Είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτο το πώς διαβρώνεται η συλλογική αλλά και η ατομική μνήμη σε βαθμό εξάλειψης. Ρώτησα δεκάδες ανθρώπους στην Καστοριά και με κοιτούσαν με προφανή απορία στο άκουσμα της εβραϊκής συνοικίας. Σαν να τους ρωτούσα για τη γειτονιά των Κινέζων. Και να σκεφτεί κανείς πως επέλεγα να ρωτώ ηλικιωμένους. Αλήθεια, μόλις πενήντα χρόνια μετά, και δεν θυμάται σχεδόν κανένας ή δεν γνωρίζει, ότι έζησε στον τόπο του επί μια χιλιετία μια τόσο μεγάλη εβραϊκή κοινότητα – στον τόπο που αυτός ίσως είναι πιο φρέσκος κι οι ρίζες του πιο ρηχές… Φταίει ίσως το ότι δε διατηρήθηκαν ακέραια τα μνημεία, οι συναγωγές και τα σχολεία, αλλά φταίει επίσης και το εκπαιδευτικό μας σύστημα που δεν διδάσκει τοπική ιστορία – και που πιθανότατα δεν κάνει καν αναφορά στο Ολοκαύτωμα… Ας είναι, όμως! Οι Εβραίοι ζήσανε στην Καστοριά – και τους ανήκει το δικαίωμα στη μνήμη και στην ιστορία...
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
Καστοριά! Γραφική δυτικομακεδονική πόλη, προικισμένη από τη φύση, που οι σύγχρονοι άνθρωποι ανοσιούργησαν στην ομορφιά της, καταστρέφοντας την οικιστική της αρμονία. Η ειδυλλιακή εικόνα που παρουσίαζε μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, χάθηκε ανεπιστρεπτί κάτω από την άναρχη και πυκνή δόμηση…
Καστοριά. Εμπορικό κέντρο με πλούσια ιστορία, όπου ως το Μάρτη του 1944 κατοικούσε μια ανθηρή εβραϊκή κοινότητα, που αποτελούσε το ένα δέκατο του συνολικού πληθυσμού της. Ο «Ανθός της Λίμνης» που έγινε στάχτη στα στρατόπεδα της Πολωνίας…
Με την Καστοριά συνδέομαι συναισθηματικά. Είναι μια από τις πολιτείες εκείνες, που συμβόλιζαν παιδιόθεν στη μνήμη μου το φυσικό και αρχιτεκτονικό κάλλος, στενά δεμένα με την ιστορία και τον πολιτισμό. Στην έρευνα της ιστορίας της με ώθησαν οι εβραϊκές μου παρακαταθήκες κι έτσι ασχολήθηκα και ασχολούμαι επισταμένα με την ιστορία της εβραϊκής της κοινότητας, των δικών μου ανθρώπων.
Η Καστοριανή εβραϊκή κοινότητα είναι εκείνη που πρώτη αναγέννησε τον εβραϊσμό της Βασιλεύουσας: στα μέσα του 15ου αιώνα αποίκησε την Κωνσταντινούπολη, δημιουργώντας μεγάλη παροικία σε μια γειτονιά του Κεράτιου, που πήρε και το όνομα της πόλης: «Καστορία». Η γειτονιά αυτή σήμερα είναι γνωστή ως Μπαλατάς και ακόμη στέκει εκεί τα ερείπια της παλιάς Συναγωγής των Καστοριανών.
Πάνε χρόνια που διάβασα το βιβλίο μιας σπουδαίας Καστοριανής, της Μπέρρυ Ναχμία. Η «Κραυγή για το αύριο», με μνήμες από την πατρίδα και πικρές εμπειρίες από τα στρατόπεδα του ολέθρου, είναι σημείο αναφοράς για τον Καστοριανό εβραϊσμό, που πρέπει να διαβάζεται και να συγκλονίζει τις ερχόμενες γενιές, διδασκόμενη και ως τοπική ιστορία στα σχολεία της περιοχής.
Κίνητρα λοιπόν υπήρχαν αρκετά, για να καταστούν πρόκληση για επίσκεψη στη μακεδονική πόλη, επίσκεψη όμως που δυσκόλευε η γεωγραφία και η απόσταση. Εν τέλει, βημάτισα στην εβραϊκή συνοικία της Καστοριάς, Απρίλη του 2000, περπατώντας με βαθιά συγκίνηση στη γειτονιά των αθώων θυμάτων, που με καλούσαν φωνές μυστικές σε προσκύνημα και μνημόσυνο.
Είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτο το πώς διαβρώνεται η συλλογική αλλά και η ατομική μνήμη σε βαθμό εξάλειψης. Ρώτησα δεκάδες ανθρώπους και με κοιτούσαν με προφανή απορία στο άκουσμα της εβραϊκής συνοικίας. Σαν να τους ρωτούσα για τη γειτονιά των Κινέζων. Και να σκεφτεί κανείς πως επέλεγα να ρωτώ ηλικιωμένους. Αλήθεια, μόλις πενήντα χρόνια μετά
1, και δεν θυμάται σχεδόν κανένας ή δεν γνωρίζει, ότι έζησε στον τόπο του επί μια χιλιετία μια τόσο μεγάλη εβραϊκή κοινότητα – στον τόπο που αυτός ίσως είναι πιο φρέσκος κι οι ρίζες του πιο ρηχές… Φταίει ίσως το ότι δε διατηρήθηκαν ακέραια τα μνημεία, οι συναγωγές και τα σχολεία, αλλά φταίει επίσης και το εκπαιδευτικό μας σύστημα που δεν διδάσκει τοπική ιστορία – και που πιθανότατα δεν κάνει καν αναφορά στο Ολοκαύτωμα…
Εξίσου εντυπωσιακό είναι το πόσα λίγα πράγματα διατηρούνται από το ιστορικό γίγνεσθαι της εβραϊκής κοινότητας της Καστοριάς. Καθώς, όπως είπαμε, Συναγωγή και Σχολείο εξέλιπαν από καιρό, ενώ ο χώρος γύρω από τα μνήματα καταλήφθηκε από το Στρατό, έμεναν μονάχα τα σπίτια ως φορείς διατήρησης της συλλογικής μνήμης. Όμως οι Καστοριανοί δεν σεβάστηκαν και δε διαφύλαξαν γενικώς την αρχιτεκτονική τους κληρονομιά, από την οποία λίγα πράγματα απέφυγαν την κατεδάφιση. Στον κυκεώνα του μπετόν, δεν θα μπορούσε βέβαια να αποτελεί εξαίρεση η εβραϊκή συνοικία. Έτσι περί τα δέκα μονάχα σπίτια παρέμειναν ιστορικοί μάρτυρες της αλλοτινής παρουσίας των Εβραίων στην πόλη.
