31.3.08

Video

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΤΖΗΜΑΚΑ: Η κραυγή της Καρακάξας

ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Την παλιά εκείνη εποχή, που τα αυτοκινούμενα θορυβώδη αντικείμενα δεν είχαν ακόμη κατακλύσει γη και ουρανό, οι καρακάξες ξεθάρρευαν συχνά και έρχονταν στα σπίτια. Στέκονταν πάνω στα κεραμίδια ή πάνω σε κάποιο δέντρο της αυλής και έκραζαν με τη δυνατή και καθαρή φωνή τους: κρα, κρα, κρα. Τότε η νοικοκυρά γυρνούσε κατά το εικονοστάσι, σταυροκοπιούνταν και έλεγε: «Καλώς νάρθει», ένεκα που αυτό ήταν προμήνυμα καλών ειδήσεων. Πράγματι, τις περισσότερες φορές μέχρι να βραδιάσει έρχονταν στο σπιτικό πότε κανένα γράμμα, πότε κανένα δέμα με καλούδια και πότε κάποιος καλοδεχούμενος επισκέπτης.

Η καρακάξα ανήκει στην οικογένεια των Κισσών, είναι ευφυής, εξημερώνεται εύκολα και αρέσκεται να κάθεται στον ώμο του κυρίου της, όπως οι παπαγάλοι στους ώμους των παλιών πειρατών. Επιπλέον, μπορεί να μάθει να προφέρει μερικές λέξεις, ενίοτε χυδαίες, ανάλογα με τις συνήθειες και το ήθος του διδάσκοντος κυρίου της και σύμφωνα με τη λαϊκή παροιμία, «Με όποιο δάσκαλο θα κάτσεις, αυτά τα γράμματα θα μάθεις». Εν τούτοις, τα καλά αυτά μαντατοφόρα πετούμενα τα οποία ζουν στους αγρότοπους και τα δάση, τιμούν τους ανθρώπους κομίζοντας τις καλές ειδήσεις ντυμένα με την επίσημη στολή τους, που είναι το κατάλευκο πουκάμισο και το μαύρο φράκο με τη μακριά ουρά. Με το ίδιο ένδυμα, βεβαίως, εμφανίζονται στις κοινωνικές εκδηλώσεις και οι φορείς της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, με τη διαφορά ότι αυτοί κομίζουν ψευδείς υποσχέσεις και συνήθως κακές ειδήσεις.

Ξενίζει το γεγονός, ότι οι μητέρες της εποχής εκείνης είχαν επιλέξει την καρακάξα, προκειμένου να την προβάλλουν ως μέσο εκφοβισμού εναντίον της άπληστης τυροφαγίας των τέκνων τους. Κατά τη συνήθεια, τα παιδιά έπαιρναν ως πρόδειπνο την ώρα του εσπερινού ζυμωτό ψωμί και τυρί, το οποίο φρόντιζαν να αναλώνουν γρήγορα, ώστε να ζητούν και συμπλήρωμα. Τότε, οι φειδωλές στην κατανάλωση του ακριβού αυτού προϊόντος μητέρες, απαντούσαν με τη στερότυπη φράση: «Δεν κάνει να τρώτε πολύ τυρί, γιατί θα έρθει η καρακάξα και θα τρυπήσει το κεφάλι σας». Τα παιδιά πίστευαν στα λεγόμενα των μανάδων τους και υπάκουαν, για να έχουν τουλάχιστο «το κεφάλι τους ήσυχο».

Ο Παναγιώτης ήταν ένα από τα παιδιά του χωριού που, θέλοντας και μη, εφάρμοζε κατά γράμμα τον κανόνα αυτό. Γόνος φτωχής οικογένειας, σπάνια του δινόταν η ευκαιρία να φάει ψωμοτύρι, παρέκαμπτε δε την ένδεια αυτή μέσω ευμεγέθους φέτας ψωμιού επαλειμμένης με λεπτή στρώση χοιρινού λίπους, κοινώς λίγδας ή με ζάχαρη ή ελλείψει αυτών διαβρεγμένης απλώς σε καθαγιασμένο ύδωρ, «μονόκερο»αποκαλούμενο στην ιερή γλώσσα της εκκλησίας μας. Φαίνεται πως εξαιτίας αυτού ο Παναγιώτης μισούσε τις καρακάξες, εξαπέλυε, δε εναντίον τους τις μεγαλύτερες από τις πέτρες που χωρούσαν στο δέρμα της σφενδόνης του, την οποία δεν αποχωριζόταν ούτε καθ’ ύπνον. Αλλά και για έναν άλλο λόγο τις μισούσε. Είχε διαπιστώσει κάποτε ότι οι καρακάξες έκλεψαν από τα παιχνίδια του δύο μικρούς μεταλλικούς βόλους, που είχε βγάλει από παλιό ρουλεμάν, ή ελληνιστί «ένσφαιρο τριβέα».

Πράγματι, η καρακάξα αρέσκεται να υφαρπάζει μικρά μεταλλικά ή άλλου είδους γυαλιστερά αντικείμενα και να τα κρύβει σε δυσπρόσιτα μέρη, που μόνο εκείνη γνωρίζει. Την ιδιορρυθμία της αυτή ήξεραν οι άνθρωποι από παλιά, γι’ αυτό όταν η γιαγιά έβγαζε με την κλωστή τα νεογιλά δόντια των εγγονών της, τους προέτρεπε να τα πετάξουν πάνω στα κεραμίδια και να φωνάξουν στεντορεία τη φωνή: «Να κουρούνα κοκαλένιο και δώσε μου σιδερένιο». Σύμφωνα με τη λαϊκή αυτή παράδοση εξασφαλιζόταν το στέρεο και υγιές της ακολουθούσης μόνιμης οδοντοφυΐας, καθόσον την εποχή εκείνη δεν είχαν εμφανιστεί ευρέως οι επιστήμονες οδοντίατροι, οι οποίοι έμελλε να αναλάβουν τα περί της υγείας του στόματος. Την επιτυχία των ενδοστοματικών επεμβάσεων απέθετε τότε ο κόσμος στα χέρια των κουρέων ή σπανιότερα στα χέρια της θείας Βενετίας, η οποία διατηρούσε μονίμως σκουριασμένη οδοντάγρα σε μια τρύπα μεταξύ των λίθων του περιβάλλοντος την οικία της μαντρότοιχου. Στις ταμπέλες δε των καλύτερων κουρείων της εποχής εκείνης συχνά αναγραφόταν η πληροφορία: «Ενταύθα θεραπεύεται και πάσα νόσημα του στόματος (άνω και κάτω σιαγόνες)».

