30.12.09

ΣΩΤΗΡΗ ΡΑΠΤΗ: Σημαίες κατεβασμένες

Πρέπει να υφίσταται το πανεπιστημιακό άσυλο σε μία Δημοκρατία; Ο νόμος, επιβάλλεται ενιαία και χωρίς εξαιρέσεις; Η Αστυνομία έχει πρόσβαση παντού ή όχι; Και αν όχι, εκεί που δεν μπορεί να παρέμβει, ποιος επιβάλλει το νόμο;

Πριν τα προβοκατόρικα ερωτήματα, προηγούνται δύο άλλα. Ένα θεσμικό και ένα πολιτικό. Ο νόμος εφαρμόζεται μόνο όταν απονέμει δικαιώματα στους πολλούς; Και δεύτερον, ο νόμος, δηλαδή το Σύνταγμα είναι μία πολιτική εφεύρεση που ευνοεί τους λίγους ή τους πολλούς;

Αρχίζοντας από το πολιτικό ερώτημα, γιατί δίχως πολιτική οι θεσμοί ξεθωριάζουν, φθείρονται, αποδυναμώνονται και γελοιοποιούνται, το Σύνταγμα εξ ορισμού δεν ευνοεί ούτε τους λίγους ούτε τους πολλούς. Προστατεύει τους πάντες απέναντι στην αυθαιρεσία οποιουδήποτε τυχόν βρεθεί με δύναμη επιβολής.

Δεν προστατεύει εξ ορισμού τους δυνατούς, ούτε τους αδύναμους. Διότι σε μία δημοκρατική κοινωνία, δυνατοί και αδύναμοι μπορεί και να εναλλάσσονται. Εξ αποτελέσματος, προστατεύει τους περισσότερο αδύναμους της συγκυρίας από την αυθαιρεσία. Δεν τους εγγυάται τη ζωή στον παράδεισο. Τους εγγυάται ότι μπορούν να υπερασπιστούν τον τρόπο ζωής τους, τον τρόπο σκέψης τους και την αξιοπρέπεια τους. Με μία λέξη τις επιλογές τους.

Καταλήγοντας στο θεσμικό ερώτημα, σε ένα κράτος δικαίου, ο νόμος εφαρμόζεται ενιαία. Και όταν είναι δίκαιος και όταν είναι άδικος. Ειδάλλως, περισσότερο και από άδικος, είναι αυθαίρετος.

Όταν είναι άδικος, χτυπιέται με τα μέσα που απονέμει η Δημοκρατία. Εάν ξεστρατίσουμε από τη νομιμότητα για να πολεμήσουμε το άδικο, ανοίγουμε την κερκόπορτα για την αυθαιρεσία. Για την επιβολή του δικαίου του κατά τη συγκυρία πιο δυνατού.

Η Δημοκρατία δεν εγγυάται την επικράτηση του δικαίου. Θεσμοθετεί, όμως, μία διαδικασία για να το επινοούμε κάθε φορά. Μία διαδικασία η οποία είναι οργανωμένη και ακριβώς επειδή είναι οργανωμένη περιορίζει τους δυνατούς και αφήνει χώρο θεσμικό και πολιτικό να ακουστούν περισσότερες φωνές.

Η ελληνική σημαία που κυματίζει στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών αυτό ακριβώς συμβολίζει. Τους αγώνες που κατέληξαν στη Δημοκρατία σε αυτόν τον τόπο και την ελευθερία των πολιτών να διεκδικούν και να παλεύουν για ό,τι θεωρούν δίκαιο. Τη νομιμότητα.

Τα παιδιά που την κατέβασαν, εκνευρίζονται από αυτή. Γιατί η ελευθερία είναι τόσο επιθυμητή όσο ύπουλη. Δεν είναι εύκολη στο να κατασκευάζει βολικούς εχθρούς. Σε πετάει σε έναν ωκεανό δυνατοτήτων από τον οποίο πρέπει να βγεις με τις δικές σου επιλογές και με αυτές στο τέλος να κριθείς. Αυτό που τελικά τους εκνευρίζει στην υπόθεση ελευθερία, είναι η επιλογή. Αυτό που διαβρώνει το ήθος τους, είναι ότι δεν εκπαιδεύτηκαν να επιλέγουν και να ευθύνονται. Και η ελευθερία που επιζητούν είναι απλώς αέρας κοπανιστός. Είναι η ελευθερία χωρίς επιλογές, δηλαδή ασουλούπωτη ελευθεριότητα, δηλαδή ζωή χωρίς ευθύνες.

Αυτό είναι τελικά και το κεντρικό ερώτημα στην υπόθεση του πανεπιστημιακού ασύλου. Δεν συζητάμε για το ποιος θα επιβάλει το νόμο. Οι πανεπιστημιακοί φύλακες, η αστυνομία ή τα σκυλιά του Άδη. Συζητάμε για το αν θα εφαρμόζεται μέσα στα πανεπιστήμια ο ίδιος ο νόμος. Διότι κάποιοι θεωρούν ότι η νομιμότητα περιορίζει την ελευθερία. Για μία ακόμη φορά η μεταπολίτευση νταντεύει τους νέους. Δεν τους θεωρεί πολίτες, αλλά παιδιά. Δεν τους θεωρεί σοβαρούς για να αναλάβουν ευθύνες, αλλά τους θέλει κομπάρσους και γελωτοποιούς στο δικό της σκηνικό. Τα γερόντια της μεταπολίτευσης αισθάνονται νέοι αντιμετωπίζοντας τους νέους ως παιδιά.

Ξεχνούν όμως ότι εκείνοι που έχυσαν το αίμα τους για ελευθερία, πολέμησαν πρώτα για τη νομιμότητα. Πολέμησαν για να έχουν οι ίδιοι την ευθύνη των επιλογών τους. Και η ζωή, ούτε η προσωπική μας ιστορία, ούτε η ιστορία πάνε προς τα μπρος δίχως επιλογές.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΤΖΗΜΑΚΑ: Οι ποντικοπαγίδες

Το κείμενο που δημοσιεύεται πιο κάτω στάλθηκε από τον αείμνηστο Χρυσόστομο Τζημάκα αρκετούς μήνες πριν τον πρόωρο χαμό του. Λόγω φόρτου ύλης καθυστερούσε η δημοσίευση μέχρι που μεσολάβησε το δυσάρεστο συμβάν. Τονίζεται ότι ο πολύτιμος φίλος και συνεργάτης της ΟΔΟΥ, είχε την πνευματική ενάργεια και στοχαστικότητα ακόμη κατά την διάρκεια της σύντομης αλλά μοιραίας για τον ίδιο ασθένειάς του, να συγγράψει ένα επιπλέον κείμενο συνεργασίας για την ΟΔΟ (θα δημοσιευθεί προσεχώς), το οποίο παραδόθηκε στην εφημερίδα αμέσως μετά τον θάνατό του.


«Οι ελάχιστοι σοφοί ασχολούνται με ιδέες, 
οι λίγοι μέτριοι με γεγονότα
και οι πολλοί μικροί με τους άλλους»


Στον Νώντα Τσίγκα


Αν εξαιρέσει κανείς τις λίγες κότες που διατηρούσαμε σε πρόχειρο ορνιθώνα στην άκρη του κήπου, τα μόνα οικόσιτα ζώα που ευδοκιμούσαν τον καιρό εκείνο στο σπίτι μας ήταν οι ποντικοί. Τους ανεχόμασταν εκόντες άκοντες, επειδή τότε δεν διαθέταμε τελεσφόρα μέσα για την εξόντωσή τους, αλλά και διότι πολλαπλασιάζονταν με φρενήρη ρυθμό.
Το κελάρι στον πάνω όροφο του σπιτιού, όπου τοποθετούσαμε διάφορα τρόφιμα για τις ανάγκες της οικογένειας, αποτελούσε το εστιατόριο των ποντικών. Πολλοί μάλιστα από τους οικοδίαιτους αυτούς αλήτες είχαν εγκαταστήσει εκεί τις φωλιές τους, χωρίς την άδεια του οικοδεσπότη, προκειμένου να βρίσκονται κοντά στη λεία τους. Σε αυτό βέβαια συντελούσε και η παλαιότητα του σπιτιού, οι τοίχοι του οποίου και κυρίως τα ξύλινα δάπεδα παρουσίαζαν ρωγμές που άφησε εκεί ο πανδαμάτωρ χρόνος. Η συνεχής όμως πληθυσμιακή αύξηση και το αδιαχώρητο των καταλυμάτων στο χώρο εκείνο δημιουργούσε μεταναστευτικά ρεύματα προς τα άλλα δωμάτια, οι κρύπτες των οποίων προσφέρονταν ως κατοικίες των νέων ακμαζουσών γενεών. Και δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί, ότι για ένα χρονικό διάστημα το σπίτι μας είχε καταστεί ανθούσα αποικία ποντικών.

Η κυρία ποντικίνα είναι εξαιρετικώς παραγωγική, αν λάβει κανείς υπόψη ότι κατά τη διάρκεια ενός έτους μπορεί να κυοφορήσει 15 έως 17 φορές και να φέρει στον κόσμο 180 έως 200 νεογνά τα οποία μετά τρίμηνο περίπου ωριμάζουν σεξουαλικώς και μπαίνουν και αυτά στον παραγωγικό κύκλο.
Οι «σταχτοποντικοί», το σύνηθες είδος των οικοδίαιτων ποντικών, το σώμα των οποίων δεν υπερβαίνει τα δέκα εκατοστά, είχαν εξοικειωθεί με τις δραστηριότητες των ανθρώπων του σπιτιού μας και δεν δίσταζαν να εμφανίζονται αναιδώς ενώπιον των μελών της οικογενείας αλλά και των φιλοξενουμένων εκεί ατόμων. Άμα τη εμφανίσει του βδελυρού πλην ταχύποδος αυτού πλάσματος οι γυναίκες άρχιζαν να ξεφωνίζουν και να προσφεύγουν στα ψηλότερα μέρη του δωματίου, συνήθως σε καρέκλες και καναπέδες, ενώ ο ποντικός ευρισκόμενος και αυτός υπό το κράτος του πανικού έτρεχε να κρυφτεί πίσω από τα έπιπλα. Τότε, κάποιος από τους άνδρες της παρέας προσποιούμενος τον ψύχραιμο οπλιζόταν με οποιαδήποτε ράβδο έβρισκε μπροστά του και έσπευδε να επιτεθεί εναντίον του ανεπιθύμητου επισκέπτη. Εις μάτην όμως. Διότι η επιπίπτουσα ράβδος εύρισκε συνήθως χρήσιμα αντικείμενα και σπανίως τον κινούμενο στόχο. Έτσι, η όλη παράσταση τελείωνε με την καταμέτρηση των ζημιών και με την εξαφάνιση του ποντικού ως δια μαγείας.
Το σπίτι μας συχνά προσφερόταν ως νυχτερινό κατάλυμα σε συγγενείς και φίλους που έρχονταν από το χωριό, προκειμένου να εξυπηρετηθούν το επόμενο πρωί σε δημόσιες υπηρεσίες της πόλης. Μερικές φορές μάλιστα που η προσέλευση ήταν μεγάλη, οι φιλοξενούμενοι έπαιρναν τον νυχτερινό τους ύπνο κατακεκλιμένοι σε κλινοστρωμνές πάνω στο πάτωμα. Σε κάποια από τις νύχτες αυτές του «μεστού παραδείσου», όπου και η σάλα ακόμη είχε καταληφθεί από τα σώματα τριών ευτραφών γυναικών, ακούστηκαν αιφνιδίως κραυγές πανικού οι οποίες κάλυψαν τους μονότονους ήχους των ροχαλητών. Οι περισσότεροι των επισκεπτών αφυπνίστηκαν και έσπευσαν να πληροφορηθούν την αιτία του πανικού. Τι είχε συμβεί; Ένας ποντικός περπάτησε πάνω στα κεφάλια των τριών κατακλιμένων στη σάλα γυναικών, επειδή προφανώς δεν αντιλήφθηκε ότι είχε καταληφθεί η οδός την οποία ακολουθούσε συνήθως προς εξεύρεση τροφής. Παρά το νεαρό της ηλικίας μου επέδειξα εκείνη τη νύχτα σπάνιες αρετές θηρευτή, καταφέρνοντας να ακινητοποιήσω τον αναιδή εκείνο ποντικό μεταξύ του τοίχου και ενός ξύλινου κιβωτίου, υπό τα χειροκροτήματα των παρισταμένων.

Μολοταύτα, η αδελφή μου είχε τελείως διαφορετική άποψη για τους ποντικούς. Τους συμπαθούσε, γιατί θεωρούσε ότι έχουν ωραία όψη και καλαίσθητο ρύγχος με ιδιάζοντα αραιό μύστακα, ευφυείς οφθαλμούς και καλοσχηματισμένα αυτιά. Θεωρούσε δε ότι γίνονταν ακόμη πιο συμπαθείς, όταν στέκονταν στα οπίσθια και χάιδευαν τη μουσούδα τους με τα μπροστινά τους πόδια. Προφανώς είχε επηρεαστεί από τον «Μικιμάους» των κινουμένων σχεδίων του Ντίσνεϊ.
Εκτός όμως των εν λόγω μικρών ποντικών επισκεπτόταν το σπίτι μας και μια άλλη φυλή μεγαλοσώμων παρασίτων, με μήκος σώματος πάνω από 20 εκατοστά, «πόντικες» αποκαλούμενοι κοινώς, «οροφίες» δε επιστημονικώς. Ήταν φοβεροί στην εμφάνιση, εξαιρετικώς τολμηροί και θρασύτατοι άμα τη θέα των ανθρώπων. Διακινούνταν μέσω της οδού των υπονόμων και παρουσίαζαν παράφορη ροπή προς άγρα τροφής.
Μπροστά, λοιπόν, στον λυσσαλέο σφετερισμό των τροφικών αποθεμάτων της οικογενείας εκ μέρους των φοβερών αυτών παρασίτων, αλλά και των μικροτέρων σταχτοποντικών, καταστρώσαμε επιτελικό σχεδιασμό με ένα αμυντικό και ένα επιθετικό σκέλος. Η άμυνα αφορούσε στην τοποθέτηση των τροφίμων σε καλώς προφυλαγμένους χώρους, ενώ η επίθεση στη σύλληψη και εξουδετέρωση των παρασιτικών ατόμων.

Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ψυγεία για τη φύλαξη και διατήρηση των τροφίμων καθημερινής χρήσης. Ως πρόδρομοι των ψυγείων μπορούν να θεωρηθούν τα κοινώς λεγόμενα «φανάρια», ήτοι ξύλινες κιβωτιόσχημες ελαφρές κατασκευές, διαστάσεων περίπου 50 εκ. πλάτους, 50 εκ. βάθους και 80 εκ. ύψους, οι πλαϊνές επιφάνειες των οποίων έφεραν λεπτή μεταλλική σίτα. Η ανάρτησή τους γινόταν από την οροφή, κατά προτίμηση σε καλώς αεριζόμενους χώρους, ώστε να συντηρούνται επαρκώς τα περιεχόμενα σιτία, ταυτόχρονα δε να προφυλάσσονται και από τις εφόδους των ποντικών. Μολαταύτα, υπήρχαν περιπτώσεις, όπου οι ποντικοί κατά τις νυχτερινές επιδρομές τους ροκάνιζαν μετά μανίας τα ξύλινα μέρη του σκεύους, ερεθιζόμενοι από την υποφώσκουσα θέαση και την προκλητική όσμηση των εκείθεν της σίτας εδεσμάτων. Οπωσδήποτε, την επομένη πρωία ο οικοδεσπότης έσπευδε να επουλώσει την πληγή του δημιουργηθέντος τραύματος, χρησιμοποιώντας μεταλλικές λάμες, υπό το κράτος όμως του άγχους ότι το αυτό θα συνέβαινε και τις επόμενες ημέρες. Διότι δεν είναι ίσως γνωστό σε όλους ότι ο δημιουργός, ο οποίος μεριμνά για όλα τα πλάσματά του, ευλόγησε τους τομείς οδόντες των τρωκτικών και τους έδωσε το σπάνιο χάρισμα να αυξάνονται νυχθημερόν κατά μήκος. Για να φέρουν λοιπόν τα δόντια τους στο πρέπον μέγεθος, αναγκάζονται να τα ροκανίζουν αδιαλείπτως, ασχέτως αν το πράττουν για προσπορισμό ή μη τροφής.
Δεδομένης, λοιπόν, της αδυναμίας υλοποίησης του αμυντικού σχεδίου αποφασίστηκε η εφαρμογή του επιθετικού σκέλους, δηλαδή η συστηματική εξόντωση των ποντικών. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι από πλευράς πολεμικής στρατηγικής και τακτικής η επίθεση αποτελεί τον καλύτερο τρόπο άμυνας. Κάποια απλή λύση θα ήταν να συντηρούνται στο σπίτι μια ή περισσότερες γάτες, δεδομένου ότι τα πονηρά αυτά σαρκοβόρα αιλουροειδή αρέσκονται κατά κόρον να θηρεύουν και να καταβροχθίζουν ποντικούς. Οίκοθεν νοείται, βέβαια, ότι οι οικοδεσπότες έχουν την υποχρέωση να συμπληρώνουν το σιτηρέσιο των γαλών, εάν αυτές υστερούν ως προς τις θηρευτικές τους επιδόσεις. Ωστόσο, η μητέρα μου δεν ήθελε με κανένα τρόπο γάτες μέσα στο σπίτι. Τις θεωρούσε πονηρές και επιθετικές, όταν δεν ικανοποιούνταν οι επιθυμίες τους. Η περαιτέρω, λοιπόν, τακτική στηρίχθηκε σε δύο μέσα: στα ποντικοφάρμακα και στις ποντικοπαγίδες.

Από τα προϊόντα της οικιακής οικονομίας φονικά για τους ποντικούς ήταν διάφορα πρόχειρα σκευάσματα με αλεύρι, γύψο και μερικά άλλα συστατικά τα οποία οι γονείς μου κρατούσαν μυστικά, όπως οι σύγχρονες πολεμικές βιομηχανίες κρατούν μυστικό τον τρόπο κατασκευής των οπλικών τους συστημάτων. Μολαταύτα, οι πονηροί ποντικοί αντιλαμβάνονταν την απάτη και τα απέφευγαν. Τότε καταφεύγαμε στα επίσημα σκευάσματα των χημικών βιομηχανιών τα οποία πωλούνταν στα φαρμακεία. Για τον σκοπό αυτό πήγαινα πότε στο φαρμακείο του κυρίου Τζώτζα και πότε στου κυρίου Γουλιωτίδη, αφενός για να μην έχει παράπονο κανείς τους και αφετέρου για να μην μπορούν να αντιληφθούν το μέγεθος του παρασιτικού πληθυσμού που διαβιούσε παρ’ ημίν.
Τα εν λόγω σκευάσματα περιείχαν αρσενικό, στρυχνίνη ή άλλα δηλητήρια μέσα σε μαύρα σωληνάρια με αναγεγραμμένη τη λέξη «Δηλητήριον». Επιπλέον, έφεραν εμφανώς την εικόνα της νεκροκεφαλής, τη βάση της οποίας κοσμούσαν δύο μηριαία οστά σε σχήμα χιαστί, ενθυμίζοντα συλλήβδην πειρατική σημαία. Η θέα του σκευάσματος ήταν επιβλητική αλλά και προληπτική δυσάρεστων συμβαμάτων κατά τη φάση παρασκευής του δολώματος. Διότι συνέβαλλε στην προσοχή του χειριστή ο οποίος τοποθετούσε το δηλητήριο σε τεμάχιο άρτου ή τυριού, ώστε να μην δηλητηριαστεί αυτός αντί του ποντικού. Ο πατέρας μου είχε αποκτήσει ικανή επί του προκειμένου πείρα και δεν παρέλειπε να συνδράμει συγγενείς και φίλους οι οποίοι εξέτρεφαν ακουσίως ποντικούς στα σπιτικά τους. Όταν δε άφησε για πάντα τον μάταιο αυτό κόσμο, μια ανεψιά του αντί θρήνου αναφώνησε επί της σωρού του το ανεπανάληπτο: «Θείε μου ποιος θα βάζει τώρα στο σπίτι μου φάρμακο για τα ποντίκια;». Υπάρχει άραγε ψυχικός πόνος που να ανθίσταται ενώπιον μιας τέτοιας προσφώνησης;
Εντούτοις, η μέθοδος της δηλητηρίασης δεν έτυχε ευρείας εφαρμογής, διότι οι τελευτώντες ποντικοί επέλεγαν ως εσχάτη κατοικία τους τις σκοτεινές κρύπτες των δαπέδων, από τις οποίες αναδυόταν κατά την αποσύνθεσή τους αφόρητη δυσοσμία, ιδιαίτερα τη θερινή περίοδο. Όθεν, η ύστατη ελπίδα εξουδετέρωσής τους είχε αποτεθεί στις ποντικοπαγίδες.

