29.11.08

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Αγαπητέ κ. Μπαϊρακτάρη,

Έγινε προ ημερών, μία στρατιωτική άσκηση στους Λόφους Φλώρινας. Κάποιοι κάτοικοι της περιοχής μπήκαν επιθετικά να εμποδίσουν τον στρατό να πλησιάσει. Έγιναν συμπλοκές με τα ΜΑΤ και συλλήψεις. Ο βουλευτής της Φλώρινας του ΠαΣοΚ κ. Γ. Λιάνης, έβγαλε ανακοίνωση στην οποία μεταξύ άλλων λέει: «… ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την περιοχή Λόφος Φλώρινας… κλπ».
Για όνομα του Θεού και της Παναγίας!

Κύριε Λιάνη, μία περιοχή όπου υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα, ξέρετε πόσο επικίνδυνη είναι η λέξη «κατέλαβε»; Ξέρετε ότι αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί από εχθρούς της χώρας σε διεθνές διπλωματικό πόκερ;

Κύριε Λιάνη, όταν αγροσυνδικαλιστές της Θεσσαλίας έκλειναν με τρακτέρ του δρόμους, παρακινούμενοι κι από στελέχη του ΠαΣοΚ, δεν σας άκουσα να λέτε ότι κατέλαβαν την περιοχή.
Οι καιροί στα Βαλκάνια είναι πονηροί, λίγο περισσότερο προσοχή στην διατύπωση δεν βλάπτει.

Με εκτίμηση
Κων/νος Παπαζήσης
τηλ 6944203718
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 06.11.2008

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Ευλογείτε, με λένε ...... θέλω να σας ρωτήσω κάτι: μήπως γνωρίζετε που υπάρχει «Αγίασμα του Αγίου Χαραλάμπους»; Θα σας πω πως το είδα στον ύπνο μου (ελπίζω να ήταν από τον Άγιο Χαράλαμπο κατά παραχώρηση Θεού το όνειρο γιατί ρώτησα και μου είπανε καλύτερα να μην τα πιστεύω τα όνειρα γιατί παίζει «παιχνίδια» ο άλλος) όταν είχα πάει να κάνω τάμα στο Άγιο στης Ιερά Μονή του Αγίου Στεφάνου των Αγίων Μετεώρων που έχουν και την Κάρα του Αγίου Χαραλάμπη.

Λοιπόν η εικόνα που είδα στον ύπνο μου ήταν πως πήγα να πιω από το Αγίασμα του Αγίου, το Αγίασμα ήταν πετρόκτιστο με τσιμέντο (ένα κτίσμα και για τις δύο βρύσες) όπως στις πλατείες των χωριών, είχε δυο βρύσες, από αριστερά ήταν με σωλήνα που έτρεχε συνέχεια και από αυτή πήγα να πιω και δεξιά ήταν άλλη μια με κόκκινη βάνα (χειροκίνητη) που ήταν κλειστή και από πάνω από αυτές τις δύο βρύσες υπήρχε οριζόντια πινακίδα που έγραφε «Αγίασμα Αγίου Χαραλάμπους».

Αν γνωρίζετε κάτι για αυτό, αν το έχετε δει επικοινωνήστε μαζί μου γιατί έχω μια λοιμώδη ασθένεια και ζήτησα βοήθεια από τον Άγιο. Σας ευχαριστώ προκαταβολικά.»
Έχω διαβάσει πως στη Ζούζουλη Καστοριάς υπάρχει Αγίασμα του Αγίου Χαραλάμπη και εξωκκλήσι του, μπορείτε να με βοηθήσετε;

Ανδρέας Τσακνόπουλος
andreas_tsaknopoylos@hotmail.com

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 06.11.2008

ΟΔΟΣ: Άσπονδες κομματικές φιλίες

Κανείς δεν πείστηκε
ότι ο αυγουστιάτικος «άγνωστος»
της κυρίας Βίβιαν Μπουζάλη
ήταν αυτός που προέβη στην καταγγελία
κατά του γενικού γραμματέα κ. Ανδρέα Λεούδη
και του νομάρχη Καστοριάς κ. Κων/νου Λιάντση
για το ζήτημα της σήραγγας της Κλεισούρας,
και όλος ο χειρισμός της «γκρίζας» υπόθεσης
γεννάει υπόνοιες ότι πρόκειται για μία ακόμη
εσωκομματική γκάφα
και πισώπλατα μαχαιρώματα
κάποιων υψηλόβαθμων στελεχών
της Νέας Δημοκρατίας
που οχυρώνονται πίσω από τις δήθεν ανωνυμίες
στα βουλευτικά και άλλα περιβάλλοντα.
Ενός κακού μύρια έπονται.



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 06.11.2008

ΟΔΟΣ: Βροντερή επαρχιακή σιωπή

Συμπληρώνονται 20 χρόνια από τότε που οι αποκαλύψεις για το σκάνδαλο «Κοσκωτά» αφαίρεσαν τα τελευταία υπολείμματα αγνότητας από τον δημόσιο βίο. Η ζωή και οι εξελίξεις απέδειξαν στην συνέχεια, ότι δεν είχε δα και τόσο σημασία αν στο τιμόνι της χώρας βρισκόταν ακόμη τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Σαν «έτοιμη από καιρό» η Ελλάδα, στο ίδιο αποτέλεσμα θα έφθανε, στην διαφθορά, όποιο κόμμα κι’ αν κυβερνούσε. Κι’ όμως την εποχή εκείνη, θα φαινόταν αδιανόητο ακόμη και στους πιο σκανδαλοθήρες, ότι το 2008, είκοσι χρόνια αργότερα, όχι απλώς δεν θα είχε περιορισθεί το φαινόμενο της διαφθοράς, αλλά ότι αυτή μέσω της διαπλοκής, θα αποτελούσε περίπου όρο για πολιτική σταδιοδρομία.
Βέβαια ίσως να μην προκύπτει άμεσα η σύνδεση αυτών των σχολίων με τις αυθαιρεσίες των καταστημάτων διασκέδασης της νότιας (και όχι μόνο αυτής) παραλίας της Καστοριάς, με τα προβλήματα που προκαλεί η κατάρρευση κάθε ίχνους προστασίας των στοιχειωδών δικαιωμάτων των περιοίκων, σε μια ήδη μεγάλη ζώνη της πόλης, που διευρύνεται και επεκτείνεται επικίνδυνα. Όμως στις εσωτερικές σελίδες του σημερινού φύλλου δημοσιεύεται ένα κείμενο καταπέλτης, απεγνωσμένου περίοικου της νότιας παραλίας για τις διακριτικές ευχέρειες του νομάρχη Καστοριάς και τον «αδιάκριτο» χειρισμό του ζητήματος με τρόπο εξώφθαλμα μεροληπτικό. Με τρόπο που αγνοεί το σαφές κοινωνικό αίτημα για περιστολή των παρανομιών και την επιβολή κανόνων και ορίων.
Την εποχή του «Τσοβόλα δώστα όλα» κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί για παράδειγμα, τα σημερινά ασύλληπτα σκάνδαλα σαν κι’ αυτό της Μονής Βατοπαιδίου, στο πλαίσιο του οποίου μεταξύ πολλών άλλων παραβολικών θαυμάτων, μια από τις μεγαλύτερες λίμνες της Ελλάδος με τις παραλίμνιες εκτάσεις της χαρακτηρίσθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες ιδιωτικές, και ανταλλάχθηκαν στο άψε-σβήσε με δημόσια περιουσία αμύθητης αξίας, και μάλιστα υπό την διακριτική κάλυψη αδύναμων κρίκων της Δικαιοσύνης. Κανείς δεν θα μπορούσε να συλλάβει σκάνδαλο σαν αυτό που θέλει (σύμφωνα με το κατηγορητήριο) τον τ. βουλευτή και σύμβουλο του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Γιάννη Κεφαλογιάννη να παρεμβαίνει στις διωκτικές και ανακριτικές αρχές της Κρήτης για να κάνει «πλάτες» σε κατηγορούμενους για εμπορία ναρκωτικών. Μάλλον κανείς, διότι όλα αυτά θα κινούνταν στην σφαίρα της περιθωριακής φαντασίας.
Ακριβώς αντίστοιχα στην Καστοριά δεν θα μπορούσε ποτέ κανείς να διανοηθεί, 20 χρόνια πριν, όταν δειλά-δειλά άνοιγε το πρώτο καφέ στην νότια παραλιακή ζώνη, ότι οι παραλίμνιες ζώνες 20 χρόνια μετά θα μετατρεπόταν σε εστία αυθαιρεσιών. Με την κάλυψη και της πιο επίσημης βούλας. Διακριτικής ευχέρειας ένεκεν.
Διάχυτη είναι η εντύπωση στην Καστοριά ότι τα μεγάλα σκάνδαλα δεν φαίνονται, όχι επειδή δεν υπάρχουν, αλλά διότι τα πάντα θάβονται κάτω από το πέπλο μιας βροντερής επαρχιακής σιωπής (με την βοήθεια δυστυχώς και κάποιων δημοσιογράφων) που τα σκεπάζει και τα κουκουλώνει, που είναι περίπου συνένοχη.
Για παράδειγμα, οι κάτοικοι της Καστοριάς άκουγαν κάποτε στις ειδήσεις των κεντρικών τηλεοπτικών σταθμών κάποιους ανεξιχνίαστους και άγνωστους όρους όπως «μαφία» ή «προστασία» των κέντρων διασκέδασης σε παραθαλάσσιες περιοχές της Αττικής. Και σίγουρα σε μια περιοχή σαν την Καστοριά, όπου το αντίστοιχο σε όλα αυτά πρόβλημα ήταν το πάλαι ποτέ κέντρο της «Λούση», δεν θα μπορούσαν ποτέ να υποπτευθούν ότι εν έτει 2008, το πρόβλημα της άναρχης λειτουργίας καφετεριών και clubs στην παραλιακή ζώνη της πόλης, θα αποτελούσε το πρώτο επίσημο πολιτικό σκάνδαλο.
Το οποίο αφού έμπλεξε μέχρι τον λαιμό την προηγούμενη δημοτική αρχή (η οποία στο τέλος έφθασε στο σημείο να ξηλώσει το γκαζόν για να το νοικιάσει σε παρακείμενη επιχείρηση ώστε να μην αισθάνεται «αδικημένη» έναντι των υπολοίπων!), αφού στέρησε κάθε ίχνος σοβαρής και βάσιμης προσδοκίας για λύση του προβλήματος από την σημερινή δημοτική αρχή, πολύ πριν εκλεγεί δήμαρχος ο κ. Ι. Τσαμίσης, δηλαδή την εποχή που τάχθηκε επικεφαλής κλιμακίου δημοτικών συμβούλων εθελοντών για εκούσια φυλάκιση σε ένδειξη συμπαράστασης προς τους δοκιμαζόμενους επιχειρηματίες (ποιος δεν θυμάται εκείνη την ηρωϊκή προτροπή «να πάμε όλοι μαζί φυλακή»), έρχεται τώρα να εμπλέξει και την Ν.Α Καστοριάς.
Όπως καταγγέλλει επωνύμως με ονόματα και συγκεκριμένα στοιχεία περίοικος καφετέριας club στην νότια παραλία, ο οποίος μάλιστα ισχυρίζεται ότι υπήρξε και θύμα απειλής από τους «θιγόμενους», και μετά από περίεργες μεθοδεύσεις δικαστικές και εξωδικαστικές, το ζήτημα ελέγχου των αυθαιρεσιών ενός τουλάχιστον από τα καταστήματα, κατέληξε ιεραρχικά στην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Καστοριάς.
Και ενώ υπήρχε αρνητική εισήγηση της αρμόδιας διεύθυνσης υγείας της Νομαρχίας, και ο κάθε λογής ρομαντικός θα περίμενε πως εν όψει και της κοινωνικής επιταγής, αν μη τι άλλο, θα έμπαινε επιτέλους ένας φραγμός και θα απορρίπτονταν αίτημα για επαναχορήγηση άδειας στο ίδιο κατάστημα, συνέβη το ακριβώς αντίθετο.
Μετά από αυτοψία που πραγματοποιήθηκε από τον αρμόδιο αντινομάρχη, σε γνώση προφανώς του ίδιου του νομάρχη Καστοριάς, που είναι ο πρώτος και ο τελευταίος υπεύθυνος για αυτή την πολιτικά χονδροειδή «διακριτική ευχέρειά» του, βρέθηκαν ότι όλα έχουν καλώς.
Είναι ολοφάνερο επομένως ότι έχει χαθεί κάθε έλεγχος και κάθε μέτρο. Και πως η εξοικείωση με την παρανομία και την αυθαιρεσία έχει προσβάλλει τόσο βαθειά την καθημερινότητά μας και στην Καστοριά, ώστε να αντιστραφούν εντελώς οι ρόλοι και οι παραβάσεις να επικυρώνονται με την διαδικασία του «κεκτημένου».
Η επιστολή-καταγγελία του αναγνώστη (δημοσιεύεται πιο κάτω), αποδεικνύει επομένως, ότι το πρόβλημα έπαψε να είναι μόνο κοινωνικό, ή απλά δημοτικό, ή έστω της γειτονιάς. Ο συγκεκριμένος χειρισμός αποδεικνύει ότι υπέρ των πολιτών και του γενικώτερου συμφέροντος, δεν υπάρχει πια κανένα χαλινάρι, καμμιά εγγύηση. Και ότι η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Καστοριάς που εκδηλώνει συμπεριφορές προστασίας ή πλυντηρίου στις διάφορες παρανομίες των επιχειρήσεων αυτών, παραμένει δραματικά εκτεθειμένη στα μάτια της κοινής γνώμης. Χάνοντας μια μεγάλη ευκαιρία να αναδειχθεί σε πυλώνα αξιοπιστίας, ήδη μετά τον Δήμο Καστοριάς, έγινε και αυτή μέρος του προβλήματος.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 06.11.2008


Σχετικά κείμενα:

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Περί διακριτικής ευχέρειας του νομάρχη Καστοριάς

Όλοι, Καστοριανοί και μη, και ιδίως οι παροικούντες περί την Ιερουσαλήμ (Νότια Παραλία), βλέπουν του κόσμου τις παρανομίες –πολεοδομικές και άλλες- και ιδίως την χρήση μουσικών οργάνων στην διαπασών προς χάριν δήθεν του… τουρισμού, λες και ο Αθηναίος ή από άλλη πόλη, έρχεται στην Καστοριά να ακούσει άγρια μουσική. Και θα αναφερθώ συγκεκριμένα για μία καφετέρια που είναι τρία μέτρα από το σπίτι μου.

Το 2002, αφού πρώτα ο ιδιοκτήτης επισκεύασε το παλιό κτήριο το διαμόρφωσε σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος –που λένε τώρα- και το κατάντησε μέχρι σήμερα κέντρο διασκέδασης, παίρνοντας μέσα στο κυρίως κατάστημα και όλον τον ακάλυπτο χώρο. Και έτσι, έκανε κατάστημα ξοδεύοντας λεφτά σε παρανομίες, κατασκευάζοντας οροφές, περιφράξεις, πάγκους και ό,τι άλλο ήθελε στον ακάλυπτο χώρο με την ανοχή της Πολεοδομίας.

Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2006, ύστερα από πολλές οχλήσεις των περιοίκων και κάτω από το βάρος πολλών διαπιστωμένων παραβάσεων –υγειονομικές, αστυνομικές, η δημοτική αρχή δεν πήρε κανένα μέτρο για να σταματήσει τις παρανομίες, εκτός από το προσωρινό κλείσιμο μερικών ημερών και την επιβολή προστίμων, και έτσι νομιμοποίησαν τις γενόμενες σωρηδόν παραβάσεις. Τον Δεκέμβριο του 2006, όπως προανέφερα, το δημοτικό συμβούλιο Καστοριάς, έλαβε απόφαση για το οριστικό κλείσιμο του καταστήματος. Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε από την Περιφέρεια. Εναντίον της απόφασης αυτής, ασκήθηκε από τον ιδιοκτήτη ένσταση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Κοζάνης, η οποία απορρίφθηκε, και σε συνέχεια ο ιδιοκτήτης άσκησε έφεση στο Διοικητικό Εφετείο Κοζάνης.

Και αφού πέρασε πολύς καιρός και δεν βγήκε απόφαση, ο ιδιοκτήτης απέσυρε την έφεση, πήραν την άδεια λειτουργίας που είχαν καταθέσει στον Δήμο Καστοριάς, στην δημαρχιακή επιτροπή, και ζήτησαν καινούργια άδεια. Η δημαρχιακή επιτροπή του Δήμου, συνέρχεται γρήγορα-γρήγορα και βγάζει προέγκριση για άδεια. Η αρμόδια επιτροπή του Δήμου απορρίπτει την αίτηση για άδεια και διαβιβάζει την αίτηση στην Νομαρχία.
Συνέρχεται η πρώτη επιτροπή της Νομαρχίας και απορρίπτει την αίτηση. Ακολουθεί η δεύτερη επιτροπή που ύστερα –λέει- από επανεξέταση προτείνει στον Δήμο χορήγηση της νέας άδειας.

Και εδώ είναι τώρα η διακριτική ευχέρεια του Νομάρχη όπως αναφέρει η απόφαση του Περιφερειάρχη στην απάντησή του στην προσφυγή μας για την ακύρωση της απόφασης του Νομάρχη. Επί λέξει καταλήγει η απόφαση: Ο Νομάρχης στα πλαίσια τη ευρείας διακριτικής ευχέρειας υπήρχαν δύο εκθέσεις για την επανεξέταση: μία της Υγειονομικής Υπηρεσίας της Ν.Α. Καστοριάς που με τις παραβάσεις που διαπίστωσε –και μέσα σε αυτές και πολεοδομικές- δεν συστήνει χορήγηση άδειας. Η άλλη είναι του μέλους της τριμελούς επιτροπής της Νομαρχίας που ορίστηκε από τον Νομάρχη, τον αναισθησιολόγο του Νοσοκομείου Καστοριάς κ. Ανδρέα Γούλιο, ο οποίος δεν διαπίστωσε καμμία παράβαση. Τα βρήκε όλα σωστά. Και ακόμη δεν είδε ούτε την πολεοδομική παράβαση που αναφέρεται στην έκθεση της Υγειονομικής Υπηρεσίας, η οποία παράβαση ήταν πάνω από το κεφάλι του… δεν την είδε.
Και ο Νομάρχης με την διακριτική ευχέρεια που διαθέτει έλαβε υπ’ όψη την έκθεση του κ. Γούλιου και εισηγήθηκε την χορήγηση της άδειας.
Αυτά για την διακριτική ευχέρεια του παρανομήσαντος νομάρχη, για ίδιο όφελος στο σπίτι του.