Την κλεπτομανία όμως της καρακάξας, η οποία ποσώς βλάπτει την οικονομία του κράτους, δεν ακολούθησαν τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου. Μόνο ο έμφρων άνθρωπος έχει υιοθετήσει την κλοπή ως θεμιτό μέσο απόκτησης αγαθών, καυχώμενος μάλιστα ότι η συγκεκριμένη επιλογή αποτελεί προϊόν ευφυΐας ή της άλλως αποκαλούμενης «μαγκιάς», της μοναδικής αυτής ανά τον κόσμο εγχώριας «αρετής».

Η φτώχεια, γνήσιο τέκνο των άκληρων και τίμιων ανθρώπων, ανάγκασε τη μάνα του Παναγιώτη να τον ξαποστείλει από μικρή ηλικία στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να μαθητεύσει και να εργαστεί εκεί ως κτίστης. Έστω και λίγα χρήματα από το μεροκάματό του αν έστελνε πίσω στο χωριό, θα ανακούφιζε οικονομικά τη μητέρα του. Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που του είπε, καθώς τον ξεπροβοδούσε στον καθιερωμένο τόπο αποχωρισμού έξω από το χωριό και κάτω από μια γέρικη βελανιδιά, φερομένη με το όνομα «δέντρο του Λιώκα». Εκεί ήταν και άλλοι συγχωριανοί καβάλα στα ζώα, για να πάνε μέχρι το Αμύνταιο και ύστερα με τον σιδηρόδρομο μέσω Θεσσαλονίκης στην Κωνσταντινούπολη.

Όταν έφτασε στην Πόλη ο Παναγιώτης, στρώθηκε στη δουλειά. Τα αφεντικά του τον συμπάθησαν και από τη δούλεψή του χόρτασε ψωμί και πήρε να ψηλώνει και να δένει το ντελικάτο κορμί του. Λησμόνησα να αναφέρω ότι ο Παναγιώτης άκουγε στο επώνυμο Κουταλιανός. Μολαταύτα, δεν είχε καμία σχέση με τις εκπληκτικές και παροιμιώδεις ικανότητες φυσικής ρώμης του παγκοσμίως γνωστού και έχοντος το ίδιο ονοματεπώνυμο με αυτόν Παναγή Κουταλιανού, εκ Κουτάλης της Προποντίδος ορμωμένου, ναυτικού στο επάγγελμα. Το κοινό ίσως μεταξύ των δύο ανδρών ήταν το ελληνικό πείσμα και θάρρος.

Δεκατέσσερα συναπτά έτη παρέμεινε ο Παναγιώτης στην Πόλη, εργαζόμενος για την εξασφάλιση των προς το ζειν. Άρχισε πλέον να ντύνεται αξιοπρεπώς, πολύ δε περισσότερο επειδή τον τελευταίο καιρό μετείχε στις κοινωνικές εκδηλώσεις της εκεί ελληνικής παροικίας. Πραγματοποιούσε δε και νυχτερινές βίζιτες συχνά, ιδιαίτερα στη συνοικία του Γαλατά και στα παρά τον Κεράτιο Κόλπο ακμάζοντα καπηλειά, τα οποία συνδύαζαν την προκλητική οσμή των θαλασσινών εδωδίμων με την ευχάριστη γεύση και μεθυστική ηδονή του οινοπνεύματος. Η παράλληλη μαθητεία στους χώρους αυτούς καλλιέργησε την δια βίου έλξη του προς τα προϊόντα της αμπέλου.

Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας αποφάσισε να επιστρέψει στη γενέτειρά του προς άμεση προστασία της μητέρας του, άμα δε η τύχη το φέρει βολικά, να δημιουργήσει και αυτός ως άνθρωπος τη δική του φαμίλια. Αυτά σκεπτόμενος πήρε τα λιγοστά του ιμάτια, το ισχνό περίσσευμα των κόπων του και τον μεγάλο δρόμο του νόστου.

Στη γενέτειρά του συνέχισε να εργάζεται ως χτίστης. Το επάγγελμα αυτό είχε τότε μεγάλη πέραση, διότι όλα σχεδόν τα σπίτια του χωριού κάηκαν από του αφηνιασμένους βασιβαζούκους τουρκαλβανούς στα έβγα του Οκτώβρη, λίγο πριν την απελευθέρωση. Οι νοικοκυραίοι έπρεπε να ξαναχτίσουν πάνω στα ερείπια. Έτσι, τα έφερε ο Θεός βολικά και βρήκε στην πατρίδα του βιοποριστική απασχόληση και περίσσεια αποστάγματος των ευλογημένων και αφθόνως καλλιεργούμενων στην περιοχή σταφυλιών. Τα απομεσήμερα, μετά το μόχθο της δούλεψης, γυρνούσε σε όλα τα καφενεία του χωριού, μη τύχει και μείνει παραπονεμένος κανένας κάπελας, έτσουζε κάμποσα ρακιά για να λυθεί η γλώσσα του και ύστερα στρωνόταν ανάμεσα στις παρέες και γινόταν φερέφωνο της χιλιοτραγουδισμένης Πόλης. Στους συγχωριανούς άρεζαν οι αφηγήσεις του με την μπάσα φωνή που έβγαινε βραχνή από τα σωθικά του, και όλοι καμώνονταν πως δεν καταλάβαιναν τις ολοφάνερες υπερβολές με τις οποίες αρεσκόταν να διανθίζει τις ιστορίες του. Έγινε αγαπητός και σύντομα του προξένεψαν ένα καλό κορίτσι, τη Μαλαματή, όνομα και πράμα, που την έκανε σύντροφο της ζωής του.

