31.5.07

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΛΥΚΟΓΙΑΝΝΗ: Η αγορά χρυσού των Αθηνών, η Συμφωνία του Λονδίνου και η σύσταση δια νόμου Νομισματικής Επιτροπής τον Μάρτιο του 1946

Πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι χρυσές λίρες αποτελούσαν το κύριο μέσο αποθησαυρισμού στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η αξία της δραχμής εξανεμίστηκε τελείως συνεπεία του κατοχικού υπερπληθωρισμού και μεγάλο μέρος των συναλλαγών γινόταν με το σύστημα του αντιπραγματισμού. Η χρυσή λίρα απέβη ο κυριότερος ρυθμιστής της αξίας του εθνικού νομίσματος, ένα ρόλο που διατήρησε αρκετό καιρό μετά την αποώρηση των κατακτητών, και αντικατέστησε σχεδόν εξ ολοκλήρου τη δραχμή ως μέσο αποταμίευσης, καθώς η εμπορευσιμότης της και η προστασία που παρείχε έναντι του πληθωρισμού σε μια περίοδο έντονης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής επέτρεπε να έχει ενιαία και κοινώς αποδεκτή αξία στην αγορά. Ουσιαστικά, υπήρχαν δύο παράλληλα μέσα νομισματικής κυκλοφορίας: η χρυσή λίρα που αποτελούσε κυρίως μέσο διαφύλαξης πλούτου και αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων, και η δραχμή που ήταν το επίσημα αποδεκτό μέσο συναλλαγών και χρησίμευε ως μονάδα υπολογισμού των πληρωμών, των μισθών και των καταναλωτικών δαπανών. Και τα δύο νομίσματα αποτελούσαν μέτρο αξιών, αν και η χρυσή λίρα διαδραμάτιζε πιο σημαντικό ρόλο καθώς οι τιμές χονδρικής ενός μεγάλου αριθμού αγαθών αποτυπώνονταν σε χρυσές λίρες, και που ακολούθως μετατρέπονταν σε δραχμές σύμφωνα με την εκάστοτε ισοτιμία δραχμής/χρυσής λίρας.

Υπό την πίεση των έντονων πληθωριστικών πιέσεων των πρώτων μεταπολεμικών ετών, στα τέλη του 1947, η δραχμή είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της αρχικής της αξίας τον Νοέμβριο του 1944. Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς, πριν από την έναρξη του Πολέμου υπήρχαν 23 εκατ. χρυσές λίρες στα χέρια ιδιωτών αποθησαυριστών, ενώ μετά το τέλος της Κατοχής είχαν ξεπεράσει τα 45 εκατ. Υπολογίζεται ότι στα τέλη του 1947 οι έλληνες κατείχαν περί τα 8 εκατ. χρυσές λίρες, εκ των οποίων περίπου ένα εκατ. είχαν εισαγάγει οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής και άλλα δύο εκατ. οι Βρετανοί σύμμαχοι. Αν και η επίσημη ισοτιμία της ουγκιάς στα τέλη του 1947 ήταν 35 δολάρια και της χρυσής λίρας 8,24 δολάρια, οι χρυσές λίρες ανταλλάσσονταν στη μαύρη αγορά στη σχεδόν διπλάσια τιμή, δηλ. περίπου 16 δολάρια. Το Δεκέμβριο του 1947, η δραχμική αξία των χρυσών λιρών στα χέρια ιδιωτών αποθησαυριστών ήταν 1,6 τρισ., ποσό που αντιστοιχούσε σε περισσότερο από το 45% του συνόλου των δραχμών σε κυκλοφορία και των ιδιωτικών καταθέσεων όψεως(1).