Ας είναι, όμως! Οι Εβραίοι ζήσανε στην Καστοριά – και τους ανήκει το δικαίωμα στη μνήμη και στην ιστορία.
* * *
Σε γενικές γραμμές γνώριζα την ιστορία των Εβραίων της Καστοριάς, όταν πάτησα επιτέλους το χώμα της λιμναίας πόλης, τον Απρίλη του 2000. Αναζήτησα μνήμες έχοντας οδηγούς μου την πολύτιμη μελέτη του Πάνου Τσολάκη για την εβραϊκή συνοικία της πόλης και φυσικά τη διαίσθηση και το συναίσθημα.
Γνώριζα πως θα βρω ελάχιστα πράγματα αφού η συναγωγή είχε κατεδαφιστεί στα 1948, το σχολείο επίσης λίγα χρόνια αργότερα, και πως τα παλιά σπίτια - όχι μόνο των Εβραίων, είχαν αντικατασταθεί από άχαρες τσιμεντένιες κατασκευές.
Αποτόλμησα εντούτοις την επίσκεψη, ξέροντας πως θα αποκομίσω πίκρα. Πράγματι, πρώτο σταθμό είχα ένα αδιαμόρφωτο οικόπεδο που χρησιμεύει σήμερα ως πάρκινγκ των περιοίκων. Βρίσκεται στην αρχή της κατηφόρας της οδού Πλάτωνος, λίγο μετά την Ομόνοια. Είναι τόπος ιερός και σήμερα αγνοημένος, αφού εκεί βρισκόταν η παλιά συναγωγή. Στο βάθος του οικοπέδου ξεχώρισα σχολείο για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Οι γύρω δρόμοι ήταν άλλοτε η καρδιά της εβραϊκής γειτονιάς. Σήμερα απομένουν λιγοστά σπίτια που δύσκολα αναγνωρίζονται. Η αλλοίωση της εβραϊκής συνοικίας ήταν ίσως νομοτέλεια και σημάδι των νέων καιρών: ανέγερση πολυώροφων οικοδομών και νέο ρυμοτομικό σχέδιο στα 1934
2, άλλαξαν γενικότερα την ειδυλλιακή μορφή της λιμναίας πόλης, αφού όπως ορθά σημειώνεται «γενικά η πολεοδομία χρησιμοποιήθηκε στη χώρα μας, περισσότερο σαν μέθοδος επανασχεδιασμού οικισμών και όχι ως εργαλείο ομαλής εξέλιξης, αναγκαίου εκσυγχρονισμού και αναδιάρθρωσης του υπάρχοντος ιστού»
3. Θα τολμούσα μάλιστα να προσθέσω πως στα πρόσφατα χρόνια η πολεοδομία έχει αποκλειστικό σκοπό την εξυπηρέτηση των εργολαβικών συμφερόντων και του τεράστιου μηχανισμού που κινείται γύρω από τα συμφέροντα αυτά, εξελισσόμενη σε καίριο εργαλείο ενός σήπτοντος μεταπρατικού κράτους…
Επιπλέον, καθώς το άλλοτε νεκροταφείο της κοινότητας στην πηγή της Ντόμπλιτσας έχει εξαφανιστεί πια, έμενε να κάνω μνημόσυνο και ιερό προσκύνημα σε ένα σύγχρονο χώρο. Σε πανοραμικό σημείο με θέα εξαίρετη στη λίμνη επί της οδού 15ης Μεραρχίας, τόπο που απετέλεσε την αρχή του τέλους τους, βρίσκεται το μνημείο των μαρτύρων Εβραίων της Καστοριάς
4. Λιτό, όπως ταιριάζει σ’ αυτούς που χάθηκαν και δίπλα δυο πικρά προφητικά λόγια της Ρεγγίνας Κοέν, που δεν γύρισε ποτέ από την Πολωνία…
Έμεινε όμως και κάτι άλλο στην Καστοριά που θυμίζει το πέρασμα των Εβραίων από την πόλη. Κι αυτό – όσο κι αν ηχεί οξύμωρο- είναι το όνομα μιας εκκλησίας. Παναγία η Εβραΐδα. Λαϊκή ονομασία του ναού της Ζωοδόχου Πηγής. Στο χώρο αυτό βρισκόταν η ενορία της Εβραΐδας ή Οβριομαχαλάς. Οι απλοί άνθρωποι επισήμαναν με τον τρόπο αυτό την πέριξ του ναού εβραϊκή παρουσία, αλλά και την εμβέλεια του εβραϊκού στοιχείου της πόλης, δημιουργώντας φαινόμενο, που είναι από όσο γνωρίζω μοναδικό.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Σύμφωνα με αρκετούς ερευνητές, ήδη από τα χρόνια του Ιουστινιανού
5, οπότε και ιδρύθηκε η πόλη, είναι πιθανόν να έφτασαν Εβραίοι πρόσφυγες στην Καστοριά. Κατ’ άλλους, εβραϊκό στοιχείο υπήρχε στην περιοχή ακόμη παλιότερα, τον 3ο αιώνα, όταν ανοικοδομήθηκε ο προγενέστερος οικισμός και πήρε το όνομα Διοκλητιανούπολις
6. Μάλιστα, την Ιουστινιάνειο περίοδο η εβραϊκή κοινότητα Καστοριάς, παρά την αυστηρή και όχι φιλική προς τους Εβραίους νομοθεσία του αυτοκράτορα, άρχισε να γνωρίζει θεαματική ανάπτυξη και της δόθηκε η άδεια να συγκροτήσει τη δικιά της συνοικία εντός της περίτειχης πόλης
7.