Το ζευγάρι όμως στάθηκε άτυχο, γιατί πριν ακόμη πάρει τη γεύση της παντρειάς, κάλεσαν τον Παναγιώτη στο στρατό, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στις νεοσύστατες τότε περιοχές του ελληνικού κράτους. Τον κατέταξαν σε τάγμα μηχανικού στις Σέρρες, ένεκα που είχε το επάγγελμα του χτίστη. Φεύγοντας, άφησε πίσω τη Μαλαματή, πριν ακόμη πιάσει παιδί, συντρόφισσα και υποτακτική της μάνας του. Οι γυναίκες, όταν ξόδεψαν τα λιγοστά χρήματα που τους είχε φέρει από την Πόλη, αναγκάστηκαν να πιάσουν δουλειά στα χτήματα και στα σπίτια των πλούσιων συγχωριανών τους, για να ζήσουν.

Ο Παναγιώτης στο στρατό τα είχε καλά με όλους. Ήξερε να χάνεται μέσα στο σωρό και απέφευγε να κάνει τον καμπόσο. Όλοι τον αγαπούσαν εκτός από το λοχαγό του, που τον έβαλε ο διάβολος να του κάνει καψώνια χωρίς κανένα λόγο. Πρώτο αυτόν έστελνε στην λάντζα, αυτόν στις αγγαρίες, αυτόν και στις βραδινές σκοπιές, με τα χειρότερα νούμερα. Όμως, όλα τα υπέμενε με στωϊκότητα, μέχρι που ο λοχαγός, εξαντλήσας όλο το υβρεολόγιο με το οποίο είχε εμπλουτίσει την ηθική του υπόσταση, άρχισε να τον αποκαλεί Βούλγαρο και να καταρρακώνει το πατριωτικό του αίσθημα. Ο Παναγιώτης ήξερε καλά ότι αυτό απαγορεύεται αυστηρά από το νόμο και τον κανονισμό του στρατεύματος, γι’ αυτό ζήτησε να βγει στην αναφορά του λόχου. Ο άλλος όμως όχι μόνο δεν τον δικαίωσε, αλλά τον αποκάλεσε και πάλι Βούλγαρο εις επήκοον όλων. Τότε, ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του Παναγιώτη και όπως βρισκόταν στη γραμμή με «εφ’ όπλου λόγχη», σήκωσε το όπλο του και με μια αστραπιαία κίνηση κάρφωσε την ξιφολόγχη πέρα για πέρα στην κοιλιά του λοχαγού. Μερικοί αξιωματικοί έτρεξαν να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες στον τραυματισμένο και άλλοι να συλλάβουν τον δράστη, ο οποίος δεν πρόβαλε καμία αντίσταση. Και τον μεν πρώτο οδήγησαν επειγόντως στο νοσοκομείο, όπου και εξέπνευσε, τον δε δεύτερο στο στρατοδικείο ύστερα από σύντομες τυπικές διαδικασίες.

Ο Παναγιώτης Κουταλιανός καταδικάστηκε σε 25ετή φυλάκιση με ελαφρυντικά τον πρότερο έντιμο βίο και ότι εκτέλεσε το αδίκημα «εν βρασμώ ψυχής», δηλαδή υπό το κράτος μεγάλης ψυχικής αναταραχής. Μετά ταύτα οδηγήθηκε στο Μπούρτζι, για να εκτίσει την ποινή του.



***


Το Μπούρτζι είναι ένα ισχυρό φρούριο του Ναυπλίου, στην ομώνυμη νησίδα προ της εισόδου του λιμένος της πόλης, το οποίο χρησιμοποιήθηκε μετά την απελευθέρωση ως φυλακή βαρυποινητών, για ένα δε διάστημα και ως κατοικία δημίων. Το πλεονέκτημά του ως φυλακής είναι ότι περιβάλλεται από θάλασσα, που απέχει από την ξηρά 300 μέτρα και πάνω. Το Μπούρτζι συνδέθηκε με την νεώτερη ελληνική ιστορία κυρίως για τη φυλάκιση εκεί του δικαστή Αναστασίου Πολυζωΐδη.