Η μέθοδος με την οποία επιχειρείται η παραπλάνηση και η σύλληψη των ζώων είναι παλιά. Ο έμφρων άνθρωπος σοφίστηκε κατά καιρούς ποικίλους τρόπους να εξαπατά και να συλλαμβάνει τα θηράματά του, για την άγρα δε των ποντικών κατασκεύασε και χρησιμοποίησε διαφόρους τύπους ποντικοπαγίδων, αυτοσχεδίων ή του εμπορίου. Θυμούμαι τη γιαγιά στο χωριό, η οποία μεταχειριζόταν μια αρχέγονη παγίδα που ήταν απλή αλλά ευφυούς κατασκευής. Πάνω σε επίπεδο σανίδι τοποθετούσε με το κοίλο προς τα κάτω το πήλινο και αρκετά βαρύ κάλλυμα ενός δοχείου. Στο εσωτερικό του έβαζε μικρό ξύλινο άξονα, ο ένας πόλος του οποίου έφερε το δόλωμα, ενώ ο άλλος ένα αυτούσιο σφηνωμένο καρύδι. Ακολούθως, όπλιζε τη συσκευή έτσι ώστε το χείλος του καλύμματος να ακουμπάει ελάχιστα στην καμπυλότητα του καρυδιού, δημιουργώντας λεπτή ισορροπία καταργούμενη με την παραμικρή κίνηση του φέροντος το δέλεαρ ετέρου πόλου. Ο ορεγόμενος το δόλωμα ποντικός έμπαινε εξαπατώμενος υπό τον θόλο του συστήματος, με αποτέλεσμα να διαταράσσει την ισορροπία, να πέφτει το κάλυμμα και να τον παγιδεύει. Μέχρι το σημείο αυτό κατανοούσα τον μηχανισμό λειτουργίας. Ωστόσο, αδυνατούσα να συλλάβω τον τρόπο με τον οποίο η γιαγιά θα έβγαζε από εκεί τον ποντικό, χωρίς να διαφύγει. Και όμως, η διαδικασία ήταν απλή: Σήκωνε ελάχιστα το κάλυμμα και το κινούσε κυκλικά στην υποκείμενη σανίδα μέχρι να φανεί η ουρά του θηράματος την οποία έπιανε. Ακολούθως, τραβούσε τον ποντικό έξω, τον κοίταζε ερευνητικά για να εκτιμήσει το μέγεθός του, και τον άφηνε περιφρονητικά στη διάθεση της γάτας η οποία, οσμιζομένη από ώρα το εκλεκτό γεύμα, ξερογλυφόταν και στριφογύριζε θωπεύοντας τα πόδια της γιαγιάς. Και εκείνη παραστεκόταν για λίγο, προκειμένου να απολαύσει το θέαμα του παιχνιδιού γάτας και ποντικού, όπλιζε και πάλι την παγίδα και απομακρυνόταν βιαστικά, να αποσώσει τις δουλειές της, γιατί με τούτα και με εκείνα είχε απομείνει πίσω.

Δεν γνωρίζω πόσοι από τους αγαπητούς αναγνώστες έχουν γίνει μάρτυρες παρομοίων περιστατικών, όπου η σιγουριά υπεροχής της πονηρής γαλής την οδηγεί σε ένα διασκεδαστικό παιχνίδι με το αδύναμο υποχείριό της, ή ακριβέστερα υποπόδιό της. Του δίνει την ευκαιρία να απομακρύνεται κάπως και ευθύς αμέσως το επαναφέρει στην αρχική θέση μετακινώντας το, δήθεν στοργικά, με το δεξιό της πόδι προς τα αριστερά και με το αριστερό αντιθέτως. Αφού απολαύσει το μοναδικό αυτό είδος παιδιάς, ως ορεκτικό, συνεχίζει με το κυρίως γεύμα καταβροχθίζοντας τη λεία της.

Μολαταύτα, στο σπίτι μας δεν καταδεχόμασταν να χρησιμοποιήσουμε τέτοιου είδους απαρχαιωμένα μέσα τα οποία προσβάλουν και ευτελίζουν την πρόοδο και την εφευρετικότητα του έμφρονος ανθρώπου. Στο εμπόριο εύρισκε κανείς πλείστα όσα βιομηχανικά σκευωρήματα προς εξαπάτηση των ποντικών. Υπήρχε η επίπεδη παγίδα με την οδοντωτή παρυφή και το μεταλλικό έλασμα σχήματος Π, το οποίο επέπιπτε με δύναμη πάνω στη ράχη του ποντικού τη στιγμή απόσπασης του δολώματος και εκτόνωσης της σκανδάλης. Οι παγίδες αυτές λειτουργούσαν επιτυχώς για τους μικρόσωμους σταχτοποντικούς τους οποίους ακινητοποιούσαν ασφυκτικά μεταξύ της βάσης και του ελάσματος. Τα πράγματα όμως άλλαξαν με την εμφάνιση των μεγαλόσωμων ποντικών οι οποίοι, λίγο ενοχλούμενοι από την παγίδευσή τους, σέρνονταν μαζί με την παγίδα μέχρι την τρύπα εισόδου στη φωλιά τους, όπου έμπαιναν οπισθοχωρώντας συνάμα δε και ολισθαίνοντας μεταξύ των συλληπτικών ελασμάτων. Έτσι, η παγίδα ως αδιαχώρητος παρέμεινε επί τα εκτός, λεηλατημένη και ντροπιασμένη, ελαφρώς ερυθριώσα, προφανώς από την αιμόρροια κάποιου επιπολαίου τραύματος του ευσώμου παρασίτου.
Ωστόσο, υπήρχαν και οι κιβωτιόσχημες παγίδες οι οποίες διέθεταν τοιχώματα από αρκούντως ανθεκτικό σύρμα και θύρα συνδεδεμένη εξωτερικώς με τον μηχανισμό του δολώματος. Η εκείθεν έξοδος του θηράματος ήταν ανέφικτη, διότι η πόρτα έκλεινε στερρώς και το μεταλλικό πλέγμα του τοιχώματος ανθίστατο στο ροκάνισμα των δοντιών του θηράματος. Εντούτοις, ο τύπος αυτός προσέκρουε στο μέγεθος της κατασκευής, διότι ο ωφέλιμος εσωτερικός χώρος της παγίδας ήταν μικρότερος του σωματικού εκτοπίσματος των μεγάλων ποντικών. Δεν υπήρχε, λοιπόν, άλλη λύση από το να κατασκευαστεί χειροποίητη παγίδα ικανών διαστάσεων, αφού στο εμπόριο δεν κυκλοφορούσαν παρόμοιες.

Ο πατέρας μου, εκ φύσεως και εξ επαγγέλματος χειροτέχνης, μπορούσε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει ένα τέτοιο μηχάνημα, πολύ δε περισσότερο διότι του προσφερόταν αφιλοκερδώς το ξυλουργικό εργαστήριο του θείου μου Ναούμ Τζίφρα. Θυμούμαι εκείνο το μεγαλοπρεπές ξύλινο κατασκεύασμα το οποίο έμοιαζε μάλλον με μικρό μπαούλο. Το πάνω και πρόσθιο τοίχωμά του ήταν ενιαίο και κινητό, σε θέση δε οπλισμού προεξείχε της υπόλοιπης κατασκευής, δίνοντας την εντύπωση ανοιχτού στόματος κροκοδείλου ή μυθικού τέρατος ανάλογα με τη φαντασία και την προτίμηση του παρατηρητή. Η οροφή του συστήματος έφερε ευμέγεθες άνοιγμα, καλυπτόμενο από συρμάτινο πλέγμα, προκειμένου να ελέγχονται οι κινήσεις και το μέγεθος του θηράματος.
Όταν ο εξαπατηθείς ποντικός έμπαινε στον κλωβό της παγίδας και αποσπούσε το δέλεαρ, ουδόλως έβαζε κατά νου ότι ο χώρος αυτός της προσφοράς του εδέσματος, θα μπορούσε να μετατραπεί αιφνιδίως σε ειρκτή. Η πτώση της θύρας, νύκτωρ συνήθως, άφηνε λόγω του βάρους της ισχυρό γδούπο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κραυγή της παγίδας, με την οποία αφύπνιζε τους ενοίκους, για να τους δηλώσει πως εξετέλεσε την αποστολή της, ως άλλη όρνιθα που γέννησε αυγό. Αλλά η αφύπνιση εκείνη ήταν γλυκιά και ευπρόσδεκτη, διότι έκλεινε τον κύκλο της πρώτης επιτυχούς θηρευτικής πράξης και οι αφυπνισθέντες, μειδιώντες ελαφρώς, γύριζαν από την άλλη πλευρά, για να συνεχίσουν ικανοποιημένοι τον ύπνο τους. Την επαύριο θα είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν τη δεύτερη και τελευταία πράξη του θηρευτικού δράματος. Εξάλλου, ο οικοδεσπότης μόλις καθεύδων στην κρεβατοκάμαρά του κουνούσε ελαφρώς το κεφάλι του πάνω στο προσκέφαλο, πράγμα που σήμαινε περίπου: «Να δεις τι έχεις να πάθεις αύριο το πρωί».
Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη και τελευταία πράξη του δράματος, τουτέστιν τη θανάτωση της λείας, έπρεπε να βρεθεί μέθοδος κατά το δυνατό λιγότερο επώδυνη, ταυτόχρονα δε και τελεσφόρα. Αρχικώς, υπήρξε η ιδέα της χρήσης οξέος φονικού οργάνου εισαγομένου από το πλέγμα της οροφής, αλλά η μέθοδος εγκαταλείφθηκε εν τη γενέσει της ως βάρβαρη και μη συνάδουσα με τα λεπτά αισθήματα του οικοδεσπότη. Ωσαύτως, εγκαταλείφθηκε και η μέθοδος τελευτής του θηράματος με ζέον ύδωρ, ως υπενθυμίζουσα τα βασανιστήρια της κολάσεως και απάδουσα προς τις θρησκευτικές αντιλήψεις της οικογενείας. Τι έμελλε, λοιπόν, να ακολουθήσει;

Στο σημείο αυτό, και πριν αποκαλύψω τη λύση, θα μου επιτρέψουν οι αγαπητοί αναγνώστες να παρατείνω την αγωνία τους επ’ ολίγον, αναφερόμενος στους κατά καιρούς τρόπους θανάτωσης των καταδικασθέντων ανθρώπων με την έσχατη των ποινών. Οίκοθεν νοείται, ότι οι εφαρμοζόμενες μέθοδοι τελευτής συνέπλεαν εκάστοτε με το επίπεδο καλλιέργειας των λαών. Για παράδειγμα, οι αρχαίοι Έλληνες χορηγούσαν το κώνιο. Ήταν ο πιο ανώδυνος θάνατος που μπορούσαν να εφαρμόσουν την εποχή εκείνη. Άλλοι, βάρβαροι λαοί, εφάρμοζαν βάναυσες μεθόδους, όπως τον λιθοβολισμό, τη σταύρωση, την παράδοση στα σαρκοβόρα κ.τ.λ. Αργότερα, κατά τη σκοτεινή περίοδο του μεσαίωνα, εφαρμόστηκαν από τους Χριστιανούς της Iερής Eξέτασης εξαιρετικώς βάρβαροι τρόποι θανάτωσης, όπως η καύση ζώντων ατόμων στην πυρά, ο διαμελισμός με ισχυρή ταυτόχρονη έλξη των τεσσάρων μελών του σώματος από αντίστοιχα άλογα κ.τ.λ. Στους νεότερους χρόνους υπήρξε μια σχετική μεταβολή με την εφαρμογή της αγχόνης, της λαιμητόμου, του τυφεκισμού και της ηλεκτρικής καρέκλας στις Η.Π.Α.

Έχοντας υπόψη τα προαναφερθέντα, ο πολυμήχανος πατέρας μου προσπάθησε να δώσει μια αξιοπρεπή λύση. Το πρωί της επομένης, αφού βεβαιωνόταν ιδίοις όμμασι για το μέγεθος και τη ζωτικότητα της λείας, έπιανε την παγίδα με τα δυο του χέρια, ώστε να ασφαλίζει θύρα και θήρα, και προέβαινε σε παλινδρομικές κινήσεις επιτυγχάνοντας κρούσεις και ανακρούσεις του θηράματος στα τοιχώματα της συσκευής. Με τον τρόπο αυτό προκαλούσε ήπια διάσειση και απώλεια της συνείδησης του ποντικού• ήταν κατά κάποιο τρόπο μια μέθοδος προαναισθητικής αγωγής, μια μέθη χωρίς τη χρήση οινοπνευματωδών ποτών.
Ο χαρακτηριστικός ήχος των κρούσεων αποτελούσε το πρωινό εγερτήριο σάλπισμα των υπολοίπων μελών της οικογενείας, συνάμα δε και το προσκλητήριο σύνθημα προς τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς, οι οποίες συνωθούνταν στον κήπο μας, προκειμένου να πάρουν ένα εκλεκτό πρωινό. Όταν ο φυσικός αυτουργός αντιλαμβανόταν ότι επιτεύχθηκε η απώλεια της συνείδησης του υποκειμένου, άνοιγε την πόρτα της παγίδας και άδειαζε το περιεχόμενο μπροστά στις γάτες οι οποίες αναπηδούσαν με αδημονία. Κάποια από αυτές άρπαζε το θήραμα και εξαφανιζόταν βιαστικά προς ασφαλή θέση, προκειμένου να ευφρανθεί τη λεία κατά μόνας.
Με τον τρόπο αυτό ο πληθυσμός των ποντικών πήρε να ελαττώνεται, μετατιθέμενος από τις σκοτεινές στοές των υπονόμων και τις κρύπτες του σπιτιού στο πεπτικό σύστημα των αιλουροειδών, τα οποία όμως δεν άργησαν να παρουσιάζουν συμπτώματα κορεσμού και αποστροφής από την στερεοτυπία της τροφής τους. Τα περίεργα αυτά ζώα ενώ αρχικώς ήταν ισχνά και προσέρχονταν εκθύμως, ευλογούντα τον παραδείσιο εκείνο κήπο της Εδέμ, άρχισαν τώρα να απέρχονται ευτραφή και δυσκίνητα, καταρώμενα την πάχυνση ως ένα από τα μεγαλύτερα αμαρτήματα, ίσως και αυτού του προπατορικού. Αλλά ο κορεσμός δεν είναι άλλο τι, παρά ο λύχνος που φωτίζει τη ματαιότητα του κόσμου.

Το πρωινό εκείνο του Οκτώβρη, όπου η μέρα είχε επαρκώς συρρικνωθεί έναντι της νύχτας, και τα πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα ήταν περισσότερα από εκείνα που παρέμεναν στα δέντρα, μια και μόνη γάτα είχε απομείνει να αναμένει το πρωινό της γεύμα. Και ενώ ο ημιθανής ποντικός ρίχτηκε μπροστά της, κατά τα συνηθισμένα, εκείνη πλησίασε με αργές μεγαλοπρεπείς κινήσεις, οσμίστηκε το θήραμα, στάθηκε για λίγο κοντά του και αφού το κοίταξε με περιφρόνηση, στράφηκε αντίθετα και αναχώρησε εξίσου μεγαλοπρεπώς.
Εν τω μεταξύ ο ποντικός άρχισε να ανακτά τις αισθήσεις του. Από την ύπτια ήρθε στη φυσική πρηνή θέση, στάθηκε στα πόδια του και αιφνιδίως λάκισε αναζητώντας την οδό και την οπή της σωτηρίας του. Ο πατέρας μου έμεινε προς στιγμή εμβρόντητος, σύντομα όμως συνήλθε και συγκεντρώσας όλη την οργή και το μένος του στο προκλητικώς αδιάφορο εκείνο τετράποδο «ΚΝΩΔΑΛΟ» το αποκάλεσε στεντορεία τη φωνή. Ύστερα, έσκυψε το κεφάλι του και κρατώντας την παγίδα δια της δεξιάς και το κιγκλίδωμα της σκάλας δια της αριστεράς μπήκε στο σπίτι κατηφής, όπως περίπου είχε εισέλθει στο ανάκτορό του ο Μέγας Ναπολέων μετά τη μάχη του Βατερλό.

Βιβλίο: Ο δρόμος που πήρες…

Στο δρόμο εκείνο που πήρες όταν πρωτοάνοιξες τα μάτια σου στο φως δεν ήταν οι Μοίρες που σε υποδέχτηκαν ∙ το χέρι Εκείνου που σ’ έπλασε κι αυτό που είσαι ο ίδιος ήταν. Αυτά τα δυο δε θα σ’ εγκαταλείψουν ώσπου να φτάσεις στο τέλος.
Στο δρόμο αυτόν τα πράγματα δεν είναι εύκολα ∙ να χαίρεσαι γι’ αυτό. Ο πόνος με τη διπλή του έννοια, του πόνου και του κόπου, είναι μεγάλο σχολείο. Κατάφερέ το να συμφιλιωθείς μαζί του ∙ θα βγεις κερδισμένος.
Στο δρόμο αυτόν το πιο δεδομένο απ’ όλα είναι η μοναξιά σου. Όσο κι αν έχεις γύρω σου ανθρώπους να μοιράζεσαι, μόνος θα πρέπει να ξεπερνάς και μόνος να αντέχεις. Έτσι θ’ ατσαλώνεσαι και θα προχωράς, κρατώντας όρθια τη σημαία που ορίστηκε-και ορκίστηκε- να κρατιέται απ’ τα δικά σου χέρια.
Σ’ αυτόν το δρόμο διάλεξε προσεχτικά τη συντροφιά σου. Πάρε μαζί σου τη σοφία που τρύγησες από ανθρώπους που είχαν να δώσουν και σου την έδωσαν, λέγοντάς την και γράφοντάς την. Πάρε και τις μουσικές που αγαπάς ∙ αυτές θα σε ξεκουράζουν και θα σε δυναμώνουν.
Μην ξεχάσεις να εκτιμάς. Η ζωή, λένε, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ευτυχείς συναντήσεις. Μέτρα τις δικές σου, νιώσε γεμάτος. Και συνέχισε.
Μην ξεχάσεις ν’ αγαπάς. Ο άνθρωπος φανερώνει πως άνθρωπος είναι μέσ’ από τον άλλον, το διπλανό του. Κάν’ το για σένα, όχι για τον άλλον.
Με όλα αυτά και άλλα τόσα που μόνος θ’ ανακαλύψεις , θα δεις πως ο δρόμος εκείνος που πήρες όταν γεννήθηκες ήταν υπέροχος.
Γιατί ήταν η ζωή σου…

Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου

Από το Λογοτεχνικό Ημερολόγιο 2010 με θέμα: «Ο δρόμος εκείνος» της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, μέλος της οποίας έχει την τιμή να είναι και η γράφουσα.