Λίγο αργότερα, με την κάθοδο των Σλάβων στον ελλαδικό χώρο, η Βυζαντινή εξουσία χαλάρωσε τη σφιχτή της νομοθεσία και παρείχε προστασία στον εβραϊκό πληθυσμό. Ίσως μάλιστα, λόγω των αλλεπάλληλων κυμάτων των διαφόρων εισβολέων και κατακτητών, Βούλγαρων, Αβάρων, Πετσενέγων και Νορμανδών, μας είναι ελάχιστα γνωστά για την εν γένει ιστορία της περιοχής και προφανώς και της εβραϊκής κοινότητας.
Οπωσδήποτε όμως από το 10ο ήδη αιώνα μαρτυρείται πλέον με ιστορικά γραπτά τεκμήρια η εγκατάσταση ελληνόφωνων Εβραίων εμπόρων στην Καστοριά, οι οποίοι γρήγορα σχημάτισαν μια πρώτη οργανωμένη ρωμανιωτική κοινότητα. Το 12ο αιώνα ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης θα φτάσει τις 2.500-3.000 ψυχές σε ένα συνολικό πληθυσμό 20.000 κατοίκων
8.
Καίτοι στο σημαντικότερο οδοιπορικό κείμενο της μεσοβυζαντινής περιόδου, που κατά κύριο λόγο αναφέρεται στις ιουδαϊκές κοινότητες της Μεσογείου, ο ραβίνος Βενιαμίν της Τουδέλης, που ταξίδεψε ανάμεσα στα 1159 και 1173 και πέρασε από τη Μακεδονία, δεν αναφέρεται στην Καστοριά, πρέπει εντούτοις να θεωρείται βέβαιο ότι στα χρόνια του υπήρχε εβραϊκή κοινότητα στην πόλη. Ο Βενιαμίν συνάντησε εβραϊκές κοινότητες στη Δράμα, τη Χριστούπολη της Καβάλας, το Δημητρίτσι και τη Θεσσαλονίκη, αλλά από το οδοιπορικό του απουσιάζει εντελώς η Καστοριά
9.
Τα επόμενα χρόνια η εβραϊκή κοινότητα της Καστοριάς απέκτησε πνευματική λάμψη και ανάπτυξη, συγκροτώντας ραβινική ακαδημία και αναδεικνύοντας σπουδαίους ραβίνους και μελετητές της Βίβλου, σημαντικότερος των οποίων αναφέρεται ο Τοβία μπεν Ελιέζερ
10, ο οποίος υπήρξε ο θεμελιωτής της σχολής των «ομιλητικών σχολιαστών» της Βίβλου, όπως επίσης και οι Ρ. Μεϊρ
11 και Λεόν Γεουδά μπεν Μοσέ Μοσκόνι
12, ο οποίος ήταν και συλλέκτης σημαντικών εβραϊκών χειρογράφων. Το 14ο αιώνα τέλος έδρασαν στην πόλη οι ραβίνοι Δαυίδ μπεν Ελιέζερ και Ελί μπεν Αβραάμ, που συνέβαλαν στην πρόοδο του λειτουργικού τυπικού των ρωμανιωτικών εβραϊκών κοινοτήτων
13.
Πάντως την περίοδο αυτή φαίνεται πως υπήρχε ένα γενικότερο κλίμα εχθρότητας απέναντι στους Εβραίους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που εκπορευόταν τόσο από το ίδιο το κράτος, όσο και από την κυρίαρχη Ορθόδοξη εκκλησία και τις αρτηριοσκληρωτικές αντιλήψεις της εποχής. Εντούτοις, οι Ρωμανιώτες Εβραίοι κράτησαν ψηλά το φρόνημα και τη θρησκεία των πατέρων τους. αποφεύγουν έτσι σθεναρά τον εκχριστιανισμό καίτοι αυτό θα αποτελούσε μια λύση, αφού η είσοδός τους στην κυρίαρχη ομάδα θα αναβάθμιζε τη θέση τους στην κοινωνία
14. Ο εκχριστιανισμός των Εβραίων ήταν άλλωστε φαινόμενο σπάνιο και συνήθως είχε ως κίνητρο τη νομιμοποίηση διαπροσωπικών σχέσεων, όπως ο γάμος
15.
Η Οθωμανική κατάκτηση, που για την Καστοριά ανάγεται στα 1385, θα φέρει αρχικά οικονομική κάμψη στη Δυτική Μακεδονία. Θα αποτελέσει λοιπόν μια κάποια λύση η μετεγκατάσταση του σημαντικού αριθμού εβραϊκών οικογενειών της Καστοριάς
16 στο Μπαλατά της Πόλης. Τη μετεγκατάσταση αυτή ευνόησε αν όχι επέβαλε ο ίδιος ο Μεχμέτ, αφού σκόπευε να χρησιμοποιήσει τους Ελληνόφωνους Μακεδόνες Εβραίους ως διερμηνείς μεταξύ της Πύλης και του ελληνορθόδοξου πληθυσμού, εμπλουτίζοντας παράλληλα την αποψιλωμένη και ρημαγμένη από κατοίκους Κωνσταντινούπολη, με ένα στοιχείο υγιές και ακμαίο. Εποίκισαν την Επτάλοφο ως «σουργκιουνλού», δηλαδή ως αναγκαστικά μετοικήσαντες, απολαμβάνοντας ιδιαίτερη προνομιακή φορολογική αντιμετώπιση. Οι Καστοριανοί μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη μαζικά, υπό την ηγεσία του ραβίνου Ματαθία Ταμάρ και στη νέα τους πατρίδα δε διασκορπίστηκαν, αλλά εγκαταστάθηκαν όλοι μαζί συγκροτώντας μια νέα κοινότητα. Χτίσανε τη Συναγωγή τους στο δυτικό άκρο του Μπαλατά προς το Τεκφούρ Σαράϊ, λειτουργώντας την με το δικό τους τελετουργικό και φαίνεται ότι η άφιξη τους άλλαξε τα δεδομένα της περιοχής τόσο, ώστε για μια περίοδο ολόκληρος ο Μπαλατάς έφερε την ονομασία «Καστορία»
17.