Και μένει και ένα ερώτημα: τι έγινε η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2006; Χάθηκε άραγε; Ή σκεπάστηκε με ευγενή χαρτιά; Και αυτό δεν το ξέρουμε γιατί μεσολαβούν πολλά χέρια και πολλά κεράσματα.
Και ακόμα εύχομαι στον κ. Νομάρχη με την διακριτική ευχέρεια που διαθέτει να παίρνει αποφάσεις που αρέσουν σε λίγους παράνομους, και σε βάρος πολλών διαμαρτυρομένων και νομιμοφρόνων και αδικημένων από όλες τις υπηρεσίες. Ιδίως των δημοτικών αρχόντων.

Α.Η.Ρ.
Αριστείδης Η. Ρούνης

Υ.Γ. Να αναφέρω ακόμη ότι από πλευράς ιδιοκτήτη της καφετέριας δέχτηκα απειλές για την ζωή μου. Η σχετική καταγγελία υπάρχει στο Αστυνομικό Τμήμα Καστοριάς όπου ο παραπάνω πήγε και ζήτησε συγνώμη. Η απειλή όμως δεν παύει να υπάρχει.

28.11.08

ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΜΠΑΓΓΟΥ: Η κεραμίδα

Πρώτη ερμηνεία που έπεσε στην αντίληψή μου: ψημένος πηλός που οι ημικυλινδρικες του πλάκες χρησιμοποιούνται σαν φολίδες ψαριού, επικαλύπτοντας δηλαδή μερικώς η μία την άλλη, ώστε να δημιουργηθεί το στεγανό στέγαστρο των σκεπών στα σπίτια.
Δεύτερη ερμηνεία, αναλογική της χρήσης της κι αυτή, είναι εκείνη της κεραμίδας που τοποθετήθηκε στην βορινή βρύση του δικού μου χωριού, και όχι μόνο, έτσι ώστε να ρέει το νερό που ανάβλυζε από έναν βράχο, κατά μήκος του κοίλου μέρους της και να δημιουργεί αυτό που λέει η ηχογενής λέξη «σούρκα». Δηλαδή μια όμορφη και εύχρηστη υδρορροή.
Συνοπτικά, λοιπόν, χειρίστηκε η ανθρώπινη αντίληψη το πήλινο αυτό αντικείμενο με αρκούντως έξυπνο τρόπο κάθε φορά.
Η τρίτη κεραμίδα δεν είναι ακριβώς εκείνη που θα μού έπεφτε διαβαίνοντας ένα σοκάκι, παρά τρίχα, στο κεφάλι, αλλά αυτή, η μία, που δανείστηκα από το κατάστημα του κ. Γκαμπέση. Και για να γίνω πιο σαφής από τον κολοσσό του κ. Γκαμπέση, όπως προτιμά να διαφημίζεται.

Το θέμα είναι ότι δεν ήταν, καν, ολόκληρη κεραμίδα. Εκτός του ότι ήταν κάπως ιδιότυπη, διότι είχε την μια πλευρά της γωνιασμένη και την απέναντι της απλώς ευθύγραμμη, ήταν και λειψή κατά το ήμισυ. Την δανείστηκα για να δω αν μπορώ να την προσαρμόσω στον αυλόγυρο του σπιτιού μου. Και δυστυχώς δεν ταίριαξε. Δεν διέθετα, επομένως, την δημιουργική, από τεχνική άποψη, φαντασία, που θα προϋπόθετε με σιγουριά και την επακολουθούσα σωστή εφαρμογή της κεραμίδας. Κατέπεσε, λοιπόν, νοητά, η κεραμίδα επί της κεφαλής μου, αυτή τη φορά, θρυμματίζοντας τις κατασκευαστικές μου απόπειρες.

Σε δεύτερο ή τρίτο επίπεδο, δεν ενθυμούμαι καλώς, σκέφτηκα ότι η έκφραση « σαν κεραμίδα στο κεφάλι» πρέπει να οφείλεται στο ότι παλαιότερα οι κεραμίδες, στις σκεπές των σπιτιών, δεν ήταν καλά στηριγμένες και για αυτό έπεφταν συχνά. Ή ότι είναι πιθανόν τα προηγούμενα χρόνια να φυσούσε δυνατότερος αέρας. Ή το ύψος των σπιτιών στο παρελθόν να ήταν μικρότερο, ώστε να μην αποκτά η κεραμίδα πέφτοντας την απαιτούμενη ορμή. Ή ότι οι κεραμίδες ήταν πιο ελαφριές τότε και τις έπαιρνε ευκολότερα ο άνεμος. Και μάλλον θα ήταν ελαφρύτερες, γιατί δεν άκουσα να έχουν πεθάνει πολλοί από κεραμιδοχτύπημα. Μάλλον η επί της κεφαλής κεραμίδα έβγαζε από την καθημερινή ατονία τούς διερχόμενους. Τότε ήταν που σκέφτηκα ότι για να περπατούν οι άνθρωποι κάτω από τις κεραμιδοσκεπές, για να προφυλαχτούν προφανώς, δεν θα κρατούσαν ομπρέλα όταν έβρεχε. Αναφέρομαι, βέβαια, στην εποχή που είχαν συνήθως μαζί τους ομπρέλα μόνο οι παπάδες κι οι δάσκαλοι. Σήμερα, λοιπόν, η έκφραση σχετικά με την κεραμίδα χρησιμοποιείται κυρίως μεταφορικά, για πράγματα και καταστάσεις που μας έρχονται στη ζωή ακάλεστα και συνοδεύονται με λίγο πόνο και περισσότερο ξάφνιασμα.

Σημειωτέον είναι ότι αυτές τις εμβριθείς σκέψεις τις έκανα κάτω από μία ομπρέλα σε κάποιο Ελληνικό νησί. Δεν ξέρω αν για όσα προανέφερα ήταν υπεύθυνοι η ζαλιστική ομορφιά του θαλασσινού τοπίου κι ο καυτός ήλιος. Εγώ, πάντως, το απέδωσα στην ανάγκη του μυαλού μας να σκέφτεται ακόμα κι όταν δεν υπάρχει λόγος για σκέψη. Η σκέψη για την σκέψη που λέμε, ή το σκέφτομαι άρα υπάρχω.

Συν τοις άλλοις δηλώνω ότι από τον κ. Γκαμπέση δεν πήρα ούτε ένα, ούτε καν μισό ευρώ για την διαφήμιση που του κάνω.
…Κι εγώ όμως ούτε που λογαριάζω να του γυρίσω πίσω την κεραμίδα του!

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 30.10.2008

Β.Π. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ: Η γλυπτική εν τω γίγνεσθαι

Η περίπτωση του Κώστα Χιωτίδη

9η Ιουνίου ενεστώτος έτους και παρελθόντος καλοκαιριού, ήταν η πλέον καταρρακτώδης μέρα του μέχρι τότε θέρους. Τότε ήταν, που άνοιξαν όλα τ’ αυλάκια τ’ ουρανού στη μεγαλύτερη διάστασή τους, και πλημμύρισαν τα επίγεια, δηλαδή αυτής της κατηφορικής πόλεως τους δρόμους, τα στενά και από τα ισόγεια και κάτω, τα σπίτια. Το θολό πανηγύρι της νερο-κατεβασιάς ήταν από τα πρωτοφανή καιρικά συμβάντα. Τρομαλέες οι ψυχές και τα καταβρεγμένα σώματα ανήμπορα παρατηρούσαν την μήνιν του Θεού, διότι ποιος άλλος μπορούσε να ξεθυμαίνει τοιουτοτρόπως επί των κτισμάτων του στη γη αν όχι ο αποκλειστικός κύριος και δημιουργός τους; Ποιός τέτοια ώρα, θυμάται τη γλυκιά βροχή, στην οποία ο άγιος Δίας μεταμφιέστηκε, όπως το ‘χε συνήθειο στα δύσκολα ερωτοπλησιάσματά του, και χύθηκε, περιτυλίχτηκε κ.λπ. στη Δανάη, κόρη φυλακισμένη υπό του πατρός της σε σιδερόφραχτα υπόγεια, από τον φόβο των ανθρωπο-επιβητόρων, (ο γιός της άρα κι εγγονός του πατέρα Βασιλιά, θα τον σκότωνε εντελώς του είπαν στο μαντείον). Αγνοούσε πως και οι θεοί των πνευμάτων κι ιδίως πάσης σαρκός στη φάση της δωδεκάθεης εκδοχής τους, ήταν ασυγκράτητοι παθών και ανεξάντλητοι εφευρέσεων ως προς την ικανοποίησή τους.
Εμειναν από την ξεχασμένη μυθική ιστορία εκείνη τη μέρα, μόνον οι κεραυνοί, που έπεφταν επί δικαίων και αδίκων, μέρα σε πλήρες μεσημέρι, λες κι έσπερνε ο Ιάσων στην Κολχική δόντια και φύτρωναν δράκοι.

Αυτές οι άτακτες κι ασύντακτες μπόρες αποτελούν ένα υψηλό αισθητικό και καλλιτεχνικό, θα λέγαμε, της φύσης, υπερφυσικό συμβάν. Μια δημιουργία με την άγρια ωραιότητα αλλά και τη δύναμη που τις χαρακτηρίζει και τις διέπει στην πράξη και δείχνει για μια εισέτι φορά την ασημαντότητα του ανθρώπινου είδους, μπροστά στης φύσης τα καμώματα θεία ή φυσιολογικά.

Προσπαθώ να βρω μια αναλογία σ’ αυτά που γράφω με την περίπτωση του συν-πολίτη Κώστα Χιωτίδη του Θεοδώρου, μηχανουργού, κατοίκου Κοζάνης, το σπίτι του είναι δίπλα στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Κοζάνης, νοσταλγικά ενεργού ακόμα, λίγο πριν τον κλείσει η σιδηροδρομική ευτέλεια εργοδοσίας και εργαζομένων γενικώς. Ας τον ονομάσουμε καλλιτέχνη επί της ζωγραφικής αλλά και της σιδηρο-ατσαλο-γλυπτικής τέχνης. Εκείνη ακριβώς την ώρα και μέρα, στο μέσον της κοσμικής καταιγίδας, άφησε το μηχανουργείο του, τα σχέδια επί χάρτου κι υπολογιστού, την ογκώδη μηχανή αναπαραγωγής μηχανημάτων, που πριν λίγα χρόνια αγόρασε από την Κορέα, τα αδιαμόρφωτα ή διαμορφωμένα σίδερα, τα γρέζια, τα εργαλεία και όρμησε σίφουνας δημιουργίας, επί της οικίας του, μάλιστα επί του ανασφαλίστου από τους καιρούς, ημιδιαμπερές ανώγειο. Η βροχή –ποιά βροχή, ο κατακλυσμός θέλω να πω- να του χτυπά τα μπατζάκια-αυτός αδιάφορος- οι κεραυνοί κι οι αστραπές να τον ακουμπούν σχεδόν, ότι ήταν δίπλα –άφοβος- στο ρυπαρό αλσύλλιο πεύκων του Σ.Σ., κι όλα ήταν ευνοϊκά προς τη σμίξη ανθρώπου και φύσης και να αλληλογλείφονται με τις σπίθες που έβγαζε το οικιακό μικρό φλογοβόλο εργαλείο του, ένα και το αυτό, θείος δημιουργός κι άνθρωπος τεχνουργός.

Διότι μ’ αυτό, αυτός διαμόρφωνε, έλιωνε, κολλούσε, συγκολλούσε τα φύλλα χαλκού και έχτιζε το μικρό του, λίγο πάνω από μισό μέτρο, «Άγνωστο αριστούργημα» που σε πρώτη βάπτιση το ένιωσε ως «Ηλέκτρα μαινόμενη»! Αλλά η Ηλέκτρα δεν υπήρξε ποτέ σε παρόμοια έξαψη και τραγωδιακή φάση –ολοφυρόμενη ναι- εν τούτοις η στάση της ίσως κάτι να του θύμιζε κάπως απ’ αυτήν.
Στη λεπτομέρεια του άνω μέρους το γλυπτό θυμίζει στην εύγλωττη αοριστία του, έναν εσταυρωμένο θηλυκής υφής, που είναι καρφωμένος σ’ ένα επίγειο δράμα με μια υπέργεια εγκαρτέρηση. Αυτή η λεπτομέρεια είναι η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή που σταυρωμένη στα πάθη της εκδίκησης και της απελπισίας της, λίγο πριν την άφιξη του Ορέστη και την τελική έξοδο δια της μητροφονίας και της εραστοφονίας.

‘Οχι όχι, ποτέ του ποτέ
δε θα πάψω τους θρήνους εγώ
και τα ολόπικρ’ αυτά μοιρολόγια,
όσο που θενά βλέπω ταστερια τα ολόφεγγα
και το φως της ημερας αυτό•
και σαν μιας αηδόνας, που τάβουλα
έχει χάση παιδιά της, οι βόγγοι μου
μπρος στις πόρτες αυτές του πατέρα μου
θαντηχούν και θα κράζουν σ’ όλους…

(Σοφοκλή “Ηλέκτρα”, μετ.: Ι. Ν. Γρυπάρη)

Στη γλυπτική του κίνηση στο χώρο, θυμίζει χορό –πράξη, αλλά και σε παραπέμπει και στο χορό της τραγωδίας, που παρακολουθεί, κρίνει, συμβουλεύει, κατακρίνει. Η μονομελής αυτή σύνθεση είναι μια συνολική, σφιχτή, γλυπτική αφήγηση η οποία στις λεπτεμέρειές της, όμως χαλαρώνει σε ερμηνείες συμβατές με της τέχνης τα φαινόμενα και τα επιφαινόμενα.
Ηταν μια δημιουργική βακχεία διεμβολισμένη με οίστρο ευπλασίας, ας πούμε ερωτικό, αφού δεν είναι απαραίτητα έρωτας να υπάρχει μόνον επί σωμάτων δύο, αλλά να διαδηλώνεται και επί σώματος τέχνης -πολλά τα παραδείγματα- αψύχου κατ’ αρχήν αλλά ευψύχου κατά την τελεολογία του πνεύματος και του πολιτισμού.

Αυτό είναι μια συμπεριφορά-παραφορά θα έλεγα, του δημιουργού, ο οποίος ανάβει ερωτικά από την αγριότητα της φύσης και πέφτει με μανία στο δικό του μικρό έργο, και επ’ αυτού ενηδονίζεται και ως εκ τούτου, όλα πλέον γύρω του είναι ξένα, απόκοσμα ή απλά αποτελούν το λυσιτελές φόντο μιας σκηνής λυσιμελούς και παραληρηματικής επί ζωής και τέχνης.
Γι’ αυτό κι οι κεραυνοί περνούσαν αδιάφοροι, ξεχασμένοι από τον άνθρωπο του ανωγείου.
Επί του δημιουργικού πεδίου του κάτι λίγα.

Περισσότερο τον τραβούσε η ζωγραφική και επ’ αυτής θέλησε να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί το πρώτον. Πλήθος πολύχρωμα τελάρα του, στολίζουν ξένους, επί το πλείστον, αλλά κι οικείους τοίχους. Δεν υπάρχει ίχνος επαγγελματικότητας στο πράγμα, για αυτό έχει την άνεση και την πολυτέλεια να χαρίζει έργα, άρα και ταυτοχρόνως να χαρίζεται από τους λήπτες του σε μια τρυφερή εκτίμηση. Γιατί αυτό που δίνει είναι κομμάτι της ψυχής του –και μόνο τα έργα ψυχής μοιράζονται κι όχι τα έργα των χεριών- που δεν έγιναν για τον επιούσιο αλλά για τον περιούσιο λόγο ύπαρξης εν τω βίω τέχνης. Αυτό συμβαίνει μόνο με τους δημιουργούς που βιώνουν στην κατηγορία: 1ον του αυτοδίδακτου και 2ον του αδιάφορου περί της ανταλλακτικής αξίας του έργου τους. Έτσι λυτρωμένος από δεσμεύσεις ένυλες, στέκεται ψηλά στα νεφελώματα του τρόπου του και από κει, κατά Ελύτην, «μοιράζει δωρεάν την ψυχή του».
Μια υπερρεαλιστική απόπειρα φυγής προς τον ρεαλισμό, όσο κι αν ακούγεται αυτό αντιφατικό, εν τούτοις ο Κ.Χ. ξεκίνησε στη γλυπτική του εκδοχή από το αφηρημένο και το βαθύτατα υπαινικτικό και επιστρέφει σε μια πιο εύγλωττη ενατένιση του υλικού, που μετατρέπει σε οντότητα καλλιτεχνική.

Για χρόνια ένα πτερύγιο ανεμογεννήτριας από τους ΑΗΣ της ΔΕΗ, στηριγμένο σε έναν πωρόλιθο μ’ ακολουθούσε σε όλα τα γραφεία της περιπλάνησής μου. Ηταν μια τεχνική λιτοδίαιτη και ευθυτενής, περισσότερο έμοιαζε με τεχνική προσαρμογή των άψυχων μετάλλων επί του προσωπικού του φευγαλέου οράματος. Το ονόμασα «Απουσία», έτσι χωρίς ιδιαίτερο λόγο ή μήπως επειδή αυτό το αίσθημα σε διασχίζει, όταν το υφίστασαι, ευθυτενώς και δίχως διασπάσεις στο φλοιό του.
Είδε κάποτε, μήπως κι άκουσε, το Μέμο Μακρή, να αφηγείται για το «πως έδενε τ’ ατσάλι» του και στέριωνε τις μορφές της όρασης και ιδίως της ενόρασής του. Και του χάραξε σε βάθος η αφηγηματική του εμπειρία Αυτή η παγερή και δύσκολη ύλη που μοιάζει αδάμαστη στον τρίτο, σ’ εκείνον που θα την πλησιάσει μ’ απόφαση να τη δοκιμάσει και να την ακολουθήσει γίνεται πάθος λίαν εύπλαστο, αφού τον συνεπαίρνει η σκληράδα που μαλακώνει και πάλι ατσαλώνει στην ολοκλήρωση.