Ο Πολυζωΐδης γεννήθηκε το 1802 στο Μελένικο, ακμάζουσα ελληνική πόλη της βορειοανατολικής Μακεδονίας, το σημερινό Μέλνικ στη νοτιοδυτική Βουλγαρία. Τον 19ο αιώνα ζούσαν εκεί 3800 Έλληνες, 360 Βούλγαροι και 450 Τούρκοι. Στο Μελένικο υπήρχε ελληνικό σχολείο, όπου δίδαξαν διάσημοι Έλληνες δάσκαλοι, και «Αρρεναγωγείο» με τεράστια βιβλιοθήκη ένα μέρος της οποίας σώθηκε, όταν μεταφέρθηκε στο Σιδηρόκαστρο. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) η πόλη επιδικάστηκε στη Βουλγαρία και ο πολυάριθμος ελληνικός πληθυσμός εγκατέλειψε τις περιουσίες του και κατέφυγε προς νότο. Ο Πολυζωΐδης έμαθε τα πρώτα του γράμματα στα σχολεία του Μελένικου και αργότερα σπούδασε ιατρική και νομικά σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Το έτος 1834, ως πρόεδρος του δικαστηρίου στη δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, αρνήθηκε να υπογράψει μαζί με το δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη τη θανατική ποινή του ήρωα, με αποτέλεσμα να απολυθεί από την υπηρεσία του, να δικαστεί και να φυλακιστεί στο Μπούρτζι. Στην ίδια αυτή φυλακή εγκλείστηκε από την ελληνική στρατιωτική δικαιοσύνη και ο απλός στρατιώτης Παναγιώτης Κουταλιανός, επειδή αντέδρασε στην προσβολή του πατριωτισμού του, πατριωτισμό τον οποίο, φευ, η ίδια η πατρίδα του ανέθεσε να υπερασπίσει. Σήμερα, βεβαίως, εξακολουθεί να υφίσταται ατιμωτί η ίδια κατάσταση η οποία χαλκεύεται από τους αόρατους μηχανορράφους της παγκοσμιοποίησης και εμφανίζεται στις αρένες, στα φθηνά λεξικά και στα εντεταλμένα ΜΜΕ.

Εν τω μεταξύ οι γυναίκες στο χωριό άρχισαν να ανησυχούν, διότι είχαν πολύ καιρό να πάρουν γράμμα, ώσπου ο Παναγιώτης άρχισε να συνέρχεται από όλη αυτή τη ψυχική ταλαιπωρία και έκατσε να γράψει τα καθέκαστα. Όταν πήραν το γράμμα οι δόλιες φαρμακώθηκαν. Εκείνη η έρημη η μάνα θα πέθαινε χωρίς να τον ξαναδεί λεύτερο και η κακόμοιρη και δυστυχής γυναίκα του θα απόμενε χήρα για 25 χρόνια άκληρη και καταφρονεμένη, δούλα σε ξένη δούλεψη. Δεν τις απόμεινε άλλη ελπίδα παρά η προσευχή στη Παναγία. Μια εκκλησία κάτω στη Φυτιά, τα εννιάμερα της Κοιμήσεως, και μια άλλη η Παναγιά στα Αμπέλια ήταν η σκέπη και η παρηγοριά τους. Έκοβαν λάδι από το φαΐ για να ταΐσουν τα φιτίλια των καντηλιών, άναβαν κεριά, σταυροκοπιούνταν και έκαναν μετάνοιες γονατιστές με το κεφάλι να ακουμπάει μέχρι κάτω. Τα λιπόσαρκα κορμιά τους μαζεύονταν τότε σαν κουβάρι πάνω στις πλάκες και ψιθύριζαν λέξεις μπερδεμένες και ακαταλαβίστικες.

Το κακό μαθεύτηκε γρήγορα στο χωριό. Το έμαθε και ο Παπαδήμος Οικονόμος και τις κάλεσε στο σπίτι του μια Κυριακή πρωί μετά την εκκλησία. Ζήτησε το γράμμα του Παναγιώτη, κάθισε δίπλα στο παράθυρο και το διάβασε με προσοχή. Παραξενεύτηκε για την συμπεριφορά του λοχαγού, η οποία απάδει προς Έλληνα αξιωματικό και τη θεώρησε ανάρμοστη, προκλητική και αιτία του όλου κακού. Ύστερα, κοίταξε στο βάθος της κορυφογραμμής του Σμόλικα και προσπάθησε να ηρεμήσει. Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια, τις πρώτες σπουδές του στο χωριό και μετά στην Αθήνα στο Βαρβάκειο Γυμνάσιο. Εκεί γνώρισε τους συμμαθητές του, που αργότερα έπιασαν μεγάλες θέσεις στο ελληνικό κράτος. Μετά γύρισε κατά τον βοριά και έριξε βλέμμα επίμονο, λες και ήθελε να δει πίσω από τους λόφους του Αϊ Θωμά και του Αϊ Γιώργη την αγαπημένη του Μοσχόπολη. Εκεί, ως δάσκαλος, δίδαξε στο μεγαλόπρεπο κτίριο της «Νέας Ακαδημίας», από την οποία προήλθαν αξιόλογοι λόγιοι, συγγραφείς και κληρικοί. Τα περίφημα τυπογραφεία της πόλης αυτής ήταν από το 1731 τα δεύτερα στον ελληνικό χώρο και οι εκδόσεις τους πολύ σημαντικές. Το κατόπι έφερε στο νου του την Κορυτσά, όπου υπηρέτησε ως διευθυντής της «Αστικής Σχολής» και αργότερα, χειροτονηθείς ιερέας, ως Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητρόπολης Κορυτσάς. Στην πόλη αυτή υπήρχαν πολλά ελληνικά σχολεία, γυμνάσια, εκκλησιές και πολιτιστικοί σύλλογοι, αναδείχτηκαν δε εκεί και πολλοί ευεργέτες. Θυμήθηκε, ακόμη, τα ταξίδια του στο Μοναστήρι, όπου στα τέλη του 19ου αιώνα, έσφυζε από τη ζωή των εκεί 20 χιλιάδων Ελλήνων με τα σχολεία, το γυμνάσιο, τα νοσοκομεία, τη Μητρόπολη της Πελαγονίας και τα πολλά ιδρύματα και τους συλλόγους. Αναπόλησε την Βελεσιά (Βελεσσά, σημερινό Τίτο Βέλες), με τον εκεί πρωτοπόρο στα γράμματα και τις τέχνες ελληνικό πληθυσμό, και αναλογίστηκε με πόση βαναυσότητα και απάνθρωπες πιέσεις αναγκάστηκε αυτό το ακμάζον ελληνικό στοιχείο, να εγκαταλείψει τις περιουσίες του και να αφήσει πίσω του τις χαμένες πατρίδες. Τον επίλογο της αναπόλησης αυτής έγραψαν δύο σταγόνες δάκρυ, που κύλησαν και κρύφτηκαν βιαστικά στη πυκνή γενειάδα του. Ύστερα άλλαξε όψη, έκανε δυο τρία βήματα μέσα στο δωμάτιο και στοχάστηκε τους αγώνες του για την ελευθερία.

Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που τον είχαν τιμήσει και τον διόρισαν πρόεδρο της Πολιτικής Επιτροπής του Μακεδονικού Αγώνα. Θυμήθηκε την αποφράδα εκείνη ημέρα της 29ης Οκτωβρίου του 1912, όταν οι αγαρινοί του Μπεκίρ Αγά λεηλάτησαν και έκαψαν το χωριό. Ο ίδιος είχε οργανώσει την οπισθοχώρηση των γυναικόπαιδων και αποχώρησε τελευταίος, με κίνδυνο να τον πιάσουν. Τότε γλίτωσε από τους διώκτες του ως εκ θαύματος, κρυμμένος μέσα σε μια κουφάλα γέρικης βελανιδιάς λίγο παρέκει από το δρόμο που πάει για τον Αϊ Γιώργη.

Οι μαυροφορεμένες γυναίκες κάθονταν στον καναπέ σφιγμένες και αμίλητες με σταυρωμένα τα χέρια καρτερώντας το λόγο του παπά. Εκείνος έβαλε το γράμμα στο μέσα θυλάκιο του ράσου του και είπε: «Να πάτε στο καλό, να προσεύχεσθε και θα γίνει το θέλημα του Κυρίου». Γονάτισαν και του φίλησαν τα χέρια πολλές φορές. Δεν πολυκατάλαβαν τι εννοούσε ο Παπαδήμος, μα έφυγαν ξαλαφρωμένες και με το αίσθημα της ελπίδας να ζωντανεύει μέσα τους. Και καθώς εκείνες χάνονταν πέρα από την ρούγα της Αγίας Παρασκευής, ο παπάς σκούπισε με την άκρη του ράσου του τα δάκρυά τους, που έπεσαν στη ράχη των χεριών του. Να ήταν τάχα μια συμβολική χειρονομία, καθώς έμελλε να σκουπίσει και τον πόνο από τις ψυχές τους;



***

Θα είχε περάσει πάνω από ένας μήνας από τότε, και οι γυναίκες δεν σταμάτησαν να δουλεύουν και να προσεύχονται. Εκείνο το φθινοπωρινό απομεσήμερο έρχονταν από την Παναγιά στ’ Αμπέλια φορτωμένες στη ράχη με κάμποσα φρύγανα, και στάθηκαν στης Αργούσας το πηγάδι να πάρουν μια ανάσα. Δεν πρόλαβε η μάνα να σκουπίσει με το μανίκι τον ιδρώτα από το μέτωπό της και μια βιαστική καρακάξα ήρθε, κάθισε πάνω στο δεμάτι της και έκραξε δυνατά κοντά στο αυτί της: κρα, κρα, κρα. Το πώς εκείνο το πουλί ξεθάρρεψε και ήρθε τόσο κοντά σε άνθρωπο, είναι ένα θαύμα! Οι δόλιες σάστισαν, μα καθώς η νύφη συνειδητοποίησε το γεγονός, ψέλλισε: «Μάνα απόψε θα έχουμε κάποιο καλό νέο». Εκείνη δεν απάντησε, μόνο έκανε ένα μορφασμό σαν να ήθελε να πει: «Δε βαριέσαι, τι καλό νέο μπορεί να έχουμε εμείς» και αμέσως σηκώθηκε για να συνεχίσει το δρόμο της. Όταν έφτασαν στο σπίτι, ξεφορτώθηκαν τα ξύλα και άναψαν φωτιά στο μαγειριό, να κάνουν λίγη αλευριά, για να φαρμακώσουν. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε δυνατά η εξώπορτα και η Μαλαματή καθώς έτρεξε και άνοιξε, αποσβολώθηκε σαν είδε μπροστά της έναν άνθρωπο αδύνατο και ταλαιπωρημένο, ίδιο στοιχειό.

-Μάνα τρέχα, τρέχα, ήρθε ο Παναγιώτης.
Εκείνος δεν έβγαλε μιλιά, μόνο που τις αγκάλιασε. Τον αγκάλιασαν και εκείνες και έγιναν ένα κουβάρι.Η Μαλαματή ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Άρπαξε το μπουκάλι με τη ρακή και τον κέρασε. Εκείνος έριξε μονορούφι πέντε έξι ποτηράκια και αμέσως ήρθε στα συγκαλά του. Ύστερα άρχισε να μιλάει ασταμάτητα, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.

Ο Παπαδήμος είχε στείλει γράμμα στον παιδικό του φίλο και μετέπειτα στρατηγό Πλακίδα, που ήταν τότε διευθυντής των φυλακών στο Μπούρτζι. Τον έγραψε πως έτσι και έτσι έχουν τα πράγματα με τον Παναγιώτη Κουταλιανό και κοίταξε να κάνεις το καλύτερο. Ο διευθυντής μελέτησε καλά το φάκελλο, είδε τα δίκια του Παναγιώτη, έκανε το σταυρό του και στοχάστηκε: «Η θεία δίκη έχει τώρα το λόγο. Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου και ο Θεός θα με συγχωρέσει» . Την άλλη μέρα κάλεσε τον Παναγιώτη στο γραφείο του, υπόγραψε το αποφυλακιστήριό του, του έδωσε λίγα χρήματα για το δρόμο και του είπε: «Άντε στο καλό και να πας να φιλήσεις το χέρι του Παπαδήμου». Αυτά έγιναν το 1918, τη χρονιά που έφευγαν οι Γάλλοι από την Ελλάδα.