27.12.09

ΟΔΟΣ: Ας τελειώσουν οι χοροί

Ήταν στις αρχές της πρώτης της κυβερνητικής θητείας της την άνοιξη του 2004 όταν η Νέα Δημοκρατία του τ. πρωθυπουργού κ. Κων/νου Καραμανλή, με την ανεύθυνη πολιτική των απογραφών και της σταδιακής απομάκρυνσης από τον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στον οποίο είχε αναβαθμίσει την χώρα η συστηματική προσπάθεια του Κ. Σημίτη) έσπερνε θύελλες ξεκινώντας έτσι την σταδιακή διολίσθηση της Ελλάδος στην ανυποληψία των εταίρων της. Στο τέλος, οδήγησε την Ελλάδα κοντά στα περιθώρια.

Στην Καστοριά οι πολίτες παρακολουθούσαν άναυδοι και απορημένοι, να περνούν το ένα μετά το άλλο τα χρόνια χωρίς να γίνεται απολύτως τίποτε αξιοσημείωτο στην πόλη, όπως και στην υπόλοιπη χώρα. Με μόνη εξαίρεση το διδακτήριο των ΤΕΙ και την πλατεία-παρωδία της Ομόνοιας. Μόνο ο κομματικός «πατριωτισμός» της πλειοψηφίας των κατοίκων της Καστοριάς συγκάλυπτε τα αισθήματα απορίας και αποδοκιμασίας. Η εντύπωση ότι ένας αυτόματος πιλότος (με βλάβες κι’ αυτός) οδηγούσε τα πάντα, ήταν κυρίαρχο.

Σήμερα τις θύελλες αυτής της οκνηρής πολιτικής, θερίζει η νέα κυβέρνηση του ΠαΣοΚ, το οποίο προεκλογικά επένδυσε -σε ένα βαθμό δικαιολογημένα- στα φοβικά σύνδρομα των Ελλήνων, στην οικονομική κρίση και τον κίνδυνο κατάρρευσης της χώρας. Η οποία βρέθηκε πολύ κοντά στα όρια της αποβολής από το ευρωπαϊκό «κεκτημένο».

Η ειρωνεία για την Καστοριά είναι ότι για μια ακόμη φορά βρέθηκε να είναι εξαρτημένη και δέσμια της -χωρίς αντίστοιχο προηγούμενο- πολιτικής ισχύος του τοπικού βουλευτή του ΠαΣοΚ κ. Φιλ. Πετσάλνικου. Ο οποίος ως πολιτικός εκφραστής, υπό κανονικές συνθήκες αντί για τιμονιέρης του τόπου θα έπρεπε να είχε ξεπεραστεί. Και στην καλλίτερη περίπτωση, θα έπρεπε να θεωρείται απλώς επίτιμος, βετεράνος. Έτσι εγκλωβισμένη μεταξύ της λογικής και του αισθήματος ολόκληρη η πόλη, μοιάζει ακόμη να συμπιέζεται μεταξύ του διλήμματος «από δω ο άνδρας μου, και από δω το αίσθημά μου».

Χωρίς αμφιβολία είναι δυσάρεστο αλλά και ταπεινωτικό, να συνειδητοποιείται ότι εξ αιτίας της αδράνειας και αναποτελεσματικότητας της κυβέρνησης του κ. Κ. Καραμανλή και έτσι εξ αιτίας της Ελλάδος υπέστη για πρώτη φορά πλήγματα, η αντοχή του ευρώ. Επομένως όλοι αντιλαμβάνονται ότι στην κυβέρνηση του ΠαΣοΚ έπεσε ο κλήρος για την λήψη αναγκαίων και σκληρών ίσως αποφάσεων.

Όμως, από τις τελευταίες εκλογές έχουν περάσει κάπου 2,5 μήνες και κοντεύει να ολοκληρωθεί η περίοδος των 100 ημερών, χωρίς από την μεριά της κυβέρνησης να έχουν ανακοινωθεί συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Μέτρα με αρχή, μέσο και τέλος.

Ακόμη και οι δεσμεύεις που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου την π. Δευτέρα το βράδυ, λίγο διέφεραν από το να περιέχουν διαπιστώσεις, αναθέματα και αόριστα ευχολόγια με άφθονη ασάφεια. Σαν να ήταν δηλώσεις σε διαδικασία για ψήφο εμπιστοσύνης. Περιέλαβαν όμως και αμφίβολης ποιότητας καινοτομίες στις επιλογές προγραμματικών πολιτικών στόχων καθώς και προσώπων σε θέσεις κλειδιά του κυβερνητικού μηχανισμού, προσώπων χωρίς αντίκρισμα στην πολιτική ευθύνη.

Αντίστοιχες αοριστολογίες χαρακτηρίζουν και το κλίμα της Καστοριάς. Εδώ, τις τελετές, διαδέχονται οι γιορτές, και τις γιορτές οι τιμητικές διακρίσεις, οι οποίες έχουν απονεμηθεί αφειδώς στον τοπικό βουλευτή και τώρα πρόεδρο της Βουλής κ. Φιλ. Πετσάλνικο. Όχι πως είναι κακό και αδικαιολόγητο έθιμο να χορηγούνται (έστω και) πομπώδεις τίτλοι και περγαμηνές στον πρόεδρο της Βουλής, μια και είναι βέβαιο ότι θα χρειαστούν πολλά-πολλά χρόνια, ίσως και δεκαετίες, για να τιμηθεί τοπικός πολιτικός με αντίστοιχο, ακόμη και λιγότερο σημαντικό αξίωμα απ’ αυτό (του προέδρου της Βουλής) που απονεμήθηκε στον τοπικό βουλευτή.

Αλλά το να απονέμεται ο τίτλος του επίτιμου δημότη της Καστοριάς, δεν είναι δα και βαρόμετρο της αξιοσύνης, ούτε τεκμήριο της ικανότητας του τιμώμενου. Σε ένα Δήμο μάλιστα του οποίου οι (τότε μελλοντικοί) πρώτοι δημότες έτρεχαν σε αεροδιαδρόμους για να δωρίσουν στο τέως λαμπρό, τέως πρωθυπουργικό ζεύγος Κωνσταντίνου και Νατάσας Καραμανλή το κατιτί τους σε γούνα και δέρμα, ίσως και οι διακρίσεις, να μην είναι και ο καλλίτερος οιωνός για το μέλλον.

Πόσο μάλλον όταν αφορούν πολιτικούς με (μακροχρόνιο) παρελθόν, όπως του κ. Φ. Πετσάλνικου, το οποίο στην πιο επιεική εκδοχή του είναι κάπως αμφιλεγόμενο για την αποτελεσματικότητά του και για την μετρήσιμη προσφορά του στον τόπο. Όπως ακριβώς συμβαίνει με το παρελθόν και το πραγματικό έργο κάθε πολιτικού. Αλλά όπως συμβαίνει σε πανελλήνια κλίμακα και με το ΠαΣοΚ. Το οποίο, αν και κυβέρνησε στο παρελθόν (σχεδόν πάντοτε με κυβερνητικό παράγοντα τον νυν νέο πρωθυπουργό), σήμερα με τα στρογγυλεμένα, απολύτως νεοφιλελεύθερα και ακαθόριστα ευχολόγια, συμπεριφέρεται σαν να είναι εποχικό προϊόν. Σαν να μην έβαλε κι’ αυτό, για πολλά-πολλά χρόνια τα χεράκια του για να οδηγηθεί η χώρα στο σημερινό της κατάντημα, ιδίως σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της διαφθοράς. Παρά τα διαλείμματα της κυβερνητικής περιόδου μετά το 1993.

Όμως, κάποια στιγμή οι πλακέτες και οι τιμές, τα τραγούδια και οι χοροί θα πρέπει να τελειώσουν. Ο κ. Φίλιππος Πετσάλνικος που εκτός από πρόεδρος της Βουλής είναι και βουλευτής Καστοριάς, θα πρέπει να καταστήσει γνωστούς και σαφείς τους στόχους του. Τι θα γίνει με την γούνα, και τι με την ρύπανση της λίμνης; Τι με την Αρχιτεκτονική Σχολή και πότε θα λειτουργήσει; Τι θα προγραμματιστεί σχετικά με το Πνευματικό Κέντρο; Τι θα κάνει για την ανεργία των πολύ και λιγότερο νέων, και τις παρασιτικές αντιαναπτυξιακές σπατάλες; Πώς θα εκσυγχρονιστεί το οδικό δίκτυο και τι θα απογίνουν οι αεροπορικές συγκοινωνίες; Πώς θα αντιμετωπισθεί η περιβαλλοντική υποβάθμιση της Καστοριάς και πώς μπορούν να αναδειχθούν τα εξαιρετικής ομορφιάς βυζαντινά μνημεία της πόλης; Αυτά είναι μερικά από τα ελάχιστα, τα στοιχειώδη, τα σχεδόν παντοτινά, και πάντως μέχρι τώρα επικίνδυνα χρονίζοντα προβλήματα της πόλης.

Για τα οποία είναι αμφίβολο αν κανείς εκεί, από τον Δήμο Καστοριάς των τιμών, των χειροφιλημάτων και ασπασμών, του έκανε την παραμικρή νύξη μέχρι τώρα. Εκτός κι’ αν περιμένουν να τα πουν με το ποδαρικό του 2010.

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Προς την εφημερίδα "ΟΔΟΣ"

Φίλε κύριε Μπαϊρακτάρη,

Στην έγκριτη εφημερίδα σας που φιλοξενεί αξιοπρόσεκτες και σοβαρές απόψεις προβληματισμένων πολιτών-συνεργατών, υπάρχει πάντα και μια φιλόξενη γωνιά για μένα. Πάντα χρειάζεται ένας τρελός, απροσάρμοστος, γραφικός που να δίνει ένα άλλο χρώμα, μια άλλη νότα όπου η θυμηδία ανάμεικτη με θυμό και αηδία παράγουν ένα κοκτέιλ συναισθημάτων και έτσι αρχίζει ένας ασταμάτητος γοερός κλαυσίγελος, ένα ξέσπασμα, ένα ξαλάφρωμα που το χρειάζεται νομίζω η φαιδρά χώρα, όπου ανθεί πορτοκαλέα. Σε ευχαριστώ.

Αφορμή ήταν μια δήλωση (όχι μετανοίας) εκ του πολιτικού γραφείου της π. βουλευτού κυρίας Μπουζάλη (το διατηρεί ακόμη) και διασκέδασα σφόδρα. Παραθέτω λοιπόν μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα μαζί με μερικά δικά μου ξεσπάσματα πολιτικής κριτικής:

Μας πληροφορεί λοιπόν η π. Βουλευτής, έμπλεος χαράς (η ψυχή της ξέρει) ότι «…τα χιλιάδες μέλη της Ν.Δ. συμμετείχαν μαζικά στη εκλογή του νέου Πρόεδρου…» και συνεχίζει με μια συγκλονιστική αποκάλυψη (!) «Ο Αντώνης Σαμαράς αναδείχτηκε ως ο επόμενος πρόεδρος... και όλοι μαζί πλέον συνεχίζουμε…» Τα-ρα-τα-τζοuμ. Τα-ρα-τα-Τζουμ, Τα-ρα-τα¬τζουμ…
Παρακάτω με δήλωσή της μας αποκαλύπτει ότι «Είχα θέσει τέσσερα βασικά στοιχεία για την επόμενη μέρα…». Μόνο που δεν μας λέει σε ποιον τα έθεσε.
Και συνεχίζει με μια εμπεριστατωμένη ντιρεκτίβα με παραινέσεις και ύφος, θέτοντάς μας προ των ευθυνών μας, λέγοντας «Οφείλουμε όλοι να διασφαλίσουμε και να αγωνιστούμε…κυρίως στο επίπεδο της βάσης…». Στον αγώνα ενωμένοι και στην μάσα χωριστά.

Πολλά εδιδάχθη στο Χάρβαρτ η κυρία τέως βουλευτής η οποία τα μεταφέρει σε μας τους βόρειους που διαφέρουμε και πολιτισμικά! (άποψη κ. Ραϊμόνδου Αλβανού) και καταλήγει με το σχετικό κρεσέντο: «Μαζί με το νέο Πρόεδρο του Κόμματος…και όλα τα στελέχη ....».
Και των Αγίων Πάντωv. Τα-ρα-τα-τζουμ, Τα-ρα-τα-τζουμ, Τα-ρα-τα-τζουμ.

Τι να πρωτοθαυμάσω, την ικανότητα προσαρμογής; Την ταχύτητα με την οποία προσπαθεί να γίνει αρεστή στον νέο Πρόεδρο εφαρμόζοντας στην πράξη την λαϊκή ρήση "Άλλαξε ο Mανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς" (προσέξτε κύριε Μπαϊρακτάρη, το Μανωλιός γράφεται με ωμέγα) και θλίψη, θρήνος και κοπετός στο πολιτικό γραφείο, κατήφεια στο μηχανισμό, αέρας τα όνειρα, αλλά ελπίζει. Μπορεί Οι ενστάσεις και οι καταμετρήσεις των σταυρών να μην απέδωσαν αλλά υπάρχει και η πίσω πόρτα.
Εγώ να ευχηθώ χρόνια πολλά, να μας ζήσουν οι Μπακογιαννίζουσες και Μπακογιαννίζοντες Νεοσαμαρικοί. Βοήθειά μας....
Χρόνια πολλά και σε σένα φίλε Παναγιώτη και στην εφημερίδα σου.

Γιάννης Εύδος

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Προς την δ/νση της εφημερίδος «ΟΔΟΣ»
για δημοσίευση

Κύριε διευθυντά,

Θα συνέλθουν, υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι αρχηγοί των πολιτικών μας κομμάτων για να συζητήσουν (αίτια και μέτρα) για τη διαφορά όπου χώρα μας έχει τα πρωτεία.Θα προτείνουν, λένε, μέτρα πάταξης της διαφθοράς. Δεν ξέρουν τι θα πατάξει τη διαφθορά; Tώρα θα το μάθουν και θα το προτείνουν; Τώρα ανακάλυψαν τη διαφθορά και δεν ξέρουν ότι μία είναι η λύση και μέσο κατάργηση της διαφθοράς. Η παραδειγματική Τιμωρία μερικών ήδη παρεκτραπέντων ώστε να μην επαναληφθεί το λυπηρό αυτό φαινόμενο. Αν ήταν 10-15 ένοχοι διαφθοράς στη φυλακή με καταδίκες 20-30 χρόνια κάθειρξης, δεν θα είχαμε πρόβλημα. Αντί αυτού κανένας δεν τιμωρείται και η αναγγελθείσα, προ των εκλογών, σύσταση εξεταστικής επιτροπής της βουλής για το σκάνδαλο Ζήμενς, τέθηκε στις καλένδες. Πώς να γίνει όμως εξεταστική στη βουλή για τη Ζήμενς όταν άνω των 50 κρατικών λειτουργών πήραν δωρεάν ηλεκτρικές συσκευές; Θα τολμήσει να τους βάλει φυλακή για να λύσει το πρόβλημα; Όχι βέβαια, αφού στη ψήφιση τέτοιου νόμου όλοι θα αντιδράσουν.
Αντί αυτού, ψηφίσθηκε χθες νόμος που, όταν ένας βο(υ)λευτής μετέχει σε εξωχώριες εταιρίες χάνει τη θέση του. Το αποτέλεσμα είναι αν υπάρχουν τώρα τέτοιοι βο(υ)λευτές να παραιτηθούν αμέσως ώστε αν ζητηθεί και εξετασθεί η περίπτωσή τους να είναι καθαροί. Με τέτοιες πρακτικές και νόμους δεν πατάσσεται η διαφθορά, αλλά γιγαντώνεται.
Επαναλαμβάνω ότι η λύση είναι μία και μοναδική. Φυλακή μακροχρόνια στους παρεκτραπέντες, έστω και αν ματώσουν τα κόμματα, θα ιαθεί η κοινωνία και θα αποκτήσει αξιοπιστία (που έχασε) η χώρα μας και το κοινωνικό της σύνολο. Δεν τα ξέρουν αυτά οι πολιτικοί μας αρχηγοί; Επειδή δε συχνά οι κύριοι πρωθυπουργοί ομιλούν για περιορισμό της σπατάλης ας τολμήσουν να βάλουν χέρι και περιορισμούς σε αυτήν για να λυθεί το οικονομικό μας πρόβλημα. Τα νοσοκομεία πχ. αγοράζουν τα πρωτότυπα φάρμακα με καπέλο 500% αντί των βιοισοδυνάμων, που στοιχίζουν 20% αυτών, με αποτέλεσμα να έχουν τεράστια ελλείμματα τα ασφαλιστικά μας ταμεία. Τολμήστε και αφήστε τα λόγια.

Με τιμή και εκτίμηση,
καθ.δρ δρ Αναστάσιος Β.Κοβάτης

Για τον Χρυσόστομο Τζημάκα

Νεκρολογία
για τον καθηγητή Πνευμονολογίας
Χρυσόστομο Τζημάκα

Απόψε στη γειτονία των αγγέλων κυκλοφορεί και ο δάσκαλος.Του άρεσε αυτός ο τίτλος και τον δικαιούται ήταν όντως δάσκαλος
-Δίδασκε φιλοσοφία. Η ικανότητά του να καθοδηγεί τους μαθητές του ήταν μοναδική. Με ηρεμία, γλυκύτητα, ηπιότητα, αλλά και μοναδική επιχειρηματολογία καθοδηγούσε τη σκέψη μας σε βαθιά νοήματα όχι μόνο της ιατρικής αλλά και της ιστορίας της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας.
-Δίδασκε ύφος και ήθος. Πάντα γελαστός και ήρεμος, πάντα καταδεκτικός και συγκαταβατικός, πάντα ειλικρινής και ευθύς πάντα με ένα λεπτό ευγενές ήπιο χιούμορ, είχε ένα καλό λόγο για όλους του φίλους, τους μαθητές, τους συνεργάτες, τους ασθενείς, τους συγγενείς, ΝΑΙ ΕΝΑ ΚΑΛΟ ΛΟΓΟ.
-Δίδασκε τον τρόπο να εκφράζεσαι σε γραπτό και προφορικό λόγο. Μοναδικός συγγραφέας, καλλιτέχνης, ζωγράφος έγραφε σχεδίαζε και διόρθωνε ασταμάτητα επιστημονικά, φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά κείμενα με τρόπο μοναδικό, απαράμιλλο, ανεξάντλητο δημιουργώντας αθάνατα έργα.
-Δίδασκε καλές τέχνες. Ζωγραφική, αρχιτεκτονική, φωτογραφία, σχέδια, προπλάσματα. Σειρά από τα επιστημονικά αυτά έργα υπάρχουν σε βιβλιοθήκες, εκδοτικούς οίκους, μουσεία αλλά και στο βρογχοσκοπικό τμήμα όπου και μέχρι σήμερα εκπαιδεύονται οι νέες γενιές των γιατρών.
-Δίδασκε λιτότητα. Δεν του άρεσαν τα μεγαλεία, η επίδειξη, τα πλούτη. Δεν απεκόμισε κανένα υλικό αγαθό από την ιατρική. Του περίσσευε ο μισθός, τα χρήματα, οι τίτλοι, τα αξιώματα. Δεν είχε περιουσία, δεν είχε ιατρείο, δεν είχε ούτε καν αυτοκίνητο αξιόλογο. Συχνά τον έβλεπες στο λεωφορείο κρεμασμένο από τη χειρολαβή πάντα χαμογελαστός πάντα ήρεμος να έρχεται στο Παπανικολάου, ή να περπατά στο κέντρο, να επισκέπτεται καλλιτέχνες, εκδότες, φίλους -πεζός, απλός, χαμογελαστός, πλούσιος στην λιτότητά του.
-Δίδασκε επιστήμη. Όχι αυτή τη ξερή σελίδα 4,κεφάλαιο 3, παράγραφο 2, σειρά 1. Αποδεικτικά, ήρεμα, συγκαταβατικά σου ανέπτυσσε την θεωρία, την συνδύαζε με την πράξη και σου εξηγούσε την αξία της εφαρμογής της με αυτό τον καταπληκτικό τρόπο που σε άφηνε άφωνο, αποσβολωμένο, ανίκανο να αντιδράσεις σε οτιδήποτε εξωτερικό ερέθισμα. Τα άπειρα επιστημονικά ερεθίσματα σε οδηγούσαν σε νέες σκέψεις και απόψεις που σου έδινε το δικαίωμα και τον χρόνο να τις εκφράσεις και να τις υποστηρίξεις αλλά και να τις τροποποιήσεις για να οδηγηθείς στην πραγματική αλήθεια.
Εμείς σε λέγαμε Χρυσόστομο επειδή ο λόγος σου μας ήταν χρυσάφι τῷ τὴν γλώτταν χρυσορρήμονι, όπως και στο τροπάριο των τριών ιεραρχών (προστάτες της παιδείας) αναφέρεται. Οι φίλοι σου όμως σε ονόμαζαν Χρυσούλη για την καλή σου την καρδία (μήπως σε ήξεραν καλύτερα;).
Ταπεινοί μαθητές σου, προσκυνητές της γνώσης σου, του ύφους σου, του ήθους σου της φιλοσοφίας της θεώρησης της ζωής αποθέτουμε σταγόνα από το δάκρυ μας στις ευχές μας για καλό ταξίδι στη γειτονιά των αγγέλλων. Η διδασκαλία σου θα μας καθοδηγεί για πάντα.