Βελβεντό. Μπροστά από το Πνευματικό του κέντρο μια μεταλλική κάπως κεκλιμένη σύνθεσή του, που το φέρνει από τον αρχαία λυράρη και τον πάει στον σύγχρονο αναγνώστη, εδώ και χρόνια προϊδεάζει τον επισκέπτη, μήπως και δυσανάλογα, πως εκεί μέσα κάτι γίνεται το διαφορετικό.
-Παίρνουμε πηλό κι ανάμικτο με σχοινί καννάβεως, θα έλεγα για να πιάνει αυτός, «ντύνουμε» με αυτά τις πρωταρχικές σιδερένιες βέργες του σκελετού. Στα γρήγορα γιατί πήζει το υλικό και να το πρώτο, κρίσιμο σχέδιο. Στη συνέχεια με ψαλίδι κόβουμε τη φέτα χαλκού, μαλακός σαν την εύπλαστη ύλη του ανθρωπίνου και θελκτικού σώματος -αυτό δεν το κόβουμε, μόνον το ψαύουμε περιφλεγείς στην πράξη και ποικιλοαφθόνως στη σκέψη, εννοείται.
Κομμάτι κομμάτι χτίζει το γλυπτό του.
Ενδύει το πρόπλασμα με μικρές και μεγάλες φέτες χαλκού. «Με τι να ντύσω το Θεό» αναρωτιώταν ο Ροντέν μπροστά στη σύνθεσή του για τον Ουγκώ, και τον ...έντυσε γυμνό! Ηδη τις έχει λιώσει, τις κάνει εύπλαστες και με το κοπίδι δίνει σ’ αυτές το σχήμα που τον ενδιαφέρει.

Φωτογράφισα το γλυπτό με το κινητό, εμφάνισα τις φωτογραφίες και τώρα τις παρατηρώ ήσυχα. Η αυτοψία λίγα απέδωσε, σαν άμεση αίσθηση και γνώση. Ήθελα να σκεφτώ, να φανταστώ ίσως και να διαπιστώσω τι χώρο κρατά, αν κρατά, στην σκέψη μου μετά την πρώτη επαφή. Προφανώς δεν είναι και το έργο ζωής του Κ.Χ. Ομως είναι αυτός ο θαμπός εισέτι μεταλλικός κορμός, με τον οποίο νιώθει πως πρέπει να διαδηλώσει την όποια ιδιαιτερότητα διαθέτει, και να καταθέσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα με τα οποία προηγείται των άλλων, στον αγώνα «της μνήμης κατά της λήθης». Οι δημιουργοί, κάθε λόγου και αιτίας διαθέτουν ένα προβάδισμα στην αντιμετώπιση του καιρού που περνά, από τους άλλους, στον κόσμο της εφήμερης διάβασης και του τρέχοντος εντυπωσιασμού. Αυτή του η διάβαση (αγχιβασίη) από το τεχνολογικό στο ανθρωπολογικό στοιχείο της γλυπτικής του οντότητας, τον κάνει να θέλει να φέρει πιο κοντά τις δημιουργίες του και στους άλλους• «και δεν μπορείς χωρίς αυτούς». Οι μέχρι τώρα γλυπτικές συνθέσεις του ήταν ένας μοντέρνος, τεχνολογικός διάκοσμος στα σπίτια και στις θέσεις που τα όριζαν, σιωπηλούς μάρτυρες της αγίας οικιακής ρουτίνας, οι δωρεοδόχοι, αποδίδοντας τα διάσημα σ’ αυτόν ο καθένας με τον τρόπο της γνώσης και της κρίσης του. Τώρα επιζητεί τον λελογισμένο «έπαινο» του δήμου, δηλαδή την από τους τρίτους, τυπικά ξένους, συγκατάθεση και συγκατάβαση.
Ολοι ο δημιουργοί κυνηγούν το κοινό τους. Φορές και στο κενό του εαυτού τους• αλλά αυτή είναι μια ασίγαστη αναζήτηση, αφού έχει ως συνέπεια τη συνεχή ύπαρξη στο έργο, μια αέναη επανάληψή τους στις παραλογές του ίδιου, άρα έχει και την ολοκληρωτική κι ακόρεστη διάθεση της συνύπαρξης.

Ο άλλος, στον οποίο θα καρφωθούν ανθρώπινες σφήνες για να του χαράξουν τον κορμό της καθημερινότητας, ρωγμές μήπως μπουν και τους κοιτάξουν έστω κάποιες από τις ανταύγειες του ονείρου. Άλλοτε πάλι να αναπεταθούν μικρές σημαίες, αέρινες και κυματιστές στα ποδήλατα, με τα οποία στίλβουν στο διαρκές και στο στιγμιαίο της ζωής, της κάθε ζωής, που ενώ νομίζεις πως περνά –ακινητεί- εσύ περνάς απ’ αυτήν δρομαίως και συνήθως εν απογνώσει δια το ταχύτατον.
Τα έργα της τέχνης μας σταματούν, ας κοινοτοπήσουμε, ποσώς.
Τα έργα της αγάπης χωρίζουν τον καιρό σε πριν και σε μετά, ας παραφράσουμε τον ποιητή.
Όταν τα έργα της τέχνης είναι και έργα αγάπης τότε έχουμε ένα συγκερασμό αχτύπητης αισθητικής συγκυρίας.

Τώρα που κάθομαι και συλλογίζομαι εδώ, με τις φωτογραφίες του έργου, με τις αίσθησες του ανθρώπου που γνωρίζω πολυετώς και πολυεπίπεδα, αυτή η μοναχική, γλυπτική εξιστόρηση, λέω πως ίσως αποτελεί μια ιδιαιτερότητα όχι μόνον στη συνέχεια της γλυπτικής πρακτικής του, αλλά και στην προσωπική του οντότητα, καθώς κάνει την υπέρβαση από το τεχνολογικό σύμπαν στο ανθρωπολογικό είναι. Και είναι, έγινε από τεχνίτης άνθρωπος της τέχνης. Κι αυτό κι αν είναι συναρπαστικό!
Αλλά μπορεί να οδηγεί και στη σιωπή του ή στο ατελέσφορο κι ανολοκλήρωτο. Του ημιτελούς που θέλει πάντα συμπληρώσεις, κυρίως από ανθρώπινες επιστρώσεις, μάτια φιλικά και νεύματα αγαπητικά, σε ένα πάρε δώσε με το διαρκές του ανθρώπινου ωραίου.
Τέλειωσα!
Το θέμα δεν είναι απαραίτητα πως δημιουργεί ο καλλιτέχνης, αλλά πως και τι βλέπει, τι είδε ο επισκέπτης του εργαστηρίου του, δηλαδή της ανοιχτής σοφίτας του Κ.Χ., μια άγριαν κι υπέροχη μέρα του φετινού καλοκαιριού.
Αυτό έκανα κι εγώ και θέλω να το πω, δηλαδή το έγραψα.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 30.10.2008 και 6.11.2008

ΒΑΣΙΛΗ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ: Τα… τερτίπια των Σκοπιανών

Και οι επιστημονικές απόψεις του κορυφαίου γλωσσολόγου καθηγητή κ. Γ. Μπαμπινιώτη

Είναι δεδομένο πλέον πως οι Σκοπιανοί, μέχρις ότου, εκτός από βασιλιάδες και Μεγαλέξανδρους ανακαλύψουν και κάποια λογική ή μετριοπάθεια ή εν πάση περιπτώσει κάποια σοβαρότητα θα μας ταλανίζουν με τι τρελές ενέργειές τoυς και διεθνώς, ενώ η χώρα μας είναι υποχρεωμένη να ¬αντιστέκεται με την ανάλογη πλέον αποφασιστικότητα. Έχοντας ζήσει στην Κορησό την περίοδο της Κατοχής (10-14 χρονών) θυμάμαι τα γεγονότα πολύ έντονα, με πρωταγωνιστές άτομα που είχαν «βουλγαρίσει» και περιμένοντας τους Βουλγάρους (που σαν του βαρβάρους του Καβάφη δεν έφτασαν ποτέ) πήραν όπλα προστατεύοντα ς τους Ιταλούς που είχαν κλειστεί στην Καστοριά. Και αυτοί ήταν κυρίαρχοι τουλάχιστο στα πεδινά χωριά του νομού (το καλοκαίρι του 1944 η Κορησός βρίσκονταν στο έλεός τους αφού οι Γερμανοί άδειασαν το χωριό απ' τους κατοίκους του) που μετακόμισαν υποχρεωτικά στα παραλίμνια χωριά (Μαύροβο, Πολυκάρπη, Φωτεινή). Αυτοί οι άνθρωποι, οι περισσότεροι αν όχι όλοι (οι απόγονοί τους) βρισκονται στην γειτονική χώρα, γιατί αν έμεναν στην Ελλάδα θα έπρεπε να λογοδοτήσουν για εγκληματικές πράξεις τους, επαναλαμβάνω, περίμεναν καθόλη την διάρκεια της κατοχής τους Βουλγάρους και όχι τον... Τίτο! Με ενδιαφέρει λοιπόν το θέμα και έχω γράψει για διάφορες πτυχές του σε εφημερίδες, σε δημοσιογράφους των Αθηνών (Καψή, Σωμερίτη, Π. Παπαδόπουλο) ακόμη και στην υπουργό των Εξωτερικών κ. Ντόρα Μπακογιάννη (που τη θεωρώ ικανή να αντιμετωπίσει σαν υπουργός το θέμα). Θα σημειώσω εδώ την άποψή μου πως οι νεαροί κυβερνήτες αυτής της νεότευκτης χώρας εγκληματούν καθ’αυτής, και των πολιτών της, φέρνοντας στην επιφάνεια παλαιές έχθρες Ελλήνων και Βουλγάρων, στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και υποδαυλίζοντάς τες κατά της 'Ελλάδας και είναι ένα σημαντικό «χαρτί» για την πρόοδό τους, αφού είναι η μόνη από τις γειτονικές χώρες που θα μπορούσε να βοηθήσει στην αλλαγή της μοίρας τους και οικονομικά και πολιτικά!!

Τελευταία ο πολύς πρωθυπουργός της, έφερε στην επιφάνεια θέμα γλώσσας (Μακεδονικής) και μειονότητας (να ιδούμε τι άλλο θα διανοηθεί!!) μακεδονικής (στην Ελλάδα, στην Μακεδονία της). Ήταν η αφορμή για τον πλέον αρμόδιο και άριστο γνώστη του θέματος, καθηγητή γλωσσολογίας και τέως πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γ. Μπαμπινιώτη, γνωστό και από το μεγάλο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας που τέθηκε σε κυκλοφορία πριν λίγα χρόνια, να αναφερθεί στο θέμα αναλύοντάς το με επιστημονικούς όρους. Επειδή θεωρώ πως, όσο επιτυχημένη και αν θα ήταν μια δικιά μου ανάλυση των όσων διατυπώνει ο κύριος καθηγητής, θα έχανε αρκετά στοιχεία της σημαντικότητάς τους, μεταφέρω το κείμενο όπως παρουσιάστηκε στην Εφημερίδα «Το Βήμα»της Κυριακής 03/08/08. Απλώς για να προϊδεάσω τον αναγνώστη και να υπογραμμίσω το πρόβλημα θα σημειώσω πως ο καθηγητής ο κ. Μπαμπινιώτης αναφέρεται σε τρεις γλώσσες, που οι σκοπιανοί ανακατώνουν κατά πως ταιριάζουν στα... μεγαλεπήβολα σχέδιά τους!!

Ο κύριος καθηγητής αρχίζει το άρθρο του με την παρακάτω εισαγωγή:

ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΑ ΑΞΙΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑΣ (και μελέτης) πώς μια τόσο μικρή χώρα, τα Σκόπια, μπορεί να έχει τόσο μεγάλες φιλοδοξίες (και απαιτήσεις) αλλά και τόσο μικρή επαφή με την πραγματικότητα. Επειδή μάλιστα τις τελευταίες εβδομάδες στην (έξωθεν υπαγορευόμενη) πολιτική των Σκοπίων «παίζει» και το θέμα της γλώσσας, της (ψευδώνυμης) «μακεδονικής» γλώσσας των Σκοπίων και της (επινοηθείσης) «μειονότητας» που μιλάει δήθεν επίσης την «μακεδονική» των Σκοπίων, αξίζει να πούμε τα πράγματα με το «επιστημονικό» όνομά τους, όπως το έχουμε ήδη κάνει από το 1992 με τον συλλογικό τόμο που εκδώσαμε με τίτλο «Η γλώσσα της Μακεδονίας: Η αρχαία Μακεδονική και η Ψευδώνυμη γλώσσα των Σκοπίων» Η «Μακεδονική»των Σκοπίων και τα περί σλαβομακεδονικής μειονότητας Όσο ενδιαφέρει το θέμα μας και για να καταλάβει ο αναγνώστης τι πράγματι συμβαίνει, εξηγούμε ότι έχουμε τρεις γλώσσες που είτε διαφέρουν τελείως μεταξύ τους (η ελληνική της Μακεδονίας από τη σερβοβουλγαρική γλώσσα των Σκοπίων καθώς και από τη βουλγαρικής προελεύσεως διάλεκτο που είναι γνωστή ως Σλαβομακεδόνικα) είτε διαφέρουν μερικώς (η Σερβοβουλγαρική των Σκοπίων από το βουλγαρικό ιδίωμα που μιλήθηκε - σε περιορισμένη έκταση - σε συνοριακές περιοχές της Ελλάδος από έλληνες ομιλητές, οι οποίοι μαζί με την Ελληνική γνώριζαν - οι μεγαλύτερες ηλικίες - και τα λεγόμενα Σλαβομακεδόνικα).

Η ελληνική της Μακεδονίας

Είναι η κατ' εξοχήν μακεδονική, δηλαδή η ελληνική που μιλούσαν οι Έλληνες της Μακεδονίας από την αρχαιότητα και - στην εξέλιξη της - μέχρι σήμερα. Πρόκειται για τη γλώσσα του Φιλίππου, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των άλλων Ελλήνων της αρχαίας Μακεδονίας, για μια αρχαία δηλαδή ελληνική διάλεκτο δωρικού περισσότερο χαρακτήρα, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στον προφορικό λόγο, αφού στον γραπτό λόγο και στον επίσημο προφορικό λόγο υιοθετήθηκε νωρίς, για πολιτικούς λόγους, η αττική διάλεκτος στην οποία σώζονται χιλιάδες επιγραφών από τη Μακεδονία.

Σερβοβουλγαρική των Σκοπίων

Είναι η πρόσφατη - μέσα του 20ού αιώνα - γλώσσα του κράτους των Σκοπίων (το οποίο ιδρύθηκε, ως γνωστόν, επί Τίτο το 1944). Πρόκειται για μία βουλγαρική γλώσσα (ο αρχαίος πληθυσμός της περιοχής ήταν βουλγαρικός και πάντοτε οι Βούλγαροι διεκδικούσαν αυτή την περιοχή που θεωρούσαν δική τους - άλλωστε οι κάτοικοι της περιοχής ονομάζονταν Bugari δηλ. Boύλγαρoι»!).
Η γλώσσα αυτή, με τεχνητό καθαρώς τρόπο, από ομάδα γλωσσολόγων που συγκροτήθηκε επί τούτω «εκσερβίστηκε» (!), εισήχθησαν δηλαδή σε αυτήν λεξιλόγιο και γραμματικά στοιχεία από τις γύρω περιοχές που μιλούσαν σερβικά, ώστε να μειωθεί ο βουλγαρικός γλωσσικός χαρακτήρας της και να αποκτήσει σερβική γλωσσική μορφή, που ήταν απαίτηση της ενωμένης Σερβίας του Τίτο, της Γιουγκοσλαβικής δηλαδή Δημοκρατίας. Άρα, η γλώσσα των Σκοπίων είναι μια σερβοβουλγαρική γλώσσα, μια τεχνητά εκσερβισμένη βουλγαρική, που επιβλήθηκε ως επίσημη γλώσσα για προφανείς λόγους και που οι Βούλγαροι την ονόμασαν «κολισεφσκική» γλώσσα (ως επινόηση και εκτέλεση του σκοπιανού πολιτικού Κολισέφσκι). Από μόνοι τους οι Σκοπιανοί έδωσαν σε αυτή τη γλώσσα, τη σερβοβουλγαρική, την παραπλανητική και ψευδώνυμη ονομασία «μακεδονική» ώστε να αποφύγουν τις βουλγαρικές διεκδικήσεις και να αποκρύψουν μαζί τη βουλγαρική προέλευση της γλώσσας τους. Περαιτέρω, για να ιδιοποιηθούν με τον τρόπο αυτόν μιαν ονομασία (μακεδονική) που τους προσέδιδε κύρος και ιστορικό βάθος (μέσω της πλαστής ταύτισής τους με το ένδοξο και παγκοσμίως γνωστό όνομα της Μακεδονίας του Μ. Αλεξάνδρου) και τέλος, - επειδή το θράσος τους δεν έχει όρια... (ας θυμηθούμε το αεροδρόμιο «Μ. Αλέξανδρος» των Σκοπίων (!) και τους σκοπιανούς στρατιώτες με αρχαιοελληνική ενδυμασία και σάρισα (!) που υποδέχτηκαν στα Σκόπια τον αρχηγό της φυλής των Χoύνζα στο Πακιστάν ως απογόνους του Μ. Αλεξάνδρου για να προβούν σε πιθανές διεκδικήσεις οψέποτε θα δινόταν ευκαιρία αλλαγής των συνόρων στα Βαλκάνια.
Με την ανοχή και την αβελτηρία της επίσημης ελληνικής πολιτείας (μην ξεχνάμε ότι στις δεκαετίες '70 και '80 εθεωρείτο «εθνικιστικό» να μιλάς για τις παραχαράξεις των Σκοπιανών, στην εποχή δε του Τίτο, για άλλους λόγους η αναφορά σε τέτοια θέματα εθεωρείτο ταμπού!) η ονομασία «Μακεδονία» για τα Σκόπια και «μακεδονική γλώσσα» για τη σερβοβουλγαρική των Σκοπίων διαδόθηκαν ευρύτερα και σχεδόν καθιερώθηκαν διεθνώς, δίνοντας έτσι το μοναδικό επιχείρημα που, με κάποια δόση αληθείας, υπερχρησιμοποιούν οι Σκοπιανοί.