Ο Παναγιώτης Κουταλιανός έζησε την υπόλοιπη ζωή του εργαζόμενος στο χωριό. Απέκτησε με τη Μαλαματή τρία παιδιά: τον Κωνσταντίνο, την Αλεξάνδρα και τον Νικόλαο. Πέθανε το Δεκέμβρη του έτους 1969, ανήμερα Χριστούγεννα, πλήρης ημερών και πνεύματος οίνου.

Το παρόν άρθρο αφιερώνεται στη μνήμη του Νικολάου Κουταλιανού, ο οποίος μου έδωσε τις πληροφορίες για την αληθινή αυτή ιστορία του πατέρα του, που έχει όμως πολλούς συμβολισμούς.


[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 13.3.2008]

28.3.08

ΟΔΟΣ: «Παραδοσιακό» πια, όσο και ο χάσκαρης.

Είναι δύσκολο βεβαίως για τον μέσο πολιτικό της Καστοριάς, να μπορεί κάθε στιγμή να ανταποκρίνεται ικανοποιητικά, όχι μόνο στις υποχρεώσεις του αξιώματος, αλλά και σε αυτές της «εικόνας» του. Έτσι είναι εξ ίσου δύσκολο να αρθρώνει δημόσιο λόγο που να είναι αντίστοιχος σε ποιότητα με τις προσδοκίες που (προεκλογικά) ο ίδιος έχει φροντίσει να καλλιεργήσει στους πολίτες της περιφέρειάς του.

Όμως, στην σημερινή περίοδο που οι Έλληνες τηλεθεατές -όσο τουλάχιστον το «επιτρέπουν» οι εσωστρέφειες του ραδιοτηλεοπτικού εθνικισμού που ειδησεογραφικά, αντιμετωπίζουν τον υπόλοιπο κόσμο ως προθάλαμο της Ελλάδος, ή έστω των Βαλκανίων και τίποτε περισσότερο (παρά ταύτα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθούν στις ειδήσεις τον πολύμηνο εξονυχιστικό έλεγχο που υφίστανται από την κοινή γνώμη, τα κομματικά όργανα και τα ΜΜΕ, οι υποψήφιοι των κομμάτων για το χρίσμα του υποψήφιου προέδρου των ΗΠΑ στις προκριματικές διαδικασίες μέχρι να εκλεγεί ο αντιπροσωπευτικότερος υποψήφιος για την χώρα του και το κόμμα τους) εδώ στην Καστοριά, η ενημέρωση και η δημόσια συζήτηση εξακολουθούν να βιώνουν τον απόλυτο μεσαίωνά τους.

Σαν να μην έφθαναν οι απελπιστικά κουραστικοί μονόλογοι, τα διαγγέλματα του βουλευτή του ΠαΣοΚ (και εκ των αντιπροέδρων της Βουλής) κ. Φιλίππου Πετσάλνικου, τα οποία από τότε που επιτράπηκε η ιδιωτική ραδιοτηλεόραση συμπληρώνουν «αισίως» 20 χρόνια «εναλλακτικής» επανάληψης (ανάλογα με το ποιο κόμμα έχει αναρριχηθεί στην κυβέρνηση του τόπου). Και να, που εν έτει 2008, στην περίοδο των ευρυζωνικοτήτων και των blogs του διαδικτύου στον νομό Καστοριάς, κοντά στους μονόλογους του βουλευτή του ΠαΣοΚ (που κάθε Σαββατοκύριακο θέτει τα «αμείλικτα» ερωτήματά του στην κυβέρνηση), σαν να μην αρκούσαν αυτά, προστέθηκαν οι αντίστοιχα κουραστικοί ραδιοτηλεοπτικοί ξύλινοι μονόλογοι της βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας κ. Βίβιαν Μπουζάλη.

Βεβαίως, σε σαββατιανούς τηλεοπτικούς μονολόγους επιδιδόταν και ο προκάτοχός της στην Ν.Δ. κ. Ανέστης Αγγελής, όμως εκείνος, χωρίς την υπεροχή της απόλυτης αυθεντίας που διαθέτουν οι σημερινοί βουλευτές, είχε (άθελά του ίσως) την ιδιότητα να απλουστεύει την πολιτική σε τέτοιο σημείο, που ακόμη και οι μονόλογοι του, σε σχέση με τους αντίστοιχους των τωρινών βουλευτών, έμοιαζαν με «φιλική» εξομολόγηση. Με απλή φλυαρία σε πηγαδάκια.

Το καθιερωμένο («παραδοσιακό» πια όσο και ο χάσκαρης) βουλευτικό στήσιμο του σαββατοκύριακου μπροστά στις άφωνες κάμερες, που ψάχνουν να γεμίσουν… «χωρίς» κόστος τον άφθονο τηλεοπτικό χρόνο τους, δίνοντας βήμα βομβαρδισμού με ανούσιες, βαρετές, χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρισμα επαναλήψεις, μπορεί να απηχεί την εσωκομματική κατάσταση του τοπικού ΠαΣοΚ, που έχει επιβάλλει με την αυτοκτονική του στάση στις πλάτες του νομού Καστοριάς μια μονοκρατορία από το 1981 και μετά.

Αλλά από «κει και ύστερα» (όπως θα προσέθεταν με την πασίγνωστη και χαριτωμένη φράση κλισέ εκεί στον Δήμο Καστοριάς), δεν είναι πολλοί αυτοί που θα μπορούσαν να προβλέψουν ότι η νέα βουλευτής Καστοριάς, που προεκλογικά κόμιζε εμμέσως αλλά με σαφήνεια τον αέρα της φιλελεύθερης αμερικανικής πολιτικής ελίτ, ελάχιστους μήνες μετά τις εκλογές, δεν θα διέφερε σε τίποτε με τον κ. Φ. Πετσάλνικο. Πολιτικά μοιάζει σαν να έρχεται από τα παλιά.