Μεταπολεμικά, το πιο δισεπίλυτο πρόβλημα παρέμενε το δημοσιονομικό, η εξισορρόπηση δηλαδή του προϋπολογισμού, και το μόνιμα ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών, ενώ η αποκατάσταση του φορολογικού συστήματος ήταν το μείζον θέμα για όσους προσέβλεπαν στη συστηματική αναδιανομή του πλούτου, καθώς περίπου 15% του αστικού πληθυσμού έλεγχε το 77% του συνολικού εισοδήματος(2). Για τους Βρετανούς συμμάχους, η νομισματική σταθεροποίηση θα έπρεπε να συνοδεύεται από άμεσα μέτρα αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας, έτσι ώστε να μην καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στην έκδοση νέου χρήματος. Αυτό απαιτούσε περικοπή των δημοσίων δαπανών αλλά και αύξηση των εσόδων του κράτους. Σε κάθε περίπτωση, η εξισορρόπηση των δημόσιων οικονομικών θα ήταν αδύνατη χωρίς την εξεύρεση νέων φορολογικών πηγών. Οι Βρετανοί έτρεφαν ακόμη την ελπίδα ότι οι Έλληνες θα συγκρατούσαν τους μισθούς και τις τιμές. Η άμεση αύξηση της ξένης βοήθειας και των εισαγωγών, και η σύναψη ξένου δανείου, όπως μονότονα ζητούσε η ελληνική πλευρά δοθείσης κάθε ευκαιρίας, δεν συνιστούσαν από μόνα τους την ενδεδειγμένη λύση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στο εθνικό νόμισμα, όσο οι εσωτερικές ανισορροπίες της οικονομίας δεν αντιμετωπίζονταν με την άσκηση ουσιαστικής οικονομικής πολιτικής. Με λίγα λόγια, η σταθεροποίηση του νομίσματος και η ομαλοποίηση της παραγωγικής δραστηριότητας απαιτούσε ριζικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα μετέβαλλαν τις επικρατούσες σχέσεις ανάμεσα στην ιδιωτική οικονομία και το κράτος, ώστε να καταπολεμηθεί το κερδοσκοπικό παιχνίδι, όσων κατείχαν χρυσό και εμπορεύματα, σε βάρος της δραχμής και της ομαλής λειτουργίας της αγοράς.

Ήδη από τον Μάρτιο του 1944, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Κυριάκος Βαρβαρέσος επεσήμανε την ανάγκη διευρυμένης κρατικής παρέμβασης στην οικονομική ζωή της χώρας, ώστε να αντιμετωπιστούν ο καλπάζων πληθωρισμός και τα συνακόλουθα ζητήματα που θα προέκυπταν την ημέρα της απελευθέρωσης, όπως η επείγουσα κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών του πληθυσμού, και ο τρόπος που θα υπολογιζόταν η συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής προκειμένου να τιμολογηθεί σωστά η ξένη βοήθεια. Οι απόψεις του Βαρβαρέσου δεν έγιναν ευρύτερα αποδεκτές και η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γ. Παπανδρέου τον Οκτώβριο του 1944 άφησε τον πλήρη έλεγχο της οικονομίας στις δυνάμεις της αγοράς. Ένα μήνα αργότερα ο συνδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Ξενοφών Ζολώτας, κατήρτισε ένα γενικό σχέδιο νομισματικής σταθεροποίησης σύμφωνα με το οποίο η νέα δραχμή θα ήταν ελεύθερα μετατρέψιμη σε βρετανικές στρατιωτικές λίρες ΒΜΑ (British Military Authority). Μία νέα δραχμή αντιστοιχούσε σε 50 δισεκατομμύρια κατοχικές δραχμές και η συναλλαγματική της ισοτιμία ορίσθηκε σε 600 δρχ. ανά λίρα Αγγλίας και 150 δρχ. ανά δολάριο ΗΠΑ. Πολύ σύντομα οι φιλελεύθερες ιδέες του Ζολώτα αποδείχθηκαν άνευ ουσίας. Η μετατρεψιμότητα της δραχμής σε ΒΜΑ λίρες είχε μικρό αντίκτυπο στην εξομάλυνση της νομισματικής κατάστασης, ενώ κάθε προοπτική ομαλοποίησης της παραγωγικής δραστηριότητας ματαιώθηκε με το ξέσπασμα της εμφύλιας διαμάχης το Δεκέμβριο του 1944, και την συνεχιζόμενη πληθωριστική χρηματοδότηση του προϋπολογισμού. Στο μεταξύ, ήδη από τα μέσα Νοεμβρίου, σε μια προσπάθεια να σταματήσει ο φαύλος κύκλος των αυξανόμενων τιμών της χρυσής λίρας έναντι της νέας δραχμής, η ελληνική κυβέρνηση παρενέβη στην αγορά χρυσού και η Τράπεζα της Ελλάδος πούλησε μέσω των εμπορικών τραπεζών στην ελεύθερη αγορά 44.000 περίπου χρυσές λίρες(3).