* * *
Στο μεταξύ η Καστοριά και ολόκληρη η περιοχή της συνέχιζε να βιώνει καταστάσεις παρακμής. Μειωμένη οικονομική ανάπτυξη και ανασφάλεια σε όλη την επαρχία, που μαστιζόταν από τη ληστεία, έστηναν ένα μελανό σκηνικό, που αναπόφευκτα οδηγούσε στην πληθυσμιακή συρρίκνωση. Το γειτονικό Μοναστήρι θα αναπτυχθεί σε βάρος της Καστοριάς και θα καταστεί το κέντρο της ευρύτερης περιοχής, όπου θα οδηγηθούν μοιραίως πολλοί οικονομικώς σημαίνοντες Καστοριανοί, μεταξύ των οποίων πολλοί Εβραίοι
18.
Το ρου της ιστορίας και την εικόνα της παρακμής της Καστοριάς θα αλλάξει η έλευση ενός νέου πληθυσμιακού στοιχείου, των Σεφαραδιτών Εβραίων. Η έξοδος των Εβραίων από την Ιβηρία και η ακόλουθη φιλόξενη πρόταση του Σουλτάνου Βαγιαζήτ B’ του επιλεγόμενου Κεραυνού (Yildirim) για εγκατάσταση τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία απετέλεσε για τους επόμενους αιώνες ένα ασφαλές καταφύγιο για τους καταδιωκώμενους Εβραίους της Ευρώπης
19, δεν άφησε ανεπηρέαστη την Καστοριά
20. Η ύπαρξη ήδη στην πόλη εβραϊκής κοινότητας πιθανότατα ενθάρρυνε τους εξόριστους της Ιβηρικής να παραμείνουν στην Καστοριά. Δεν είναι εξακριβωμένο εντούτοις το πότε ακριβώς έφτασαν οι Σεφαραδίτες πρόσφυγες στην λιμναία πόλη. Στα 1537 έφτασαν στην πόλη Εβραίοι από την Απουλία της Ιταλίας, ακολουθώντας τα αποχωρούντα Οθωμανικά στρατεύματα, που κατείχαν μέχρι τότε την επαρχία αυτή, που τη χρονιά αυτή παραδόθηκε στον Πάπα. Ενώ, ήδη στα 1550 είχε σχηματιστεί στην πόλη μια νέα κοινότητα
21 από ισπανόφωνους αλλά και ιταλόφωνους φυγάδες, που ήρθαν στην λιμναία πόλη μέσω Θεσσαλονίκης, αλλά και μέσω Αυλώνας, Ιωαννίνων και Αχρίδας, καθώς η δυτικομακεδονική πόλη είχε καταστεί πόλος έλξης, λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου γούνας. Οι νεοαφιχθέντες αυτοί εγκαθίστανται κοντά στη θέση της σημερινής πλατείας Ομονοίας, αγοράζοντας πιθανότατα οικόπεδα από τους Έλληνες της πόλης
22.
Σύντομα βέβαια οι ισπανόφωνοι Σεφαραδίτες θα επικρατήσουν όλων των άλλων ομάδων, παρά το ότι πιθανόν να μην ήταν αριθμητικά περισσότεροι των ιταλοφώνων. Θα επιβάλλουν στους υπόλοιπους την κουλτούρα, τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους, όπως και στις άλλες μακεδονικές πόλεις, όπου είχαν εγκατασταθεί, κυρίως επειδή ήταν πιο μορφωμένοι από τους υπόλοιπους, αλλά και επειδή βρίσκονταν και σε καλύτερη οικονομικά κατάσταση. Έτσι τα καστιλλιάνικα ισπανικά
23 θα αντικαταστάσουν τα ελληνικά των ρωμανιωτών Εβραίων στην καθημερινή ζωή, ενώ στη Συναγωγή θα καθιερωθεί πλέον το σεφαραδίτικο τυπικό. Βεβαίως, ρωμανιωτικά έθιμα, ιδίως τα σχετιζόμενα με το γάμο και το οικογενειακό δίκαιο, εξακολούθησαν να τηρούνται στην Καστοριά μέχρι και το 18ο αιώνα
24.
Το 17ο αιώνα η εβραϊκή κοινότητα Καστοριάς δοκιμάστηκε από την επιρροή των ιδεών και της μεσσιανικής κίνησης του ψευδομεσσία Σαμπετάϊ Σβι, που αναστάτωσε γενικότερα τις εβραϊκές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
25. Την πόλη επισκέφτηκε στα 1665 ο Abraham Nathan Ashkenazi, γνωστός αργότερα ως Νατάν της Γάζας, κήρυκας των ιδεών του Σβί, ο οποίος, προσπαθώντας να μεταδώσει τις ιδέες του, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Καστοριανούς
26. Η μεταστροφή του Σβί στο Ισλάμ, λίγο αργότερα, έφερε μεγάλη απογοήτευση στην κοινότητα της Καστοριάς, με συνεπακόλουθο την επικράτηση έντονου θρησκευτικού συντηρητισμού. Στα 1680 μεγάλος αριθμός Καστοριανών Εβραίων κατέφυγαν στο γειτονικό Μοναστήρι, μεταφέροντας εκεί το αίσθημα ντροπής και ενοχής για την υποστήριξη που είχαν παράσχει στον ψευδομεσσία. Επικεφαλής των μετοίκων αυτών ήταν ο ραβίνος της Καστοριάς Σεμάχια ντε Μάγιο, που έγινε ραβίνος και ιεροδίκης του Μοναστηριού, μεταφέροντας και εκεί το θρησκευτικό συντηρητισμό
27.