Τα σλαβομακεδόνικα

Είναι μια διάλεκτος ελάχιστων ελληνοβουλγαρικών συνοριακών περιοχών, όπου ένας μικρός αριθμός Ελλήνων παράλληλα με την ελληνική γνώριζαν (οι παλαιότεροι) και μια βουλγαρικής προελεύσεως διάλεκτο, όπως συμβαίνει ανέκαθεν και παγκοσμίως με μερικές συνοριακές ομάδες του πληθυσμού πλείστων χωρών. Ας σημειωθεί ότι λόγω του δίγλωσσου χαρακτήρα των ομιλητών και λόγω της διαφορετικής βουλγαρικής διαλεκτικής προέλευσής της και, βεβαίως, λόγω του ότι αυτή η (αποκλειστικά προφορική) διάλεκτος δεν εκσερβίστηκε, όπως η βουλγαρική των Σκοπίων, τα σλαβομακεδόνικα δεν ταυτίζονται με τη σερβοβουλγαρική των Σκοπίων. Τα Σκόπια, βεβαίως, με (αμερικανικής εμπνεύσεως) γκρουεφσκική επινόηση άρχισαν πρόσφατα να προκαλούν, ισχυριζόμενα ότι τα σλαβομακεδόνικα είναι η ίδια δήθεν γλώσσα με την ψευδώνυμη «μακεδονική» των Σκοπίων και άρα στην Ελλάδα υπάρχει λόγω της γλώσσας σκοπιανή μειονότητα, που πρέπει να αναγνωρίσει η Ελλάδα!.. Πρόκειται για παρανοϊκή σύλληψη, που προσφέρεται για ευφάνταστη θεατρική παράσταση με πιθανό τίτλο «Από τον Κολισέφσκι στον Γκρούεφσκι»!

Οι τρεις γλωσσικές παραχαράξεις

Από τη σύντομη αυτή προσέγγιση ενός πολύ μεγάλου στη σημασία του θέματος με ποικίλες προεκτάσεις (εθνικές, πολιτικές, ιστορικές, πολιτισμικές κ.ά.) φαίνονται, νομίζω, οι γλωσσικές παραχαράξεις που έχουν διαπραχθεί από πολιτικά, κυρίως, πρόσωπα μιας μικρής χώρας που δεν τη χωρίζει, στην πραγματικότητα, τίποτε από την Ελλάδα. Πρώτη γλωσσική παραχάραξη είναι εκείνη του ονόματος των Σκοπίων, που ανεχτήκαμε- είναι αλήθεια και είναι δική μας ασυγχώρητη ιστορική ευθύνη -να ονομασθεί Μακεδονία ό,τι προηγουμένως αποκαλείτο «περιοχή του Βαρδάρη» (Vardarska Banovina). Δεύτερη γλωσσική παραχάραξη της βουλγαρικής ή σερβοβουλγαρικής γλώσσας των Σκοπίων ως μακεδονικής (με προφανείς συνειρμικές συνδέσεις και σκόπιμες συγχύσεις με την ελληνική της Μακεδονίας). Τρίτη γλωσσική παραχάραξη - εξίσου απύθμενης θρασύτητας - είναι η προσπάθεια δημιουργίας σλαβομακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα με βάση την δήθεν ταυτότητα της γλώσσας μικρής ομάδας Ελλήνων με την ψευδώνυμη μακεδονική των Σκοπίων και το ψευδεπίγραφο μακεδονικό κράτος των Σκοπίων. Η όλη υπόθεση θα ήταν για γέλια αν είχαμε μόνο δείξει εγκαίρως στην διεθνή κοινότητα πόσο γελοία είναι. Τώρα έχει γίνει και προκλητική και ίσως έξωθεν πολλαπλώς εκμεταλλεύσιμη καθ' εαυτήν και στιc προεκτάσεις τηc.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 30.10.2008

25.11.08

ΟΔΟΣ: Κάτι πολύ πιο σοβαρό απ’ όσο μπορεί να ακούγεται

Για την ΟΔΟ θα ήταν ίσως προτιμότερο να αφιερώσει το άρθρο της πρώτης σελίδας αυτού του φύλλου, στην κριτική του πολιτικού – εκκλησιαστικού σκανδάλου που χωράει κάτω από τον τίτλο «Εφραίμ». Του σκανδάλου που ευτελίζει τον δημόσιο βίο και ντροπιάζει τους Έλληνες. Θα ήταν μια θαυμάσια αφορμή ώστε να καυτηριάσει τα αντίστοιχα φαινόμενα ορισμένων Ρουσοπουλαίων -κάθε προέλευσης, υπηρεσιακής ιδιότητας και παντός καιρού- που συναναστρέφονται με υψηλούς παράγοντες της τοπικής Μητρόπολης της Καστοριάς. Για να εξασφαλίσουν την ..σωτηρία της ψυχής τους προφανώς και απαντήσεις στις μεταφυσικές αγωνίες του ανθρώπου.

Θα ήταν ακόμη πιο επίκαιρο να ασκήσει κριτική στην απογοητευτική όψη της πόλης Καστοριάς. Που αυτούς τους μήνες δείχνει εικόνα διάλυσης των βασικών δομών των στοιχειωδών δημοτικών υπηρεσιών. Κυρίως της καθαριότητας αλλά και της συντήρησης των δημοτικών χώρων.

Όμως το καμπανάκι αυτού του φύλλου, έχει αφορμή την κατάσταση του δικτύου ύδρευσης της ΔΕΥΑ Καστοριάς, και πιο συγκεκριμένα την καταλληλότητα των υλικών του δικτύου οικιακής κατανάλωσης σε αδιευκρίνιστη έκταση.

Πέρασαν αρκετά χρόνια, αφότου σε προηγούμενες δημοτικές περιόδους, αποφασίστηκε η αντικατάσταση των σωληνώσεων ύδρευσης στο δίκτυο της πόλης. Χρειάστηκε πρώτα να τεκμηριωθεί επιστημονικά ότι οι ίνες αμιάντου (υλικό από το οποίο ήταν κατασκευασμένο έως τότε το σύνολο σχεδόν των σωλήνων ύδρευσης της πόλης της Καστοριάς) προκαλεί καρκίνους στους καταναλωτές. Φυσικά απαιτήθηκε να απαγορευτεί η χρήση υλικών αμιάντου σε εθνικό και κυρίως σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μέχρι τότε ελάχιστοι ήταν όσοι έδιναν σημασία στις καταγγελίες αυτών που επέμεναν να συσχετίζουν την έξαρση των ασθενειών του καρκίνου στην Καστοριά (και) από την γενικευμένη χρήση υλικών από αμίαντο, όχι μόνο στο δίκτυο ύδρευσης φυσικά αλλά και σε άλλες μορφές καθημερινής εφαρμογής και χρήσης.

Και ενώ μέχρι τώρα κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι το σύνολο του δικτύου της ΔΕΥΑΚ είχε αντικατασταθεί με νέους ανθεκτικούς σωλήνες (από ασφαλές υλικό), και είχαν απομακρυνθεί οι αμιαντοσωλήνες, ωστόσο με αφορμή βλάβες του δικτύου των τελευταίων εβδομάδων, προέκυψε, ότι τμήμα του παλιού δικτύου, δηλαδή των αμιαντοσωλήνων που θεωρούνται άκρως επικίνδυνοι για την δημόσια υγεία, ενδεχομένως εξακολουθεί να υπάρχει και να λειτουργεί. Μάλιστα εντοπίστηκε να υπάρχει αλλά και να υδροδοτεί συγκεκριμένους τομείς της πόλης, χωρίς να είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχουν κι’ αλλού αμιαντοσωλήνες.

Όπως, ήταν φυσικό, η περιορισμένη διαρροή αυτή της πληροφορίας προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία και ερωτηματικά. Όχι μόνο για την συγκεκριμένη περιοχή της πόλης και για τις τυχόν επιπτώσεις σε περίπτωση μακροχρόνιας διάθεσης του νερού αυτού από τους ύποπτους σωλήνες στους ανυποψίαστους καταναλωτές. Αλλά κυρίως για το αν το περιστατικό αυτό είναι το μοναδικό ή υπάρχουν κι’ αλλού υπολείμματα του παληού δικτύου σε λειτουργία.

Και ακόμη χειρότερα, αν οι αρμόδιες υπηρεσίες της ΔΕΥΑ Καστοριάς και ο Δήμος Καστοριάς ως τελικός υπόλογος, είναι σε θέση να γνωρίζουν την ύπαρξη του ενδεχόμενου προβλήματος, και κυρίως την έκταση και τις ακριβείς διαστάσεις του, δεδομένου ότι μέχρι τώρα υποστηριζόταν η άποψη ότι η Καστοριά είχε «καθαρίσει» με τους αμιαντοσωλήνες. Και όμως το πρόβλημα επέστρεψε ακόμη πιο απειλητικό, με την έννοια ότι δεν μοιάζει να τελεί σε έλεγχο και γνώση των αρμοδίων. Διότι για να ληφθεί απόφαση πλήρους αντιμετώπισής του, θα πρέπει να είναι εκ των προτέρων γνωστή η έκταση του προβλήματος. Ενώ τώρα, η απλή «τύχη» μιας βλάβης αποκάλυψε ένα πρόβλημα που οι περισσότεροι έλπιζαν ότι είχε επιλυθεί εδώ και πολλά χρόνια.

Η ΟΔΟΣ ζήτησε εγγράφως από την ΔΕΥΑ Καστοριάς, απάντηση για επαλήθευση ή όχι της φημολογίας για παρουσία απαγορευμένων αμιαντοσωλήνων στο δίκτυο της πόλης. Αν και πέρασε περισσότερο από μία εβδομάδα από την υποβολή του αιτήματος (21 Οκτωβρίου 2008, αριθμ πρωτ. 3833), καμμιά απάντηση δεν δόθηκε στο ερώτημα, και η παράλειψη αυτή ακριβώς είναι που επιτείνει τις σχετικές απορίες. Οφείλεται σε γραφειοκρατία, ή σε άγνοια, ή, ακόμη χειρότερα, σε αποφυγή της ρητής επιβεβαίωσης;

Το πρόβλημα είναι επείγον και αν αληθεύει ιδιαίτερα σοβαρό. Διότι πέραν από τις επιτακτικές απαγορεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην χρήση υλικών αμιάντου, οι οποίες εγείρουν ερωτηματικά για τις παλιότερες πολιτικές (και όχι μόνο) ευθύνες, δεν πρέπει να λησμονείται ότι με την παγιωμένη πρωτοβουλία της ΔΕΥΑ Καστοριάς να δημοσιεύει σε τακτικά χρονικά διαστήματα δελτίο καταλληλότητας του νερού που παρέχεται στην πόλη της Καστοριάς (τακτική η οποία ξεκίνησε όταν οδηγήθηκαν χιλιάδες δημότες στο νοσοκομείο με συμπτώματα δηλητηρίασης το 1997), ταυτόχρονα προβαίνει και σε εγγύηση της καταλληλότητάς του ως την βρύση του κάθε καταναλωτή.

Και αυτό το τελευταίο, στο βαθμό που σχετίζεται με την δημόσια υγεία, και πιο ειδικά με τον καρκίνο για τον οποίο έχει πληρώσει βαρύ τίμημα η Καστοριά, είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό απ’ όσο μπορεί να ακούγεται, ώστε τα δελτία καταλληλότητας του νερού που εκδίδει η ΔΕΥΑΚ να είναι καθαρός εμπαιγμός. Όσοι δε στην ΔΕΥΑΚ και στον Δήμο Καστοριάς γνωρίζουν ότι το δίκτυο ύδρευσης ενδεχομένως έχει αμιοντοσωλήνες και σιωπούν, φέρουν σοβαρές ευθύνες.



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 30 Οκτωβρίου 2008


Σχετικά κείμενα:
ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

22.11.08

ΟΔΟΣ: Στον βωμό του κέρδους και της απληστίας

Ολοκληρώθηκε στο πρώτο στάδιό της, η πολύκροτη δίκη του κατηγορούμενου για την κλοπή των τοιχογραφιών από το «καλό δωμάτιο» του αρχοντικού Σομαλιά στην περιοχή της Εβραΐδας.

Η δίκη διήρκεσε περίπου μια εβδομάδα και κατά την διάρκειά της αφιερώθηκε σημαντικός χρόνος σε ενστάσεις επί διαδικαστικών ζητημάτων, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Ακολούθησε συστηματική προσπάθεια αμφισβήτησης της καλλιτεχνικής αξίας των τοιχογραφιών και του ολοκληρωτικού ευτελισμού τους και παράλληλα να πειστεί το Δικαστήριο, ότι το αρχοντικό Σομαλιά, κτίσθηκε μετά το 1850 (ώστε να μην θεωρηθεί η πράξη του κακούργημα), την στιγμή που αψευδής μάρτυρας της ηλικίας του είναι το πιο αξιόπιστο σύγγραμμα για την Καστοριά (Π. Τσαμίση «Η Καστοριά») αλλά και το υπέρθυρο που ανέγραφε «1780» και το οποίο σώζεται μέχρι και σήμερα. Επιχειρήθηκε ακόμη να παρουσιαστεί ο κατηγορούμενος ως Ρομπέν των Δασών, ή (και) ως Ζορό. Ο από μηχανής θεός που παρενέβη για να σώσει από την καταστροφή (κατάρρευση) τις …τοιχογραφίες. Και στον οποίο όχι μόνο δεν ταιριάζει η αποδοκιμασία, αλλά αντίθετα μπορεί να αξίζει ακόμη κάθε έπαινος.

Ναι! Έκλεψε (κατά το κατηγορητήριο) τις περίφημες τοιχογραφίες, αν και κατά την γραμμή υπεράσπισης δεν είχαν αξία!! Σπατάλησε δηλαδή ο κατηγορούμενος μια εβδομάδα επιστημονικής και αριστοτεχνικής πολυδάπανης δουλειάς, με κίνδυνο της σωματικής ακεραιότητάς του στο ετοιμόρροπο δάπεδο του αρχοντικού, κρυφά, στήνοντας ολόκληρη επιχείρηση με ακριβά τεχνικά μέσα, για να διασώσει τις («άχρηστες») τοιχογραφίες. Οι οποίες κατά το κατηγορητήριο άξιζαν 200.000,00 ευρώ, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις της εποχής της κλοπής, έφθαναν μέχρι και το 1 δισεκατομμύριο δραχμές!

Όμως το δικαστήριο δεν πείσθηκε από τις εκδοχές του κατηγορουμένου, αλλά από τα στοιχεία του κατηγορητηρίου, και τις καταθέσεις των μαρτύρων. Τουλάχιστον αυτών που κατέθεσαν όσα γνώριζαν ακριβώς. Γιατί σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μερικά στόματα κλείνουν, και κλείνουν ερμητικά. Στο τέλος ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για κλοπή σε βαθμό κακουργήματος. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 5 ετών, αναγνωρίζοντάς του ελαφρυντικό του έντιμου προτέρου βίου. Όπως αναμενόταν ο κατηγορούμενος -στον οποίο επιβλήθηκε και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων- άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος αφού πρώτα κατέβαλε και την εγγύηση που καθόρισε το Δικαστήριο.

Η ίδια υπόθεση θα οδηγηθεί επομένως σε ακόμη ανώτερο Εφετείο για να δικαστεί από την αρχή, ενώ όπως εκτιμάται είναι πολύ πιθανό έως τότε να σπάσει την σιωπή του ο κατηγορούμενος, ή να ανοίξουν όσα στόματα παρέμειναν κλειστά περιμένοντας να πέσει στα μαλακά η υπόθεση. Και μέχρι τότε, ίσως, να μην είναι λίγοι όσοι θα χάσουν τον ύπνο τους.

Για την εφημερίδα ΟΔΟ, η παραπομπή και η καταδίκη κάθε κατηγορουμένου δεν αντιστοιχεί πάντα στις πλήρεις ευθύνες για όλους τους υπευθύνους. Σε όσους εμπλέκονται από άποψη ηθικής και κοινωνικής ευθύνης. Η δίκη, η αθώωση ή και η καταδίκη των κάθε φορά κατηγορουμένων, αποτελούν μεν εκδηλώσεις εφαρμογής των νόμων, όμως δεν αποτελούν ούτε το παν, ούτε το άπαν σε κοινωνικό επίπεδο. Δεν εγγυώνται την «κάθαρση» για την οποία δικαστής είναι η συνείδηση του κάθε ανθρώπου και η συναίσθηση του καθήκοντος.

Ιδίως στην συγκεκριμένη υπόθεση η οποία, για την ΟΔΟ, έχει ευρύτερες διαστάσεις απ’ αυτές που συμπεριλήφθηκαν στο κατηγορητήριο, αλλά και μορφή πιο σύνθετη από το πρόσωπο του συγκεκριμένου κατηγορούμενου. Ο οποίος, κατά την εκτίμηση της εφημερίδας, αποτελεί ενδεχομένως ένα βασικό από τους υπευθύνους. Αλλά προφανώς όχι τον μόνο, καθ’ ότι δεν ευσταθεί λογικά η υπόθεση, ότι θα μπορούσε ποτέ μόνος του, ο κάθε δήθεν «ιδεολόγος» να οργανώσει λάθρα επιχείρηση τέτοιας έκτασης και μορφής, και τέτοιας δαπάνης, στο φως της ημέρας, επί 7 τουλάχιστον ημέρες, χωρίς προηγουμένως κάποιος, ή κάποιοι να μην τον καλύπτουν. Με τον ένα, ή με τον άλλο τρόπο. Καλός ο Ερμής ως από μηχανής θεός για την «σωτηρία» των τοιχογραφιών, αλλά σε ορισμένους καλλίτερος μοιάζει να φάνηκε ο Κερδώος Ερμής.