Τους πρώτους μήνες του 1945 η αγοραστική δύναμη της νέας δραχμής υποχώρησε σημαντικά. Τα δημόσια οικονομικά επιδεινώθηκαν ραγδαία, οι μισθοί κατέρρευσαν και η ζήτηση για χρυσές λίρες σημείωσε έντονη άνοδο με αποτέλεσμα να αυξηθεί η τιμή της. Η εξέλιξη αυτή ενισχύθηκε περαιτέρω με την αποτυχία του "Πειράματος" Βαρβαρέσου το καλοκαίρι του 1945. Ο Κυριάκος Βαρβαρέσος επανήλθε στην διοίκηση της Τραπέζης της Ελλάδος στα τέλη Ιανουαρίου, και μετά από έντονες πιέσεις των βρετανικών αρχών, τον Ιούνιο έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός εφοδιασμού, διατηρώντας ταυτόχρονα τη θέση του στην κεντρική τράπεζα. Το τολμηρό "Πείραμα" που προσπάθησε να εφαρμόσει, έχαιρε της βρετανικής αποδοχής, καθώς περιείχε όλα εκείνα τα μέτρα που έπρεπε να είχαν από καιρό λάβει οι Έλληνες: απαγόρευση των συναλλαγών σε χρυσό και διοικητική ρύθμιση των τιμών με αστυνομικά μέτρα, σε συνδυασμό με την επιβολή κρατικού ελέγχου στη παραγωγική διαδικασία, διανομές και δελτίο σε περιορισμένο αριθμό ειδών, και έκτακτη φορολογική εισφορά σε κάθε είδους επιχειρηματική δραστηριότητα (βιομηχανική, εμπορική, υπηρεσιών). Παράλληλα, ορίσθηκαν νέες σχέσεις ισοτιμίας της δραχμής με το δολάριο (από 150 σε 500 δρχ.) και την στερλίνα (από 600 δρχ. σε 2.000 δρχ.). Με την παραίτηση Βαρβαρέσου από την κυβέρνηση Βούλγαρη στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1945, τα τολμηρά μέτρα που είχε υιοθετήσει μπήκαν σιγάσιγά στο περιθώριο. Η αξία της δραχμής συνέχισε την καθοδική της πορεία, ενώ η χρυσή λίρα συνέχισε να ανατιμάται. Στα τέλη Νοεμβρίου η Τράπεζα της Ελλάδος επανέλαβε τις "μυστικές" πωλήσεις χρυσών λιρών προκειμένου να συγκρατήσει την τιμή της στις 130.000 δρχ. Η παρέμβαση ήταν περιορισμένης έκτασης, και σύμφωνα με διαθέσιμες πληροφορίες, η Τράπεζα της Ελλάδος διέθεσε από τα αποθέματά της στο κοινό περί τις 97.000 χρυσές λίρες, που όμως δεν εμπόδισαν την υποτίμηση της δραχμής έναντι της χρυσής λίρας(4). Μέχρι το τέλος του έτους η οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε γρήγορα.

