σπουδάζουν το αντικείμενο, για να πετύχουν το σκοπό τους. Όχι πως δεν υπάρχουν παιδιά φύλακες άγγελοι και έξω απ’ το συγκεκριμένο βιβλίο. Υπάρχουν και τους συναντάμε στα ψιλά των εφημερίδων, ενώ θα ‘πρεπε να γίνονται πρωτοσέλιδα, γιατί οι πράξεις τους είναι η ελπίδα του κόσμου μας, αυτές βοηθούν την ανθρωπότητα να σηκωθεί λίγο ψηλότερα από κει που βρίσκεται. Αναφέρουμε για παράδειγμα τον 17χρονο Τζάρεντ Γκρέι που βρήκε αυτή τη βδομάδα μια τσάντα χρηματαποστολής με 108.000 δολάρια και, ενώ δεν τον είδε κανείς, αυτός τα παρέδωσε, ακυρώνοντας την ίδια στιγμή την ευκαιρία να πλουτίσει ανέκοπα και πανεύκολα κι ας μεγαλώνει σε μιαν εποχή που ιδανικό της είναι ο εύκολος και γρήγορος πλουτισμός. Φύλακας άγγελος, όμως, μπορεί άνετα να θεωρηθεί και ο 12χρονος Μαντχάβ Σαρμπμανιάν από την Ινδία που δε βοηθάει ανθρώπους, αλλά τις τίγρεις, που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν, ξέρετε πώς; Γράφοντας και απαγγέλλοντας ποιήματα, τραγουδώντας ή πουλώντας εμπορεύματα στους δρόμους της πόλης του και καταφέρνοντας έτσι, μέσω της οργάνωσης Kids For Tigers που έχει ιδρύσει, να συγκεντρώσει μέσα στο 2007 10.400 ευρώ. Γι’ αυτό του το κατόρθωμα ο 12χρονος Ινδός μπήκε, μαζί με άλλους δυνατούς και επώνυμους, στη λίστα των 50 ηρώων που μπορούν να σώσουν τη Γη.

Οι παραπάνω φύλακες άγγελοι δεν είναι πολλοί ούτε εκπαιδεύτηκαν σε κάποιο σχολείο για να γίνουν αυτό που είναι(ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι το πρώτο και πιο δυνατό σχολείο του καθενός μας είναι η οικογένειά του, αυτή είναι η «μοίρα» του). Μα το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα ομολογώ πως μ’ έκανε να ονειρευτώ παιδιά που στο ερώτημα «Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» απαντούν «Καλός άνθρωπος. Ονειρεύομαι να κάνω το καλό». Και η απάντηση αυτή μου άρεσε πολύ, έτσι απτά που πήρε το σχήμα της μέσα μου. Κι έπειτα σκέφτηκα πως δεν απέχει καθόλου πολύ από την πραγματικότητα, όταν αυτή αφορά ένα σχολείο που δεν επιδίδεται στο τρελό κυνηγητό της γνώσης, ένα κυνηγητό που χαρακτηρίζει την εποχή μας και στερεί από τα παιδιά μας τη δυνατότητα να βιώσουν στο σχολειό τους την ουσία της ζωής και τους στερεί, επίσης, τη δυνατότητα να προετοιμαστούν καλύτερα να αντιμετωπίσουν τη ζωή που κάποιες φορές τους ανοίγει την τραχιά αγκαλιά της, μόλις αυτά περάσουν το κατώφλι της εξόδου του σχολείου τους. Γι’ αυτό και συγκινήθηκα πολύ όταν η Αθηνά και η Ηλέκτρα της Στ’ τάξης του Σχολείου μας συνέλαβαν την ιδέα να ζωγραφίσουν ένα σχολείο στο οποίο να μπαίνουν παιδιά και να βγαίνουν άγγελοι.