Η έκβαση της υπόθεσης στο στάδιο αυτό προκάλεσε πάντως αισθήματα ανακούφισης σ’ αυτούς που προσπάθησαν να αποδείξουν ότι οι εξαιρετικές τοιχογραφίες, οι οποίες έχουν σημαντική καλλιτεχνική και ιστορική αξία, ήταν κτήμα του λαού της Καστοριάς και κομμάτι της ιστορίας της πόλης που αποσπάστηκε βίαια στον βωμό του κέρδους και της απληστίας. Περιουσιακής, πολιτικής, καλλιτεχνικής, υπηρεσιακής, εμπορικής.

Στο τέλος, μετά την έκδοση της απόφασης διαδόθηκε η φήμη ότι δεν αποκλείεται να παραδοθούν στον Δήμο Καστοριάς οι θαυμάσιες τοιχογραφίες, αρκεί να εξασφαλιστεί χώρος για την τοποθέτηση και έκθεσή τους. Για την ιστορία να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που κατηγορούμενος για την κλοπή μέρους της πολιτιστικής κληρονομιάς της Καστοριάς, φαίνεται να υφίσταται τις ποινικές συνέπειες της πράξης του.


Σχετικά κείμενα:


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 30 Οκτωβρίου 2008

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Είναι αλήθεια, πως ό,τι γεννιέται πεθαίνει, και ό,τι πεθαίνει δεν ξαναγεννιέται, αυτός είναι ο νόμος της φύσης που δεν μπορούμε να τον αλλάξουμε. Όσοι χάνουν τον άνθρωπό τους, όσο και να κλάψουν όσο και να πονέσουν δεν μπορούν να τον γυρίσουν πίσω. Το σώμα μπορεί να φεύγει, μένουν όμως οι αναμνήσεις, αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής και ξαφνικά, σ’ αυτό το δύσκολο κομμάτι της ζωής μου, που η μοίρα με κτύπησε ανελέητα, ήρθε μια εφημερίδα μ’ έναν εκδότη-διευθυντή που τον διέκριναν δύο έμφυτα χαρίσματα και που συνδέονται μεταξύ τους, η ευγένεια και η ειλικρίνεια. Αυτά τα δύο προτερήματά του, τα είχα ξεχωρίσεις, πριν να πάρω την εφημερίδα, με μόνη μια σύντομη επιστολή, που μου έστειλε.

Αργότερα πήρα και την εφημερίδα ΟΔΟ (που την είχα σαν παρηγοριά) και σε συνέχεια ασχολήθηκα με μερικά κείμενα του κ. Μπουγά, που φιλοξένησε η ΟΔΟΣ, σχετικά με το παιδομάζωμα, γιατί εγώ έζησα με τα παιδιά αυτά που ήξερα την ζωή τους.

Γράφει λοιπόν ο κ. Μπουγάς «περιγράφει πολύ γλαφυρά – εννοεί την ηρωΐδα του βιβλίου του, που ήταν τότε μικρό κοριτσάκι – την βρώμικη δουλειά του ΚΚΕ με Τίτο και Σκοπιανούς, βαπτίζοντας όλα τα Ελληνόπουλα, σε Σλαβομακεδόνες, που άρπαξε από τα χωριά της Καστοριάς .. «εδώ γεννάται το ερώτημα: πως ένα μικρό κοριτσάκι, που ήταν τότε η Ειρήνη, ήξερε τις βρώμικες αποφάσεις που έπαιρνε η ηγεσία του ΚΚΕ με Τίτο και Σκοπιανούς που τα περιγράφει τόσο γλαφυρά; Απορίας άξιον!

Με συγχωρείτε κύριε Μπουγά, αλλά δυστυχώς αυτά δεν είναι αλήθεια, όχι μόνο δεν βαπτίσατε όλα εκείνα τα Ελληνόπουλα σε Σλαβομακεδόνες όπως γράφετε αλλά ούτε ένα, κρίμα. Γράφει και η μικρή Ειρήνη στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «ήρθαν υπεύθυνοι του ΚΚΕ για να μας κάνουν να απαρνηθούμε την πατρίδας μας την Ελλάδα και να μας βαπτίσουν σαν Σκοπιανούς – Σλαβομακακεδόνες.. «Μόνο που οι υπεύθυνοι του ΚΚΕ είχαν ξεχάσει να πάρουν μαζί τους την κολυμβήθρα, κι έτσι η μικρή έμεινε αβάφτιστη και επέστρεψε στην πατρίδα της Ελληνίδα (σας έγραψα εδώ ένα παράδειγμα, γιατί το βιβλίο του το έγραψε για να κάνει προπαγάνδα.

Για όλα όσα κατά καιρούς, σας έχω γράψει για τα παιδιά αυτά, πάντοτε σας έγραφα την αλήθεια, ποτέ δεν αγάπησα το ψέμα. Τα παιδιά περνούσαν καλά, όλα αυτά που γράφουν τα γράφουν για προπαγάνδα. Κοντά στα παιδιά και εγώ τότε περνούσα καλά, εκτός από στέγη, τροφή κτλ που ήταν δωρεάν έπαιρνα και μισθό, ήμουν διορισμένη δασκάλα. Τα αντικείμενα που σας είχα στείλει, τα εκτίμησα τόσο πολύ, κι αι δεν ήθελα να αμφιβάλλετε για ό,τι σας έγραψα να σχηματίσετε μια εικόνα και να διαπιστώσετε την αλήθεια. Μ’ αυτό το σκεπτικό τα έστειλα, άλλο εσείς τι κάνατε από την πλευρά σας. Όλη αυτή την ιστορία με τα παιδιά, μόνο ένας άνθρωπος βρέθηκε με μια σύντομη επιστολή και σας έγραψε όλη την αλήθεια: ο κ. Περδίκας Παπακώστας, στο φύλλο 296 της 10ης Μαΐου 2007. Όλοι οι άλλοι με τα μακροσκελή κείμενα τους, τα πλημμυρισμένα από κοσμητικά επίθετα, δραματικές εικόνες, ψευτιά και υποκρισία. Όσο θυμάμαι και τον κ. Χ. Παπασταύρο με εκείνες τις δραματικές εικόνες που έγραφε για το παιδομάζωμα, είχε ξεπεράσει ακόμη και τους Τούρκους που έκαναν επί Τουρκοκρατίας. Αλλά και το άλλο, όταν ξεπροβοδούσαν τα παιδιά για την Τσεχοσλοβακία, τι θρήνος ήταν εκείνος, τι σπαραγμός να πετάνε τα παιδιά στα βαγόνια και να ξεχωρίζουν τα αδέλφια, και να τα τραβάνε οι μανάδες κλπ κλπ.

Δεν ξέρω που βρίσκονται άνθρωπο και περιγράφουν κάτι τέτοιες ψεύτικες τραγικές εικόνες. Όλα αυτά, έρχονται στιγμές που σε κάνουν να λυπάσαι, τις περισσότερες φορές να στεναχωριέσαι και να αγανακτείς.

Εδώ θέλω να αναφέρω ένα περιστατικό που μου συνέβη τις τελευταίες ημέρες και που με στεναχώρησε πολύ. Όσες φορές σας έχω γράψει, δεν με πειράζει καθόλου αν τα δημοσιεύατε ή όχι, μάλιστα ξαφνιαζόμουν και όταν τα έβλεπα. Όταν διάβασα το άρθρο της κ. Παπασταύρου γραμμένο με το δικό της στυλ, όπως αυτή ξέρει και γράφει, και στο φινάλε να γράφει για την ευτυχή συγκυρία που είχε η συνάντηση του κ. Μπουγά με την κ. Δαμοπούλου (βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ) και έγραψαν ένα τόσο ξεχωριστό βιβλίο συγχύστηκα, γιατί με τον τρόπο της, ανέτρεπε όλα όσα έχω γράψει εγώ, με έβγαζε ψεύτρα, γι’ αυτό και σας έγραψα.

Όλες αυτές τις ημέρες δεν έπαιρνα την ΟΔΟ, είχε μεγάλη καθυστέρηση, είπε και η κυρία Παπανικολάου στην εγγονή μου πως η ΟΔΟΣ δεν θα ασχοληθεί άλλο με θέματα τέτοιου περιεχομένου, και μου δημιουργήθηκε η ιδέα πως η τελευταία επιστολή που καταχωρήσατε στην ΟΔΟ, ήταν της κ. Παπασταύρου, συνεπώς την δική μου την παραμελήσατε. Αυτό μ’ έκανε να δω τον εαυτό μου εκτεθειμένο, μειωμένο και δεν μπορούσα να καταλάβω, να εξηγήσω, πώς εσείς που είστε τόσο αντικειμενικός στην δουλειά σας, κάνατε κάτι τέτοιο. Μονολογούσα και σας ρωτούσα, γιατί το κάνατε αυτό; Τι σας έκανα; Το είχα πάρει πολύ βαρύ και όλες εκείνες τις ημέρες πόνεσα πολύ!

Ώσπου στις 24-3-2008 πήρα την ΟΔΟ που κυκλοφόρησε στην 6-3-2008 (φύλλο 433), καθυστερημένα, και είδα πως λάθος σκέψεις έκανα, και στεναχωρήθηκα άδικα και ξαναείδα αυτή την φορά τον εαυτό μου περισσότερο μειωμένο που άθελά μου, από μια παρεξήγηση και καθυστέρηση της ΟΔΟΥ λόγω ΕΛ.ΤΑ., άφησα τον εαυτό μου και έκανε μια τέτοια σκέψη για σας, για σας που τόσο πολύ σας εκτίμησα και σας έβλεπα, όχι μόνο σαν διευθυντή μιας εφημερίδας, αλλά κάτι περισσότερο σαν κοντινό συγγενή (το ίδιο και τώρα, τίποτε δεν άλλαξε), γι’ αυτό σας ζητώ όχι μία, αλλά πολλές φορές συγνώμη. Πολύ σωστή η απόφασή σας (αν κατάλαβα καλά) να σταματήσει η ΟΔΟΣ να ασχολείται άλλο με το θέμα αυτό, καιρός ήταν! Το θέμα έγινε και πολύ βαρετό. Τι ήθελαν να το επαναφέρουν, τι αποσκοπούσε εκείνο το άρθρο;

Με άπειρη εκτίμηση
Αφροδίτη Γιουβρή
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23.10.2008

ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ Μ. ΜΑΤΣΟΥ: Αναζητώντας το χρώμα της νοσταλγίας

ΒΙΒΛΙΟ:
Βασίλης Π. Καραγιάννης
Το χρώμα της νοσταλγίας
(διηγήματα)
Εκδόσεις: Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008, σελ. 172.


Ποιο είναι άραγε το χρώμα της νοσταλγίας; Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να δώσει απάντηση η νέα συλλογή διηγημάτων του Β.Π.Καραγιάννη. Ο γνωστός συγγραφέας, διευθυντής της πνευματικής ‘’Παρέμβασης’’ (της Κοζάνης) και πρώην διευθυντής του ΙΝ.Β.Α. κάνει με το νέο του βιβλίο μία πρωτόγνωρη κατάθεση συναισθημάτων μέσα από 13 διηγήματα-αφηγήσεις, που κοσμούνται στο εξώφυλλο από ένα πίνακα ασυγκρίτου ομορφιάς του Κώστα Ντιο. Κάποια από αυτά μετά την πρώτη τους δημοσίευση στις σελίδες της ‘’Παρέμβασης’’ -δηλαδή του εφήμερου και προσωρινού έντυπου Τύπου- απέκτησαν μία μόνιμη θέση στις σελίδες του νέου βιβλίου και όλα μαζί συνθέτουν με εξαίρετη μαεστρία το χρώμα της νοσταλγίας.

Γραμμένες με το γνωστό και ιδιαίτερο στυλ και ύφος του συγγραφέα οι 13 ιστορίες του νέου βιβλίου κάνουν μία ιδιαίτερη διαδρομή με πολλές και διαφορετικές, ενδιαφέρουσες πάντα, στάσεις. Κάθε μία με άλλη αφορμή και γενεσιουργό αιτία που ξύπνησε το μυαλό και την πένα του συγγραφέα. Μία ληστεία σε τράπεζα μίας κατά τ’ άλλα ασήμαντης βορειοελληνικής πόλης, μία επίσκεψη, αγνώστου αφορμής κι αποτελέσματος, στη Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα των φοιτητικών ονείρων και σε όλες τις εποχές των προσφύγων, αναμνήσεις από τον ελληνικό στρατό -και εδώ διακρίνεται καθαρά το χρώμα της νοσταλγίας- περιπέτειες στην πόλη των βουνών, που ανέλαβε να περπατήσει τα βήματά του συγγραφέα και ταξίδια, ταξίδια πολλά. Η αφορμή σε ένα συγγραφέα μπορεί να δοθεί από ένα μικρό γεγονός της καθημερινότητας, που συνήθως περνάει απαρατήρητο, γιατί ελάχιστοι έχουν την ικανότητα και την ευαισθησία να το δουν ως μοναδικό. Ο Β.Π.Κ. κατέχει την ικανότητα. Και αναδεικνύει την ευαισθησία του σε προσόν μοναδικό και ανεπανάληπτο.

Θυμάμαι πως όταν διάβασα πρώτη φορά βιβλίο του Β.Π.Κ. τρόμαξα. Τρόμαξα, γιατί αμέσως μόλις έφτασα στην τελευταία λέξη της τελευταίας σελίδας μία υποσυνείδητη λειτουργία του μυαλού μου με οδήγησε να γυρίσω ξανά στην πρώτη και να το διαβάσω από την αρχή, ξανά και ξανά, μέχρι που έφτασα να θυμάμαι απ’ έξω φράσεις και παραγράφους ολόκληρες, ό,τι μπορούσε να αποτυπωθεί στο μυαλό και στην ψυχή, τον κύριο αποδέκτη των λογοτεχνικών λόγων. Από τότε αυτή η συνήθεια έγινε σχεδόν εθισμός και κάπως έτσι διαβάζω ακόμα όλα τα βιβλία του Β.Π.Κ. Τι φταίει για αυτή μου τη συνήθεια δεν έχω καταφέρει ακόμα να ανακαλύψω, είναι, όμως, κάτι στις σελίδες όλων των βιβλίων του, μικρό και απειροελάχιστο, μα πάντα παρόν, που δε σε αφήνει να ξεφύγεις με ένα απλό διάβασμα και μόνο.

Ίσως να φταίει η γλώσσα που ο συγγραφέας επιλέγει για την εξιστόρησή του, λόγια και δημοτική ταυτόχρονα, η διαφορετική απόχρωση των λέξεων και των προτάσεων, η απλότητα με την οποία οι πολύπλοκες εικόνες σχηματίζονται στις σελίδες του βιβλίου και κατ’ επέκταση και στο μυαλό του αναγνώστη και αυτή η αίσθηση του διαφορετικού, του καινούργιου και αλλιώτικου. Ίσως να φταίει το ότι στις μικρόσχημες σελίδες των βιβλίων του Β.Π.Κ. αποκαλύπτεται μαζί με την ψυχή του συγγραφέα κι ένα κομμάτι της δικής μας ψυχής, των δικών μας μυστικών και ονείρων. Δεν το επιδιώκει, δεν το επεδίωξε ποτέ. Μαζί με την ευαισθησία, είναι κι αυτή μια έμφυτη ικανότητα.

«Πώς είναι η νοσταλγία; Ένα άρωμα φτηνό στις μεγάλες μπουκάλες με την εφήμερη, προκλητική δήλωση της ύπαρξής του στα δέλτα και θήτα των θηλέων, στις μόλις διακρινόμενες αυλακιές του στέρνου ή στα απαιτητικά διαγραφόμενα υψώματα του στήθους, όπου στους φυσιολογικούς καιρούς τσιμπολογούν μεσημβρινά περιστέρια ή πίνουν νερό πρωινοί κορυδαλλοί». (σελ. 158).

Ποιο είναι άραγε το χρώμα της νοσταλγίας; Ίσως να είναι το γκρίζο της μελαγχολίας του παρελθόντος ή το χρυσό της λαμπερής ανάμνησης. Ίσως το ροζ των παιδικών ονείρων. Ίσως… Αμέτρητα ονόματα θα μπορούσε να έχει το χρώμα τη νοσταλγίας, γι’ αυτό δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο όνομα. Έχει το όνομα που δίνει ο καθένας σε κάθε ανάμνησή του. Αυτό που τόσο εξαίρετα σκιαγραφεί ο Β.Π.Κ. στις 13 ιστορίες του βιβλίου του...

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23.10.2008

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: 28η Οκτωβρίου

«Λοιπόν, εκεί που πορεύεται την καθημερινή του χαμοζωή ο λαός, απορροφημένος από τις έγνοιες της βιοπάλης, γλεντοκόπος από τη χαρά της νιότητας ή σκυθρωπός από τον αγώνα της άχαρης δουλειάς, διχασμένος από τα πάθη και τα ιδιωτικά συμφέροντα, ακούει άξαφνα την ιερή καμπάνα της φυλής να βαρά συναγερμό. Αυτιάζεται. Σταματά μεσοστρατίς και υψώνει με χτυποκάρδι τα μάτια προς την υψηλότατη κορφή. Η καρδιά γιομίζει αναγάλλια, τα μάτια βουρκώνουν. Βλέπουμε στην κορφή ν’ ανεμίζει χαιρετιστικά η μεγάλη σημαία του Γένους. Τη γνωρίζουμε τούτη τη σημαία. Την έχουμε δει να τρικυμίζεται μέσα στους κύκλους του χρόνου. Την είδαμε με τα μάτια των προγόνων που έχουν πεθάνει πριν από πολλά χρόνια. Την έχουμε στήσει εκεί ψηλά με τα ματωμένα μας χέρια. Από τούτη την κορυφογραμμή της 28ης του Οκτώβρη μπορούμε ν’ αγναντέψουμε την πορεία της φυλής μας. Έρχεται μια μέρα στη ζωή των εθνών που οι αιώνες ελέγχουν τα χαρτιά της ιστορικής των ταυτότητας. Τέτοια μέρα για την Ελλάδα είναι η μέρα της Σαλαμίνας, η μέρα του Μαραθώνα, η μέρα του τελευταίου Κωνσταντίνου, η μέρα της 25ης Μαρτίου. Τέτοια είναι και η μέρα της 28ης του Οκτώβρη. Αυτή τη μέρα δώσαμε ακόμη μια φορά εξετάσεις μπροστά στο Θεό και μπροστά στους ανθρώπους. Δείξαμε την ταυτότητά μας την εθνική και βρέθηκε εντάξει.»