Στο μεταξύ ο υπουργός εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Ernest Bevin, πρότεινε νέα ευρύτερα μέτρα και μεγαλύτερη ανάμιξη των Βρετανών στα τεκταινόμενα στην Ελλάδα. Η νέα αυτή προσέγγιση κορυφώθηκε με την υπογραφή της Συμφωνίας του Λονδίνου στις 24 Ιανουαρίου 1946, με την οποία επιτεύχθηκε η μετατρεψιμότητα της δραχμής σε λίρες Αγγλίας, η παροχή δανείου ύψους £10 εκατ. και μικρή βοήθεια σε είδος. Η Συμφωνία επίσης προέβλεπε την εγκατάσταση στην Ελλάδα Βρετανικής Οικονομικής Αποστολής (British Economic Mission) για διάστημα δεκαοκτώ μηνών και την σύσταση δια νόμου Νομισματικής Επιτροπής (Currency Committee) τον Μάρτιο του 1946 με καταστατική εξουσία επί της έκδοσης χαρτονομίσματος. Αν και η Bρετανική Οικονομική Αποστολή θα είχε συμβουλευτικό χαρακτήρα σε θέματα οικονομικής, βιομηχανικής και νομισματικής πολιτικής, η Νομισματική Επιτροπή θα ήταν πενταμελής με την συμμετοχή και εμπειρογνωμόνων των Συμμάχων, ενός Βρετανού και ενός Αμερικανού, με δικαίωμα αρνησικυρίας. Όπως αργότερα σημείωσαν οι δυτικοί εμπειρογνώμονες, κύριος στόχος της Νομισματικής Επιτροπής ήταν η διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής να παραμείνει "μακράν της πολιτικής των ελληνικών κομμάτων"(5). Η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε να μειώσει σταδιακά το έλλειμμα του προϋπολογισμού, να σταθεροποιήσει τους μισθούς και τα ημερομίσθια, και να χρησιμοποιήσει το νέο δάνειο και τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα ως "κάλυμμα" για την έκδοση χαρτονομίσματος, ενώ καθόρισε την συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής σε νέα επίπεδα ως προς την στερλίνα στις 20.000 δρχ. και ως προς το δολάριο στις 5.000 δρχ.

Ποικίλες υπήρξαν οι αντιδράσεις που προκάλεσε η Συμφωνία του Λονδίνου. Ο κομμουνιστικός τύπος θεώρησε ότι το εγχείρημα παραβίαζε κάθε έννοια εθνικής ανεξαρτησίας, ενώ μεταγενέστεροι ιστορικοί έκαναν λόγο για μια νέα μορφή ξένης κηδεμονίας(6). Γενικά, οι Βρετανοί πίστευαν ότι η Συμφωνία θα προωθούσε τη σταθερότητα στη χώρα, αποκαθιστώντας παράλληλα την εμπιστοσύνη στο εθνικό νόμισμα. Μια τέτοια σταθερότητα θα προσέφερε σημαντικό περιθώριο ελιγμών μέχρι τις εθνικές εκλογές τον Μάρτιο του 1946 και θα άνοιγε το δρόμο ώστε οι Έλληνες να αρχίσουν να ασκούν εκ νέου φυσιολογική οικονομική δραστηριότητα. Αν και η Συμφωνία πέτυχε πολύ λιγότερα από ότι αναμενόταν, θα πρέπει να διερωτηθεί κανείς αν και σε ποιο βαθμό ήταν υπεύθυνη για τις "καταστρεπτικές" συνέπειες που με τόση έμφαση αναφέρουν οι επικριτές της(7). Η συνολική εικόνα είναι πολύ πιο σύνθετη, καθώς οι περισσότεροι συγγραφείς παραβλέπουν τις διατάξεις που συμφωνήθηκαν τον Ιανουάριο του 1946, την ελληνική ερμηνεία αυτών των διατάξεων και τα μέτρα που έλαβε ένα μήνα αργότερα η κυβέρνηση Τσουδερού, όταν νομιμοποίησε την αγορά χρυσού και την πώληση συναλλάγματος στους εισαγωγείς αγαθών, με σκοπό την απορρόφηση μέρους της υπερβάλλουσας ρευστότητας και την αποδυνάμωση των πληθωριστικών πιέσεων.