Αρκετοί Εβραίοι ασπάστηκαν τις ιδέες του Σαμπετάϊ Σβι και ακολουθώντας το παράδειγμά του, προσχώρησαν εξωτερικά τουλάχιστον στο Ισλάμ, τόσο στη Θεσσαλονίκη και τις άλλες μεγάλες πόλεις της Αυτοκρατορίας, όσο και σε μικρότερα κέντρα της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας. Δε ξέρουμε τι έγιναν στην πορεία του χρόνου οι ντονμέδες αυτοί της Καστοριάς. Το πιθανότερο είναι πως θα έφυγαν για τη Θεσσαλονίκη, όπου υπήρχε κοινότητα Σαμπεταϊστών μέχρι την Ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδας και Τουρκίας στα 1923, ή θα ενσωματώθηκαν πλήρως στη μουσουλμανική κοινότητα της Καστοριάς…
Μετά το 18ο αιώνα αρκετοί Καστοριανοί Εβραίοι εμφανίζονται να κατέχουν ηγετικό ρόλο σε άλλες εβραϊκές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου και αναδείχτηκαν ως προσωπικότητες ευρύτερης αποδοχής. Ανάμεσα τους ο Ισαάκ ντε Μάγιο, γνωστός ως Ισαάκ Χασαρ, ο οποίος λίγο μετά την εγκατάσταση του στη Λάρισα, έδειξε ιδιαίτερες επιχειρηματικές ικανότητες. Ο βαλής της πόλης Βελή Οσμάν πασάς τον διόρισε οικονομικό του σύμβουλο και του ανέθεσε την είσπραξη των φόρων του δημοσίου. Στη συνέχεια ο Ντε Μάγιο αναγνωρίστηκε επικεφαλής των αργυραμοιβών με τον τίτλο του Σαράφμπαση ή Ταφσάρ. Επιβεβαιώνοντας στο χρόνο την αξία του και παράλληλα, προοδεύοντας οικονομικά και αναδεικνυόμενος σε σημαντικό έμπορο και οικονομικό παράγοντα, ενίσχυσε αρκετές εβραϊκές κοινότητες της τότε Αυτοκρατορίας και προέβη σε χορηγίες για την έκδοση διαφόρων εβραϊκών συγγραμμάτων
28.
Οι Εβραίοι της Καστοριάς θα προσεγγίζουν πληθυσμιακά, κατά τους επόμενους αιώνες, το ένα δέκατο του συνολικού πληθυσμού της, ποσοστό που θα διατηρηθεί μέχρι την εξόντωση τους από τους Ναζί
29.
Χαρακτηριστικές είναι οι σημειώσεις του έλληνα ταγματάρχη Σχινά, που περιηγήθηκε το βόρειο ελλαδικό χώρο στα 1886, προκειμένου να ερευνήσει την πληθυσμιακή του σύνθεση και την εν γένει κατάσταση, ύστερα από σχετική υπηρεσιακή εντολή. Ο Σχινάς, οι πληροφορίες του οποίου θεωρούνται ακριβείς και όχι στρατευμένες, αναφέρει ότι στην Καστοριά ζούσαν 4.000 χριστιανοί, ισάριθμοι μουσουλμάνοι και 1.000 ισραηλίτες με μια συναγωγή και ένα σχολείο
30. Για να υπάρχει μια σύγκριση των πληθυσμιακών στοιχείων, ας σημειωθεί εδώ ότι κατά την επίσημη Οθωμανική επετηρίδα
31 του Βιλαετίου Μοναστηρίου στα 1891 ζούσαν στην Καστοριά 5.615 κάτοικοι, από τους οποίους 774 ήταν Εβραίοι
32.
Την ίδια περίοδο με το Σχινά – τέλη 19ου αιώνα- επισκέπτεται την Καστοριά ο Γάλλος V. Berard, μελετώντας το Ανατολικό Ζήτημα. Ο Berard σημειώνει πως ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης αποτελείται από 250 ως 300 οικογένειες, αριθμό που ο ίδιος θεωρεί μεγάλο και τον εντυπωσιάζει. Στη συνέχεια ο Berard προβαίνει σε μια σειρά διόλου κολακευτικών περιγραφών και σχολίων των Εβραίων της πόλης, σε ύφος που πάντως δε δηλώνει καθόλου αγαθές προθέσεις, θυμίζοντας τη ναζιστική προπαγάνδα μισόν αιώνα αργότερα.
Σύμφωνα με τον Berard λοιπόν, οι Εβραίοι της Καστοριάς έχουν «έντονο το φυλετικό τους τύπο, τη γρυπή μύτη, τις στρουφουλιδωτές μπούκλες που σκεπάζουν τ’ αυτιά», ενώ των κοριτσιών τους τα πόδια «είναι γυμνά μέσα στα βαθυκόκκινα πασούμια τους, τα μάτια τους βαμμένα, το χαμόγελό τους γίνεται πιο πλατύ ακόμη από το κοκκινάδι και τα στήθια τους μόλις που τα σκεπάζει το μεταξωτό πουκαμισάκι. Έτσι στολισμένες, μοιάζουν να προσφέρονται στον πρώτο ξένο με το πρώτο τους χαμόγελο», αναφέροντας την ανεξακρίβωτη και αστήρικτη πληροφορία ότι οι Εβραίες της Καστοριάς «γέμιζαν παλιότερα τα χαρέμια της Αλβανίας». Ο Berard συνεχίζει με μια διάθεση προφανώς αρνητικά προκατειλημμένη εναντίον του εβραϊκού στοιχείου, σημειώνοντας πως σε αντίθεση με τους χριστιανούς της πόλης, που ήταν διχασμένοι λόγω και της Ρουμανικής προπαγάνδας, οι Εβραίοι «ζουν σε μια αδελφική ενότητα μεταξύ τους», και «μέσα σε μισόν αιώνα, έβαλαν στο χέρι όλη την περιουσία της Καστοριάς, με τα συνηθισμένα μέσα: δανεισμό χρημάτων, προαγορές εμπορευμάτων ή σπόρου, αποθήκες…»
33. Ο Berard, συνειδητά ή όχι, αναπαράγει αντισημιτικά στερεότυπα κοινά και στις μέρες μας
34, καθώς παραβλέπει πως στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τα επαγγέλματα του τραπεζίτη και του αργυραμοιβού, ασκούνταν όχι μόνο από τους Εβραίους, αλλά κατά κύριο λόγο εν γένει από τις μη μουσουλμανικές μειονότητες
35, και το πραγματικό αυτό γεγονός δεν αποτελούσε πάντοτε επιλογή, αλλά αναγκαία κατάσταση, επιβεβλημένη από τις κατευθύνσεις που έδινε στην οικονομία του κράτους η Οθωμανική Διοίκηση.