Φύλακες Άγγελοι εκπαιδεύονται, λοιπόν, να γίνουν τα παιδιά της ιστορίας μας. «Είστε εδώ για να προσφέρετε αγάπη σε όποιον τη χρειάζεται.» Όχι ότι δεν το κάνουν ήδη. Αφού από τον καιρό της εκπαίδευσής τους κιόλας σώζουν ανθρώπους από τους κακούς, που δεν ήταν κακοί εξαρχής, αλλά έγιναν, μόλις είδαν άφθονο χρήμα. Ακριβώς όπως γίνεται στη ζωή και ας μην κρατάμε τα παιδιά μας σε γυάλα, αφήνοντάς τα να πιστεύουν πως υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι γύρω τους∙ ξεκάθαρα καλοί και ξεκάθαρα κακοί. Εδώ, στην ιστορία του βιβλίου, οι κακοί ήταν στην αρχή κανονικοί άνθρωποι σαν εμάς. Το χρήμα ήταν που τους μετέτρεψε σε κακούς όπως συμβαίνει κάποιες φορές και με μας. «Όπου είναι ο θησαυρός μας εκεί είναι και η καρδιά μας» γράφει κάπου μες στο βιβλίο, αλλά τα παιδιά το ξέρουν πως δεν είναι έτσι. Ίσως, μάλιστα, να ξέρουν πως ισχύει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή, πως «Όπου είναι η καρδιά μας εκεί είναι κι ο θησαυρός μας». Και σίγουρα ξέρουν και κάτι άλλο, επίσης πολύ προχωρημένο∙ το ξέρουν και το λένε: «Είναι απίστευτη η μανία των μεγάλων για τα χρήματα». Και μας βάζουν τα γυαλιά για άλλη μια φορά.

Αυτό το κυνηγητό του πλούτου είναι η αφετηρία της περιπέτειας. Μα οι αντιήρωες του βιβλίου λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο, που στην περίπτωσή μας είναι παιδιά. Πολλά παιδιά από διάφορες χώρες του κόσμου∙ Σάρα,Φίλιππος, Εστεμπάν, Ναντίμ, Μάσα, Μαίρη, Μάρθα… Ως εκπαιδευτικός η συγγραφέας έχει στο νου της την πολυπολιτισμικότητα που χαρακτηρίζει την εποχή μας και την απεικονίζει και μέσα στο βιβλίο, μετατρέποντας την ομάδα των παιδιών σε ένα όμορφο πολύχρωμο μωσαϊκό, όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλον και φτάνουν έτσι με πιο σίγουρα βήματα και πιο άνετα στο στόχο. Γιατί μπορεί σε ένα από τα πρώτα μαθήματα τα παιδιά να διδάχτηκαν την αυτοπεποίθηση, την «πίστη στις δυνάμεις του εαυτού» (πρόκειται στ’ αλήθεια για ένα πολύ σπουδαίο μάθημα), όμως μες στο βιβλίο βλέπουμε να θριαμβεύει η πίστη στην ομάδα, που τα καταφέρνει περίφημα παρά τις ανατροπές που συμβαίνουν και που, παρά το γεγονός ότι οδηγούν τα πράγματα εντελώς εκτός σχεδίου κάποιες φορές, δεν τα εμποδίζουν να έχουν αίσιο τέλος.

Λοιπόν, οι Φύλακες Άγγελοι της κ. Χατζή έχουν απ’ όλα. Έχουν δράση ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα, αφού η υπόθεση εκτυλίσσεται στο χώρο ενός σχολείου και, κυρίως, της Βιβλιοθήκης του. Βλέπει ο αναγνώστης με τα μάτια της φαντασίας του τους μικρούς ήρωες του βιβλίου να ψάχνουν μελετώντας, να μελετούν ψάχνοντας τα βιβλία της σχολικής τους Βιβλιοθήκης, πολλά από τα οποία είναι ιστορικής αξίας, καθώς είναι παμπάλαια, και να ανακαλύπτουν τα στοιχεία εκείνα που τους χρειάζονται για να οδηγηθούν πιο κοντά στη λύση του μυστηρίου που τους παιδεύει, αφού έχουν εξαφανιστεί δυο πρόσωπα, το ένα από τα οποία είναι η δασκάλα τους. Προσωπικά, εκτός από το χώρο δράσης των παιδιών, που είναι το σχολειό τους και η βιβλιοθήκη του, θεωρώ πολύ ευρηματικό στοιχείο του βιβλίου το γεγονός ότι αναφέρεται στη ρωμαϊκή εποχή, κάτι που δεν είναι καθόλου συνηθισμένο, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω, αλλά και την εμπλοκή μιας γλώσσας που δε μιλιέται σήμερα, ενώ μιλιόταν στο μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου, των λατινικών. Να άλλο ένα στοιχείο του βιβλίου που μπορεί να μην μπήκε γι’ αυτόν το λόγο, αλλά το πλουτίζει, παρουσιάζοντας παιδιά που κατέχουν γνώσεις φαινομενικά «άχρηστες», που όμως κάποτε ήταν τελείως απαραίτητες στη ζωή των ανθρώπων κι ίσως και σήμερα, στον καιρό της χρησιμοθηρίας όπου ζούμε, για να αποδείξουν ότι δεν είναι χρήσιμες μονάχα οι γνώσεις που εξαργυρώνονται. Φυσικά, και η εμπλοκή του «παιδιού» της πασίγνωστης Ελληνίδας στην καταγωγή βασίλισσας της Αιγύπτου Κλεοπάτρας, η οποία δεν ήταν όμορφη με την έννοια που εμπεριέχει ο όρος «ομορφιά» σήμερα, αλλά ήταν όμορφη εξαιτίας της ευστροφίας της και της όμορφης φωνής της (η γυναικεία φωνή εξωτερικεύει τον εσωτερικό της κόσμο, η γυναίκα είναι όμορφη όταν αυτός ο κόσμος είναι όμορφος, είναι άσχημη όταν δεν είναι).