Πάνε 48 χρόνια από τότε που ο Στρατής Μυριβήλης περιέλαβε το πιο πάνω συγκλονιστικό κείμενο στον Πανηγυρικό που εξεφώνησε στην Ακαδημία Αθηνών για τη Μεγάλη Επέτειο. Και πόσο επίκαιρο φαντάζει αυτό το κείμενο στις μέρες μας.
Μιλά για τη χαμοζωή που μας απορροφά και μας αφαιρεί τη δυνατότητα να ασχοληθούμε με τα μεγάλα και τα ιερά. Μιλά για το γλεντοκόπι της διασκέδασης που τελικά αποχαυνώνει. Μιλά για το διχασμό, τα πάθη και τα ιδιωτικά συμφέροντα. Μιλά για όλα αυτά που, αν και με διαφορετική μορφή και τρόπους έκφρασης, εξακολουθούν στις μέρες μας να γεμίζουν τη ζωή μας με άχαρες στιγμές απογοήτευσης και επιφανειακές, επιδερμικές στιγμές αμφίβολης ψυχαγωγίας. Και θυμίζει τη στιγμή που η ιερή καμπάνα της πατρίδας σήμανε συναγερμό και ο λαός «αυτιάστηκε», σήκωσε τα μάτια προς την υψηλότερη κορφή και με τους κοινούς αγώνες του έκανε να βρεθεί εντάξει η ταυτότητά του η εθνική. Μέσα σε μια παράγραφο ο Μυριβήλης ξεκινά από τη χαμοζωή και καταλήγει στην ελπίδα και στην ψυχική ανάταση. Το κείμενο αυτό θα έπρεπε να είναι ο οδηγός μας τέτοιες ημέρες γιορτής για τη μεγάλη επέτειο. Αυτό που ζούμε είναι η χαμοζωή. Και αυτό που πρέπει να επιδιώξουμε είναι το αύτιασμα. Γιατί κάποτε οι αιώνες θα έρθουν να ελέγξουν και αυτά που συμβαίνουν την παρούσα στιγμή.” (Σοφία Βούλτεψη, εφ. Ελεύθερος Τύπος, 27/10/2005).

Την Ιστορία, λοιπόν , δεν τη μαθαίνουμε μονάχα για να ξέρουμε από πού προερχόμαστε. Την Ιστορία τη μαθαίνουμε γιατί το παρελθόν δεν είναι ξεκομμένο από το παρόν. Τη μαθαίνουμε για να κάνουμε τις αναγωγές μας στο σήμερα και να ωφελούμαστε απ’ αυτές. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αποφάσισα σ’ αυτόν τον πανηγυρικό να στραφώ όχι στους πρωταγωνιστές όπως γίνεται συνήθως ,σ’ αυτούς που έμειναν στην Ιστορία και στους αιώνες ως ήρωες , αλλά στους απλούς ανθρώπους που συνέβη να ζουν τότε και συνέβη επίσης να έχουν πορευτεί ηρωικά και αυτοί, μόνο που δεν ανήκουν στους «διάσημους» ήρωες του Έπους του Σαράντα. Άλλωστε, είναι δεδομένο πως αυτό το Έπος δε θα είχε συμβεί αν δεν είχαν συμπράξει και συνεργαστεί όλες οι δυνάμεις του τόπου και του λαού. Σ’ αυτούς τους πιο απλούς Έλληνες θα σκύψουμε σήμερα, για να τους γνωρίσουμε καλύτερα. Αυτούς είναι πιο εύκολο να τους καταλάβουμε και να θελήσουμε να τους μιμηθούμε. Γιατί αυτοί μας μοιάζουν περισσότερο.

Ξεκινάμε από έναν άντρα άγνωστο στους πολλούς ∙ το Γεώργιο Βλάχο, τον εκδότη της Καθημερινής, ένα δημοσιογράφο άγνωστο ακόμα και για ένα μνημειώδες άρθρο που έγραψε , την Ανοικτή επιστολή προς τον Αδόλφο Χίτλερ, ένα κείμενο που αποτέλεσε το μεγαλύτερο δημοσιογραφικό γεγονός της νεότερης Ελλάδας. Πρόκειται για την περίφημη επιστολή που δημοσιεύτηκε πριν από την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, είχε τότε παγκόσμια απήχηση και κατέληγε ως εξής:
«(…) Και σεις; Εσείς -λένε πάντοτε- θα επιχειρήσετε να εισβάλετε στην Ελλάδα. Και εμείς, Λαός αφελής ακόμη, δεν το πιστεύουμε. Δεν πιστεύουμε ότι στρατός με Ιστορία και παράδοση θα θελήσει να κηλιδωθεί με μια πράξη πανάθλια. Δεν πιστεύουμε ότι ένα κράτος πάνοπλο, ογδόντα πέντε εκατομμυρίων ανθρώπων, μαχόμενο για να δημιουργήσει στον Κόσμο «νέα τάξη πραγμάτων»- τάξη φανταζόμαστε αρετής- θα ζητήσει να πλευροκοπήσει ένα Έθνος μικρό που αγωνίζεται για την ελευθερία του, μαχόμενο με μία Αυτοκρατορία σαράντα πέντε εκατομμυρίων.
Γιατί τι θα κάνει ο στρατός αυτός, Εξοχότατε, αν, αντί για πεζικό, πυροβολικό και μεραρχίες, στείλει η Ελλάδα φύλακες στα σύνορά της είκοσι χιλιάδες τραυματίες, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, με τα αίματα και τους επίδεσμους για να τον υποδεχτούν;…Αυτούς τους στρατιώτες φύλακες θα υπάρξει στρατός για να τους χτυπήσει;
Αλλά όχι, δεν πρόκειται να γίνει αυτό. Ο λίγος ή πολύς στρατός των Ελλήνων, που είναι ελεύθερος, όπως στάθηκε στην Ήπειρο, θα σταθεί, αν κληθεί, στη Θράκη.

Και τι να κάνει;…Θα πολεμήσει. Και εκεί. Και θα αγωνιστεί. Και εκεί. Και θα πεθάνει. Και εκεί. Και θα περιμένει να επιστρέψει από το Βερολίνο ο δρομέας που ήρθε πριν από πέντε χρόνια και πήρε από την Ολυμπία το φως, για να μεταβάλει τη λαμπάδα σε δαυλό και να φέρει την πυρκαγιά στο μικρό σε έκταση, αλλά μέγιστο αυτόν τόπο ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμο όλο να ζει, πρέπει τώρα να τον μάθει και να πεθαίνει.»
Αλλά για άντρες ήρωες έχουμε μιλήσει πολύ στο μεταξύ. Σε όλα μας τα χρόνια στα σχολεία όλοι εμείς που δεν είμαστε πια μαθητές, μόνο γι’ αυτούς διδαχθήκαμε. Και λίγα ή και τίποτε για τον ηρωισμό των γυναικών. Μια αναφορά ίσως περιορισμένη σε μία μόλις αράδα. Κι όμως∙ οι Ελληνίδες γυναίκες , κόντρα στην εικόνα που είχε –και ίσως έχει ακόμα- γι’ αυτές η «κοινωνία των ανδρών», συναγωνίστηκαν σε ηρωισμό τους άντρες. Ακούστε τι λένε οι ίδιοι γι’ αυτές και πόσο πολύ και καθαρά τις παραδέχονται γι’ αυτά που πρόσφεραν στον πόλεμο:

Ο Αργύρης Μπαλατσός στο «Ημερολόγιον Πολέμου» γράφει: «7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός, αντί να μας δειλιάσει, μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δύο κεριών που είχε μέσα σ’ ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στον στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!». (Α. Τζινίκου Κακούλη «Η Μακεδόνισσα στο θρύλο και την Ιστορία»).

Θα καταλάβατε όλοι ότι ο άντρας αυτός που δεν κάνει καμία απολύτως προσπάθεια να κρύψει το θαυμασμό που νιώθει για τις γυναίκες αναφέρεται στις γυναίκες της δικής μας περιοχής ∙ στις γυναίκες από το δικό μας Επταχώρι, τη δική μας Ζούζουλη, την Κυψέλη, την Ιεροπηγή, το Σκαλοχώρι, το Λέχοβο, τον Πεντάλοφο,τη Δαμασκηνιά, τη Νεάπολη, τη Σιάτιστα, τη Μόρφη και τ’ άλλα χωριά του Βοΐου και πολλά άλλα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας που, παρέα με τις Ηπειρώτισσες, έχουν περάσει με τις πράξεις τους στη σφαίρα του θρύλου για τα κατορθώματά τους και στις σελίδες της Ιστορίας μας. Μία από αυτές τις γυναίκες, μάλιστα, τις οποίες πολλά χρόνια αργότερα τίμησε η Ακαδημία Αθηνών, η Κυράτσω Τσιαπράζη από το Επταχώρι, λέει: «Κηρύχθηκε ο πόλεμος, ήρθε στα μέρη μας πολύς στρατός. Όπλα είχε, πυρομαχικά δεν είχε. Μας μίλησε ο Δαβάκης. Δακρύσαμε. Εμείς! Εμείς, είπαμε, θα φορτωθούμε. Άλλες γυναίκες τα έφερναν απ’ τον Πεντάλοφο. Εμείς από δω τα ανεβάζαμε στον Αϊ-Λια κι ως το Φουρκιώτικο. Γυρνώντας κατεβάζαμε τραυματίες. Θαρρώ πως βλέπω έναν νιο που πέθανε στα χέρια μου. Σ’ όλο το δρόμο έχανε αίμα. Έδεσα την πληγή με το μαντίλι. Τίποτα. «Νερό… νερό…» παρακαλούσε. Μούσκευα πανί. Του έβρεχα τα χείλη. Με το έμπα στο χωριό, βασίλεψαν τα μάτια του. Με κοίταζε από άλλο κόσμο. «Αχ! Μαννίτσα μ’…Αχ! αδερφίτσα μ’…» είπε σιγανά και ξεψύχησε. Τον ξενυχτήσαμε με μοιρολόγια. Μας έκαψε την καρδιά σαν γιος μας κι αδερφός. Θυμάμαι κι όταν κατέβασαν πληγωμένο τον Δαβάκη. Ανάστα ο Κύριος. Θρήνος! Τι γίνονταν…Τσιουρίζαμε ως τον ουρανό». (όπ) .

Ο λοχαγός Γ. Κατσίκης δίνει μια άλλη διάσταση στον αγώνα τους: «…Σ’ ένα στενό πέρασμα, κοντά στη Σαμαρίνα, προχωρούσε μια εφοδιοπομπή από είκοσι στρατιώτες του μεταγωγικού και πέντε γυναίκες. Ξαφνικά ακούστηκαν τουφεκιές. Οι φαντάροι που πήγαιναν μπροστά φώναζαν: «Ιταλοί!» Η μάχη άναψε. Ένας Ιταλός έπεσε νεκρός. Τότε μια μεσόκοπη γυναίκα άρπαξε το τουφέκι του κι άρχισε να ρίχνει. Το ίδιο έκαναν κι οι άλλες. Έπαιρναν τα όπλα των εχθρών που σκοτώνονταν και ορμούσαν στη φωτιά της μάχης. Σ’ αυτή τη μάχη έπεσε νεκρή μια γυναίκα και δυο τραυματίστηκαν».

Ο ταγματάρχης Ι.Λιάκος μαρτυρεί:
«…Έπρεπε να περάσουμε από ένα στενό μονοπάτι που ήταν εκτεθειμένο στα πυρά του εχθρικού πυροβολικού. Οι στρατιώτες της εφοδιοπομπής είπαν στις γυναίκες που ακολουθούσαν βαριά φορτωμένες να γυρίσουν πίσω. Εκείνες όμως αρνήθηκαν και τους ακολούθησαν κάτω από τη βροχή των όλμων και των οβίδων. Τρεις απ’ αυτές πλήρωσαν το θάρρος τους με τη ζωή τους. Γκρεμίστηκαν στη χαράδρα από μια οβίδα που έσκασε ανάμεσά τους. Οι άλλες όμως δεν δείλιασαν, αλλά συνέχισαν την επικίνδυνη πορεία, κουβαλώντας τα κιβώτια με τις οβίδες στο ελληνικό πυροβολικό».
Ακόμη, ο Τ. Παπαγιαννόπουλος, αυτόπτης μάρτυρας, μας λέει: «Οι νικηταί προχωρούσαν. Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στον Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόχωμα που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!» (ό.π.)

Τέλος, ο Τάκης Τράντας αφηγείται: «Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες τη δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε το δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ηπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα.(…)».
(Χατζηπατέρα-Φαφαλιού «Μαρτυρίες» 1940-1941, εκδ. Κέδρος)

Είναι, λοιπόν, φανερό πως η καμπάνα που σήμανε το ‘40 για ν’ αναγγείλει στους Έλληνες το νέο της κήρυξης του πολέμου ξύπνησε μέσα σε όλους τους, ανεξαρτήτως φύλου, δυνάμεις ηρωικές που μέχρι τότε ίσως και οι ίδιοι τους ούτε να υποψιάζονταν πως τις διέθεταν. Και είναι επίσης φανερό πως περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να αποκτήσουν αυτές οι δυνάμεις υπόσταση∙ να εκδηλωθούν και να τις αντιληφθούν και οι άλλοι γύρω τους∙ κοντά τους, αλλά και πολύ μακριά τους. Δυνάμεις σαν αυτές που έσπρωξαν και τον κλήρο μας τότε να εκτοξευθεί σε ύψη πνευματικά που δύσκολα μπορεί κανείς να τα φτάσει ακόμα και σήμερα -ή, σωστότερα, προπαντός σήμερα- όπου θεωρείται πως είμαστε πιο εξελιγμένοι.
Γιατί μόνο θαυμασμό προκαλεί στον καθένα η συγκλονιστική στιγμή όπου πεθαίνει στη μάχη ο Έλληνας αξιωματικός και μεγάλος ήρωας του ‘40 Μαρδοχαίος Φριζής, που ήταν Εβραίος στο θρήσκευμα. Όταν τον πέτυχε θραύσμα οβίδας και ριπή πολυβόλου, κατάφερε, πριν πεθάνει, να ψιθυρίσει: «Για τη Ελλάδα». Μετά την επιδρομή ο ιερέας της ταξιαρχίας έσπευσε επιτόπου, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει, αφού ο Φριζής δεν ήταν χριστιανός. Με δάκρυα στα μάτια έβγαλε από το σακίδιό του τα άμφια, έβαλε τα χέρια του στο γεμάτο αίματα κεφάλι του Φριζή και άρχισε να διαβάζει την επιθανάτιο εβραϊκή προσευχή: «Άκουε, Ισραήλ, ο Θεός είναι Εις και Μόνος».

Αλλά κι ένας πολύ δικός μας ιερωμένος, ο επίσκοπος Νικηφόρος από το γειτονικό μας Δισπηλιό, έχει μείνει στην Ιστορία, καθώς σε αξιόλογο ντοκουμέντο του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου όπου αναδεικνύεται ο αγώνας του Ορθόδοξου κλήρου και λαού είναι γραμμένα τα εξής:
«Στην Καστοριά και παρά τη στυγνή τρομοκρατία έγινε ένα θαρραλέο διάβημα από Καστοριανούς, με επικεφαλής το Δεσπότη- τον αείμνηστο Νικηφόρο- στο φρούραρχο Χίλντεμπραντ, να δεχθεί να παρέχεται ένα τουλάχιστον φτωχικό γεύμα την ημέρα από όσπρια ή πατάτες εκ μέρους της Μητροπόλεως. Το θηρίο έστερξε κι άρχισε για ημέρες αρκετές η παροχή αυτού του πενιχρού συσσιτίου. Από τους 900 Εβραίους της Καστοριάς τελικά επέζησαν μόνο 35.» (εφ. Ελεύθερος Τύπος,28/5/2006)
Η ίδια πηγή αναφέρει πως με τον τίτλο του «Δικαίου των Εθνών» οι Εβραίοι τίμησαν -μπορούμε να καταλάβουμε όλοι για ποιους λόγους- τον τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ, τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, τους Μητροπολίτες Θεσ/νίκης Γεννάδιο και Ζακύνθου Χρυσόστομο, τον ιερέα Ειρηναίο Τυπάλδο, αλλά και δεκάδες Ελλήνων ορθοδόξων χριστιανών.