(συνεχίζεται)
1. Τριάντα χρόνια πριν οι Καστοριανοί είχαν καλύτερη μνήμη... Προφανώς ήταν ενεργή ακόμη η γενιά που έζησε τα γεγονότα, ενώ η κοινωνία της πόλης ήταν πιο «κλειστή», χωρίς την έλευση εσωτερικών και εξωτερικών μεταναστών. Βλ. Δημ. Σ. Γιαννούσης, «Οι Εβραίοι της Καστοριάς», Χρονικά, τ. 41/1981, σελ. 10, όπου ο συγγραφέας, δημοσιογράφος και διευθυντής της εφημερίδας ‘’Νέα Καστοριά’’ σημειώνει χαρακτηριστικά πως «Οι Καστοριανοί διατηρούμε ζωηρή την ανάμνηση των Ισραηλιτών συμπολιτών μας…». Βλ. επίσης το αυτοβιογραφικό κείμενο του Λ. Συνόπουλου, Απομνημονεύματα ενός Καστοριανού παιδιού της πιάτσας (1937-1957), Καστοριά 1998, όπου υπάρχουν πολλαπλές αναφορές σε πρόσωπα – μέλη της εβραϊκής κοινότητας και αντικατοπτρίζονται τα εκατέρωθεν αισθήματα αγάπης Χριστιανών και Εβραίων Καστοριανών.
2. Πάνος Τσολάκης, Η εβραϊκή συνοικία της Καστοριάς, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 22 και του ιδίου, Πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές έρευνες στην Καστοριά, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 57-73.
3. Π. Τσολάκης, Πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές έρευνες, ο.π., σελ. 69.
4. Πρόκειται για μαρμάρινο μνημείο που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γιώργος Χουλιαράς και έχει την επιγραφή «Στη θέση αυτή, στις 24 Μαρτίου 1944, οι Ναζί συγκέντρωσαν τους 1000 Εβραίος της Καστοριάς. Τους μετέφεραν στα κρεματόρια θανάτου του Άουσβιτς (Πολωνία). Επέστρεψαν μόνο 35 επιζήσαντες». Δίπλα ακριβώς αναγράφονται με χρυσά γράμματα σε μια πλακέτα τα λόγια της Ρεγγίνας Κοέν «Τασίτσα μου, όταν διαβάσεις αυτά τα λόγια, δε θα υπάρχω πια στη ζωή. Θα μ’ έχει φάει η ξενιτιά. Χύσε για μένα ένα δάκρυ. Αν ζω ή αν πεθάνω». Χρονικά, φ. 146/1996, σελ 21-22.
5. M. Molho, Histoire des Israélites de Castoria, Thessaloniki 1938, σελ. 10. Η εγκυκλοπαίδεια Judaica σημειώνει επίσης ότι υπήρχε εβραϊκή παροικία εντός των τειχών της Καστοριάς την περίοδο αυτή. Βλ. Judaica Encyclopedia, τόμος 10ος, σελ. 814.
6. Δημ. Σ. Γιαννούσης, «Οι Εβραίοι της Καστοριάς», ο.π. σελ 12. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε «αναμφισβήτητες ιστορικές μαρτυρίες», τις οποίες όμως δεν κατονομάζει. Βλ. επίσης Nicholas P. Stavroulakis και Timothy J. DeVinney, Jewish sites and Synagogues in Greece, Talos Press, Athens 1993, σελ. 240.
7. Βλ. Nicholas P. Stavroulakis και Timothy J. DeVinney, ο.π., σελ. 240.
8. Δημ. Σ. Γιαννούσης, «Οι Εβραίοι της Καστοριάς», ο.π. σελ. 12 και Nicholas P. Stavroulakis και Timothy J. DeVinney, ο.π., σελ. 239.
9. Βλ. Βενιαμίν εκ Τουδέλης, Το βιβλίο των ταξιδιών στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, μετάφραση Φωτεινή Βλαχοπούλου, Στοχαστής, Αθήνα 1994
10. Ο Τοβία μπεν Ελιέζερ (1050-1108) διετέλεσε ραβίνος, ερμηνευτής της εβραϊκής θρησκείας και ποιητής. Η σχολή των «ερμηνευτικών σχολιαστών» επεδίωκε τη διδασκαλία της Βίβλου μέσω της χρήσης παραδειγμάτων, αφηγήσεων και ανεκδότων, μέσα από τα οποία προσεγγιζόταν ευκολότερα το θρησκευτικό συναίσθημα των ισραηλιτών της εποχής. Το βασικό του έργο με τίτλο Lekah Tov, διαδόθηκε σε πολλές εβραϊκές κοινότητες της εποχής και αργότερα κυκλοφόρησε σε έντυπη μορφή. Επειδή στο έργο του ο Τοβία χρησιμοποίησε πολλές ελληνικές λέξεις, του αποδόθηκε το προσωνύμιο «Γιεβανί», ο Έλληνας. Το 1096 εκλέχτηκε Ραβίνος στη Θεσσαλονίκη, όπου ίδρυσε σπουδαία ραβινική σχολή μεσσιανικών σπουδών. Βλ. M. Molho, ο.π. σελ. 11-12 και Encyclopedia Judaica, τόμος 7ος, σελ 872.