Αυτά είναι, κατά τη γνώμη μου και χωρίς να έχω σπουδάσει φιλόλογος, δηλαδή ειδικός στο να κρίνω ένα βιβλίο, τα κυριότερα στοιχεία του βιβλίου, αυτά που το χαρακτηρίζουν. Από κει και ύστερα υπάρχουν κι ένα σωρό επιμέρους στοιχεία που αξίζει επίσης να προσέξουμε:

-Οι χιουμοριστικές πινελιές του∙ για παράδειγμα, το σχόλιο του Ναντίμ, όταν αντιλήφθηκε ότι η συμμαθήτριά του έπαθε κεραυνοβόλο έρωτα:
«Πάει αυτή, κάηκε από τον έρωτα. Ο έρωτας είναι σαν τις ασφάλειες του ρεύματος. Λίγο ρεύμα παραπάνω και πάει…».

-Οι αιχμές κατά του ρατσισμού ∙ όχι μόνο με την παρουσία παιδιών διαφορετικής καταγωγής μες στο βιβλίο, αλλά και με φράσεις του τύπου:
«Γιατί είμαστε όλοι αδέρφια στο Μπλε Σύννεφο. Εδώ, καλή μου Μάσα, δεν υπάρχουν διαχωρισμοί κανενός είδους και όλοι είμαστε ίσοι με έναν κοινό στόχο».

-Η αποδοχή του «διαφορετικού» με τόση τρυφερότητα ∙ του χοντρούλη Κυριάκου, που έχει το νου του διαρκώς στο φαΐ, ακόμα και της κουτσομπόλας του σχολείου, της Μαίρη, που μπορεί μεν οι πληροφορίες που αποκόμισε στήνοντας αυτί, πράγμα που συνήθιζε άλλωστε, να φάνηκαν εξαιρετικά χρήσιμες τελικά και να βοήθησαν κι αυτές στη λύση του μυστηρίου και μπορεί να έπρεπε οπωσδήποτε να τιμωρηθεί για το πάθος της να μαθαίνει όλα όσα συμβαίνουν γύρω της, κοντά της αλλά και μακριά της, όμως η καρδιά των παιδιών δεν το αντέχει, η αγάπη μεσολαβεί και η Μαίρη απαλλάσσεται από τη δίκαιη τιμωρία της.

-Η διαπίστωση της συγγραφέα, που είναι και εκπαιδευτικός:
«Ποιος μπορεί να συγκρατήσει την παιδική φαντασία;», μια φράση που προσωπικά τη θεώρησα ύμνο στη πραγματικά εκπληκτική φαντασία που διαθέτουν τα παιδιά και που εμείς οι μεγάλοι έχουμε τεράστια ευθύνη όταν την καταπιέζουμε, κάθε φορά που εξαφανίζουμε τις ευκαιρίες να εκδηλωθεί και να μεγαλουργήσει.

