|
ΟΔΟΣ 13.6.2013 | 696 |
Στις λιμναίες όχθες μια γλυκύτατη λέξη ξαναγράφεται εκπληκτικότερη από ποτέ. Από χρόνια τώρα το «στάδιο» των μικρών παιδιών του Ντολτσού, των Ρόδων, της Ελευθερίδας περιοχής ευρύτερα, ήταν κάπου εκεί ανάμεσα στου Νατζή το γεφύρι και στα Πετσιά, άκρα της λίμνης, του όρμου, σ’ ένα θαυμάσιο άπλωμα, ευάνεμο, αλλού αμμουδερό, αλλού χορταριασμένο.
Εκεί συνάζονταν ολημερίς οι μικροί παίδες, εκεί έπαιζαν πέρα δώθε, γυμνάζονταν… Είχαν χαραγμένο τόσο μέρος για το τρέξιμο, ως εκατό μέτρα και είχαν διάπλατο σκάμμα για τα αθλήματα.
Ήταν να μην έρχονταν οι ζεστές μέρες της άνοιξης, ύστερα καλό χειμώνα θα τα ξέκοβες από ‘κει. Το έβλεπαν και οι γονείς τους πόσο ευεργετικό ήταν αυτό το μέρος για τα παιδιά τους. Το σκάμμα εκεί, ως ένα γόνα άμμο είχε, ως εφτά οκτώ μέτρα μάκρος. Αν για λίγο το έβλεπαν να αδειάζει, το ξαναγέμιζαν πάλι.
Τα παιδιά συνάζονταν εκεί και δώστου εκτινάζονταν στον αέρα. Άλλοτε έτρεχαν ως πέρα... Κι αν στις αρχές ήταν αδέξια, από μέρα σε μέρα, όλο και καλύτερα τα πήγαιναν. Κάποια απ’ αυτά γίνονταν ως και «αξεπέραστα». Ήδη στα χρόνια, πεντ’ έξι παιδιά ξεχώριζαν, ήταν δεν ήταν προέφηβα μόλις.
Μέσα σ’ αυτά ήταν και τα δύο αδέρφια Εμμανουήλ. Στερνά στερνά, στις μέρες τους, ο προέφηβος κιόλας Ιωάννης, δεν ήταν να τον συναγωνίζεται κανείς της εδώ περιοχής τους, μήτε στο τρέξιμο μήτε στο άλμα.