11. Ο Μέϊρ ο Καστοριανός ήταν κλασσικός ελληνιστής και πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Αχρίδα και στην Κύπρο. Έγραψε το έργο “Me ’or Einayim”. Δημ. Σ. Γιαννούσης, ο.π, σελ 12 και Εγκυκλοπαίδεια Judaica, τόμος 10ος, σελ. 814.
12. Ο Μοσκόνι γεννήθηκε στην Αχρίδα στα 1328. περιηγήθηκε τις ιουδαϊκές βιβλιοθήκες της Ιταλίας και της Γαλλίας, διέσωσε πολλά χειρόγραφα και σ’ αυτόν αποδίδεται βιβλίο γραμμένο κατ’ απομίμηση έργου του Φλάβιου Ιώσσηπου.
13. M. Molho, ο.π., σελ. 11-15. Ο Ελί μπεν Αβραάμ έγραψε στα ελληνικά περίφημο λειτουργικό τυπικό, γνωστό ως Pituel, το οποίο τυπώθηκε το πρώτον στην Βενετία στα 1570.
14. Steven Bowman, The Jews of Byzantium 1204-1453, University of Alabama Press, Tuscalosa, Alabama 1985, σελ. 115-116, όπου αναφέρεται η μεταστροφή του Ισραέλ μπεν Αβραάμ, που βαφτίστηκε και μετονομάστηκε Μανουήλ και ζούσε κοντά στην Καστοριά στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα.
15. Γι’ αυτό η Καστοριανή παράδοση διέσωσε το τραγούδι Η Εβραιοπούλα, παραλλαγές του οποίου υπάρχουν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, και το οποίο αναφέρεται στον έρωτα και τον επακολουθήσαντα γάμο Εβραίας της πόλης με χριστιανό. Βλ. Μαρούλα Βέργου – Γκαμπέση, «Οι Εβραίοι της Καστοριάς», Χρονικά, φ. 147/1997, σελ. 5, όπου δημοσιεύονται οι στίχοι του τραγουδιού και το σχετικό περιστατικό. Βλ. επίσης Γιάννης Μπακάλης, «Από τη ζωή των Εβραίων της Καστοριάς. Δημοτικά τραγούδια απ’ τη ζωή της Ισραηλιτικής Κοινότητας Καστοριάς», Χρονικά, φ. 206/2006, σ. 14-15, όπου καταγράφονται και άλλοι στίχοι σχετιζόμενοι με τους Καστοριανούς Εβραίους.
16. Λίγο πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, φέρονται καταγεγραμμένες στα τουρκικά φορολογικά κατάστιχα 93 εβραϊκές οικογένειες έναντι 940 ελληνικών και 22 μουσουλμανικών. Στις αρχές του 16ου αιώνα στα ίδια κατάστιχα δεν υπάρχουν εβραϊκές οικογένειες. Βλ. Πάνος Τσολάκης, Η εβραϊκή συνοικία της Καστοριάς, ο.π., σελ. 10.
17. M. Molho, ο.π. σελ 20, Abraham Galante, Les Synagogues d’Istanbul, Hamenora, Istanbul 1937, σελ. 7, 10.
18. Δημ. Γιαννούσης, «Οι Εβραίοι της Καστοριάς», ο.π., σελ. 14.
19. Στους επόμενους αιώνες νέα κύματα Εβραίων φυγάδων θα ζητήσουν καταφύγιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: στα 1526 Εβραίοι από την Ουγγαρία, στα 1537 οι Εβραίοι της Απουλίας, που εξορίστηκαν όταν η περιοχή βρέθηκε κάτω από τον έλεγχο του Πάπα, στα 1542 οι Εβραίοι της Βοημίας, αλλά και χρόνια αργότερα, στα τέλη του 19ου και στις αρχές 20ου αιώνα, κυνηγημένοι Ρώσοι Εβραίοι, διασωθέντες από τα διάφορα πογκρόμ. Όλοι αυτοί πύκνωσαν τον εβραϊκό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
20. Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ ο Β’, παρακινημένος από τον Αρχιραββίνο της Κωνσταντινούπολης Μωύς Καψάλη, επέτρεψε και ενθάρρυνε την εγκατάσταση των Εβραίων της Ιβηρικής αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης, υποχρεώνοντας παράλληλα τους τοπικούς Οθωμανούς διοικητές να διευκολύνουν την εγκατάστασή τους. Κατά την παράδοση άλλωστε, ο Βαγιαζήτ ο Β’ σε διάλογο με τους αυλικούς του, αμφισβήτησε την εξυπνάδα του βασιλιά της Ισπανίας Φερδινάρδου, ο οποίος, διώχνοντας τους Εβραίους, αποδυνάμωσε τη χώρα του, πλουτίζοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Βλ. Abraham Galante, Histoire des Juifs de Turquie, τόμος 1ος, The Isis Press, Istanbul 1987, σελ. 123-124.
21. Τη χρονιά εκείνη φαίνεται ότι ζούσαν στην Καστοριά 17 εβραϊκές οικογένειες και στο τέλος του 16ου αιώνα 22 οικογένειες. Βλ. Π. Τσολάκης, Η εβραϊκή συνοικία της Καστοριάς, ο.π., σελ. 11.
22. Πάνος Τσολάκης, Η οικιστική οργάνωση της Καστοριάς στη διάρκεια της τουρκοκρατίας 1385-1912, Καστοριά 1989, σ 9-10.
23. Οι φυγάδες της Ιβηρίας μιλούσαν καστιλλιάνικα ισπανικά. Με την πάροδο του χρόνου και την αποκοπή της από τον ισπανικό κορμό και με την πρόσμειξη γλωσσικών στοιχείων από τα υπόλοιπα σύνοικα στοιχεία, η γλώσσα των Σεφαραδιτών μετετράπη σε ένα ξεχωριστό γλωσσικό ιδίωμα, γνωστό ως Λαντίνο ή Τζουντέσμο.