-Η αποστολή που περιλαμβάνει διαμονή στις καλύβες. Μου θύμισε την περιπέτεια κάποιων άλλων παιδιών, που κατασκηνώνουν κάποιο καλοκαίρι κάπου στα Ψηλά Βουνά και περνούν τόσο ζηλευτά, ώστε κι οι μικροί μας μαθητές, όταν διαβάζουν γι’ αυτό, να ρωτούν και να το εννοούν γιατί να μην μπορούν να το κάνουν και οι ίδιοι έτσι ακριβώς όπως έγινε και στο βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα.

-Η αναφορά στο τέλος του βιβλίου, όπου οι γονείς του Φιλίππου ανακοινώνουν στα παιδιά τους πως πρόκειται να αποκτήσουν άλλο ένα αδερφάκι και να γίνουν από τρία τέσσερα. Ιδιαίτερα τρυφερό το γεγονός ότι η οικογένεια γιορτάζει αυτή την ανακοίνωση με μια χαρούμενη έξοδο. Πόσο διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει σήμερα, όπου πρέπει να διαθέτει κανείς ξεχωριστή τόλμη και ανδρεία για να παραβιάσει τον «κανόνα» της δίτεκνης ή το πολύ τρίτεκνης οικογένειας και να αντιμετωπίσει ακόμα και τη χλεύη μορφωμένων υποτίθεται «φίλων» κι ας πρόκειται για μιαν απόφαση εντελώς συνειδητά ειλημμένης.

Τέλος- όσον αφορά το περιεχόμενο του βιβλίου- και μια παρατήρηση ίσως τελείως αυθαίρετη από μέρους μου ∙ τι δυνατός που μου φάνηκε ο συμβολισμός που διαπερνά το βιβλίο από την αρχή ως το τέλος του: ένα σχολείο γεμάτο μυστικά περάσματα όπου χρειάζεται κανείς ένα μυστικό χάρτη για να πορευτεί και να φτάσει το στόχο του!

Κάτι τέτοιο δεν είναι κάθε σχολείο που σέβεται τον εαυτό του και πιστεύει στην αποστολή του; Μόνο που εδώ ο περιζήτητος θησαυρός δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η πολύτιμη γνώση και οι πολύτιμες αξίες και ο ρόλος του δασκάλου περιορίζεται στο να εφοδιάσει διακριτικά τους μαθητές του με το μυστικό χάρτη, που επίσης δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ο τρόπος να μαθαίνουν μόνοι τους. Συγχωρέστε με, κ. Χατζή, για την αυθαιρεσία μου μετά την ανάγνωση του βιβλίου σας να σκεφτώ τους μαθητές μου, όλα τα Καστοριανόπουλα και όχι μόνον αυτά, σαν μικρούς Ιντιάνα Τζόουν ∙ μικρούς κυνηγούς θησαυρών που δεν είναι φτιαγμένοι από λεφτά, αλλ’ από λογής λογής γνώσεις. Κι όταν το κυνήγι κάνει μια παύση(γιατί το κυνήγι της γνώσης δε σταματά οριστικά ποτέ), εκεί στο τέλος κάθε σχολικής διαδρομής, τα παιδιά που νίκησαν σ’ αυτή την περιπέτεια κι έχουν μέσα τους άφθονη μεγαλοσύνη ξέρουν πως η χαρά δεν είναι το να κρατάς για τον εαυτό σου τα όσα αποκόμισες, αλλά να τα μοιράζεσαι με τους άλλους, μ’ αυτούς που τα ‘χουν ανάγκη («άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη απ’ τη χαρά που δίνεις», αλλά και «Η πραγματική αφθονία στη ζωή μας περιέχει τη χαρά», άρα όπου δεν υπάρχει χαρά εκεί κι η αφθονία είναι σαν να μην υπάρχει.) *