Για τους μαθητές σου
Θοδωρής

20.12.09

ΟΔΟΣ: Τα «καλά παιδιά της πόλης»

Η πρόσφατη παραίτηση της δημοτικής συμβούλου Καστοριάς κ. Ειρήνης Γεωργοσοπούλου, την π. εβδομάδα, με δήλωση ανεξαρτητοποίησής της από τον συνδυασμό «Νέα Πνοή» της πλειοψηφίας του δημάρχου κ. Ι. Τσαμίση με τον οποίο εκλέχτηκε, αποτελεί μια από τις ελάχιστες εδώ και μήνες, δημόσιες ενέργειες με πολιτική σημασία και αξία. Εκεί έφθασε η Καστοριά.

Χρειάστηκαν να προηγηθούν πολλοί μήνες μιας ερμαφρόδιτης σχέσης μια και η δημοτική σύμβουλος αν και αποδοκίμαζε τις παραλείψεις, κυρίως την απραξία της ομάδας με την οποία εκλέχθηκε, ωστόσο παρέμενε σ’ αυτή. Η ΟΔΟΣ με το κύριο άρθρο της στο 517 φύλλο της 19ης Νοεμβρίου 2009 στηλίτευε την στάση της, για λόγους πρακτικούς αλλά και δεοντολογίας. Έτσι, η παραίτησή της (που είναι «μερική», αφού αν και ανεξαρτητοποιήθηκε από την «Νέα Πνοή» παραμένει στις Επιτροπές στις οποίες ορίσθηκε από τον κ. Τσαμίση, ή εκλέχτηκε ως μέλος της πλειοψηφίας), δείχνει πάντως να αποκαθιστά εν μέρει μόνο στοιχειώδη ζητήματα, όπως συμφωνίας λόγων και πράξεων, και ασφαλώς δεοντολογίας.

Για την πόλη της Καστοριάς, η κατάσταση που επικρατεί εδώ και μερικά χρόνια δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη. Η δημοτική σύμβουλος που δήλωσε την ανεξαρτητοποίησή της, την περιγράφει σε αδρές μόνο γραμμές. Μακάρι το πρόβλημα της Καστοριάς να ήταν η κυριαρχία της «κομψότητας» και της «επιτηδειότητας», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στην δήλωσή της η κ. Γεωργοσοπούλου. Αλλά δεν είναι. Διότι οι κάτοικοι και οι δημότες της Καστοριάς βρίσκονται συνεχώς απέναντι σε απλά προβλήματα καθημερινότητας που υπό κανονικές συνθήκες θα έμοιαζαν πανεύκολα και επομένως, αδιανόητα. Προφανώς η απαρίθμηση τους εδώ, είναι περιττή.

Ασφαλώς γι’ αυτή την κατάσταση δεν ευθύνεται αποκλειστικά το γεγονός ότι η πόλη μοιάζει να βρίσκεται υπό τριετή καταστολή. Ούτε που δεν φαίνεται στον ορίζοντα ο προγραμματισμός και η πραγματοποίηση κανενός δημοτικού έργου βγαλμένου από τα μεγάλα λόγια και τις υποσχέσεις του (σουρεαλιστικού) προεκλογικού φυλλαδίου της «Νέας Πνοής». Το οποίο ήταν τόσο υπερβολικό, ώστε από την πρώτη στιγμή ήταν αναντίστοιχο του στίγματος της Νέας Πνοής. Αποτελούσε εμπαιγμό.

Είναι όλα αυτά, αλλά πιο πολύ είναι ασφαλώς το κυρίαρχο αίσθημα της γενικευμένης και απόλυτης παραίτησης από κάθε προσπάθεια. Ή ακόμη χειρότερα, της «ιδεολογικοποίησης» της απραξίας και της ανεπάρκειας. Για να μην κρύβονται οι έννοιες πίσω από τις λέξεις.

Έφθασε η Καστοριά να αντιμετωπίζει τις ανάγκες της και την πραγματικότητα, με αδιαφορία και μοιρολατρία. Η απραξία και η ακαταλληλότητα μοιάζουν να διεκδικούνται σαν πολιτικά δικαιώματα. Σαν διοικητικές αρετές. Στον τρίτο ήδη χρόνο της θητείας της, η δημοτική πλειοψηφία είναι βυθισμένη στην γενικευμένη απάθεια. Ούτε ο δήμαρχος της πόλης, ούτε οι δημοτικοί του σύμβουλοι δείχνουν να προσπαθούν για μια κάποια αλλαγή. Οι αποδείξεις, περιβάλλουν σε κάθε βήμα τους δημότες και κατοίκους από το πρωΐ έως αργά το βράδυ.

Αν δεν υπήρχαν τα απορριμματοφόρα, οι κάπως βαριεστημένοι δημοτικοί αστυφύλακες να προσπαθούν να δώσουν νόημα στην παρουσία και την υπηρεσία τους, και τα υποτυπώδη, μικροέργα μπαλωμάτων με άσφαλτο σε ελάχιστες από τις εκατοντάδες λακκούβες, θα πίστευε κανείς ότι η πόλη βρέθηκε στην ζώνη του λυκόφωτος. Η αλήθεια αυτή, θα κρυφτεί προσωρινά, κάτω από την πούδρα και την φθηνή λάμψη των ημερών, αλλά θα επιστρέψει αμείλικτη τις ατελείωτες ημέρες του χειμώνα.

Για την εικόνα της παράλυσης, η ευθύνη ανήκει φυσικά στην πλειοψηφία του Δήμου Καστοριάς. Όχι απλώς και μόνο στον δήμαρχο, αλλά και σ’ αυτούς που με την υποστήριξή τους οδήγησαν τις εξελίξεις και την Καστοριά, εκεί που βρίσκεται σήμερα. Οι σύμβουλοι της πλειοψηφίας δεν παίρνουν καμμιά πρωτοβουλία. Ιδιαίτερη κατηγορία δημοτικών συμβούλων, που έχουν τις δικές τους σημαντικές ευθύνες, είναι οι σύμβουλοι της πλειοψηφίας, που αν και ρητά, ή έμμεσα, δήλωσαν την διαφοροποίησή τους, ή και τις αντιθέσεις τους προς τον δήμαρχο Καστοριάς, ωστόσο, δεν παραιτούνται, και εξακολουθούν να επανδρώνουν τις τάξεις της δημοτικής πλειοψηφίας θολώνοντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση.

Στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους, αλλά και στις δημόσιες τοποθετήσεις τους, οι περισσότεροι απ’ αυτούς δύσκολα πια συγκρατούν την αποδοκιμασία τους. Ήδη ορισμένοι απ’ αυτούς έχουν αδρανοποιηθεί πλήρως, ενώ κάποιοι άλλοι, ακόμη και με αξιώματα, σκέπτονται να παραιτηθούν. Ωστόσο μέχρι στιγμής, επίσημα και φανερά, όχι μόνο δεν πράττουν ανάλογα με τις απόψεις τους, όπως έπραξε έστω και καθυστερημένα και εν μέρει η κ. Γεωργοσοπούλου, αλλά υπηρετούν το σύστημα των δημοτικών αξιών της πλειοψηφίας: Κανείς για τίποτε, και όλοι για όλους.

Η πρακτική αυτή στην οποία επιμένουν οι δημοτικοί σύμβουλοι, πολιτικά τουλάχιστον, δεν είναι η ορθότερη και δεν δικαιώνεται ούτε δικαιολογείται από τις φιλοδοξίες (ενίοτε ασυγκράτητες) για μια θέση στο μέλλον του Δήμου Καστοριάς, μετά τις επόμενες εκλογές. Διότι όπως ακούγεται, κάποιες και κάποιοι, πατούν ήδη αλλού, με το άλλο τους πόδι.

Μεγάλο μερίδιο πολιτικής ευθύνης ανήκει και στην συστηματικά καταστροφική ανάμειξη των κομμάτων και ιδιαίτερα της Νέας Δημοκρατίας. Τα αλλεπάλληλα, πολυετή λάθη της, εκτόξευσαν στο όριο της κατοπινής ολοκληρωτικής κριτικής ασυλίας τους σημερινούς διοικούντες του δήμου, που εκλέχτηκαν επειδή είναι «καλά παιδιά της πόλης». Τους ανθρώπους που με την σιωπηλή ή ρητή επίκληση της αυθεντικότητας, τιμιότητας και της γνησιότητας, κατόρθωσαν να αναρριχηθούν σε δύσκολα, πολύπλοκα και υπεύθυνα αξιώματα και στο τιμόνι του Δήμου.

Μόνο που η Καστοριά αντί στο βάθρο, οδηγήθηκε στο χείλος ενός χαοτικού κενού. Αν δεν βρίσκεται ήδη σε ελεύθερη πτώση.
.

Δήλωση ανεξαρτητοποίησης της κ. Ειρήνης Μισκία Γεωργοσοπούλου από την «Νέα Πνοή» του κ. Ιωάννη Τσαμίση

Προς τον δήμαρχο Καστοριάς και τον πρόεδρο του Δ.Σ.

Με την παρούσα επιστολή θα ήθελα να δηλώσω την ανεξαρτητοποίηση μου από το συνδυασμό ‘’Νέα Πνοή’’ με τον οποίο εκλέχτηκα ως δημοτική σύμβουλος στο δήμο Καστοριάς.
Γινόμαστε όλοι μας καθημερινά θεατές μιας πολιτικής όπου κυριαρχούν η ‘’κομψότητα’’ και η ‘’επιτηδειότητα’’, όπου η ενασχόληση με το κοινωνικό γίγνεσθαι γίνεται αυτοσκοπός, όταν αντιθέτως η αναπτυξιακή δράση ακολουθεί ασθμαίνοντας.
Δώσαμε σαν υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι της ‘’Νέας Πνοής’’, υπόσχεση αγώνα ανάπτυξης του τόπου μας και αναβάθμισης της ποιότητας ζωής των καστοριανών πολιτών και των παιδιών τους.
Δώσαμε υπόσχεση ακατάπαυστης εργασίας για μια σύγχρονη και καλύτερη Καστοριά φιλική για τους κατοίκους της.
Στηριχθήκαμε από τους πολίτες και επιλεχθήκαμε με γνώμονα την αξιοκρατία και την ηθική, για να υπηρετήσουμε τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Θελήσαμε να οραματιστούμε, να προγραμματίσουμε και να υλοποιήσουμε δράσεις με διαφάνεια, συλλογική εργασία και αποτελεσματικότητα.
Πόσα όμως από τα παραπάνω μπορέσαμε να τηρήσουμε ή στην πραγματικότητα να πετύχουμε, αυτό επαφίεται στην κρίση των πολιτών.
Προσωπικά εγώ σεβόμενη τον εαυτό μου, τους ψηφοφόρους της ‘’Νέας Πνοής’’ και την πλειονότητα των συμβούλων του συνδυασμού, αρνούμαι να συμμετέχω πλέον και επισήμως σ’ ένα σχήμα όπου τα οράματα τσαλακώνονται και η έφεση για δημιουργία, προσφορά έργου και η αποτελεσματικότητα εγκλωβίζονται και στοχοποιούνται ενάντια στην καλή πίστη και στο συμφέρον των Καστοριανών.
Θα παραμείνω στη θέση της ανεξάρτητης δημοτικής συμβούλου ως την επίσημη λήξη της θητείας μου ευελπιστώντας σε αγαστή συνεργασία με όσες και όσους απρόσκοπτα και ανυστερόβουλα αγωνίζονται για τα συμφέροντα της πόλης και των πολιτών και ιδιαίτερα της νέας γενιάς που αποτελεί το μέλλον της Καστοριάς μας.

Ειρήνη Γεωργοσοπούλου-Μισκία

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Μία μικρή και συνηθισμένη ιστορία

Ήταν κάποτε μια χώρα όχι πολύ μακρινή, που καμάρωνε, όλο και καμάρωνε για το ένδοξο παρελθόν της. Με το δίκιο της, αφού πράγματι ο τόπος αυτός ήταν τόσο δοξασμένος, που συνεχώς έρχονταν άνθρωποι από μακριά του για να δουν με τα μάτια τους τα σημάδια της μεγάλης του δόξας και να τον θαυμάσουν από κοντά. Όμως, όσο κι αν η χώρα αυτή είχε κάθε δίκιο να καμαρώνει για το χτες της σχεδόν άλλο τόσο δεν είχε δικαίωμα ούτε περιθώριο να μιλά με περηφάνια για το τώρα της, που δε θα μπορούσε κανείς να το πει δοξασμένο: γιατί παντού συζητιόταν- όχι, βέβαια στα κίτρινα πηγαδάκια, όπου κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού γίνονταν μονάχα κουτσομπολιά, όχι ουσιαστικές συζητήσεις για την πορεία αυτού του τόπου- πως τα πράγματα ήταν δύσκολα, δεν πήγαιναν καλά.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν υπήρχε κάτοικος της χώρας, έστω και λίγο σοβαρός, που να μην ήξερε πως η κατάσταση αυτή δεν πήγαινε άλλο, πως κάπου έπρεπε να σταματήσει το κακό. Και δεν ήταν μόνον οι ειδικοί που έβλεπαν τα πράγματα από μέσα από τη χώρα∙ και οι απ’ έξω επιτηρητές της έβλεπαν κι έδιναν οδηγίες για να μπορέσει ο μικρός αυτός τόπος να σηκώσει κεφάλι και να αναστηθεί στο ζήτημα που είχε σχέση με τα χρήματα, ένα ζήτημα που συζητιόταν περισσότερο από τα άλλα, χωρίς, βέβαια και δυστυχώς, να είναι αυτό το μόνο ζήτημα όπου η χώρα είχε φτάσει πολύ κοντά στο θάνατο…

Ένα, λοιπόν, από τα κρίσιμα αυτά ζητήματα, μία από τις πληγές της χώρας που είχαν ανοίξει τις τελευταίες δεκαετίες και δεν έλεγαν να κλείσουν, ήταν πως η χώρα είχε καταντήσει σε πάρα πολλά επίπεδα μια τεράστια παιδική χαρά. Και μπορεί να το είχε πει και ο αρχαίος φιλόσοφός της πως οι Έλληνες είναι πάντα παιδιά, αλλά, και πάλι, πώς θα μπορούσε η χώρα να συνέλθει, όταν τα πάντοτε παιχνιδιάρικα παιδιά της έπαιζαν ακόμα και τις ώρες που έπρεπε να δουλεύουν; Και, αν αυτός ήταν ο χαρακτήρας των παιδιών της πάντα, τις τελευταίες δεκαετίες το κακό είχε παραγίνει. Το πώς ο τόπος του είχε φτάσει ως εκεί ήταν δύσκολο να το καταλάβει ο στρατιώτης, γιατί αυτός άλλα θυμόταν και άλλα είχε ζήσει, όταν μεγάλωνε.
Γιατί, όταν ήταν ο ίδιος μαθητής, μολονότι ξεχώριζε, μολονότι ανήκε στους άριστους, απολάμβανε την αμέτρητη αγάπη των συμμαθητών του. Κανένα ίχνος φθόνου, καμιά ματιά πλάγια που να δείχνει έστω και ελάχιστη αντιπάθεια. Απλώς γιατί τότε δεν είχε ακόμη βλαστήσει το επιζήμιο φυτό του φθόνου.
Λοιπόν, το από πού μας ήρθε ο σπόρος αυτού του απαίσιου φυτού και πώς ευδοκίμησε τόσο σ’ αυτήν την πατρίδα λίγοι πια έχουν απομείνει που δεν το έχουν καταλάβει ακόμα. Γιατί το έχουν πει και προπαντός το έχουν γράψει οι πιο σοβαροί κάτοικοί της: πριν από τριάντα περίπου χρόνια άρχισε να φυτρώνει εδώ, μέσα στα κεφάλια των ανθρώπων, στην αρχή δειλά-δειλά, μα στη συνέχεια ορμητικά και στερεότατα∙ τόσο που τίποτα δεν μπορούσε πια να το ξεριζώσει από τον τόπο που έτρωγε και κατέστρεφε λίγο λίγο, γιατί είχε σπρώξει τους αρεστούς στην κορυφή∙ πολύ πιο πάνω από τους άριστους, που είχαν καταντήσει όχι μονάχα ένα τελείως άχρηστο είδος ανθρώπων, μα κι εντελώς ανεπιθύμητοι. Έτσι κυριάρχησε παντού μια κατάσταση ακριβώς αντίθετη από την αξιοκρατία. Τόσο πολύ, που αλίμονο σε όποιον τολμούσε να χαλάσει το κλασικό πια μοντέλο αδιαφορίας και απάθειας στον εργασιακό του χώρο. «Τι παριστάνει;» αναρωτιότανε η πλειονότητα των απαθών συναδέλφων του και «με ποιο δικαίωμα μας χαλάει την πιάτσα;» επίσης. Όποιος, δε, τολμούσε να επιμείνει έμπαινε στη μαύρη λίστα, τον απαξίωναν οι γύρω του που απογυμνώνονταν δίπλα του. Μόνον εκείνοι που είχαν τη δική τους αξία ως προσωπικότητες είχαν τη δύναμη να αναγνωρίσουν όποιον ξεχώριζε για το έργο του. Οι άλλοι όσο λιγότερη αξία είχαν οι ίδιοι τόσο περισσότερο τον πετροβολούσαν. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως συνήθως οι πιο πολλές πέτρες εκτοξεύονται από τα χέρια αυτών που κάνουν τα λιγότερα.
Μα ο καλός στρατιώτης της ιστορίας μας δε χαμπάριαζε από τέτοια. Απλώς γιατί είχε την ακλόνητη πεποίθηση πως η ζωή δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένα χρέος. Κι ήταν αποφασισμένος αυτό του το χρέος να το υπηρετήσει με όποιο κόστος∙ όσο κι αν όλες οι Σειρήνες τού τραγουδούσαν το χρυσό ύμνο της μετριότητας:

Πίσω ποτέ μην προχωρείς
μπροστά να μην πηγαίνεις
μπροστά φωτιά, πίσω καπνός
καταμεσής να μένεις.