Και η κατάσταση καθηλώνει ακόμη πιο βίαια το επίπεδο της πολιτικής ζωής στην Καστοριά, έστω κι’ αν εκεί, στο ΠαΣοΚ, εξακολουθούν να δείχνουν αδιαφορία για το γεγονός της διαρκούς υποχώρησής τους στις σφυγμομετρήσεις. Καθώς και ότι με όλα αυτά που κάνουν, με πρόεδρό τους ένα σαν τον κ. Γεώργιο Παπανδρέου του Ανδρέα (του Γεωργίου Παπανδρέου), και στενούς συνεργάτες του προέδρου, «δοκιμασμένους» πολιτικούς σαν τον «Καστορίας» κ. Φίλιππο Πετσάλνικο, και πολλούς άλλους από το Jurassic Park της μεταπολίτευσης, έφεραν τον κόσμο τους στα όριά του, με αποτέλεσμα να στρέφεται σε προτάσεις σαν αυτή του Συνασπισμού και τον κ. Αλέξη Τσίπρα. Αφήνοντας εν τω μεταξύ την κυβέρνηση παντελώς ανενόχλητη στην καθοδική της πορεία να συμβάλλει στη ελεύθερη πτώση του δικομματισμού.

Mε όλα αυτά που έχει ζήσει η Καστοριά, η στάση της κ. Β. Μπουζάλη να αντιγράψει με ζήλο τις κάκιστες συνήθεις φίλων και αντιπάλων της πολιτικής, δεν ήταν αναμενόμενη, ούτε και στους πιο επιφυλακτικούς. Για τον πολύ απλό λόγο ότι στην Νέα Δημοκρατία της Καστοριάς είχαν συνηθίσει να μιλάνε μεταξύ τους πολύ (καμμιά φορά και να παραμιλάνε), και δεν είχαν ιδιαίτερη κλίση στα διαγγέλματα τύπου Ανατολικής Ευρώπης της αλλοτινής εποχής, ή του «πολύ» Ούγκο Τσάβες.

Έτσι η πολύμηνη, καθιερωμένη πια τάση της βουλευτού να επαναλαμβάνεται, και να κουράζει με γενικόλογες, αόριστες, αφηρημένες και αδιακρίβωτες διθυραμβικές «αποκαλύψεις» για συναντήσεις, διαβουλεύσεις, συζητήσεις και πολιτικές επαφές με γραμματείς υπουργείων, άλλους βουλευτές, φορείς, και γραμματείς διευθύνσεων, δεν προκαλούν απλώς φθορά στην ίδια και την εικόνα της. Αλλά, τόσους μήνες μετά, προκαλούν θυμηδία που εγγίζει τα όρια του πολιτικού αυτό-σαρκασμού. Διότι με τα πολλά λόγια κανείς τόπος δεν χορταίνει, δεν προοδεύει, δεν προχωρά.

«Από κει κι’ ύστερα», καθένας είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του.

[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 13.3.2008]

26.3.08

ΒΑΣΙΛΗ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ: «Σελίδες Μνήμες» του Πάνου Τσολάκη

Νοιώθω την ανάγκη να αρχίσω πάλι με μια εισαγωγή για…εξηγήσεις, προκειμένου να αναπτύξω το θέμα, το οποίο με έσπρωξε να πιάσω το μολύβι και να γράψω..

Στην Καστοριά έζησα κάποιο διάστημα στη διάρκεια της κατοχής (μαύρες ημέρες), μαθητές με τον αδελφό μου στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, στο ωραίο του κτήριο! Το 1945 μετακομίσαμε οικογενειακώς από την Κορησό σ’ αυτήν. Ενώ τμηματικά αρχίσαμε να ερχόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Στα μέσα του 1947 εγώ, το 1949 ο Κοσμάς και μετά η μητέρα μας. Τον πατέρα μας τον…«μετέφεραν» άλλοι εδώ.

Ξαναγύρισα στην Καστοριά το 1951 όντας υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα, οπότε πάλι έζησα κάποια χρόνια εκεί. Και στη Θεσσαλονίκη γνωρίζομαι, σχεδόν, με όλους τους Καστοριανούς της μεγάλης παροικίας εδώ, και με πολλούς είμαι πολύ φίλος. Όπως είμαι φίλος και με πολλούς από την περιοχή του νομού μας της Καστοριάς (Άργος, Νεστόριο, Βογατσικό κ.λ.π., κ.λ.π.). Έτσι μακριά από τον νομό νοιώθω… καθαρόαιμος Καστοριανός και αληθινά προκαλούμαι, όταν έχω γύρω μου στο γραφείο ένα σωρό βιβλία που γράφουν για τις ομορφιές της.

Έχοντας κάποια διάθεση για γράψιμο, που στερήθηκα στην δημιουργική περίοδο της ζωής μου (βρέθηκα σ’ ένα πολύ πεζό επάγγελμα), πιάνω το μολύβι και γράφω γι’ αυτούς που…γράφουν (βέβαια διέξοδο σ’ αυτό μου δίδει και η ευθύνη κυκλοφορίας «των Κορησώτικων στη Θεσσαλονίκη»). Βλέποντας μπροστά μου, πέρα από το «Μια Καστοριά σαν ζωγραφιά» του Δ. Ιωαννίδη, το «Ο Αντιστασιακός Αγώνας των Καστοριανών 1941-1944» του Πάνου Κρίκη, ένα θαυμάσιο λεύκωμα αναφορά στον μεγάλο ζωγράφο, δικηγόρο, και σπουδαίο γενικά, άνθρωπο, Βασίλη Παπαντίνα, με πρωτοβουλία και επιμέλεια του…παθιασμένου ερευνητή και γιατρού Γιώργου Γκολομπία, με χορηγία του Νομάρχη Κων/νου Λιάντση, και ένα ημερολόγιο (συλλεκτικό) εξαιρετικό, με φωτογραφίες του αποκαλυφθέντα σπουδαίου καστοριανού καλλιτέχνη φωτογράφου, Παπάζογλου, από ποιον άλλο, από τον Γιώργο Γκολομπία, και πρωτοβουλία του δυναμικού παλαιού συλλόγου Καστοριάς «Ομόνοια», κοιτάζοντας λοιπόν τις «Σελίδες Μνήμης» του καθηγητή Πάνου Τσολάκη, από το προσωπικό ημερολόγιο του πατέρα του, σε δεύτερη έκδοση, δεν ήταν δυνατόν να…. συγκρατηθώ!