Η κατάργηση των περιορισμών στις αγοραπωλησίες χρυσών νομισμάτων δεν αποτελούσε μέρος της Συμφωνίας και δεν υποστηρίχθηκε ποτέ από το Λονδίνο, παρά το γεγονός ότι πολλοί ισχυρίζονται το αντίθετο(8). Η αγορά χρυσού από το κοινό μέσω των πωλήσεων χρυσών λιρών από την Τράπεζα της Ελλάδος αποτελούσε πάγια πρακτική διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων και αντανακλούσε την άποψη επιχειρηματικών και πολιτικών κύκλων της εποχής ότι η μετατρεψιμότητα της δραχμής σε χρυσά νομίσματα συνιστούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης του κοινού στο εθνικό νόμισμα. Ομοίως, αν και η απελευθέρωση των εξωτερικών εμπορικών συναλλαγών, σε συνδυασμό με την άνευ όρων χορήγηση συναλλάγματος στους εισαγωγείς αγαθών, δεν συνιστούσε μέρος της Συμφωνίας, ο τρόπος με τον οποίο η νέα αυτή πολιτική ασκήθηκε από την κυβέρνηση της Αθήνας δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι απηχούσε τις προθέσεις των Βρετανών. Και οι δύο πολιτικές είχαν ήδη προταθεί από την κυβέρνηση Κανελλόπουλου στα τέλη του 1945 και αναμφίβολα έδειχναν πολύ πιο ελκυστικές από τη δημοσιονομική πειθαρχία στην οποία σταθερά και επίμονα επέμεναν το Λονδίνο και οι Βρετανοί σύμβουλοι στην Αθήνα. Αντίθετα με ότι είναι συνήθως αποδεκτό στην ιστοριογραφία, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις ήταν σε θέση να προωθούν τις δικές τους πολιτικές, παρά την φαινομενικά απόλυτη ισχύ και τις αντιρρήσεις του ξένου παράγοντα. Πλειάδα ελλήνων πολιτικών συνεχώς έκαναν λόγο για ανεπαρκή βοήθεια από την πλευρά των Συμμάχων και πίεζαν για επιπλέον πιστώσεις, ενώ αντιστέκονταν σε κάθε έκκληση τερματισμού στις πωλήσεις χρυσών λιρών από την Τράπεζα της Ελλάδος και κινητοποίησης των ιδίων πόρων για την αποκατάσταση των υποδομών και της παραγωγής. Αντίστοιχα νέοι θεσμοί, όπως, η Νομισματική Επιτροπή, σπάνια ασκούσε πλήρως την εξουσία της, αφού συχνά η ελληνική κυβέρνηση την παρέκαμπτε ή την υποχρέωνε να οπισθοχωρήσει με διάφορα τεχνάσματα παρά την παρουσία ξένων εμπειρογνωμόνων στη σύνθεσή της.