Με αυτήν την απόφαση βάδιζε ο στρατιώτης, όλο και βάδιζε, και νόμιζε πως τα είχε δει και τα είχε πια ακούσει όλα. Μα είχε ξεγελαστεί. Γιατί την ίδια μέρα που κάποιος τον κατηγόρησε πως αυτός δεν είναι στρατιώτης, μα είναι ένα ρομπότ (αυτός το χρέος του απλώς έκανε, μα οι άλλοι, τόσο που είχαν ξεσυνηθίσει, για πολύ το περνούσαν αυτό το χρέος), την ίδια μέρα που ο ίδιος άνθρωπος του «ευχήθηκε» να βγει στη σύνταξη, για να καταφέρουν επιτέλους οι γύρω του να ησυχάσουν (μη νομίσετε πως τους ανησυχούσε ο καημένος, απλώς τους αναστάτωνε με την όσο γινόταν πιο αθόρυβη παρουσία του, την πάντα ζωντανή όμως, φαίνεται πως σε μερικούς δεν ήταν εύκολο να τον βλέπουν, αναστατώνονταν ψυχικά), αυτήν, λοιπόν, την ίδια μέρα συνειδητοποίησε και κάτι που ως τότε δεν το είχε καν φανταστεί: πως αυτή η τέλεια και ολοκληρωτική ισοπέδωση που κυριαρχούσε χρόνια τώρα στους διάφορους επαγγελματικούς χώρους όπου κανένας εργαζόμενος δεν αμείβεται ανάλογα με το έργο που παράγει, αλλά όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, αμείβονται ακριβώς το ίδιο (μόνο το πόσα χρόνια έχεις δουλέψει, καθόλου το πώς, υποδείκνυαν τη χρηματική αμοιβή, επομένως για ποιο λόγο, τάχα, να θέλει κανείς να δουλέψει έστω και λίγο περισσότερο από τον πιο αραχτό διπλανό του;), αυτή, λοιπόν, η τέλεια και ολοκληρωτική ισοπέδωση είχε αρχίσει να απλώνεται και σε πεδία τρυφερότατα: εκεί όπου η δουλειά των εργαζομένων είναι το να μάθουν γράμματα και το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι η τρυφερή τους ηλικία. Ο στρατιώτης δεν το είχε καταλάβει ως τώρα πως και σ’ αυτόν ακόμη το χώρο δεν ήταν αρεστή σε πολλούς η αξιοκρατία, πως και σ’ αυτόν το χώρο ενοχλούσαν τα πρότυπα που θα μπορούσαν, αν οι άλλοι σκέφτονταν αλλιώς, να κάνουν την καλή ζύμωση, πως και σ’ αυτόν το χώρο προκαλούσε η εφαρμογή του αξιώματος: «Η αρετή που επαινείται μεγαλώνει σαν δέντρο»∙ στο χώρο αυτόν όπου, δυστυχώς, αντί όλοι να έχουν τη ματιά τους στραμμένη προς τους καλύτερους (στους καλύτερους όχι μόνο στα μαθήματα, αλλά και σ’ ένα σωρό άλλα πράγματα), αντί να θαυμάζονται οι καλύτεροι, ώστε να μπορέσουν να τραβήξουν προς τα πάνω τούς πιο κάτω τους, είχε πια καθιερωθεί να είναι οι ματιές γυρισμένες προς τα κάτω κι οι άνθρωποι να νιώθουν απόλυτα ικανοποιημένοι με το ελάχιστο δικό τους, αφού το ελάχιστο είναι περισσότερο από το τίποτα κάποιων άλλων.

Ο καλός στρατιώτης, όμως, από μικρός ήξερε, κοιτώντας προς τα πάνω, όπως λέει και το όνομά του, άνθρωπος, να θαυμάζει τον καλύτερό του. Πίστευε ακλόνητα πως αυτός ο θαυμασμός του καλύτερου, καθώς δεν τον άφηνε να εφησυχάζει, καθώς δεν του επέτρεπε να είναι ευχαριστημένος με όσα είχε κατακτήσει-δεν εννοούμε, βέβαια, επίγειους θησαυρούς-, τον έσπρωχνε ολοένα να γίνεται-ή έστω να παλεύει να γίνει- καλύτερος. Την ίδια ώρα που τους γύρω του-όχι όλους βέβαια, αλλά αυτούς που κοίταζαν προς τα κάτω (κάτω έθρωσκαν) και τίποτε δεν τους ωθούσε σε αυτοβελτίωση γιατί ήταν επαναπαυμένοι με το λίγο που ήταν- τους έτρωγε το σαράκι του φθόνου.

Κι ο στρατιώτης της μικρής και συνηθισμένης μας ιστορίας δε χρειαζόταν να βασανιστεί για να καταλήξει, είχε καταλήξει ήδη προ πολλού, πως καθόλου δε συμφωνούσε με το αξίωμα της ισοπέδωσης που κρατάει ανθρώπους και κοινωνίες ολόκληρες καρφωμένους καταγής, αλλά πίστευε πως είναι ανάγκη για τον καθένα και για όλους μαζί να επιδιώκουν το άριστο, να προσπαθούν να διακρίνονται στο καλό, να ψηλώνουν σαν δέντρα και να ξεχωρίζουν από τους γύρω τους∙ ιδιαίτερα σήμερα που ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων θεωρεί την ισοπέδωση ισότητα και δεν το βλέπει, επειδή εθελοτυφλεί, πως, ναι, είναι ένα είδος ισότητας, αλλά προς τα κάτω. Γιατί, τελικά και επιτέλους, ναι: η λογική της ευκολίας, της ήσσονος προσπάθειας και της έλλειψης υψηλών στόχων όχι μόνο δε μας ωθεί προς τα εμπρός, όχι μόνο δε μας ωφελεί, μα και μας καταστρέφει∙ όλους μαζί ως κοινωνικό σύνολο, αλλά και τον καθένα μας ξεχωριστά ως άνθρωπο.
Αυτός είχε ήδη καταλήξει προ πολλού. Θα συνέχιζε να πορεύεται το δρόμο που πορεύτηκε ως τώρα. Κι ας ήταν ο πιο δύσκολος δρόμος. Ήξερε, άλλωστε, πως, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι, είναι «καλότυχοι αληθινά όσοι δεν τα έχουνε όλα εύκολα». Κι αυτός τέτοιος ήθελε να’ ναι…

Στη Φερενίκη, που δεν ανήκει στην πλειονότητα…



ΜΕΡΟΠΗΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΓΓΕΛ: Πίσω από την κουρτίνα….

Στην πρόσκληση για την έκθεση φωτογραφίας του Λεωνίδα Παπάζογλου, η οποία διοργανώθηκε στο αρχοντικό Βέργου από τον Δήμο και την Πολιτιστική Επιχείρηση Καστοριάς, αναγράφονταν οι ημέρες και οι ώρες λειτουργίας.
Ήταν σίγουρη για μένα, από τις πρώτες στιγμές της λειτουργίας της, η επίσκεψη με τους μαθητές του εργαστηρίου μου στον χώρο του αρχοντικού. Θεώρησα σωστό να ενημερώσω πριν την επίσκεψη, κάποιον αρμόδιο, γι’ αυτό κι επικοινώνησα με τον Δήμο Καστοριάς. Με παρέπεμψαν στην Τουριστική Επιχείρηση και στην συνομιλία που ακολούθησε με υπάλληλό της, έδωσα το ονοματεπώνυμό μου, αριθμό κινητού τηλεφώνου και την ακριβή ώρα των επισκέψεών μας στο αρχοντικό.

Την περασμένη Παρασκευή λοιπόν, στις 18:00 ακριβώς (ώρα και ημέρα λειτουργίας της έκθεσης, αλλά και ώρα της προγραμματισμένης επίσκεψης την οποία επιβεβαίωσα τηλεφωνικώς στην Τουριστική Επιχείρηση του Δήμου Καστοριάς 3 ημέρες πριν), βρισκόμασταν με την ομάδα των παιδιών (ορισμένα είχαν έρθει από τα Κορέστεια και το Δρυόβουνο), έξω από την έκθεση.
Ήταν κλειστή!
[…...........]
Περιμέναμε περίπου μισή ώρα και αποχωρήσαμε. Φεύγοντας στην προσπάθειά μου να βρω κάποιον να ρωτήσω γιατί τόση ασυνέπεια και γιατί η έκθεση ήταν κλειστή, δημοτική σύμβουλος άρχισε να ψάχνει και να προσπαθεί να εντοπίσει ποιος ήταν υπεύθυνος για την λειτουργία του χώρου την συγκεκριμένη ημέρα και ώρα. Δεν γνωρίζω τελικά πότε άνοιξε τις πόρτες του το αρχοντικό και αν τις άνοιξες τελικά.

Σε προηγούμενο φύλλο της ΟΔΟΥ, διάβασα για τις δυσχέρειες στον τρόπο λειτουργίας της έκθεσης, και για τους απορημένους και αγανακτισμένους επισκέπτες που βρήκαν την έκθεση κλειστή! Δεν αναρωτήθηκα και δεν απόρεσα γιατί συνέβη αυτό. Λυπήθηκαν όμως για τα παιδιά και ειδικά για εκείνα που είχαν έρθει από μακριά για να επισκεφτούν την έκθεση. Στο παρελθόν βέβαια είχα την ευκαιρία πολλές φορές να αναρωτηθώ, να απορήσω και να αγανακτήσω μ’ όλους αυτούς που κακομεταχειρίστηκα αυτό το αρχοντικό και την χρήση του.

Το αρχοντικό είχε χρηματοδοτηθεί από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα “Leader” με σκοπό να στεγάσει την Δημοτική Πινακοθήκη της πόλης. Παράνομα όμως και πριν χρησιμοποιηθεί γι’ αυτόν τον σκοπό, κάποιοι αποφάσισαν και παραχώρησαν τον χώρο στην περίφημη σχολή οργανοποιΐας, η οποία βέβαια δεν ευτύχισε να παραμείνει. Παραμένουν όμως τα άψυχα εργαλεία και τα μηχανήματά της, τα οποία βρίσκονται στον 1ο όροφο του αρχοντικού, στον 2ο καταλαμβάνει η έκθεση φωτογραφίας, ενώ ο κήπος φιλοξενεί ό,τι άχρηστο υπάρχει.

Τελικά μετά το πέρας της έκθεσης του Παπάζογλου, τι θα μπορούμε να βλέπουμε στο συγκεκριμένο κτήριο; Πώς θα το ονομάζουμε; Πινακοθήκη; Ή μήπως το επάνω τμήμα θα φιλοξενεί επιγραφή με τίτλο «Πινακοθήκη» και η κάτω ό,τι περίσσεψε από την σχολή οργανοποιΐας και ο κήπος ό,τι άχρηστο; Δεν είναι βέβαιο καθόλου δύσκολο να δούμε στο μέλλον τον χώρο να χρησιμοποιείται και από κάποιον σύλλογο. Εξ άλλου στο παρελθόν πολιτιστικός σύλλογος της πόλης μας το είχε διεκδικήσει.

Τελικά είναι δύσκολο, ίσως και ακατόρθωτο, όταν πέφτουν τα φώτα των εγκαινίων και η λάμψη της προβολής, μαζί με τα συγχαρητήρια, τις τιμητικές πλακέτες και τα πολλά χαμόγελα, να μπορέσουν κάποιοι να τραβήξουν την κουρτίνα από το παράθυρο του αρχοντικού και να δουν ότι στον κήπο υπάρχουν σκουπίδια και αγκάθια….

18.12.09

ΟΔΟΣ: Η απομάκρυνση από μία νόθο κατάσταση


ΟΔΟΣ 3 Δεκεμβρίου 2009 | 519


Η οικογενειοκρατία στην ελληνική πολιτική σκηνή, και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα, από την οποία δεν μπόρεσε να ξεφύγει (περίπου τέτοιες ημέρες) δυο χρόνια πριν το ΠαΣοΚ, (αφού το κόμμα έμεινε υπόθεση των Παπανδρέου), δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα το βράδυ της περασμένης Κυριακής, με την καθαρή εκλογή του κ. Αντώνη Σαμαρά στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Χωρίς όλα αυτά να σημαίνουν ότι η κ. Ντόρα Μπακογιάννη δεν διαθέτει ομολογουμένως αρκετή δόση πολιτικής γοητείας και δημοκρατικής παιδείας. Ώστε αν δεν ήταν κόρη του πατρός της, χήρα του ανδρός της, αδελφή του αδελφού της και μητέρα των παιδιών της, ίσως τα θετικά της γνωρίσματα να την έκαναν φαβορί. Αλλά μάλλον αν συνέτρεχαν όλα αυτά, ίσως και να μην την γνώριζε κανείς. Έτσι γίνεται στην Ελλάδα.

Και το πλήγμα ήταν τριπλό: πρώτα, διότι ως νέος αρχηγός εκλέχθηκε, από την βάση των εκατοντάδων χιλιάδων μελών του κόμματος, ένας πολιτικός, που το 1993 αποβλήθηκε από το ίδιο το σύστημα της οικογενειοκρατίας, επί κυβερνήσεως (του πατέρα της δεύτερης κατά σειρά επιτυχίας) κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ώστε στο εξής κανείς να μην νομιμοποιείται σ’ αυτό το κόμμα να επικαλείται το εύκολο παραμύθι της διάσπασης.

Δεύτερο, διότι η υπεροχή του νέου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, σημειώθηκε όχι μόνο σε αναμενόμενες περιοχές, όπως η Πελοπόννησος (περιφέρεια καταγωγής), και η Μακεδονία (για το θέμα των Σκοπίων). Αλλά και σε άλλες περιοχές, όπως η Ήπειρος και ιδίως η Β’ Αθηνών, στην οποία υποτίθεται ότι ο έλεγχος των πανίσχυρων μηχανισμών της κ. Μπακογιάννη, της είχε εξασφαλισμένη την υπεροχή.

12.12.09

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Η ΟΔΟΣ έλαβε την ανώνυμη επιστολή που αναφέρεται σε μη κατονομαζόμενο ευθέως δημοτικό σύμβουλο, και για την πολιτική της διάσταση, την καταχωρεί ως έχει. Εννοείται, ότι τα πραγματικά στοιχεία της υπόθεσης δεν είναι διασταυρωμένα.
Εδώ και λίγες εβδομάδες παρακολουθούν τις εργασίες αναπαλαίωση ς µίας εκ των ομορφότερων κατοικιών της Καστοριάς, την οποία η αγάπη, της αρχόντισσας ιδιοκτήτριας δώρισε στην πόλη µας.
Πρόκειται για το σπίτι της κ. Νταής, ένα ιστορικό, πανέμορφο κτίσµα που κοσµεί την βόρεια παραλία της πόλης µας και τη γειτονιά του Απόζαρι.
Γνωρίζαµε πως αυτό το υπέροχο κτίσµα µαζί µε τον όµορφο κήπο του σύµφωνα µε την επιθυµία της ιδιοκτήτριας και βάσει της διαθήκης της είχε περιέλθει στην κυριότητα του δήµου Καστοριάς. Έτσι, χαρήκαµε όταν είδαµε τα συνεργεία των εργατών να ξεκινούν τις εργασίες αναπαλαίωσης, ελπίζοντας σε κάποια ευχάριστη έκπληξη από την πλευρά της πλέον αδρανούς δηµοτικής αρχής (Επιτέλους, κάνουν κάτι έστω και µετά τρία άγονα χρόνια!)
Πλανώµεθα πλάνη οικτρά.
Ρωτώντας τους εργαζόµενους πληροφορηθήκαµε ότι το εν λόγω κτίσµα αγοράστηκε (!) (κατά ποσοστό 50%) από έναν συµπολίτη µας από κάποια «κληρονόµο» της κ. Νταής. Ακόµη µεγαλύτερη η έκπληξή µας όταν ενημερωθήκαμε ότι ο εν λόγω κύριος είναι δηµοτικός σύµβουλος και αρχηγός συνδυασµού του Δήµου Καστοριάς. Αντί δηλαδή
ο εκλεγμένος από εµάς δηµοτικός σύμβουλος να φροντίσει ως είχε ηθικό και πολιτικό καθήκον και υποχρέωση να ελέγξει, πού βρίσκεται η διαδικασία της αποδοχής της δωρεάς, γιατί το αναφερόµενο κτίσµα δεν αξιοποιείται από την δηµοτική αρχή, πού κολλάει και γιατί καθυστερεί η όποια χρήση του, να προστατεύσει δηλαδή τα
συμφέροντα του δήµου, όλων µας, (το αυτονόητο!), φρόντισε να βρει τον τρόπο να το αγοράσει προς ίδιον όφελος!
Ακόµη πιο συγκλονιστική όµως είναι η σιωπή της δηµοτικής αρχής, του δηµάρχου, των αντιδηµάρχων, του νοµικού συµβούλου, των τεχνικών υπηρεσιών, του έτερου εκλεγµένου συνδυασµού του δήµου µας, των τοπικών ραδιοφώνων, τηλεοράσεων και εφημερίδων.
Πού είναι οι λαλίστατοι ρεπόρτερ που συνοδεύουν εδώ και χρόνια τα πρωινά µας; Συνεταίροι και µη; Πού είναι οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι, αρθρογράφοι και χρονογράφοι των εφημερίδων µας; Γιατί σιωπούν άπαντες; Ποιος επιτέλους θα ενδιαφερθεί γι' αυτόν τον τόπο;
Ποιος θα σεβαστεί τη µνήµη και την επιθυµία της σεβαστής δωρήτριας; Πότε επιτέλους θα πάψει η πολιτικοοικονοµική διαπλοκή;

Ένας αγανακτισμένος πολίτης

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Ύστερα απο 3 χρόνια περίπου εξάλειψης της Προγραμματικής Σύμβασης Καστοριάς και (μετά από πολλές προεκλογικές υποσχέσεις) διάβασα σήμερα στην ΟΔΟ για την παράτασή της (που από όσο γνωρίζω η λέξη αυτή έχει να κάνει με κοντινές χρονικές αποστάσεις!!), και δεν σας κρύβω την απογοήτευση και τον εκνευρισμό μου για αυτήν την κατάσταση σαν πρώην εργαζόμενος της Προγραμματικής, καθώς ξαναζώ σε ριμέϊκ τις ίδιες πάντα, μα πάντα προεκλογικές υποσχέσεις και την ίδια απογοήτευση.
Θέτοντας πάντα το ενδιαφέρον και την ευαισθησία όλων των τοπικών αρχόντων προς τα μνημεία μας, δεν χρειάζονται και πολλά λόγια καθώς μια βόλτα γύρω από αυτά θα μας αποδείξει αυτήν την κοροϊδία.
Αν μόνο εγώ ζω αυτό το όνειρο, παρακαλώ ξυπνήστε με!

Αναγνώστης

Β.Π. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ: Τα 3+1 μουστάκια του αγίου Νικολάου

Τους βλέπω κάθε χρόνο από το μπαλκόνι του γραφείου μου επί της κεντρικής οδού, να σέρνουν ουδέτερα τα βήματά τους στο ρυθμό του αργού μαρς. Πρώτη σειρά των επισήμων της κοσμικής εξουσίας κατά την περίλαμπρη και με βυζαντινή παπαδοσύνη, λιτανεία της εικόνας του αγίου Νικολάου, ανήμερα της γιορτής του. Με όλη την επισημότητα λες και βγήκαν μόλις από το καθαριστήριο του καθωσπρεπισμού που επιβάλλει το πρωτόκολλο, ο κ. Δήμαρχος, οι κ.κ. νυν βουλευτές κι ο τ. βουλευτής και υπουργός. Κοινό σημείο οπτικής αναφοράς τα μουστάκια! Κάπως με μελαγχολεί η σοβαροφάνειά τους ακόμα και η τυχόν σοβαρότητα που ενδύονται.

Επί της μικρής μας ιστορίας. Την 6η Δεκεμβρίου τιμάται η μνήμη του αγίου Νικολάου και πανηγυρίζει ο καθεδρικός ναός της πόλεως (1664 η ανέγερση και 1721 η δεύτερη σχεδόν εκ βάθρων ανακατασκευή του) που θεμελιώθηκε από τον Ι. Τράντα, τον πρώτο άρχοντα και οικιστή της που ήρθε σ’ αυτήν («πλούσιος ων και έχων ποίμνιον εκ δωδεκακισχιλίων αιγών και προβάτων») μετά την καταστροφή του κάστρου του Κτενίου (1649). Αφιέρωσε την εκκλησία στον θαλασσινό άγιο παρά την αθαλάσσια γεωγραφική υφή της πόλης μάλλον εκ του ομώνυμου ναϋδρίου που υπήρχε στο βυζαντινό χωριό.

Πριν λίγο καιρό (10 Οκτωβρίου) δημοσίευσα κάτι λίγα στον ασύνορο (κι ασύδοτο φορές) χώρο της μπλογκόσφαιρας (iparemvasi.blogspot.com) για τα «Τρία μουστάκια» (Νίτσε, Μαλλαρμέ, Χάιντεγκερ) του φιλοσόφου της καθημερινότητας Κωστή Παπαγιώργη σε αντιπαραβολή αισθητική του μυστακοφόρου ηγετικού απαράτ της πόλεως, ήγουν του νυν Δημάρχου κ. Λ. Καλουτά και των κ. Π. Κουκουλόπουλου και Γ. Βλατή (βουλευτών). Μετά τη λιτανεία προσθέτω και τον κ. Νίκο Τσιαρτσιώνη, τ. βουλευτή, υπουργό κ.λπ. στα τρία μουστάκια. Εντελώς κοζανίτες τη μέρα αυτή υποθέτω νιώθουν ιδιαίτερα το θρησκευτικό, ιστορικό και πνευματικό της βάρος στο νυν και στο αεί της. Αν και μου φαίνεται πως μόνον ο νέος δήμαρχος (αλλά πολύ παλιός στα δημοτικά πράγματα άρα άνευ του δικαιώματος της χάριτος από τον «Κήπο» των πολιτικών «Χαρίτων») να στενάζει κάτω από το βάρος των τρεχουσών υποχρεώσεών του (αλλά και την κρυφή αγωνία της μελλούμενης επανεκλογής του). Οι λοιποί μάλλον ήρθε ο καιρός ν’ απολαύσουν (ως άνθρωποι τη δικαιούνται) την βουλευτική τους άνεση («Πέρασε ο καιρός της γνώσης ήρθε ο καιρός της απόλαυσης» Κλωντέλ). Μια πολιτική ζωή δηλαδή αμέριμνη (μόνον η επανεκλογή τους θα τους ενδιαφέρει πια), αφού δεν τους πέφτει και κανένας λόγος στη Βουλή παρά να σηκώνουν ή κατεβάζουν τα χέρια τους, λέγοντας κάπου κάπου για το πελατειακό τηλεοπτικό κοινό τους, τον κοντό ή μακρύ τους λόγο. Ο,τι γινόταν πάντοτε δηλαδή.

Σκέφτομαι κατά πόσον αυτοί οι εντός πόλεως επιφανείς πολίτες, που δείχνουν τόση παραδοσιακή αφοσίωση, ιστορική γνώση, πολιτισμική μέριμνα μέχρι και ...αγωνία για το νυν και το μετά της στους τομείς αυτούς, αν και πόσο τους απασχολούν επί της ουσίας τα θέματα του πολιτισμού των γραμμάτων της γενικώς.
Στα άλλα κοινά ζητήματα ίσως να τα κατάφεραν και να τα καταφέρνουν όπως όπως, αλλά στα γράμματά της, που εφάπτονται της ιστορίας της πόλεως, την οποία βιώνουν ακόμα και στην ασήμαντη πνευματικά και πολιτιστικά, λιτανεία της ημέρας, έχω την εντύπωση πως στέκονται εντελώς ξένοι κι αδιάφοροι αλλά τελικά «ωραίοι» αρκούμενοι στις αφόρητες κοινοτοπίες με δηλώσεις λίγο πριν ή μετά τις παρελάσεις και τις γιορτές. Είναι σ’ ένα φαίνεσθαι πρόσκαιρης ή διαρκούς ανεπίγνωτης ασχετοσύνης ή είναι ένα σύμπτωμα της αθεράπευτης πνευματικής τους μετριοσύνης.

Αδιάφοροι αλλά τρέχουν εν σπουδή εδώ κι εκεί γεμάτοι με άδειους λόγους, κάποιοι άσχετοι έως «ποινικής» διώξεώς τους, τα 3+1 μουστάκια κι όχι μόνον αυτοί αλλά και οι συνυπάρχοντές τους, ένα ημιμαθές επιτελείο κορδωμένων χάνων που χάνονται χωμένοι στο χυλό της ασημαντότητας. Κυρίως, όμως, ο κ. Δήμαρχος που σηκώνει και τις μεγάλες πέτρες («Βουλιάζουν» όσοι τις σηκώνουν) φαίνεται ήδη να πηγαίνει με τους ήχους της μπάντας του χρόνου που δεν έχουν σταματημό ή γυρισμό. Η πόλη του οδηγείται, αν δεν έχει οδηγηθεί στην πλήρη απαξίωσή της στο επίπεδο των γραμμάτων. Τα περίφημα διασωθέντα της πόλεως κειμήλια, ιστορικά και πνευματικά, για να θυμηθώ τον ποιητή Αντώνη Κάλφα, βρίσκονται στον πάτο της υπαρξιακής, εικονικής τους πραγματικότητας. Ψελλίζουν δημόσια συνήθως αμετροέπειες και κατ’ ίδιαν μοιράζονται αμήχανες αυταρέσκειες.

Ο καιρός περνάει. Μαζί του κι ο κ. Δήμαρχος που έχει σίγουρο μπροστά του ένα χρόνο για να βάλει άλλες βάσεις, ν’ αλλάξει κάτι, ν’ αφήσει σημάδια, αλλά και να συνεχίσει. Στο χέρι του είναι αλλά δεν ξέρω αν είναι στις προθέσεις ή τις ικανότητές του. Μου θύμισε Μκς ανήμερα του αγίου πασών των Κοζανιτών, πρωί καθώς περνούσε η χιλιάς και άνω των πιστών ακόλουθων κάθε εξουσίας, αυτό που είπε ο Φλομπέρ.

“Οσο μεγαλώνω βλέπω πόσο σκληρό είναι να βλέπεις τους ανίκανους να πετυχαίνουν»
Ανίκανοι τελικά ή απλώς λίγοι οι 3+1 και οι λοιποί τους; Οχι, απαραίτητα και σε όλα, αλλά ως προς τις φροντίδες τους για τον πολιτισμό των τοπικών γραμμάτων, αναμφιβόλως κάτι από τα δύο τσιμπολογούν.


***

ΥΓ. Αγίου Νικολάου το λοιπόν και μνήμη της άγριας δολοφονίας του νέου και του ακόμα πιο άγριου ξεσπάσματος των νέων. Ένα ματωμένο συναξάρι. Εδώ το Κτένι και ο μέγας Ι. Τράντας, τότε. Από το σημερινό χωριό έλκει την καταγωγή του ο ήδη κατάδικος Ηλίας Νικολάου (7,5 χρόνια κάθειρξη για διάφορες τρομοκρατικές -της πλάκας- πράξεις. Ετσι ένας συμπολίτης νεαρός (που έχει την πολιτική παραβατικότητα της ανυπακοής προς τα θρύψαλα του ψεύτικου, γυάλινου κόσμου που ζει -που ζούμε- στη άκρη της κάννης της ηλικίας του) βρέθηκε μπροστά στην αδυσώπητα τυλιγμένη κόλα χαρτιού με την κατασκευή στοιχείων και τη συνακόλουθη καταδίωξη όπως και στη δικαιοσύνη η οποία «Σαν τη θάλασσα που στα βάθη της πήρε ένα ναύτη/ όλα τα στοιχεία αληθινά ή ψεύτικα τα χάφτει». Ο Ηλ. Ν. όμως «κινδυνεύει» να αθωωθεί στο Εφετείο, αφού στο εφετείου του Θεού της συγγνώμης αθωώθηκε και στης κοινής γνώμης του απλού, βασανισμένου και πονεμένου από την αχρειότητα του συστήματος, πολίτη, πήρε αναστολή. Μέχρι τότε θα είναι στη φυλακή που ήδη την υπηρέτησε ένα χρόνο. Εν τω μεταξύ τις μέρες αυτές αθωώθηκαν οι «τρομοκράτες» του ΕΛΑ μετά από 2493 μέρες φυλακή, κάποιοι τους! Που πάει λοιπόν ο χαμένος χρόνος που τον κυλούν με τόση άνεση στην άβυσσο του τίποτα, εκείνοι που δεν μπορούν ούτε ένα πολύτιμο γραμμάριό του να δώσουν απ’ αυτόν, πίσω; Παραφράζω από την «Ωδή στο Λόρδο Μπάϋρον» του Διονυσίου Σολωμού.

«Δικαιοσύνη λίγο στάσου
να χτυπάς με το σπαθί
σίμωσε λίγο και αναστοχάσου
στων φυλακισμένων το κορμί».

11.12.09

ΣΙΔΕΡΗ ΤΖΗΜΑ: Για τον Χρυσόστομο Τζημάκα

Φίλε μου Χρυσόστομε,

Άχαρο ρόλο μ’ έταξε η μοίρα να πω τα τελευταία λόγια εκ μέρους της χορωδίας μας, για τον απρόσμενο χαμό σου. Κουβάρι οι καρδιές, πόνος βουβός, τα δάκρυα δεν κρύβονται. Οι θύμησες πολλές και πάντα άριστες γύρω από το όνομά σου. Θύμησες που δεν κρύβουν το δάκρυ μας. Και τώρα παρελθόν…
Οι θύμησες όμως αγαπημένε μου φίλε, φρέσκιες ή παλιές στο διάβα του χρόνου, σίντας γυροφέρνουν στη μορφή σου, τρανεύουν τον δικό μου πόνο. «Τις θύμησες, μ’ έλεγες, δεν τις μαντρώνεις κι ούτε χαλινάρι τις βάζεις». Πόσο δίκιο είχες αγαπημένε μου φίλε, Χρυσούλη.
Πάνω από πενήντα χρόνια ήταν η φιλία μας. Πολλά στο πουγκί της μάθησής μου τα χρωστώ σε σένα. Μ’ έμαθες πολλά στα τελευταία χρόνια, τα ωφέλιμα της ζωής μου. Ήσουν πηγή, η πηγή η αστείρευτη γιομάτη γνώσεις. Νύχτες ολάκερες ξαγρυπνούσες. Ατελείωτες οι ώρες σκυφτός στα βιβλία σου. Διάβαζες, κόπιαζες για τη σωστή λύση σε κάθε πρόβλημα, μα πιο πολύ για νά΄βρεις τη σωστή γιατρειά για κάθε άρρωστο, χωρίς εξαίρεση, πάσχοντας μαζί του. Μα τη δικιά σου αρρώστια της πολύπαθης καρδιάς σου αγαπημένε μου φίλε, κανείς δεν μπόρεσε να τη γιατρέψει.
Την κούραση του κορμιού σου δεν την λογάριαζες, ούτε και ο ανήσυχος μα πολυτάλαντος νους κούρνιαζε άπραχτος. Τους λατρευτούς σου γονείς τους δικαίωσες. Έλεγες: ο πατέρας μου, ήταν τσαγκάρης και ήμουν περήφανος γι’ αυτόν. Ήσουν περήφανος για τον Ντάφα. Η Ματθίλδη, η πονόψυχη, καλοσυνάτη μάνα σου, σε λάτρευε. Η θυγατέρα σου, η αδελφή σου, ο γαμπρός σου σ’ είχαν ψηλό φλάμπουρο.
Ήσουν πονόψυχος, καθάριος στην ψυχή και το νου. Για μένα ήσουν το σχολείο και το ιλιάτσι της ψυχής μου και του σώματός μου. Δεν λιμπίστηκες ποτέ τα πλούτη, αν και μπορούσες να τα αποκτήσεις. Όμως φίλε μου απόκτησες το μεγαλύτερο βραβείο της ζωής σου, την αναγνώριση, τον σεβασμό και την αγάπη.
«Απ’ τα μεγαλεία της ψυχής να φοβάσαι» μ’ έλεγες. Κάμποσες φορές δεν καταλάβαινα τις βαθυστόχαστες σκέψεις σου. Πιστός στον όρκο του Ιπποκράτη, ξεχώρισες. ΄Ησουν ασυμβίβαστος στην αδικία και πολέμιος γι’ αυτήν, μα ανθρώπινος πέρα για πέρα για το δίκιο. Η τύχη σου όμως είχε ξαφνικές μεταβολές στη ζωή σου. Ίσως και γι’ αυτό η καρδιά σου δεν άντεξε.
Ήσουν φίλε μου σπάνιας μετριοφροσύνης και αλτρουισμού, βαθύς στις σκέψεις σου, δεινός στα τέλεια ελληνικά σου, υπέροχος παρουσιαστής πολλών κειμένων, γλαφυρός, που στην κυριολεξία άφηνες άφωνους, καθηλωμένους τους ακροατές σου. Πολύτιμα πετράδια οι γνώσεις σου. Ήσουν το καρποφόρο γήπουρο των γνώσεων που δέχεται τις πλιότερες πετριές πάνω του.
Φίλε μου ανήκεις ολάκερος στην τιμή της μάθησης. Τους επαίνους δεν τους επεδίωξες ποτέ. Ήσουν πέρα για πέρα μετριόφρων. Σε ενθουσίαζε η μάθηση και σ’ απορροφούσε η εργασία της δημιουργίας. Τιμιότερη ανθρώπινη ιδιότητα σπάνια συναντά κανείς.
Τα μολύβια, τα χαρτιά, τα βιβλία ήταν τα εργαλεία της φαντασίας, της ζωγραφικής , της συγγραφής και του λόγου. Και πάνω σ’ αυτήν την λατρευτή σου αδυναμία αγαπημένε μου φίλε, πάντοτε έβγαινες νικητής.
Εδώ ταιριάζουν οι στίχοι του ποιητή:

«Οι ελαφροί
ας με λέγουν ελαφρόν.
Στα σοβαρά πράγματα
ήμουν πάντοτε
Επιμελέστατος.
Και θα επιμένω
ότι κανείς καλλίτερα μου
δεν γνωρίζει
Πατέρας ή Γραφιάς, ή τους Κανόνας των Συνόδων».


Το μεθύσι της υπεροψίας τα’ άφηνες για τους άλλους. Άραγε ποια ν’άταν τα σύνορα τόσων προτερημάτων σου;
Κέρδισες όμως τον σεβασμό και την αναγνώριση από εκατοντάδες μαθητές σου, ως άριστος της ιατρικής μάστορας, αλλά και ως ένας υπέροχος άνθρωπος, απ’ όλους τους άλλους που σε γνώρισαν και αγάπησαν και με βουρκωμένα μάτια σου λένε:
Καλό ταξίδι Άνθρωπε. Καλό ταξίδι αγαπημένε μας Φίλε
Έφυγες μέσα στην πίστη της σεμνότητάς σου.

ΣΤΡΑΤΟΥ ΗΛΙΑΔΕΛΗ: Για τον Χρυσόστομο Τζημάκα

Με οδύνη αποχωριζόμαστε έναν ιδιαίτερο και ακριβό φίλο, συνάδελφο και συμπατριώτη, το Χρυσόστομο Τζημάκα. Τον εξαίρετο αλλά ανιδιοτελή γιατρό με επιδόσεις πρωτοποριακές στην ειδικότητά του, τον πανεπιστημιακό δάσκαλο με το σπουδαίο συγγραφικό και διδακτικό έργο, αλλά και τον υπέροχο άνθρωπο, τον ευαίσθητο και προικισμένο καλλιτέχνη, αυτόν που τον αισθανόμασταν έρεισμα ισχυρό και γέφυρα που μας περνούσε με τρόπο μαγικό στην κληρονομιά και στην παράδοσή μας.
Ο Χρυσόστομος υπήρξε μια πολύπλευρη και χαρισματική προσωπικότητα, που πέρα από την ιατρική ακούμπησε σ’ όλες τις μορφές της τέχνης, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη μουσική και τη λογοτεχνία.
«Ονειρεύτηκα κάποτε», έγραφε, «πως ταξίδευα στο Σύμπαν. Έπαιζα, λέει, μουσική χτυπώντας τις χορδές του ουράνιου τόξου και οι φθόγγοι αναδύονταν σαν φωτόνια από το πολύχρωμο πεντάγραμμο της ίριδας, που ανέβαινε ψηλά στη χώρα των θεών. Διακονιάρης της ομορφιάς του κόσμου, βάλθηκα από τότε να μαζεύω τα φωτόνια με τη σπαθίδα και να τα καθηλώνω πάνω στον καμβά».
Και έδωσε ο Χρυσόστομος, ο χρυσοχέρης, σπάνια και εξαίρετα δείγματα αυτής της ομορφιάς του κόσμου με τις εικαστικές του δημιουργίες, όπου με θέρμη, αγάπη και συνέπεια επιδόθηκε είτε με το χρωστήρα και τη σπαθίδα, όπου με μαεστρία απαράμιλλη υπερέβη τη συμβατική αντίληψη για την πραγματικότητα, είτε με τη δημιουργία των υπέροχων προπλασμάτων και των αναπαραστάσεών του, όπου σαν μακετίστας ερασιτέχνης κατέκτησε το χώρο αυτό με γνώσεις και επιδόσεις ειδικού, όπως μας αποκάλυψαν ειδήμονες του είδους.
Ο Χρυσόστομος ανήκε στην κατηγορία των σπάνιων, των ωραίων ανθρώπων της ελάχιστης μειοψηφίας, αυτών που δύσκολα καταλαβαίνει κανείς, ίσως που δύσκολα συγχωρεί για τα «ατοπήματά» τους να ασχολούνται με τις ανθρώπινες αξίες, με την ομορφιά της ζωής, να αδιαφορούν για τα υλικά και τα εφήμερα. Όμως όλοι παραδέχονται πως οι άνθρωποι αυτοί είναι εκείνοι που μένουν στην αιωνιότητα για το έργο τους, αμέσως μετά τη φυγή τους από τα εγκόσμια.
Ο Χρυσόστομος θα ζει πάντα ανάμεσα και μαζί με τους ανθρώπους της ωραίας δημιουργίας και του πνεύματος.
Θα μας διδάσκει την ανιδιοτέλεια και το χρέος. Στον άνθρωπο, στην τέχνη, στην επιστήμη, αλλά και στην ιστορία και την κληρονομιά μας.
Σ’ αυτή την τελευταία σου αναχώρηση, η σκέψη μας θα είναι μαζί σου, Χρυσόστομε. Θα σε θυμόμαστε πάντα με αγάπη και ευγνωμοσύνη. Γι’ αυτά που μας έδωσες, για το έργο σου που θα το χαιρόμαστε παντοτινά.
Καλό σου ταξίδι, φίλε ακριβέ και καλή αντάμωση!

10.12.09

ΟΔΟΣ: Δυτικό Τείχος


Δυτικό Τείχος της Ιερουσαλήμ (γνωστό και ως Τείχος των Δακρύων)

Διαβάστε:


Η ιστορία των Εβραίων της Καστοριάς
του Θρασύβουλου Ορ. Παπαστρατή


α' μέρος στην ΟΔΟ της Πέμπτης
3 Δεκεμβρίου 2009, αρ.φύλλου 519

β' μέρος στην ΟΔΟ της Πέμπτης
10 Δεκεμβρίου 2009, αρ.φύλλου 520

γ' μέρος στην ΟΔΟ της Πέμπτης
17 Δεκεμβρίου 2009, αρ.φύλλου 521

το δ' μέρος προσεχώς...
(Τον Φεβρουάριο 2010 το κείμενο θα αναρτηθεί στο blog της εφημερίδας)


9.12.09

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν




Σε μία τόσο όμορφη και ανέγγιχτη από ανθρώπινη παρέμβαση περιοχή όπως τα Όντρια, με τα δύο χαρακτηριστικά ήσυχα χωριουδάκια στους πρόποδες του βουνού, την Λάγγα και τον Βράχο, «χτύπησαν» πάλι τα ανθρωπόμορφα κτήνη.

Αυτήν την φορά δεν ήταν οι συνήθως κυνηγοί και λαθροκυνηγοί, οι οποίοι έχουν μετατρέψει τον γειτονικό Γράμμο από παράδεισο σε εφιάλτη (με την βοήθεια και της «ανάπτυξης» που ονειρεύτηκε ο δήμαρχος Νεστορίου), αλλά συμμορία… χρυσοθήρων (φωτογραφία δεξιά ανασκαφή).