24. N Stavroulakis και T. DeVinney, Jewish sites, ο.π., σελ. 240-241.
25. John Freely, The Lost Messiah. In Search of the Mystical Rabbi Sabbatai Sevi, The Overlook Press, Woodstock & New York 2003, σελ. 151 επ.
26. John Freely, The Lost Messiah. ο.π., σελ. 171, 177.
27. Mark Cohen, Last Century of a Sephardic Community. The Jews of Monastir, 1939-1943, New York 2003, σελ 37-38.
28. Βάσος Καλογιάννης, Λάρισα. Μάδρε ντ’ Ίσραελ. Η ιστορία του Εβραϊσμού της Λαρίσης και περιοχής, Λάρισα 1959, σελ 76 και Θεόδωρος Παλιούγκας, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμος Α’, Μάτι, Κατερίνη 2002, σελ 163, 181-182.
29. Στο κλασσικό βιβλίο του Π. Τσαμίση για την Καστοριά, το οποίο εκδόθηκε μετά τη θλιβερή δεκαετία του 1940 γίνεται αναφορά σε 140 εβραϊκές οικογένειες. Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, Αθήναι 1951, σελ. 14. Στην δε επίσημη απογραφή του κράτους στα 1928 στην Καστοριά κατοικούσαν 900 Εβραίοι σε ένα σύνολο 10.328 κατοίκων. Π. Τσολάκης, Η εβραϊκή συνοικία της Καστοριάς, ο.π., σελ. 11. Ο Θ. Παπακωνσταντίνου στα 1934 ανεβάζει τον εβραϊκό πληθυσμό στον αριθμό των 1.500 ψυχών, που καίτοι υπερβολικός, δείχνει εντούτοις τη σημασία και την εμβέλεια της Κοινότητας. Βλ. Θ.Φ.Παπακωνσταντίνου, «Καστοριά», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 14ος , σελ. 12.
30. Νικόλαος Θ. Σχινάς, Οδοιπορικαί Σημειώσεις Μακεδονίας Ηπείρου, Εν Αθήναις 1886, σελ. 118-119.
31. Πρόκειται για το λεγόμενο Σαλναμέ (τουρκ. Salname), που αποτελούσε ένα διοικητικό εγχειρίδιο, μια ειδική δηλαδή έκδοση με στατιστικά και πληθυσμιακά στοιχεία, καθώς και τη διοικητική διάρθρωση της δημόσιας διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προοριζόμενη για χρήση κυρίως των δημοσίων υπαλλήλων. Εκδιδόταν περιοδικά, όχι απαραιτήτως ετήσια, και ήταν ξεχωριστή για κάθε νομό.
32. Π. Τσολάκης, Η εβραϊκή συνοικία της Καστοριάς, ο.π., σελ. 11.
33. V. Berard, Τουρκία και Ελληνισμός. Οδοιπορικό στη Μακεδονία, μετάφραση Μ. Λυκούδης, Tροχαλία, Αθήνα 1987, σελ. 365-370. Αναπαράγοντας ίσως το πνεύμα της εποχής, αφού άλλωστε προερχόταν από τη Γαλλία της υπόθεσης Ντρέιφους, ο Berard συνεχίζει στο ίδιο ύφος, προσδίδοντας στο κατά τα άλλα αξιόλογο κείμενό του ένα πρωτόγονο οικονομικό αντισημιτισμό, όπου αντί να στηλιτεύσει την ασωτία της ανώτερης μουσουλμανικής τάξης, αφήνει αρνητικούς υπαινιγμούς σε βάρος του εβραϊκού στοιχείου: «Στο τέλος της συγκομιδής οι μπέηδες, αφού έβαζαν κατά μέρος τις προμήθειές τους για όλο το χρόνο, ξεφορτώνονταν όλο το υπόλοιπο στην πρώτη κουδουνιστή προσφορά. Σε μερικές μέρες είχαν ξοδέψει το ρευστό σε μπιμπελό, κεντητές σέλες, πλουμιστά άρματα, άλογα, χαλιά. Και ο Εβραίος ξαναρχόταν στα λεφτά του… Έρχονταν τα ανοιξιάτικά ραμαζάνια, οι νύχτες που το παζάρι μετά τον ολοήμερο ύπνο ανοίγει, με τα φανάρια του να λαμποκοπούν και τις ευρωπαϊκές φτηνοπραμάτειες να αστραποβολούν, απλώνοντας τα φανταχτερά υφάσματα και βάζοντας σε πειρασμό την κοκεταρία των γυναικών και τη λαιμαργία των παιδιών – ο καλός Τούρκος δεν αρνιέται τίποτα στις γυναίκες του και στα παιδιά του, όταν πλησιάζει το μπαϊράμι. Ένα δάνειο από τον Εβραίο ικανοποιούσε όλα αυτά τα καπρίτσια• είχε όμως δεσμευτεί και προφαγωθεί έτσι ένα μέρος από τη σοδειά της επόμενης χρονιάς».
34. Χαρακτηριστικό είναι πως στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογραφικό έργο «Ο ανθός της λίμνης», το σενάριο του οποίου εξελίσσεται στην Καστοριά των χρόνων του Μακεδονικού Αγώνα, ο μοναδικός Εβραίος της Καστοριάς είναι έμπορος που παράλληλα ασκεί και το επάγγελμα του τοκογλύφου.
35. Ενδεικτικό είναι πως ο μεγάλος Έλληνας ευεργέτης Ανδρέας Συγγρός ασκούσε μεταξύ άλλων τραπεζικές (και με τη σημερινή ορολογία τοκογλυφικές εργασίες) στην Κωνσταντινούπολη, φτάνοντας στο σημείο να δανείζει τον ίδιο το Σουλτάνο και το Οθωμανικό κράτος.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Επιλογή σχετικών αναρτήσεων: