Η αλήθεια είναι ότι οι δήθεν έριδες σε σχέση με την κυριότητα και την δικαιοδοσία του βουνού και του παραλίμνιου δρόμου, μεταξύ Δήμου Καστοριάς και κρατικών φορέων, θολώνουν κάπως την κατάσταση, με αποτέλεσμα να επικρατεί αμφιβολία για την ονομαστική ευθύνη των περιοχών αυτών. Όμως, οι έριδες αυτές γίνονται απλώς για να τις θυμούνται οι εκατέρωθεν θερμόαιμοι αρμόδιοι και όχι για την διαχείριση των χώρων, μια και στην Καστοριά, η εγκατάλειψη και η αδιαφορία γι’ αυτούς (όπως και για τους περισσότερους άλλους που δεν είναι δίπλα σε εμπορικά καταστήματα) είναι ολοφάνερη και ανησυχητική. Επομένως οι λεονταρισμοί και οι φιλονικίες μεταξύ Δήμου και άλλων φορέων για την διεκδίκησή τους είναι μάλλον υποκριτικοί και γίνονται για το θεαθήναι και τα δάκρυα για την κατάσταση τους, είναι δάκρυα κροκοδείλια.
Τα δύο τελευταία χρόνια μάλιστα, στην περιοχή της σπηλιάς του Δράκου (περιοχή Αγίου Νικολάου κάτω από το Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο) όπου έχουν γίνει υπερβολικές παραβιάσεις του περιβάλλοντος και του χώρου, με κοπές μεγάλων πλατάνων και εκβραχισμούς για την δημιουργία άπλετων χώρων στάθμευσης οχημάτων για τις… αναμενόμενες ουρές των τουριστών που θα έρχονται απ΄ όλο τον κόσμο για να θαυμάσουν την άγνωστη μοναδικότητα του σπηλαίου, έχουν επιβαρύνει σημαντικά πολύ την κατάσταση.
Παρά το γεγονός ότι πίσω από την δενδροσειρά των πλατανιών, από την πλευρά του βουνού κατασκευάστηκε ένα μονοπάτι (που δεν χωρά περισσότερο 1 ενήλικο) ωστόσο και αυτό, βυθισμένο στα αυτοφυή χόρτα, την σκόνη και τα χώματα, έχει υπαχθεί και υποτοαχθεί «αρμονικά» σε ένα «εικαστικό» σύνολο χόρτων, μπαζών, βράχων, σκόνης, χόρτων και ξερών κλαδιών που απαρτίζουν την σημερινή εικόνα του εσωτερικού παραλίμνιου.
Όλα αυτά, προκαλούν εύλογα ερωτηματικά για τις πραγματικές αιτίες καθώς και για τα πιθανά κίνητρα αυτών που έχουν την ευθύνη της περισσευμένης εγκατάλειψης. Πρόκειται για αμέλεια, ανικανότητα, αδιαφορία, ή για συνειδητή διαδικασία υποβάθμισης μιας διαδρομής 8 χιλιομέτρων που διατηρεί την ιδιαίτερη φυσική ομορφιά του τοπίου -χειμώνα καλοκαίρι; Μιας διαδρομής που φιλοξενεί μνημεία και αξιοθέατα μερικά από τα οποία έχουν ιδιαίτερη ιστορική αλλά και καλλιτεχνική αξία, όπως η Ιερά Μονή της Μαυρώτισσας αλλά και άλλα, όπως τα «μαγαζιά», τον Άγιο Νικόλαο, την Αγία Κυριακή και άλλα.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, η κατάσταση συνδέεται με την παρουσία στην ευρύτερη περιοχή του Νοσοκομείου, το οποίο ως γνωστό προκαλεί ρίγη αντιρρήσεων σε όσους δεν μπορούν να συνηθίσουν την γεωγραφική του θέση στα «παραμέσα» της Καστοριάς. Με αποτέλεσμα να ερεθίζει η θέση αυτή τα τοπικιστικά, αναχρονιστικά αντανακλαστικά αυτών που επιδιώκουν με κάθε μέσο, τίμημα και τρόπο να το μεταφέρουν (οπουδήποτε) αλλού, αρκεί να είναι μακριά από την πόλη.
Ίσως πάλι το γεγονός ότι ο δρόμος αυτός αρχίζει από την καρδιά της παραδοσιακής Καστοριάς και καταλήγει στο Απόζαρι, που τελεί σε ένα ιδιόρρυθμο εμπάργκο, να εξηγεί την ουσία των βαθύτερων αιτίων και κινήτρων για την κατάσταση ερήμωσης που παρουσιάζει μια από τις περιφημότερες περιπατητικές διαδρομές που μπορεί να συναντήσει κανείς σε ελληνική πόλη. Δεν είναι λίγοι οι συμπολίτες που παρατηρούν ότι όχι μόνο στον γύρο της λίμνης με τα έργα στην σπηλιά και τον Άγιο Νικόλαο, αλλά και στην πλατεία Ομονοίας όπου καρκινοβατεί η ανακατασκευή της πλατείας, επικρατεί και πάλι η σύμπτωση, τα «έργα» που δεν τελειώνουν ποτέ, αν και υποτίθεται ότι εξαγγέλθηκαν για να προσφέρουν στην αναβάθμιση, οδήγησαν σε ακόμη πιο ζοφερή υποβάθμιση τις ευρύτερες περιοχές τους.
Οι παρατηρήσεις αυτές έχουν μια άλλη αξία, αν συσχετισθούν με την πεποίθηση ότι τα ίδια ακριβώς συνέβησαν με αφορμή την έδρα της πανεπιστημιακής σχολής, ή την ιδέα δημιουργίας αρχαιολογικού μουσείου, πινακοθήκης, δημοτικού θεάτρου ή κτηρίου πολιτιστικών χρήσεων μέσα στην Καστοριά. Καθ’ ότι αμέσως μετά, ξεκίνησε για όλες αυτές τις περιοχές της πόλης μια ιδιόρρυθμη περίοδος και διαδικασία αποδόμησης, αποψίλωσης, ερήμωσης και εγκατάλειψης.
Με την πλάστιγγα να γέρνει πια προς την «πλαστική» Καστοριά των παραλιών, ελάχιστοι είναι πια οι κάτοικοι της Καστοριάς και φυσικά οι περιηγητές (τουρίστες) που επισκέπτονται ή γνωρίζουν σημαντικά μνημεία όπως η Παναγία Κουμπελίδικη, οι Άγιοι Ανάργυροι, η ΙΜ Μαυρώτισσας, τα βυζαντινά τείχη, το βυζαντινό Μουσείο, τα υπολείμματα των τειχών της πελασγικής εποχής στο βουνό, το τέμενος (τζαμί) που ήταν προηγούμενα εκκλησία, και ακόμη πιο πριν αρχαίος ναός, κοκ.
Γνωρίζουν όμως όλοι την εικόνα μιας επιφανειακής Καστοριάς, που εξαντλείται στις παραλίες της, ή έστω το πολύ ως τις παρυφές των γειτονικών χωριών και συνοικισμών που προσφέρουν θέα προς την πόλη. Τίποτε άλλο και τίποτε περισσότερο.
Στο πλαίσιο αυτό, εξηγείται η μελαγχολία που προκαλεί η εικόνα της προχωρημένης αδιαφορίας και εγκατάλειψης και του βουνού της Καστοριάς, αλλά και του εσωτερικού παραλιμνίου, που σε συνδυασμό με την μολυσμένη λίμνη, από θαύματα φυσικής ομορφιάς, έφθασαν να συναποτελούν το ανυπόφορο άθροισμα, μιας σαφούς, απερίφραστης και ίσως καθόλου τυχαίας εγκατάλειψης. Μεγάλοι άθλοι, ιστορικές ευθύνες.
[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 31.7.2008]