Αφού, λοιπόν, ανενόχλητοι είχαν στρατοπεδεύσει επί πολλές ημέρες στο οροπέδιο των Οντρίων, είχαν μετατρέψει σε σκουπιδότοπο την περιοχή.

Τυχαία σε μία ανάβασή μου, τους συνάντησα, μου συστήθηκαν ως «σπηλαιολόγοι» και βιάστηκαν να με ξεφορτωθούν για να συνεχίσουν το σκάψιμο για τον «θησαυρό».

Αθηναίοι τυχοδιώκτες λοιπόν, που έρχονται στα μέρη μας ξέροντας (;) ότι δεν υπάρχει έλεγχος, και εκμεταλλευόμενοι τα έρημα πλέον χωριά, κάνουν ό,τι θέλουν. Οι συγκεκριμένοι μετέτρεψαν σε σκουπιδότοπο μία περιοχή πανέμορφη, παράδεισο για πεζοπόρους και φυσιολάτρες….

Άλλοι καταστρέφουν την πανίδα, άλλοι κόβουν ανεξέλεγκτα δέντρα,. καίνε κλπ

Ας έχουμε τον νου μας, λοιπόν, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι, και μη ξεχνάμε, ότι τα βουνά, ανήκουν σ’ αυτούς που τ’ αγαπούν…



Άρης Καπούλης



ΥΓ. Να ευχαριστήσω δημόσια το Δασαρχείο Καστοριάς και ιδιαιτέρως τον κ. Ιωάννου, για την άμεση επέμβαση. Επίσης τον πάντα ευαίσθητο σε θέματα περιβάλλοντος δήμαρχος Ορεστίδος κ. Τοτονίδη, και την πάντα φιλόξενη ΟΔΟ.


.

ΟΔΟΣ: Ο πολιτιστικός κάματος




Στα «χάλια» του προαύλειου χώρου του αρχοντικού Βέργου, στο οποίο εκτίθενται φωτογραφίες του Λεωνίδα Παπάζογλου από την συλλογή του Γεωργίου Γκολομπία και στην ταλαιπωρία που υπέστη ο ίδιος και η παρέα του, αναφέρεται μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (e-mail) που έλαβε η ΟΔΟΣ από τακτικό αναγνώστη της.

Ο ίδιος είχε την ατυχή έμπνευση να αποφασίσει να επισκεφτεί την έκθεση την π. Κυριακή το μεσημέρι. Αποκλειστικά για τον σκοπό αυτό ήλθε από την πόλη στην οποία κατοικεί, και με παρέα φιλικών προσώπων έφθασαν, στις 12 το μεσημέρι στο κτήριο.

Οπότε, προς μεγάλη τους έκπληξη βρήκαν την έκθεση κλειστή, παρά το ότι ήταν ώρα και μέρα λειτουργίας της με βάση το πρόγραμμα.

ΒΑΣΙΛΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: Η επόμενη μέρα

Είναι φυσικό να κυριαρχεί στην επικαιρότητα η εκλογή αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας. Ο καθένας από την σκοπιά του θα το σχολιάσει οι αναλύσεις θα δώσουν και θα πάρουν. Ποια είναι όμως τα σημαντικότερα αυτά που κατά την γνώμη μου αξίζει να σχολιαστούν.
Το πρώτο είναι η συμμετοχή του κόσμου. Ήταν κάτι μη αναμενόμενο. Πέρα από κάθε πρόβλεψη. Ένα κόμμα ζαλισμένο από την ήττα σαν τον πυγμάχο μετά από το νοκ άουτ ξύπνησε, έδρασε, πολέμησε αντιπαρατέθηκε και έστειλε εκατοντάδες χιλιάδες οπαδούς να περιμένουν στην ουρά. Προσωπικά έλεγα ότι αν ο αριθμός των ψηφισάντων περάσει τις πεντακόσιες χιλιάδες πρέπει η Νέα Δημοκρατία να ανοίγει σαμπάνιες και να γιορτάζει την ανάστασή της. Βέβαια η εκλογή του Αντώνη Σαμαρά ήταν δεδομένη με τον μεγάλο αριθμό των συμμετεχόντων. Γιατί ήταν δεδομένη και η αποδοχή στο ευρύ εκλεκτορικό σώμα.
Το δεύτερο ήταν η δυσαναλογία των στελεχών που τάχθηκαν υπέρ των υποψηφίων. Παρατηρήθηκε μία μαζική υποστήριξη προς μία υποψήφιο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρχε μία διάσταση μεταξύ και στελεχών και των απλών οπαδών. Ο καθένας μπορεί να εικάσει πολλά πάνω σ αυτό το θέμα το σίγουρο είναι πάντως ότι δεν πρέπει να μείνει ανεξερεύνητο το παραπάνω φαινόμενο. Η διαδικασία ενσωμάτωσης σ ένα πολιτικό σύστημα, ο τρόπος ανάδειξης, οι άνθρωποι που βοηθούν την ένταξη του, μάλλον δεν λαμβάνουν υπόψη όσο θα έπρεπε την βάση και την άποψή τους. Με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί μία πλήρης χειραφέτηση του απλού οπαδού από το στέλεχος και τον βουλευτή. Με άλλα λόγια ψηφίζουμε βουλευτή αλλά δεν τον υποστηρίζουμε στις κορυφαίες επιλογές του. Βέβαια ως ένα βαθμό αυτό είναι και υγιές αλλά είναι καλό για την δημοκρατία μας να μην υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των στελεχών και των ψηφοφόρων σε μείζονα θέματα; Ο νέος αρχηγός καλείται να αναμορφώσει το σύστημα ανάδειξης των στελεχών. Να το αποδεσμεύσει από παρέες και ομαδούλες να το εκσυγχρονίσει και να το ανεξαρτητοποιήσει από τους πάτρωνες τους βαρώνους και τους κολλητούς.
Το τρίτο θέμα είναι η μάχη των ιδεών μέσα στα λεγόμενα bloogs. Αν και δεν φαίνεται υπήρξε μία τεράστια κινητοποίηση που συνέβαλε καθοριστικά στην τεράστια συμμετοχή στην ψηφοφορία, μία καθημερινή ανάρτηση σχολίων αναλύσεων και απόψεων απλών ανθρώπων που ήταν καθοριστική στην διαμόρφωση της τελικής γνώμης. Ίσως είναι και μία εξήγηση των αντισυμβατικών συμπεριφορών των ψηφοφόρων. Προανέφερα ότι η εκλογή αυτή θα μας απασχολήσει πολύ και θα καθορίσει τις εξελίξεις όχι μόνο στο χώρο της ΝΔ αλλά και στο ελληνικό πολιτικό σύστημα γιατί η εκλογή είχε μία ανατρεπτική δυναμική. Για δε τους έχοντες την στενή κομματική αντίληψη της επετηρίδας στην πολιτική ήταν επαναστατική. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Δυο λόγια (και πάλι) για… «Τα δυο φορέματα» του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου

Σε σχολιασμό (βλέπετε συνεχίζω να μην τολμώ να λέω κριτική ) που έκαμα για το βιβλίο του Α.Κ. , που δημοσιεύτηκε αυτές τις μέρες στην «ΟΔΟ», χαρακτήρισα σαν «παλίμψηστο» και μάλιστα «καστοριανό». Θέλω να σταθώ σ’ αυτές τις δυο λέξεις που του αναλογούν και το θεσπίζουν. Κι ας δούμε ως τι.
Γνωρίζετε πως τα παλίμψηστα προέκυπταν από ανάγκη: ο πάπυρος ήταν ακριβό υλικό και δυσεύρετο.
Μια μορφή παλίμψηστων αποτελούν και οι τοιχογραφίες των εκκλησιών που καλύπτονταν για να σχεδιαστούν από πάνω άλλες. Καθώς και τα περίτεχνα ψηφιδωτά που σοβατίζονταν με βιαστικό θράσος. Πίσω από την διαδικασία αυτή ενεδρεύουν ενδεχομένως πολυποίκιλες και διαφορετικές στην ορμέμφυτη καταβολή τους πράξεις. Πρόθεση εκδίκησης, φονταμενταλισμοί και μπολσεβικισμοί, κάθε λογής κοινωνικοί εξτρεμισμοί και θρησκευτικές ιδεοληψίες, ακόμα και ανεξήγητη καταστροφική μανία μπορεί να είναι κάποιες από αυτές. Κάτω από τα έργα μεγάλων ζωγράφων ανακαλύπτουμε σήμερα -με τη χρήση της τρομερής τεχνολογίας- έργα ταπεινότερων και παρακατιανών ομοτέχνων.
Με έκπληξη όμως κάποιες φορές αντικρίζουμε και έργα των ίδιων των καλλιτεχνών –κάποτε ολοκληρωμένα έργα- που σκεπάστηκαν με πρόθεση να ζωγραφιστεί κάποιο άλλο έργο ανώτερο. Μια πράξη «ΚΑΤΑ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ» όπως είναι γραμμένο και πάνω στον τάφο του διάσημου ροκ στάρ Jim Morison στο νεκροταφείο Περ Λασαίζ του Παρισιού.

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Εμείς και τα ζώα

Ενα απόγευμα-ίδιο μ’ όλα τ’ άλλα καθημερινά απογεύματα φαινόταν- τα παιδιά της γειτονιάς του Ζωολογικού Κήπου της καταπράσινης πόλης βγήκαν από τα σπίτια τους, για να διώξουν από πάνω τους την κούραση των μαθημάτων, παίζοντας. Το στέκι τους η γνωστή «Πλατεία Ηρώων», η πλατεία η κοντινότερη στη δυτική έξοδο της πόλης, όπου και ο Κήπος.
Μόλις το παιχνίδι άρχισε να στρώνει, το απόγευμα έπαψε να ‘ναι συνηθισμένο. Γιατί στην παρέα τους ήρθε ένας παράξενος φίλος∙ ένα πλάσμα που κανένας τους δεν το περίμενε ούτε το είχε προσκαλέσει, ένα ζωντανό που δεν ήταν φανερό από την αρχή πως ήταν φίλος.
Κι όταν χάθηκε κάθε ίχνος φόβου για πιθανή εχθρότητα, όταν χάθηκε κάθε υποψία φόβου πριν καλά-καλά γεννηθεί, τα παιδιά άρχισαν να γυρεύουν μιαν απάντηση στο ερώτημά τους: «Τι κάνουμε τώρα με το Μάρκο;»
«Μάρκο» ονόμασαν τα παιδιά το αρκουδάκι που κατέβηκε από τα βουνά που τυλίγουν την πόλη της Φλώρινας γύρω-γύρω και τη γεμίζουν με χιόνι, καθώς εκείνη ξαπλώνει ανέμελα στον πάτο της λεκάνης που σχηματίζεται ανάμεσά τους. Κι ο Μάρκος, όσο φιλικός κι αν αποδείχτηκε με τα παιδιά, έπρεπε κάπου να καταλύσει τη βραδιά που ερχόταν.
Κάποιο από τα παιδιά τρύπωσε στο σπίτι του κι ανακοίνωσε το νέο στους γονείς του, που ξαφνιάστηκαν. «Στο δασαρχείο» είπαν εκείνοι, γύρισαν βιαστικά τα φύλλα του τηλεφωνικού καταλόγου της περιοχής, ο αριθμός τηλεφώνου που γύρευαν βρέθηκε κι ο Μάρκος…
Ο Μάρκος αναστάτωσε το συνήθως ήρεμο πρόγραμμα του γνωστού τότε Ζωολογικού Κήπου της πόλης. Κοιμήθηκε εκεί, σε κάποιο κλουβί του που άδειασε ή ήταν άδειο, μα, πολύ γρήγορα, όλοι όσοι ασχολούνταν με το Μάρκο, ανάμεσά τους, πρώτοι και καλύτεροι, οι μικροί του φίλοι από την Πλατεία Ηρώων, διαπίστωσαν πως ο τόπος δεν τον χωρούσε τον επίσης μικρό Μάρκο. Ο οποίος, μαθημένος να τρέχει ελεύθερος στη φύση, φαινόταν πως δε θα μπορούσε με τίποτε να ζήσει περιορισμένος σ’ ένα κλουβί.
Γρήγορα βρέθηκε η λύση. Το ξέρετε κι εσείς: άμα νοιάζεται κανείς πραγματικά, όλα γίνονται. Χάρηκαν για τη ιδέα τους οι υπάλληλοι του Κήπου, χάρηκε περισσότερο ο ίδιος ο Μάρκος: το παλιό κλουβί των αρκούδων ενώθηκε με το διπλανό του, που τελευταία ήταν άδειο, με μια σήραγγα-όχι υπόγεια, βέβαια- που φτιάχτηκε αμέσως και τυλίχτηκε γύρω-γύρω με συρματόπλεγμα. Και δεν ήταν μόνον αυτοί που χάρηκαν∙ χάρηκαν ιδιαίτερα πολύ τα παιδιά, που, κάθε απόγευμα, ξεχνούσαν το μέχρι τότε αγαπημένο τους στέκι κι ανέβαιναν στο Ζωολογικό Κήπο, που δεν ήταν μακριά τους, για να δουν το φίλο τους το Μάρκο. Να τον δούνε πώς έτρεχε σαν παλαβός, ασταμάτητα, από το ένα κλουβί στο άλλο, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω…
Ο Μάρκος, πάντως, δεν έτρεχε τρελαμένος από τη χαρά του που έβλεπε τους φίλους του. Έτσι έκανε συνέχεια. Και το νέο είχε διαδοθεί στην πόλη, το έγραψαν και οι τοπικές εφημερίδες κι ανηφόριζαν όλοι στον Κήπο, για να δουν το αρκουδάκι που έχασε το βουνίσιο δρόμο του και κατέβηκε στην πόλη, να παίξει με τα παιδιά. Κι όλοι τον χαίρονταν το Μάρκο, έτσι ολοζώντανο και παιχνιδιάρη που τον έβλεπαν. Κι οι επισκέπτες του Κήπου πλήθυναν κι οι περισσότεροι απ’ αυτούς ξεχνιόντανε εκεί, μπρος στα δύο επικοινωνούντα κλουβιά του Μάρκου. Αφήστε που κάποιοι από αυτούς παραβγαίνανε μαζί του στο τρέξιμο και στις τρέλες…
Μα η χαρά δεν κράτησε πολύ. Γρήγορα ο Μάρκος κατάλαβε πως δεν είχε πια κανένα λόγο να τρέχει. Πρώτα γιατί την τροφή του την έπαιρνε έτοιμη από τα χέρια των υπαλλήλων του Κήπου κι έπειτα γιατί έτρεχε σ’ ένα μέρος που είχε σύνορα, δεν ήταν ανοιχτό όπως το δάσος όπου είχε γεννηθεί κι είχε αρχίσει να μεγαλώνει. Ο Μάρκος είχε βρεθεί σε φυλακή, μόνο που δεν το ήξερε από την πρώτη στιγμή και δεν έμαθε ποτέ πώς λεγόταν αυτό το μέρος με το συρματόπλεγμα γύρω-γύρω, απ’ όπου κανείς δεν μπορούσε και, το χειρότερο, δεν ήθελε να βγει.
Έτσι, ο ζωηρότατος Μάρκος μας έγινε, τελείως άθελά του, ένας τεμπέλης και σιγά-σιγά τελείως αγνώριστος Μάρκος. Κι οι επισκέπτες του Κήπου αραίωσαν και πάλι κι οι φίλοι του από την Πλατεία πήγαιναν όλο και πιο αραιά. Μέχρι που…
Μέχρι που ένα από τα σχολεία που ήρθαν εκδρομή στη Φλώρινα- ήταν ένα γυμνάσιο ή λύκειο της Θεσσαλονίκης- επισκέφτηκε τον Κήπο, καταγράφοντας τις παρατηρήσεις του. Και όλες μα όλες τους κατέληγαν σε μία πολύ σπουδαία παρατήρηση: πως «ο Κήπος θα έπρεπε να κλείσει, γιατί ό,τι βλέπει ο επισκέπτης του είναι ένα ξεγέλασμα, αφού τα ζώα τα κλεισμένα στα κλουβιά τους έχουν χάσει όλη τη φυσικότητα κι όλη τη ζωηράδα τους, έχουν ξεχάσει ακόμη και πώς να κινούνται και έτσι έχουν πάψει προ πολλού να ‘ναι αληθινά λιοντάρια, αληθινά ελάφια, αληθινές αρκούδες,…».
Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο Ζωολογικός Κήπος της πόλης έκλεισε. Τα ζώα πήραν το καθένα το δρόμο του, ποιος ξέρει ποιο δρόμο… Ο Μάρκος μάθαμε πως κατέληξε στον Αρκτούρο, όπου συνάντησε κι εκείνες τις άλλες αρκούδες που ξέρουμε όλοι πια πώς, με ποιο φριχτό τρόπο, τις είχαν μάθει τα αφεντικά τους να χορεύουν. Δεν ξέρουμε, όμως, τι απέγινε τελικά: τα κατάφερε και ξανάγινε ζωηρός και παιχνιδιάρης, όπως ήταν πριν φυλακιστεί, ή παρέμεινε ο νωθρός κι αργοκίνητος Μάρκος της φυλακής;
Απαραίτητη σημείωση: Η ιστορία του Μάρκου είναι πέρα για πέρα αληθινή. Τον γνώρισε από κοντά η δασκάλα που μεγάλωσε ακούγοντας κάθε απόγευμα ανελλιπώς το θυμωμένο βρυχηθμό του πάλαι ποτέ μεγαλόπρεπου, τώρα όμως κλεισμένου στη φυλακή, βασιλιά της ζούγκλας Λέοντα. Τον είδε και στις καλές στιγμές του, τις γεμάτες ζωντάνια-τότε που δεν παρέλειπε να τον επισκέπτεται με του δύο μικρούς της γιους, κάθε φορά που πήγαινε στην πόλη της-, τον είδε και μετά, όταν έγινε αγνώριστος.
Η δεύτερη εικόνα του δεν είχε καμία σχέση με την πρώτη, γι’ αυτό και δεν ήθελε να τη θυμάται. Την αφηγούνταν, όμως, κάθε φορά που επισκεπτόταν την καινούρια της πόλη κάποιο τσίρκο. Την έλεγε στους μαθητές της, για να τους δώσει να καταλάβουν πόσο αφύσικο είναι να φυλακίζει κανείς ζώα πλασμένα να ζουν ελεύθερα και να τα περιφέρει από πόλη σε πόλη, μόνο και μόνο για να βγάζει χρήματα. Τους έλεγε, μάλιστα, πως, ακόμα και να μην τα βασάνιζαν αλλιώτικα, με τις φριχτές μεθόδους που όλοι πια είχαν πληροφορηθεί, και μόνο η στέρηση της λευτεριάς τους κι η καταδίκη τους να ζουν μέσα σε φυλακές ήταν κι αυτό ένας βασανισμός τους.
Τελευταία, όμως, τους διάβαζε και μιαν ιστορία του Μπουκάι: εκείνη με το θεόρατο ελέφαντα, ο οποίος, παρόλο που ήταν δεμένος σ’ ένα τελείως ανίσχυρο παλούκι, δεν έκανε καμία απολύτως προσπάθεια να φύγει. Απλούστατα, γιατί ήταν δαμασμένος. Με άλλα λόγια, έτσι εκπαιδευμένος: να νομίζει πως, ό,τι κι αν κάνει, δε θα μπορούσε να ελευθερωθεί. Ήταν, δηλαδή, ένας τελείως παραιτημένος ελέφαντας, ένα πλάσμα που δε γνώριζε κι ούτε υποψιαζόταν τη δύναμή του.
Μόνο που η ιστορία του Μπουκάι ήθελε να πει και κάτι άλλο, που μάλλον εσείς το έχετε καταλάβει ήδη…

Στη μικρή Χριστίνα, που συζήτησε με τη μαμά της
κι αποφάσισε πως δε θα επισκεφτεί ποτέ της τσίρκο με δαμασμένα ζώα...


.