Αλλά, καθώς τη σημερινή γιορτή τη γιορτάζουν κατεξοχήν τα παιδιά, θα σταθούμε ιδιαίτερα σε δύο παιδιά ήρωες του ‘40, ένα κορίτσι και δύο αγόρια. Το κορίτσι είναι η 17χρονη Ηρώ Κωνσταντοπούλου. Η Ηρώ είναι μια από τις πιο νεαρές ηρωίδες της Κατοχής. Ίσως μάλιστα να είναι η πιο νεαρή απ’ όλες. Οι γονείς της ήταν Σπαρτιάτες και η ίδια ήταν μαθήτρια στην τελευταία γυμνασιακή τάξη, άριστη μαθήτρια του Αρσάκειου με πνευματικά ενδιαφέροντα που ξεπερνούσαν κατά πολύ τις συνηθισμένες επιδιώξεις της ηλικίας της. Είχε μια ιδιαίτερη κλίση προς τις ξένες γλώσσες, πράγμα που της επέτρεψε να έρθει κατ’ επανάληψη σε λογομαχία με τους εχθρούς. Ικανότατο και τολμηρότατο πλάσμα καθώς ήταν, έδρασε και μυστικά, αλλά ανέπτυξε πολύ και την προσωπική, την ανοιχτή μάλιστα αντίσταση. Είχε φτάσει μάλιστα στο σημείο να απλώνει συχνά το χέρι της ξαφνικά μέσα στο δρόμο και να σκίζει προπαγανδιστικές ή τρομοκρατικές αφίσες που οι κατακτητές κολλούσαν στους τοίχους. Αυτό το έκαμνε ακόμα και μπροστά σε στρατιώτες ή αξιωματικούς, με αποτέλεσμα να την κυνηγούν. Αλλά η νιότη της και η ταχύτητά της τη βοηθούσαν να ξεφεύγει.

Όμως, με όλη αυτή τη δράση δεν ήταν δυνατόν να μη συλληφθεί. Την έπιασαν μια φορά στο σπίτι της κι οι δικοί της κατάφεραν να την ξαναπάρουν πίσω. Όμως η Ηρώ, παρόλο που παρακολουθείται στενά, αναπτύσσει και πάλι αντιστασιακή δράση. Τη δεύτερη φορά που συνελήφθη, φυλακίστηκε -αλλά δεν έπαψε ούτε στη φυλακή την αντιστασιακή τακτική της-, βασανίστηκε φρικτά, όμως δε λύγισε, γιατί αυτή τη φορά μοιράζεται τον ίδιο θάλαμο με μια άλλη σπουδαία ηρωίδα, τη Λέλα Καραγιάννη, που της παραστέκεται σαν μητέρα. Τελικά, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1944, ένα μήνα πριν φύγουν οι Γερμανοί από την Ελλάδα, τουφεκίστηκε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Πριν το τέλος κι ενώ οι Γερμανοί είχαν χωρίσει τους 50 Έλληνες που θα εκτελούσαν σε πεντάδες και τους είχαν βάλει να γονατίσουν, τινάζεται όρθια και φωνάζει: «Χτυπάτε, λοιπόν, κακούργοι. Να, χτυπάτε εδώ.» Κι οι Γερμανοί τη γαζώνουν με 17 σφαίρες πολυβόλου, όσα ήταν και τα χρόνια της. Πριν πεθάνει, προφταίνει να γράψει ένα σημείωμα: «Πέστε στη μανούλα μου να μην κλάψει, δεν πρέπει να κλάψει. Οι γενναίες Σπαρτιάτισσες δεν κλαίνε για τα ηρωικά παιδιά τους. Είναι περήφανες.»
(από το έξοχο μαθητικό περιοδικό της Μεταπολίτευσης «ελεύθερη γενιά» τεύχος 24)

Και, εντέλει και για να κλείσουμε το θέμα των γυναικών του ‘40, θα διαβάσουμε το τηλεγράφημα μιας ακόμα ηρωίδας μάνας∙ αυτό που έστειλε στον τότε πρόεδρο της κυβερνήσεως Αλ. Κορυζή η Ελένη Ιωαννίδου. Του έγραφε: «Ο υιός μου Ευάγγελος Ιω. Ιωαννίδης έπεσε κατά τας επιχειρήσεις της Κλεισούρας. Παρήγγειλα εις τους τέσσαρας ήδη υπηρετούντας υιούς μου Χρήστον, Κώσταν, Γεώργιον και Νίνον Ιω. Ιωαννίδη να εκδικηθώσιν τον θάνατον του αδελφού των. Κρατώ εις εφεδρείαν άλλους τέσσαρας: Πάνον, Αθανάσιον, Γρηγόριον και Μενέλαον Ιω. Ιωαννίδη, κλάσεως 1917 και νεωτέρων. Παρακαλώ κληθώσι ονομαστικώς και ούτοι, εις πάσαν περίστασιν ανάγκης της πατρίδος ή τυχόν απωλείας ετέρου τέκνου μου, προς εκδίκησιν εχθρού. Ύστατον επιφώνημα θέλει είναι: Ζήτω η πατρίς!
Ελένη Ιωαννίδη, Κυπαρισσία (εφ. Ελεύθερος Τύπος, 25/10/1997)

Τέλος και καθώς δεν είναι δίκαιο ν’ αφήσουμε εκτός τα αγόρια-μαχητές για την υπόθεση της ελευθερίας στα χρόνια εκείνης της σκλαβιάς, θα διαβάσουμε την περιγραφή ενός γνωστού περιστατικού, μιας εξαιρετικής αντιστασιακής πράξης, όπως περιγράφεται από ένα συγγραφέα της εποχής το Νοέμβριο του 1961:
«(…) Μέσα, όμως, σε τούτο το σκοτάδι της σκλαβιάς που σκέπασε τον τόπο, άστραψε ξαφνικά μια σπίθα, το πνεύμα της Αντίστασης. Έτσι απλά κι αυθόρμητα, σαν μια δύναμη φυσική, σαν ένας νόμος ακατάλυτος της ψυχοσύνθεσης της ράτσας μας, που ηλέκτρισε και δόνησε τις ψυχές των δυο παιδιών, για να τ’ αναδείξει σε σύμβολα της αδούλωτης Ελλάδας.

Επάνω εκεί στην Ακρόπολη- το λίκνο της Δημοκρατίας- κυμάτιζε ο αγκυλωτός σταυρός, απλώνοντας τον μαύρον ίσκιο του στην πόλη της Παλλάδας. Δεν θάταν, βέβαια, το κατέβασμά του, ζημιά υλική για τον καταχτητή. Θάταν, όμως, μια πράξη ηρωική που θα είχε την πελώρια ηθική σημασία μιας παρουσίας απειλητικής, της παρουσίας της ελληνικής ψυχής, που όρθια αγνάντευε τον δυνάστη.
Και ξεκινάνε μόνα τους τα δυο παιδιά για την ηρωική αποκοτιά-ν’ ανέβουν στην Ακρόπολη, να κατεβάσουν το σύμβολο της σκλαβιάς που λέρωνε τον Παρθενώνα. Θάνατος θάτανε το τίμημα της πράξης. Ούτε στρατιώτες είναι που πήρανε διαταγή ούτε ωργανωμένοι που φιλοτιμήθηκαν από κόμμα. Μόνοι τους, ολομόναχοι οι δυο, γίνηκαν οι φορείς των πόθων και καημών ενός ολόκληρου λαού.
Ο ένας απ’ τους δυο, ο Σάντας-ο άλλος, ο Γλέζος, βρίσκεται στη φυλακή- κάλεσε προχτές στο σπίτι του τους δημοσιογράφους, ντόπιους και ξένους, για να θυμίση το υψηλό τούτο περιστατικό που τη λαμπρότητά του, δυστυχώς, σκίασε η πολιτική και η κομματική του εκμετάλλευση. Έμπνευση ευτυχισμένη ήταν του πρώτου (του Σάντα), γιατί μέσα στον σάλο και την θολούρα των πνευμάτων που προκάλεσαν τα μοιραία πάθη καταποντίσθηκαν πράξεις γεμάτες τιμή και ομορφιά, στολίδια της Ιστορίας της Ελλάδας.
Κάθονται και μελετάνε οι δυο νέοι πούθε και πώς μπορούσαν ν’ ανεβούνε στην Ακρόπολη, που κρατούσανε οι Ούννοι. Μελετάνε σχεδιαγράμματα και τέλος βρίσκουν μια σχισμή του εδάφους μέσα σε πεύκα, που ωδηγούσε από ανάβαση απόκρημνη στο Ερεχθείο. Τρυπώνουν εκεί και περιμένουν να νυχτώση. Απάνω στην Ακρόπολη ακούονται οι φωνές και τα χάχανα των Γερμανών που γλεντάνε με γυναίκες. Στιγμές αγωνίας. Κάποτε σταματά- νε οι φωνές. Κι αρχίζει το σκαρφάλωμα. Επίμονο, επικίνδυνο, δραματικό. Κι επί τέλους, ύστερα από προσπάθειες υπεράνθρωπες, φτάνουν ψηλά, στην έξοδο και βγάζουν τα κεφάλια:
-Είναι κανείς;
-Κανείς.
Δόξα σοι ο Θεός της Ελλάδας, σκοπός δεν υπάρχει να φυλάη τη σημαία-μια σημαία πελώρια με τον αγκυλωτό, που ανεμίζει σε γερό σιδερένιο κοντάρι, έξη μέτρων, και κυματίζει μέρα-νύχτα, χωρίς να υποστέλλεται ποτέ. Βγαίνουν μπροστά στο Ερεχθείο και μέσα στο σκοτάδι κυττάνε την σημαία. Δεμένη με σιδερόσκοινο, είναι γερά στηριγμένη. Παλεύουν να την λύσουν. Ακατόρθωτο. Κομπιάζουν, λαχανιάζουν, αγωνίζονται, ιδρώνουν. Μάταιος ο κόπος. Σκαρφαλώνουν στο κοντάρι, πρώτα ο ένας, ύστερα ο άλλος, προσπαθούν να κόψουν το σιδερόσκοινο, ματώνουνε τα χέρια…τίποτα! Αλλά η δυσκολία φτερώνει τις καρδιές τους, κάνει το πείσμα τους να βράζη κι επί τέλους νάτη που λύθηκε η σημαία και κατεβαίνει. Την πιάνουν, την σκίζουν -ο Γλέζος έχει ένα μαχαίρι- πετάνε τα κομμάτια γύρω και κρατάνε μόνο δυο μικρά, γι’ ανάμνηση, που τα βάζουνε στον κόρφο. Ύστερα, με τον ίδιο τρόπο, κατεβαίνουν.
Ξημερώνει. Δίχως αγκυλωτό η Ακρόπολη. Λυσσάνε και σκυλιάζουνε οι Γερμανοί. Σε θάνατο-ερήμην-καταδικάζονται οι δράστες.(…)»
Ο συγγραφέας που μιλά γι’ αυτή την εξόχως ηρωική πράξη των δύο παιδιών είναι ο Δημήτρης Ψαθάς (πρόλογος του βιβλίου του «Αντίσταση», όπου σημειώνονται και άλλες γενναίες πράξεις παιδιών της Κατοχής) και, όπως πολύ χαρακτηριστικά κλείνει τον πρόλογό του: «Μακριά από οποιεσδήποτε πολιτικές επιδιώξεις, έναν σκοπό μονάχα έχει να υπηρετήση το βιβλίο τούτο: Να περισώση ζωντανή την ατμόσφαιρα των ημερών εκείνων στις σελίδες του, που τις αφιερώνω μ’ ευλάβεια στον λαό μας-ολόκληρο τον Ελληνικό λαό που αγωνίστηκε και μαρτύρησε στα σκοτεινά και τιμημένα εκείνα χρόνια».
Κλείνοντας, αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε κανείς να προσθέσει στα λόγια των ίδιων των ανθρώπων που έζησαν, αλλά και που έφτιαξαν το μεγαλειώδες Έπος του Σαράντα. Τίποτα παραπάνω, παρά μόνο να θυμίσει σε όλους την εξήγηση που δίνει το ετυμολογικό αλφαβητάριο του Νίκου Βαρδιάμπαση στη λέξη «Έλληνας». Προέρχεται από τη λέξη «ήλιος», γιατί
«Ο Έλληνας είναι λαμπρός∙ έχει τη λάμψη του Ήλιου στα μάτια του».

Ο Έλληνας του Σαράντα το απέδειξε. Απομένει να ξεκολλήσουμε από τη χαμοζωή μας και να το αποδείξουμε κι εμείς οι σημερινοί Έλληνες. Μπορούμε να το καταφέρουμε. Μπορείτε να το καταφέρετε προπαντός εσείς τα παιδιά μας, που είστε η ελπίδα όλων μας. Αρκεί να έχετε τη δύναμη να αγωνίζεστε για να πετύχετε τους στόχους σας. Αρκεί να αντιστέκεστε απέναντι σε οτιδήποτε σας ισοπεδώνει και δε σας αξίζει. Τότε θα είστε αληθινοί μαχητές, άξιοι απόγονοι αυτών που δημιούργησαν την εποποιία του Σαράντα.

Και τότε θα έχετε τη λάμψη του Ήλιου όχι μονάχα στα μάτια σας, αλλά και μέσα στις καρδιές σας.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 και 30/10/2008

18.11.08

ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ Ν. ΤΖΙΦΡΑ: Ο Μέγας Αλέξανδρος

ο ινδός αναχωρητής Dandamis και οι μεγάλοι έλληνες φιλόσοφοι (τρόπος ζωής)

Ο ινδός αναχωρητής (Βραχμάνος) Dandamis αναπτύσσει κατωτέρω την φιλοσοφία του ως προς τον τρόπο ζωής του και είναι άκρως ενδιαφέρουσα η παράθεση της γνώμης του σε συνομιλία που είχε με τον Μέγα Αλέξανδρο.
Το πλέον αξιοθαύμαστο χαρακτηριστικό των κατακτήσεων του Αλεξάνδρου είναι το μεγάλο ενδιαφέρον που έδειξε για την ινδική φιλοσοφία, τους γιόγκι και τους αγίους ανθρώπους, των οποίων την συναναστροφή επιζητούσε επιμόνως από καιρού εις καιρόν. Ολίγον, μάλιστα, μετά την άφιξη του στο Taxilla, στα βόρεια των Ινδιών, ο Έλλην πολεμιστής εζήτησε από τον Ονησίκριτο, τον κυνικό φιλόσοφο, οπαδό της σχολής του Διογένη, να του φέρει ένα ονομαστόν ινδό αναχωρητή της περιοχής, των Dandamis. «Χαίρε, ώ διδάσκαλε των σοφών Βραχμάνων!», του είπεν ο Ονησίκριτος, αφού έψαξε και τον ηύρε στο καταφύγιο του, μέσα στο δάσος. «Ο γιος του πανίσχυρου Θεού Διός, που είναι ο Αλέξανδρος, κυρίαρχος όλων των ανθρώπων, ζητά να παρουσιασθείς σ’ αυτόν. Εάν συμμορφωθείς, θα σε γεμίσει δώρα. Αν όμως αρνηθείς θα σε αποκεφαλίσει». Ο γιόγκι δέχθηκε ατάραχος την πιεστική κάπως πρόκληση, αλλά «ούτε καν σήκωσε το κεφάλι από το σωρό των ξερών φύλλων που είχε για προσκέφαλο».

«Είμαι κι εγώ υιός του Διός, αν λέει κι ο Αλέξανδρος πως είναι». Αυτή ήταν η πρώτη του απάντηση. Και συνέχισε: «Δεν επιθυμώ τίποτε από τα του Αλεξάνδρου, γιατί είμαι ευχαριστημένος με όσα έχω, ενώ βλέπω πως αυτός γυρίζει και περιπλανάται με τους ανθρώπους του στη θάλασσα και στην ξηρά, χωρίς κανένα κέρδος ή όφελος και χωρίς να βρίσκει τέρμα στις περιπλανήσεις του. Πήγαινε και πες στον Αλέξανδρο, ότι ο Υπέρτατος Βασιλεύς δεν γίνεται ποτέ εκ προμελέτης πρόξενος κακού ή άλλης βαρβαρότητας, αλλά είναι ο Δημιουργός του φωτός, της ειρήνης, της ζωής, του νερού, του ανθρώπινου σώματος και της ψυχής. Δέχεται όλους τους ανθρώπους, μόλις ο θάνατος τους απελευθερώσει, που τότε πλέον δεν υπόκεινται οι άνθρωποι στον κίνδυνο του πονηρού και των ασθενειών. Μόνον αυτόν, τον Υπέρτατο Βασιλέα, αναγνωρίζω και προσκυνώ ως Θεό μου και τον αγαπώ, γιατί απεχθάνεται τη σφαγή και δεν εξωθεί σε πολέμους».

Ο Αλέξανδρος δεν είναι ο θεός, αφού οφείλει να γνωρίσει τον θάνατο»,συνέχισε ο σοφός, με ελαφράν ειρωνεία. «Πώς είναι δυνατόν, στην κατάσταση που βρίσκεται, να γίνει παντοκράτωρ, αφού δεν ανέβηκε ακόμα στο θρόνο της κυριαρχίας του εσωτερικού του κόσμου; Ούτε έχει ακόμα επισκεφθεί ζωντανός τον Άδη, αγνοεί δε εντελώς την πορεία του ήλιου σε πολλές περιοχές της Γής, όπου τα έθνη που είναι εκεί δεν έχουν ακούσει καν το όνομα του.

Έπειτα από την επιτίμηση αυτή, η οποία ασφαλώς θα είναι η πλέον καυστική, που θα έφθασε ποτέ στ' αυτιά του «Άρχοντος του Κόσμου», ο σοφός γιόγκι πρόσθεσε ειρωνικά: «Εάν οι κτήσεις, που κατέχει σήμερα ο Αλέξανδρος, δεν είναι αρκετά εκτεταμένες για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες του, ας διαβεί το Γάγγη ποταμό. Εκεί θα βρει εκτάσεις που θα μπορέσουν να περιλάβουν όλους τους ανθρώπους του.