Από το Φεβρουάριο του 1946 έως το Μάρτιο του 1947, όταν ο πρόεδρος Truman ζήτησε από το Κογκρέσο την έγκριση βοήθειας $400 εκατ. δολαρίων προς την Ελλάδα και την Τουρκία, οι πωλήσεις χρυσών λιρών από την Τράπεζα της Ελλάδος στην εγχώρια αγορά είχαν υπερβεί τα 2,5 εκατ., και αντιστοιχούσαν σε 340 δισεκ. δραχμές, έναντι έκδοσης χαρτονομίσματος ύψους 559 δισεκ. δραχμών(9). Αν και η άσκηση πολιτικής ανοικτών και απεριόριστων πωλήσεων χρυσών λιρών πέτυχε το βασικό της στόχο, αφού ο πληθωρισμός κινήθηκε σε σχετικά χαμηλά επίπεδα(10), το τίμημα της μερικής αυτής επιτυχίας ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Η κυβέρνηση της Αθήνας, από τη στιγμή που στηριζόταν σε μια μάλλον σπάνια μορφή χρυσού, όπως οι χρυσές λίρες, προκαλούσε σημαντικό κόστος στις νομισματικές αρχές, καθώς η Τράπεζα της Ελλάδος έπρεπε να δαπανά τα ρευστά διαθέσιμά της όχι για παραγωγικές δραστηριότητες αλλά για τη διατήρηση της σταθεροποίησης της δραχμής, υπονομεύοντας με αυτό τον τρόπο την οικονομική ανασυγκρότηση. Δεδομένων μάλιστα των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η χώρα, στα τέλη του 19 46, το κόστος της πολιτικής αυτής είχε γίνει άκρως απαγορευτικό, αφού η κυβέρνηση Τσαλδάρη κατασπατάλησε τα αποθέματα της Τραπέζης της Ελλάδος σε χρυσό και δολάρια για την αγορά νέων χρυσών λιρών από το εξωτερικό. Σε τελική ανάλυση, όσο η κατοχή χρυσού αποτελούσε μέσον μεταπρατικής και βραχυπρόθεσμης κερδοσκοπικής δραστηριότητας στο χώρο του χρήματος, η κυβερνητική πολιτική αντί να πλήττει τους κερδοσκόπους τους προσέφερε διαρκώς νέες πηγές γρήγορου και καθόλου ευκαταφρόνητου κέρδους, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο που ήταν όλο και πιο δύσκολο να τερματιστεί. Το 1948 η Τράπεζα της Ελλάδος παραδέχθηκε πως οι αγοραπωλησίες χρυσού υπονόμευσαν την εμπιστοσύνη του κοινού στη δραχμή(11).

Η ανάμιξη των Βρετανών στην Ελλάδα κορυφώθηκε την περίοδο Ιανουαρίου 1946 Μαρτίου 1947. Η Βρετανική Οικονομική Αποστολή τερμάτισε την λειτουργία της επισήμως τον Ιούλιο, αν και ένας εκπρόσωπος της Βρετανικής κυβέρνησης συνέχισε να υπηρετεί στη Νομισματική Επιτροπή. Τον Ιούλιο του 1947, η Αμερικανική Αποστολή Βοήθειας στην Ελλάδα (American Mission for Aid in Greece) πρότεινε να σταματήσουν οι πωλήσεις χρυσών λιρών, με την ελπίδα ότι τα νέα μέτρα που συνιστούσε θα διασφάλιζαν τη νομισματική σταθερότητα. Εν όψει της απειλής ενός νέου πληθωρισμού, η Αποστολή τελικά συμφώνησε να επαναληφθούν οι πωλήσεις χρυσών λιρών. Η τιμή της χρυσής λίρας και των εμπορευμάτων σταθεροποιήθηκαν, ενώ το κοινό άρχισε να βλέπει πιο θετικά τη δραχμή. Το 1949, οι πωλήσεις ήταν σημαντικά λιγότερες από το 1948, αλλά το 1950 και το 1951 αυξήθηκαν εκ νέου εν μέρει λόγω του Πολέμου της Κορέας. Οι αντιπληθωριστικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν τους πρώτους μήνες του 1952 βελτίωσαν τις συνθήκες στην εγχώρια αγορά χρυσού και μειώθηκε τόσο η αγορά χρυσών λιρών από το κοινό όσο και η χρήση των για πληρωμές. Υπολογίζεται ότι στα τέλη του 1952 το κοινό διακατείχε περί τα 13 εκατ. χρυσές λίρες, εκ των οποίων τα 8 εκατ. είχε πωλήσει η Τράπεζα της Ελλάδος από τα τέλη του 1944.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. C.Α. Coombs, Financial Policy in Greece during 194748 Harvard University: Ανέκδοτη Διδακτορική Διατριβή, 1953, σελ. 181.
2. Τ236/1045, Hill προς RoweDutton, 4 Ιουλίου 1945 (Συν.: Rena Zafiriou, Memorandum on the Present Structure of Money Incomes, and the Distribution of Purchasing Power among the Greek Population, σελ. 9).
3. G. Patterson, The Financial Experiences of Greece from Liberation to the Truman Doctrine (October 1944March 1947) Harvard University: Ανέκδοτη Διδακτορική Διατριβή, 1948, σελ. 8082.
4. Patterson, ο.π., σελ. 304308.
5. Sir T. Gregory, J.W. Gunter, D.C. Johns, Έκθεσις και Συστάσεις επί Προβλημάτων Τινών του Ελληνικού Τραπεζικού Συστήματος Αθήνα, 1950, σελ. 14.
6. Βλ. Κ. Τσουκαλάς, Η Ελληνική Τραγωδία: Από την Απελευθέρωση ως τους Συνταγματάρχες Αθήνα: Ολκός, 1974, σελ. 7273; J.V. Kofas, Intervention and Underdevelopment: Greece during the Cold War. University Park and London: The Pennsylvania State UP, 1989, σελ. 45; Θ. Σφήκας, Οι Άγγλοι Εργατικοί και ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος. Ο Ιμπεριαλισμός της "Μηεπέμβασης" Αθήνα: Φιλίστωρ, 1997, σελ. 7173; Χ. Χατζηιωσσήφ, "Η Πολιτική Οικονομία της Μεταπολεμικής Ελλάδας, 19441996", στο Β. Κρεμμυδάς (επιμ.), Εισαγωγή στη Νεοελληνική Οικονομική Ιστορία (18ος20ος Αιώνας) Αθήνα: Δαρδανός, 1999, σελ. 295; Γ. Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2000, τόμ. Α΄, σελ. 122.
7. Kofas, ο.π., σελ. 4749.
8. Βλ. Kofas, ο.π., σελ. 47; C. Hadziiossif, "Economic Stabilisation and Political Unrest: Greece 19441947", στο L. Baerentzen, J.O. Iatrides και O.L. Smith (επιμ.), Studies in the Hιstory of the Greek Civil War 19451949 Copenhagen: Museum Tusculanum Press, 1987, σελ. 38; Γ. Σταθάκης, Το Δόγμα Τρούμαν & και το Σχέδιο Μάρσαλ: Η Ιστορία της Αμερικανικής Βοήθειας στην Ελλάδα Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2004, σελ. 21, 87.
9. Coombs, ο.π., σελ. 187188.
10. Μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουλίου 1946, ο δείκτης τιμών μειώθηκε κατά σχεδόν 19%, ενώ μέχρι τον Φεβρουάριο του 1947 αυξήθηκε κατά μόλις 9%; Patterson, ο.π., σελ. 528.
11. DSR 868.516/41048, Smith προς τον Υπουργό των Εξωτερικών, 10 Απριλίου 1948 (Συν.: Η Οικονομική Κατάσταση στην Ελλάδα και η Τράπεζα της Ελλάδος το 1946: Έκθεση Ετών 1941, 1944, 1945 και 1946, 4748 Αθήνα: Τράπεζα της Ελλάδος).

2 σχόλια:

  1. ωραία τώρα η ερώτηση είναι που μπορούμε να αγοράσουμε ΡΑΒΔΟΥΣ?
    αν ξέρεις κάτι θα το εκτιμούσα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ωραία τώρα η ερώτηση είναι που μπορούμε να αγοράσουμε ΡΑΒΔΟΥΣ?
    αν ξέρεις κάτι θα το εκτιμούσα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