8.12.09

Εσωκομματικές εκλογές Ν.Δ. - Καστοριά

ΝΟΜΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

Σαμαράς 2.452 (41,5%)
Μπακογιάννη 1.979 (33,4%)
Ψωμιάδης 1.407 (24,4%)

Στα 16 εκλογικά τμήματα του νομού Καστοριάς εψήφισαν 5.908 μέλη της Νέας Δημοκρατίας. Αναλυτικά τα αποτελέσματα έχουν ως εξής:

ΔΗΜΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ (ΕΤ 213)
Έγκυρα: 788
Σαμαράς: 358
Μπακογιάννη: 290
Ψωμιάδης:140

ΔΗΜΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ (ΕΤ 214)
Έγκυρα: 849
Σαμαράς: 368
Μπακογιάννη:330
Ψωμιάδης:151

ΔΗΜΟΣ ΑΡΓΟΥΣ ΟΡΕΣΤΙΚΟΥ
Έγκυρα: 898
Σαμαράς: 372
Μπακογιάννη:310
Ψωμιάδης:199

ΔΗΜΟΣ ΒΙΤΣΙΟΥ
Έγκυρα:112
Σαμαράς: 59
Μπακογιάννη: 35
Ψωμιάδης: 18

ΔΗΜΟΣ Ι.ΔΡΑΓΟΥΜΗ (ΕΤ 211)
Έγκυρα:165
Σαμαράς: 74
Ψωμιάδης: 54
Μπακογιάννη: 37

ΔΗΜΟΣ Ι.ΔΡΑΓΟΥΜΗ (ΕΤ 212)
Έγκυρα: 221
Σαμαράς: 102
Μπακογιάννη: 67
Ψωμιάδης:51

ΔΗΜΟΣ ΜΑΚΕΔΝΩΝ
Έγκυρα: 217
Σαμαράς: 98
Ψωμιάδης:66
Μπακογιάννη:53

ΔΗΜΟΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ
Σύνολο: 65
Μπακογιάννη 24
Ψωμιάδης: 22
Σαμαράς: 19

ΔΗΜΟΣ ΝΕΣΤΟΡΙΟΥ
Έγκυρα:179
Σαμαράς: 88
Μπακογιάννη:52
Ψωμιάδης:39

ΔΗΜΟΣ ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑΣ
Έγκυρα:752
Σαμαράς: 319
Ψωμιάδης:266
Μπακογιάννη:167

ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ (ΕΤ 393)
Έγκυρα:289
Σαμαράς: 121
Ψωμιάδης:87
Μπακογιάννη:81

ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ (ΕΤ394)
Έγκυρα:514
Μπακογιάννη:232
Σαμαράς: 167
Ψωμιάδης:115

ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ
Έγκυρα:262
Μπακογιάννη:153
Σαμαράς: 71
Ψωμιάδης:38

ΔΗΜΟΣ ΚΟΡΕΣΤΕΙΩΝ
Έγκυρα:137
Σαμαράς: 61
Μπακογιάννη:40
Ψωμιάδης:36

ΔΗΜΟΣ ΑΚΡΙΤΩΝ
Έγκυρα:275
Ψωμιάδης:110
Σαμαράς: 106
Μπακογιάννη:59

ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΡΡΕΝΩΝ
Έγκυρα:125
Σαμαράς: 61
Μπακογιάννη:49
Ψωμιάδης:15

ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Εξόριστος στη γη της επαγγελίας


Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από την παρουσίαση του βιβλίου του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου «Τα δύο φορέματα» που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου Καστοριάς το Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009, εκδήλωση ενταγμένη στην 97η επέτειο της απελευθέρωσης της Καστοριάς.

Βρισκόμαστε μπρος σ’ ένα βιβλίο σημαντικό για δυο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι η ποιότητα της τέχνης του και των τρόπων του, τρόποι οι οποίοι κοντά τριάντα χρόνια μετά καρπίζουν ακόμη. Ο Κοσματόπουλος, το απέδειξε μετέπειτα αυτό, πέρα από άξιος συγγραφέας, είναι, πάνω απ’ όλα συνεπής. Το βιβλίο Τα δυο φορέματα σημαδεύει την αρχή μιας πορείας, ο στόχος της οποίας υπηρετήθηκε και στη συνέχεια, σηματοδοτεί επίσης την έναρξη ενός ταξιδιού υπαρξιακού για το οποίο η γραφή αποτελεί το μέσο, ταξίδι δια της γραφής που την υπερβαίνει στην πορεία, υπερβαίνει δηλαδή ο συγγραφέας δια του μέσου το ίδιο το μέσο, κι είναι αυτό ένα βασικό στοιχείο κάθε ταξιδιού αυτογνωσίας, το να αντιληφθείς δηλαδή πως σ’ όσα ήξερες έσφαλες. Πετάμε τα περιττά ρούχα. Το βιβλίο, όμως, είναι σπουδαίο και για έναν άλλο λόγο, λόγο που αφορά κυρίως τους προσωρινούς κατοίκους της λιμνοφυούς πόλεως, κι αυτό ισχύει γιατί είναι, εξ όσων γνωρίζω, το πρώτο σημαντικό βιβλίο που αφορά καθ’ ολοκληρίαν την Καστοριά, βιβλίο που φέρνει στην επιφάνεια, όπως κι οι συντηρητές των ναών της, αξίες τις οποίες η αιθάλη της τρυφής και της απληστίας έχουν καλύψει. Μιλώ για την πνευματική Καστοριά, η οποία ζωοποιεί, είτε το συνειδητοποιούν αυτό, είτε όχι, τους κατοίκους της. Κι αυτό θα ‘πρεπε να γεμίζει περηφάνια τους κατοίκους τούτης της πόλης, κι όχι μια φρούδα τέτοια, καθώς εδώ, σε τούτο το κειμενικό σώμα συνενώνονται, συνυπάρχουν θα έλεγα, όλες οι εποχές και οι ιστορικές περίοδοι της πόλεως, όπως κι όλοι οι εαυτοί του γράφοντος. Είναι εδώ ο παγανισμός και η ορθοδοξία, η αρχαιότητα και το Βυζάντιο, η μυθολογία και η θεολογία, η αρχαιότητα και ο Χριστιανισμός.

Ένας φίλος μου εκμυστηρεύτηκε πως ο συγγραφέας έψαυε τις γωνιές των ναών, αναζητώντας τον προσανατολισμό του εικάζω, καθώς πολύ νωρίς αντιλήφθηκε πως τα μνημεία και η μνήμη είναι οι οδοδείκτες μιας εσωτερικής πορείας. Συνέβη αυτό όταν ο Κοσματόπουλος, ερχόμενος στην Καστοριά, σαν άλλος εξόριστος, πνευματικός συγγενής εκείνων οι οποίοι ύψωσαν τους ναούς, βίωνε την τρομερή γειτνίαση με τους ανθρώπους μα και με τα πράγματα, βρίσκοντας τις αισθήσεις λειψές όταν η καρδιά είναι μάτι κλειστό. Η γειτνίαση αυτή βυθίζει το συγγραφέα και τους ήρωες του βιβλίου Γεώργιο Κοσμά και τον φιλόλογο Ανδρέα Ταμπάκη στην απελπισία, σε αντίθεση με τη Δήμητρα που, βιώνοντας τη ζωοποιό δύναμη του πένθους, ανανεώνεται• μην ξεχνάμε πως είναι το όνομά της από τους αρχαίους καιρούς ταυτισμένο με τη γονιμότητα• μην ξεχνάμε πως θάβουμε πρώτα ό,τι πρόκειται να καρπίσει. Ρίζα Ιεσσαί. Ο άλλος ήρωας, ο Αλέκος, ξαπλωμένος στο ξενοδοχείο Ορέστειο κι έχοντας αποστηθίσει την προπαίδεια της στέρησης, κατακλύζεται κυριολεκτικά απ’ το όραμα της γονιμότητας, τα πλοκάμια της ποτάμιας θεότητας του χαϊδεύουν τα πόδια.
Με τη σειρά.

Η απελπισία είναι η μήτρα της μαθητείας; Εξορία, ναι, μα από τι; Ναοί που ανακαινίζονται εκ βάθρων, ποιος ναός όμως είναι ανώτερος από την καρδιά; Η πορεία εδώ είναι αντίστροφη, από το ορατό, από κει όπου οι αισθήσεις από μόνες τους αστοχούν, από τον χτισμένο ναό, στον εσώτερο και αχειροποίητο. Ήρωες που πάσχουν γιατί ψάχνουν την ταυτότητά τους, πεινούν για την αποκάλυψη, πεινούν γιατί νιώθουν πως όσα τους περιτριγυρίζουν είναι σύμβολα, σύμβολα που φυλούν κρυμμένο καλά το μυστικό. Λίγοι φτάνουν σ’ αυτό, καθώς ο κόπος που πρέπει να καταβληθεί είναι μεγάλος. Αλέκος, Γεώργιος Κοσμάς, Δήμητρα, Θεόδωρος Ταμπάκης. Δεν είναι τυχαίο πως το μυθιστόρημα αρχινά μα και καταλήγει με τη θηλύτητα, και με τις αποκαλύψεις της, υλική μα και μυθική η μια, υλική ή, σωστότερα φυσική και ταυτόχρονα μεταφυσική η άλλη. Όλα ενδιαμέσως τελούν μέσα στην αναμονή και μέσα σε πένθος, πένθος για κάποιους χαροποιό, για τον Γεώργιο Κοσμά εν προκειμένω, αφού αυτό που πέθανε δεν άξιζε να ζει ή σωστότερα το λόγιαζε για ζωντανό κι όμως ήταν νεκρό, πένθος της Δήμητρας, απώλεια που σημαδεύει μια υπεραναπλήρωση, δηλαδή ένα θαύμα. Θυμάμαι εδώ τον στίχο του Σεφέρη από την Άρνηση: Με τι καρδιά, με τι πνοή… Διαβάζοντας τα Δυο Φορέματα είναι σαν να παρακολουθούμε τις μεταμορφώσεις ενός εμβρύου μέσα στη μήτρα, είναι η παντοδύναμη αφήγηση που το προκαλεί αυτό(κι ας θρηνεί για την αδυναμία της), είναι αυτή και η λυσιτέλειά της που σημαδεύουν μια άλλη γέννηση, γέννηση σ’ έναν κόσμο του πνεύματος, ριζωμένο, όμως, στο εύφορο έδαφος της καρδιάς.

Αισθανόταν ο λιγότερο γεννημένος άνθρωπος στη γη, μια μάζα που δεν πρόκειται να μορφοποιηθεί σε σώμα, σαν να ήταν ακόμη κουλουριασμένος σε μητρικό σώμα, γράφει κάπου ο Γεώργιος Κοσμάς. Αυτό που φαντάζει ως κατάρα είναι η ευλογία. Να πηγαίνεις στις αρχές και στις απαρχές. Διατρέχοντας τα επίπεδα της ψυχής όπως οι συντηρητές τα στρώματα τοιχογραφιών των ναών. Να αποκόβεσαι από τον κόσμο για να τον συναντήσεις, όπως ενήλικος που επιστρέφει στη μήτρα γιατί θέλει να ξαναδεί.
Πιο κοντά στην αλήθεια, όπως προείπαμε, η Δήμητρα κι ο Αλέκος, πιο κοντά στα πράγματα, η επαφή μ’ αυτά δεν τους πληγώνει, έχουν βιώσει και οι δύο τη στέρηση και μπορούν να εγκολπωθούν την περίσσεια, ονειροπολούν γι’ αυτό είναι κοντά στην αλήθεια, η αλήθεια δεν είναι ένα σχήμα της λογικής, εξ ενστίκτου η γυναίκα κοντά της και ο Αλέκος μέσα από τη υπόγεια γυναικεία φύση του.

Λέει ο Γεώργιος Κοσμάς: Γράφοντας ασκούμαι στη σιωπή ξεχνώντας την αναπνοή μου η οποία τυφλά και αθόρυβα ακολουθεί τον ρυθμό του χεριού. Θα ‘λεγες ότι κάποιος περιγράφει τις κινήσεις μιας προσευχής. Κι αλλού: Αντικρίζοντας την Καστοριά ως τροφό που τα χώματά της ζωντάνεψαν μυστικά το κορμί του, εντός του νοώντας πως μπορεί σαν θάλασσα ακύμαντη να τον αναπαύσει. Ο κάματος είναι μεγάλος.

Μα κι η δύναμη της καρδιάς είναι μεγάλη, μπορεί να συνενώσει παρελθόν και μέλλον σ’ ένα καρποφόρο παρόν, κι είναι τότε που η στιγμή γίνεται αιώνια, όταν απαγκιστρωθούμε από ένα παρελθόν που δηλητηριάζει το παρόν, όταν απαγκιστρωθούμε από ένα παρελθόν που, το ξεχνάμε αυτό, κάποτε ήταν το μέλλον. Τα σπουδαία συμβαίνουν ερήμην μας όσο είμαστε δέσμιοι των αισθήσεων και των σχημάτων, όσο δεν αφήνουμε την καρδιά να μας μυήσει στο ρυθμό του μυστικού κόσμου. Ξαναγυρίζουμε στη μαθητεία. Όποιος εγκαταλείπει τον εαυτό του θα τον βρει τελικά. Ο Θεόδωρος Ταμπάκης κοιτάζει από πολύ κοντά, γι’ αυτό παραμένει τυφλός μέχρι το τέλος. Η φιλολογία, η ιστορία κι η γνώση της, η παράδοση μπορεί να παραμείνει νεκρό γράμμα. Οι άδειες στέρνες που τις προσκυνάμε για να θυμηθούμε πάλι τον γέροντα σοφό. Ηθελημένα τυφλός στο φυσικό θαύμα ο Αλέξανδρος, φύση ανθεκτική στα μακροβούτια, μαθαίνοντας πως πας βαθύτερα όσο λησμονείς την ανάσα σου, ενορά. Όπως μωρό, όμως, κοιτά μ’ απορία, με αθωότητα, ξεχνά να μιλά, ξεμαθαίνει να μιλά, για να μιλήσει πραγματικά. Το τοπίο δεν του μιλά, δεν μπορεί να μείνει στον θαυμασμό, η αισθητική, το ξέρει, είναι ρούχο λειψό, επιφάνεια, κι αυτός ζητάει να πάει βαθιά. Κι όπως οι Καλύμνιοι σφουγγαράδες όταν βγαίνει απάνω στο φως χρειάζεται βακτηρία, είναι σαν άνθρωπος που η σοφία τον γερνά, που πληρώνει τη σοφία με τα νιάτα του. Είναι σαν παχιά άμμος το φως και το βάδισμα μέσα του δύσκολο.

Υποψιάζομαι πως οι ήρωες αποτελούν περσόνες του συγγραφέα, χωρίς βέβαια να απολύουν στο ελάχιστο γι’ αυτό την αυτοτέλεια και την ανεξαρτησία τους, έχω επίσης την αίσθηση πως οι τρεις αρσενικοί ήρωες συντίθενται στο τέλος σε πρόσωπο γυναικείο, σ’ εκείνο της Δήμητρας, είναι κομμάτια της ανθρώπινης αλήθειας όλοι, κομμάτια ενός βυζαντινού ψηφιδωτού που είναι το πρόσωπο εκείνης, όπως στις βυζαντινές εικόνες, όπου το πρόσωπο είναι σαν να αιωρείται μπρος από τη σάρκα, καθώς δεν κληρονομείται μα κατακτιέται με πόνο και στέρηση. Θα ‘λεγες πως ο Γεώργιος Κοσμάς έπρεπε να ασθενήσει σωματικά για να δυναμώσει την ψυχή του, πως για να νιώσει την αξία της ζωής θα ‘πρεπε να σπουδάσει θνητότητα. Είπαμε, ο Αλέκος και η Δήμητρα αφήνονται, ο Θεόδωρος και ο Γεώργιος συγκρατούνται, φοβούνται, διστάζουν να ζήσουνε. Ο Γεώργιος όμως ασκείται, ασκεί την αναπνοή του, την ασκεί για να καταβυθιστεί, καταβύθιση την οποία ο Θεόδωρος Ταμπάκης δεν δύναται να ακολουθήσει. Κι όταν ανεβαίνει επάνω ο Γεώργιος βλέπει το ταπεινότερο της γης πλάσμα, το φίδι. Δεν είναι θαυμάσια η ζωή; Η ανάσταση προϋποθέτει θυσία. Ο Γεώργιος αποφασίζει να θυσιαστεί. Ποια είναι η μεγαλύτερη θυσία; Να γίνει αποστάτης από το εγώ, το σβήσιμο του εγώ, το σβήσιμο της προσωπικότητας μας ενώνει με τον κόσμο και με τα πράγματα, κι επειδή είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο αυτό, φαντάζει και αντιφατικό. Ο Θεόδωρος Ταμπάκης, σ’ αντίθεση με τον Γεώργιο, αναζητά τις αποδείξεις πως τίποτα δεν έχει χαθεί, χαράζει μια κατά βάση εγωιστική προοπτική, που εδράζεται στον φόβο της τελικής απώλειας, της απώλειας δίχως πίστη. Πρέπει λέει ο Γεώργιος να κατακτήσει, με τίμημα μια μακριά αναζήτηση, το δικαίωμα να υπάρχει. Τίποτα δεν μας δίνεται, γι’ αυτό μπορούμε να κερδίσουμε τα πάντα. Και ξεκινάει απ’ το τέρμα για να γυρίσει στην αρχή, πηγαίνει στα νεκροταφεία όπου θα αντιληφθεί πως ο θάνατος είναι η κολυμβήθρα της αθανασίας, της αναστάσεως, πως η γεύση του θανάτου είναι η βάπτιση που αλλοιώνει τη συνείδηση και τις αισθήσεις, που τις ανακαινίζει, εκ βάθρων. Μα όλα για μένα σφάλασι και πάσιν άνω - κάτω, για με ξαναγεννήθηκε η φύση των πραμάτω λέει ο Ερωτόκριτος. Χάνοντας κι όχι κατακτώντας διατηρεί την έντασή του προς το απόλυτο ο Γεώργιος Κοσμάς. Αν δεν κενωθείς πώς θα πληρωθείς; Οι αισθήσεις κι ο χορτασμός τους είναι ξόδεμα και, το ξέρουμε αυτό, πείνα που δεν χορταίνεται, τροφή που δεν καταλήγει στην ψυχή, νερό που ξεραίνεται προτού κατεβεί. Ο συγγραφέας γυρίζει στα βασικά, που είναι τα πράγματα, ανίκανος να υποδυθεί πως μέσα από τον χυλό των συναισθημάτων μπορούν να αναδυθούν, όπως νησιά μέσα στην ανυπαρξία, οι άνθρωποι και οι τόποι. Γι’ αυτό αφηγείται τα πράγματα με ευλάβεια, δίχως ίχνος συναισθηματικής προσποίησης, κι είναι σαν να τα χαϊδεύει, όπως τους ναούς. Αφηγείται την παράδοση, αυτό που μάθαμε στο σχολειό να το λέμε –τι κούφια γνώση!- πραγματολογικά στοιχεία, ο συγγραφέας όμως όπως παιδί που μαθαίνει αριθμητική, καταμετρά με απάθεια και γι’ αυτό με πραγματική συγκίνηση, γυρίζει στα απλά, κατονομάζει και μετρά, με απάθεια και γι’ αυτό με αγάπη πραγματική. Κατόπι έρχεται η φώτιση και μετά το θαύμα, Θαβωρία, Δήμητρα-Θαβωρία, μην το ξεχνάμε αυτό, ο τόπος είναι ένας, συνεχής, Καστοριά, Θεσσαλονίκη, πατρίδες δυο και δυο φορέματα, το ποτάμι που χύνεται στη θάλασσα ή στη λίμνη κατεβαίνει απ’ τον ουρανό, πηγάζει απ’ το βουνό, Θαβώρ, τόπος μάρτυρας της αποκαλύψεως της θείας δόξας σε υλικό σώμα, Καστοριά τόπος μάρτυρας της αποκαλύψεως του υλικού σώματος σε δόξα ανθρώπινη.

Σχετικά: ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Οφειλή

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