«Γνώριζε, εν πάση περιπτώσει, ότι αυτά, που προσφέρει ο Αλέξανδρος και τα δώρα που υπόσχεται, είναι πράγματα απολύτως περιττά και άχρηστα για μένα. Εκείνα που εκτιμώ, που έχω ανάγκη και που μου είναι χρήσιμα, είναι: 1) αυτά εδώ τα ξερά φύλλα, τα οποία είναι το σπίτι μου, 2) τα ανθισμένα φυτά, που δίνουν την τροφή μου και 3) το καθαρό νερό, που είναι το ποτό μου. Όλα τα άλλα πράγματα και κτήματα, που μαζεύει κανείς με αγωνίες, κόπους και φροντίδες γρήγορα αποδεικνύονται βλαβερά σ' αυτούς που τα μαζεύουν και τα συγκεντρώνουν, γιατί τους προκαλούν θλίψεις και στενοχώριες άπειρες, από αυτές που κάθε δυστυχισμένος θνητός είναι γεμάτος και βασανίζεται. Όσο για μένα, ξαπλώνω επάνω στα ξερά φύλλα του δάσους και, αφού δεν κατέχω τίποτε, που να έχει ανάγκη από προσοχή και φύλαξη, κλείνω τα μάτια μου και βρίσκω αμέσως ησυχία και ανάπαυση. Αν ήταν να προσέχω για να φυλάξω πλούτη, ύπνος δεν θα μου ερχότανε ποτέ. Η γη μου προσφέρει τα πάντα, ακόμα και γάλα, όπως η μητέρα στο παιδί.
Πηγαίνω όπου μ' αρέσει και δεν έχω καμία φροντίδα ή άλλη σκέψη που θα μου έφερνε ανησυχία ή θα μου προκαλούσε δυσκολίες.

«Αν ο Αλέξανδρος μπορέσει να μου πάρει το κεφάλι, την ψυχή μου δε θα μπορέσει ποτέ. Τότε το άφωνο κεφάλι μου, καθώς και το σώμα μου, σαν ενδύματα που τα πέταξε κανείς, αφού τα φόρεσε, θα μένουν επάνω στη γη, από όπου και είχαν έλθει. Εγώ δε, που θα έχω μεταβληθεί σε πνεύμα, θ' ανέβω προς το Θεό, σ' αυτόν που μας έκλεισε όλους μέσα σε σώμα από σάρκα, και μας έβαλε επάνω στη γη, για να δείξωμε κατά πόσον θα κατορθώσωμε να ζούμε σύμφωνα με όσα μας σύστησε. Ναι, σ' αυτόν θα πάω, που περιμένει, αφού εγκαταλείψωμε τη γη και πάλι πάμε κοντά του, να λογοδοτήσουμε για τον τρόπο ζωής μας. Αυτός είναι ο δικαστής των όσων καθένας έπραξε επάνω στη γη. Εκεί οι θρήνοι των δυναστευομένων θα γίνουν η τιμωρία των δυναστών.
Ο Αλέξανδρος λοιπόν ας τρομοκρατεί τους ανθρώπους που κυνηγούν τον πλούτο κι αυτούς που φοβούνται το θάνατο. Εναντίον όμως των Βραχμάνων τα όπλα του μένουν χωρίς αποτέλεσμα. Εμείς ούτε χρυσό επιθυμούμε, ούτε το θάνατο φοβούμεθα. Πήγαινε λοιπόν και πες στον Αλέξανδρο αυτά τα λόγια: Ο Δανδαμίς δεν έχει καμμία ανάγκη από τίποτε δικό σου, και γι' αυτό δεν θα έλθει κοντά σου. Εάν όμως εσύ θέλεις κάτι από τον Δανδαμίς, πήγαινε εσύ σ' αυτόν».
Ο Ονησίκριτος μετέδωσε ακριβώς το μήνυμα, ο δε Αλέξανδρος, αφού το άκουσε με μεγάλη προσοχή, «αισθάνθηκε περισσότερο παρά ποτέ την επιθυμία να συναντήσει τον Δανδαμίς, ο οποίος αν και γέρος και γυμνός υπήρξεν ο μόνος αντίπαλος τον οποίον ο νικητής τόσων εθνών και φυλών ανεγνώρισε πως δεν μπόρεσε να καταβάλει».
[Παρατήρηση του γράφoντoς: Οι δικοί μας καλόγεροι, που διαβιώνουν στα μοναστήρια, ακολουθούν,, προδήλως την αυτή φιλοσοφία στην αντιμετώπιση καυτών και επικαίρων θεμάτων της ζωής: «Δεν έχουν καμία φροντίδα ή άλλη σκέψη, που θα τους έφερνε ανησυχία ή θα τους προκαλούσε δυσκολίες». Και το εντεύθεν γεννώμενο μέγα πρόβλημα είναι: Μπορεί κανείς να γίνει κοσμοκαλόγερος της ζωής; 1σως τότε μπορέσει να λύσει το πρόβλημα της ζωής του, αλλά θα στερηθεί όλα τ' άλλα επίγεια αγαθά].

***

Ο Διογένης, Ο Συνωπεύς, ο «Κύων», ο γνωστότερος κυνικός φιλόσοφος (400-325π.χ.), που απέρριπτε όλους τους συμβατικούς θεσμούς της καθημερινής ζωής, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος τον ρώτησε: «Τι μπορεί να του προσφέρει, αυτός απλά του ζήτησε να μετακινηθεί για να μην του κάνει σκιά, όπως ήταν ξαπλωμένος» ή κατ' άλλην γνώμη είπε «μην μου στερείς αυτό που δεν μπορείς να μου δώσεις». Γι αυτόν άλλωστε λέγεται ότι για κατοικία είχε ένα πιθάρι. Ζήτησε απλά να μη στερηθεί: α) Το ζείδωρο ήλιο και β) την απίθανη κατοικία του.
[Σημ. του γράφοντος: Μπορεί κάποιος, μέσης κοινωνικής στάθμης άνθρωπος, που ζει στη σημερινή κοινωνία, να αυτοπεριορισθεί και να ζήσει ως αναχωρητής εκ του κόσμου τούτου; Ναι απαντούν πολλοί]. Ίσως όμως πει κάποιος και τι προσφέρουν αυτοί στο κοινωνικό σύνολο. Απολύτως τίποτε – Η συμβολή τους είναι απόλυτα αρνητική. Υποστηρίζουν τινές ότι στην πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, συνέβαλαν, κατά κάποιον τρόπο, και οι πολλοί, νέοι άνθρωποι, καλόγεροι των μοναστηριών εκείνης της εποχής, αφού αυτοί δεν υπηρετούσαν στις τάξεις των μαχομένων, αλλ’ ήσαν στα μοναστήρια.
Οι άλλοι πρoδήλως κληρικοί επιτελούν κάποιο θεάρεστο κοινωνικό έργο.
Γεννάται όμως εδώ και ένα άλλο πρόβλημα. Αν αυτοί οι αναχωρητές της ζωής αποκτήσουν παιδιά/ πως αυτά θα ζήσουν. Θα είναι στην εξοχή και στη μοναξιά/ Θα είναι μονάδες, χωρίς έννοιες και προβλήματα,
Εκτός αν μιλάμε για άτομα απόλυτα μοναχικά δηλ. τους αναχωρητές εκ του κόσμου τούτου.

***

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, καθηγητής φιλοσοφίας, συγγραφέας, βουλευτής, υπουργός κατ' επανάληψη και πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, γράφει ότι τρία πράγματα επιθυμεί να έχει: α) Λίγους καλούς φίλους, β) Λίγα καλά βιβλία και γ) Καλή μουσική. Είναι κι αυτό, προδήλως, μια αντιμετώπιση της ζωής. Δεν διευκρινίζει, όμως, αν ήθελε παραλλήλως να διατηρεί το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, το ωραίο σπίτι του και όλες τις συντάξεις (καθηγητή, βουλευτή και δικηγόρου), καθώς και λοιπές επιδαψιλεύσεις.

Συμπέρασμα ημέτερο των όσων παραπάνω εκτέθηκαν:
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν χωρίς σπίτι (-κατοικία). Με ζωή στη φύση (σε μια καλύβα), την εξοχή, το ύπαιθρο, τον ήλιο, τη θάλασσα, τη λίμνη, το ποτάμι, το γάργαρο νερό της πηγής, το ζείδωρο αέρα της ελευθερίας και τη συναυλία των πουλιών και όχι αυτόν της μόνιμης κατοικίας, φυλακής ή εγκλεισμού σε κάποιο χώρο, αλλά και με τα αναγκαία προς διατροφή λίγα λαχανικά, φρούτα και καρπούς (αμύγδαλα, καρύδια, μήλα, αχλάδια κ.ά.), πολλές φορές αδαπάνως από τη φύση ή και με ελάχιστα χρήματα. Ψυχική
ανάταση, πνευματική ενατένιση, ηρεμία, γαλήνη και όχι σώρευση υλικών αγαθών. Τα τελευταία και ιδία τα χρήματα, που πολλοί άνθρωποι, σωρεύουν, αφρόνως πολλές φορές, για πολλά χρόνια, ούτε ευτυχία φέρνουν, αλλ’ ούτε και θα τα πάρουν μαζί τους. Δυστυχώς το τελευταίο το λησμονούν πολλοί.
Η σώρευση χρημάτων και άλλων υλικών αγαθών μάλλον προκαλεί πόνο και δυστυχία σε πολλούς. Και θα προσέθετα ακόμη ότι για την ευτυχία του ατόμου αρκεί η απόκτηση ολίγων καλών φίλων, ολίγων καλών βιβλίων και καλής αναμφίβολα μουσικής. Γιατί, πέραν από καλός στη δουλειά του, να μην είναι και άτομο που να ενδιαφέρεται, αν βέβαια το επιθυμεί, για την λογοτεχνία, τη μελέτη, την ποίηση και γενικά τις τέχνες, τα γράμματα και τέλος, αν έχει τις δυνάμεις, γιατί όχι και ενασχόληση με αθλητισμό, που θα του κάνει καλό στην υγεία και την μακροημέρευση.
Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι με τα παραπάνω εφόδια, χωρίς χρήματα, θεωρούν τους εαυτούς των ευτυχισμένους. Είναι κι αυτό μια θεώρηση της ζωής, ιδία όταν το μοναχικό άτομο, μιας κάποιας ηλικίας, δεν έχει άλλες υποχρεώσεις έναντι συγγενικών του ή άλλων ενδεχομένως προσώπων.
Το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι: Μπορεί άραγε η ανθρωπότητα να προχωρήσει μπροστά με αυτές τις απλοϊκές, ίσως, αντιλήψεις περί εγκλεισμού ορισμένων ανθρώπων σε μοναστήρια. Είναι αυτό πρόοδος της ανθρωπότητας ή είναι απλά ένας τρόπος ζωής ορισμένων μοναχικών ατόμων, που διακατέχονται από έλα βαθύτατο θρησκευτικό συναίσθημα;
Ασφαλώς ναι.
Και το μεγάλο, εν τέλει, πρόβλημα της ζωής: ποιόν άραγε τρόπο ζωής να επιλέξει κάποιος.
Φρονώ, αδιστάκτως, εκείνο του μέτρου.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23.10.2008

17.11.08

ΟΔΟΣ: Αυτιά, μάτια και στόματα

Μια νέα περιπέτεια βίωσαν όλες τις περασμένες ημέρες (αυτή την φορά στις δικαστικές αίθουσες του Εφετείου στην Κοζάνη) οι τοιχογραφίες του αρχοντικού Σομαλιά (νυν ιδιοκτησίας Γκουγκουλίτσα – Γιώρα) που κλάπηκαν τον Αύγουστο του 2003 ενώ η κλοπή τους -την οποία δεν αντιλήφθηκε κανείς- αποκαλύφθηκε από την ΟΔΟ, αρκετούς μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 2004. Εκεί οδηγήθηκε ως κατηγορούμενος ο υπεύθυνος της πράξης, στην οποία δόθηκε ο βαθμός κακουργήματος και μέχρι την αποστολή του φύλλου αυτού στο ταχυδρομείο, δεν είχε ολοκληρωθεί η ακροαματική διαδικασία και δεν είχε εκδοθεί απόφαση(*).

Έτσι αυτή την φορά, οι τοιχογραφίες - που έκαναν φτερά και από τότε στην πραγματικότητα αγνοούνται (έστω και αν έχουν παραδοθεί στα χέρια μεσεγγυούχων), καθώς το εξαιρετικό αρχοντικό παλιάς εβραϊκής οικογένειας της Καστοριάς που… αποτεφρώθηκε «κατά λάθος» από εμπρησμό μερικούς μήνες αργότερα μέσα στο 2004, αναβίωσαν στις ψυχρές δικαστικές αίθουσες ως φαντάσματα και αναμνήσεις που προκαλούν προβληματισμό και απογοήτευση.

Βεβαίως ο χρόνος περνάει και φθείρει. Ώστε ποτέ ίσως δεν θα απαντηθεί το ερώτημα για την ύπαρξη συνενόχων αυτής της παράλογης πράξης. Ούτε αν εκτελούνταν ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, με ηθικούς -και ανήθικους- αυτουργούς ή άλλους συνενόχους από τον τόπο μας. Ούτε αν το συγκεκριμένο κτύπημα, ήταν το πρώτο στην Καστοριά, ούτε φυσικά αν ήταν και το τελευταίο.

Κακό είναι ακόμη και το ότι μέσα από τις πολλές ανθρώπινες (τις κατανοητές και ακατανόητες) αδυναμίες του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, δεν αποδείχθηκε αν για την Καστοριά το συγκεκριμένο ακραίο περιστατικό, ήταν τυχαίο ή προέκυψε στο πλαίσιο δραστηριότητας ομάδας αρχαιοκαπήλων, εντός και εκτός Καστοριάς, που έχει λυμανθεί τον τόπο, τα μνημεία του, τους εκκλησιαστικούς και ιστορικούς θησαυρούς του.

Κυρίαρχο είναι το αίσθημα -στα όρια της πεποίθησης- ότι τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις τοιχογραφίες, τίποτε δεν ήταν τυχαίο, αποσπασματικό και ακριβώς άγνωστο σ’ αυτούς που μπορούσαν και έπρεπε να γνωρίζουν.

Η ΟΔΟΣ ήταν αυτή που αποκάλυψε (στην κοινή γνώμη και οδήγησε την υπόθεση στις αρμόδιες υπηρεσίες) για πρώτη φορά τον κρυμμένο αυτό θησαυρό, ξεχασμένο στο «καλό δωμάτιο» του ξεχωριστού αρχοντικού, απ’ όπου οι ένοικοί του περισσότερο από 200 χρόνια πριν από σήμερα, θαύμαζαν ακώλυτα την ανατολή και δύση του ήλιου και το καθρέφτισμα της πόλης στην λίμνη. Και ήταν ένας θησαυρός που αποτελούσε από καλλιτεχνική και ιστορική άποψη, το απαύγασμα της πρώϊμης (18ος – αρχή 19ου αιώνα) αστικής νοοτροπίας της αλλοτινής Καστοριάς, με σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά και μάλιστα πρωτοποριακής διάστασης.

Πέρα από την ιδιαίτερα μεγάλη καλλιτεχνική αξία αυτής της αποτύπωσης της ζωγραφικής τέχνης, οι τοιχογραφίες στο καλό δωμάτιο του αρχοντικού Σομαλιά, εφ’ όσον δεν είναι γνωστό αν ήταν μοναδικές στην Καστοριά, ή υπήρξαν και άλλες σε άλλες κατοικίες που καταστράφηκαν, ή εξαφανίστηκαν από προσώπου γης- τοποθετούσαν την Καστοριά στο επίκεντρο του σύγχρονου κόσμου την εποχή του σχηματισμού του.

Διότι με τις τοιχογραφίες αυτές η Καστοριά, πραγματοποιούσε ένα σαφή βηματισμό μπροστά. Ξεπερνούσε τις άλλες συνηθισμένες μακεδονίτικες πόλεις και καλλιτεχνικά διεκδικούσε μια θέση μεταξύ των μεγάλων πόλεων: Της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης και των μεγάλων κεντροευρωπαϊκών αστικών κέντρων της εποχής. Στην ύπαρξη αυτού του κοινωνικού περιβάλλοντος που επέτρεπε αυτό το στίγμα καλλιτεχνικής αντίληψης μπορεί κανείς να μελετήσει την ιστορία της Καστοριάς, αλλά σε συνάρτηση και με άλλους παράγοντες να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο ο Λουκάς Σαμαράς για παράδειγμα, «έτυχε» να γεννηθεί εδώ.

Για τους απλούς αυτούς λόγους, η ΟΔΟΣ πρωτοστάτησε στην προβολή τους και συμμετείχε στην προσπάθεια διάσωσής τους. Αυτών και όλου του κτηρίου, που έκρυβε μέσα αιώνες εβραϊκών αναστεναγμών. Μέχρι που σίγασαν οι χάβρες και οι γειτονιές των παλιών αυτών συμπολιτών.

Έτσι, η εγκληματική αποτοίχισή τους, η κλοπή, ο «επαναπατρισμός» των τοιχογραφιών που έγιναν καπνός και ο εμπρησμός της κατοικίας, αποτελούν τα υπολείμματα υπάρξεων που χρησίμευσαν σαν σκηνικό στην δίκη όλων των περασμένων ημερών. Όπου απλώς σταθμίζονταν πράξεις, παραλείψεις, προθέσεις, και άλλα γενικά φθηνά πράγματα χωρίς πρακτική χρησιμότητα για την ουσία της υπόθεσης. Και όπου διαδραματίζεται η τελευταία πράξη ενός δράματος, αλλά χωρίς τον πρωταγωνιστή του.

Και όπου, στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθάρισης, αναβίωσαν ως πτυχές μιας μακρόσυρτης διαδικασίας, όλες οι κακοδαιμονίες μιας νοοτροπίας σαν κι’ αυτή που κλείνει αυτιά, μάτια και στόματα, η οποία ευθύνεται εν τέλει για την σημερινή πενία και ερήμωση της Καστοριάς. Κι’ αυτή η εκκαθάριση δεν είναι καθόλου βέβαιο αν θα οδηγήσει σε κάθαρση παθημάτων. Όποια και να είναι η δικαστική ετυμηγορία.


(*) Η δίκη των τοιχογραφιών είχε οριστεί να γίνει για πρώτη φορά στις 18 Οκτ. 2007, μετά από δύο αναβολές (η δεύτερη τον περασμένο Μάϊο), ξεκίνησε να δικάζεται την Πέμπτη 19 Οκτωβρίου. Συνεχίστηκε την Παρασκευή 18/10, την Δευτέρα20/10 και χθες Τετάρτη 20/10 επρόκειτο να ολοκληρωθεί η ακροαματική διαδικασία.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23.10.2008


Σχετικά κείμενα:


ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