Εδώ ακριβώς τελειώνει η παρουσίαση του βιβλίου Φύλακες Άγγελοι της συμπολίτισσάς μας κ. Χατζή. Κι αρχίζει η επόμενη φάση της περιπέτειάς του, που έχει περισσότερη σχέση με όλους τους άλλους και λιγότερη με την ίδια τη συγγραφέα. Γιατί εμείς εδώ, η Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης, αυτός ο κατεξοχήν σχετικός με το βιβλίο φορέας και η ταπεινότητά μου που ανταποκρίθηκε στη δική της πρόταση, το χρέος μας το κάναμε και μάλιστα με όλη την καρδιά μας. Στο παιχνίδι μπαίνετε τώρα εσείς. Κι εγώ, καθώς είμαι δασκάλα και παλεύω όλα αυτά τα χρόνια να οδηγήσω διακριτικά, αλλά στέρεα τα παιδιά μας στον Κήπο της Χαράς της Ανακάλυψης, καθώς και στον Κήπο της Παντοτινής Αγάπης, ονειρεύομαι ξανά και μ’ αυτή την καινούρια αφορμή εικόνες σαν…

Σαν αυτήν που απόλαυσα τελευταία, διαβάζοντάς την στο βιβλίο του Τζωρτζ Στάινερ «Η σιωπή των βιβλίων»:

«Ένα αγόρι καθισμένο στο βάθος του κήπου, με ένα βιβλίο στα γόνατα. Το φωνάζει η οικογένεια που είναι μαζεμένη γύρω από το τραπέζι και μιλούν για τον καιρό και το μικρό αγόρι που βρίσκεται στο βάθος του κήπου προσποιείται πως ακούει. Αλλά έχει την ηρεμία του, τις δικές του έγνοιες, την αόρατη πορεία του Μιχαήλ Στρογκόφ μέσα από τη στέπα, κι όλα αυτά ανάμεσα στη φασαρία από τις καράφες, τις πετσέτες, τις φωνές, τα γέλια.[…]». Και σαν την άλλη της ασπρόμαυρης φωτογραφίας του Ιωάννη Λάμπρου την οποία υπεραγαπώ, όπου δυο πανέμορφα κοριτσάκια με σχεδόν ακουμπισμένα τα κεφαλάκια τους, το ένα κεφαλάκι ανοιχτόχρωμο και κατσαρομάλλικο, το άλλο σκουρόχρωμο με μακριά μαλλιά πιασμένα κοτσίδα, ακουμπούν στα γόνατά τους ένα μεγάλο βιβλίο, καθισμένα σ’ ένα πέτρινο σκαλί όπου πατούν με τα ξυπόλητα ποδαράκια τους. Κι έτσι καθώς τα έχει κυριολεκτικά απορροφήσει το κοίταγμα του βιβλίου, τα λούζει άφθονο φως∙ ένα παράξενο φως που ξεκινάει, θαρρείς, απ’ τα σκυμμένα κοριτσίστικα κεφαλάκια και χύνεται τριγύρω στα δέντρα που τα τυλίγουν από παντού σαν να θέλουν να τα απομονώσουν από τον υπόλοιπο κόσμο και να τα κλείσουν στον όμορφο κόσμο του βιβλίου τους…

Τέτοιες εικόνες εύχομαι να περιμένουν το βιβλίο σας μόλις στρίψει τη γωνία του δρόμου που ξεκίνησε σήμερα και επίσης εύχομαι να είναι πολλές.
Και ακόμη ωραιότερες…
.
*Είχα σχεδόν τελειώσει το κείμενο της παρουσίασης, όταν ανακοινώθηκαν τα πραγματικά αποκαρδιωτικά αποτελέσματα της έρευνας του Πανεπιστημίου Αιγαίου που πιστοποιεί το θρίαμβο του ατομικισμού στη νεολαία μας. Αυτό, σύμφωνα με τους αναλυτές, φανερώνει «την παταγώδη αποτυχία του εκπαιδευτικού μας συστήματος να διαπλάσει καλούς καγαθούς πολίτες»∙ σε μια τέτοια συγκυρία είναι εντελώς απαραίτητο ένα ιδανικό όπως αυτό του τίτλου, δηλαδή της διάπλασης ανθρώπων σαν αυτούς που ονειρευόταν ο Μακρυγιάννης, ανθρώπων που νοιάζονται πιότερο για το εμείς, λιγότερο για το εγώ. Κι ας μην ξεχνάμε ότι όλοι, αλλά προπαντός οι νέοι μας, έχουμε ανάγκη ιδανικών, έχουμε ανάγκη των μεγάλων αξιών της ζωής, αξιών σαν αυτές που αναφέραμε σήμερα με αφορμή το νεογέννητό μας βιβλίο.

[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 29.5.2008, 5.6.2008 και 19.6.2008]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