Ας δούμε λοιπόν τις «Σελίδες Μνήμης» του Πάνου Τσολάκη.
Να αρχίσω από τον συγγραφέα του, που διηγείται τα περιστατικά (περιπετειώδη θα έλεγα) του πατέρα του Γρηγόρη, σε πρώτο πρόσωπο, σαν να τα έχει γράψει και να τα διηγείται ο ήρωάς τους, δηλαδή ο πατέρας του, και τα καταφέρνει πειστικότατα!

Τον Πάνο Τσολάκη τον έχω ακούσει αρκετές φορές σε διαλέξεις του, συνήθως για θέματα που αφορούν την Καστοριά και την περιοχή της, και είναι δεδομένο, πως καθηλώνει (το ένοιωσα και εγώ) τους ακροατές του. Και όπως περίμενα, και ο γραπτός του λόγος είναι το ίδιο, ίσως πιο πολύ σαγηνευτικός!
Άνοιξα το βιβλίο για να ρίξω μια ματιά… «κατ’ αρχήν» και το άφησα μόνο όταν έφθασα στο…τέλος. Το ίδιο «έπαθε» και η γυναίκα μου Κατερίνα, που δεν είναι Καστοριανή ούτε Κορησώτισσα!

Τόσο πολύ θέλγουν η γλαφυρότητα της γραφής του συγγραφέα, και ο τρόπος αφήγησης, αλλά και τα περιστατικά, που είναι πολλά και ενδιαφέροντα και κατά ένα τρόπο, ανταποκρίνονται στη ζωή ενός μεγάλου μέρους Καστοριανών, σύγχρονων του Γρηγόρη Τσολάκη. Γιατί με την γλαφυρή αφήγηση, ο ήρωάς μας, φέρνει στην επιφάνεια γεγονότα, καταστάσεις, αντιδράσεις, συμπεριφορές, που όλων μας οι γονείς (μεταξύ των τελευταίων και οι συνομήλικοι του γράφοντος, σε ένα βαθμό) έζησαν, αντιμετώπισαν, και επηρεάστηκαν οι κατευθύνσεις τους, άρα και η ζωή τους.

Βέβαια θα πρέπει να γίνει ξεχωριστή αναφορά και να εξαρθεί η συνέπεια και η αυταπάρνηση του ήρωά μας, όσον αφορά τις υποχρεώσεις του προς την πατρίδα. Βγαίνει χωρίς μεγάλα λόγια, πως δεν απέφυγε, ίσα-ίσα που αντιμετώπισε ταλαιπωρίες, και όχι λίγους κινδύνους για την πατρίδα.
Εργαζόμενος βοηθώντας τον πατέρα του γυμνασιόπαιδο, στρατιώτης, εφ. αξιωματικός, αεροπόρος, πολεμιστής το 1940 και στην ταραχώδη περίοδο του εμφυλίου και τέλος συνεπής λειτουργός του καθήκοντος στην υπηρεσία της ελληνικής αεροπορίας μέχρι τον…. «αφοπλισμό» του, και βέβαια ένας άριστος οικογενειάρχης, είναι σε γενικές γραμμές τα στάδια της ζωής του Γρηγόρη Τσολάκη, όπως θα ήταν, περίπου, και άλλων σύγχρονών του Καστοριανών.

Έτσι διαβάζοντας τις «Σελίδες Μνήμης» για ένα γνωστό μας περιβάλλον, αυτό της Καστοριάς, είναι σαν να ακούμε να μας διηγείται τις περιπέτειες του ένας δικός μας άνθρωπος. Ως μη «σπουδαγμένος φιλόλογος» δεν θα ακολουθήσω το τι ορίζουν οι τύποι για την περίπτωση, όπως ο φίλος μου τ. γυμνασιάρχης Νίκος Δασκαλάκης, κάνει. Θα αναφερθώ, με λίγα λόγια φυσικά, στις εικόνες, τόσο, από τις φωτογραφίες, όσο και από το περιεχόμενο, που με οδήγησαν με… καθολικό τρόπο, πίσω στις περιόδους και καταστάσεις, που έζησε ο ήρωας μας, αφού δεν απείχα και ιδιαίτερα από το διάβα του.

Με τον Γρηγόρη Τσολάκη βρεθήκαμε κάποιες φορές στα καφενεία της κάτω αγοράς στην Καστοριά, κύρια του Μίχου, όταν επέστρεψα σαν υπάλληλος της ΕΤΕ, παρακολουθώντας μανιώδεις παίκτες της… πρέφας, όπως ήταν ο Χριστάκης Μιχαήλ, ο Αλέξης Βουΐτσης, ο Γκιάτας και άλλοι επιχειρηματίες της αγοράς, στο διάστημα μεταξύ του πρωινού ωραρίου και του απογευματινού (έτσι ήταν τότε) με πολιτικά (θα ήταν αδειούχος), χωρίς να έχουμε κάποια πλησιέστερα επαφή, αφού εμείς δεν παίζαμε.

Όταν, έγινε λόγος, μου είπαν πως είναι γαμπρός του Τουφεξή και είναι αεροπόρος. Σχημάτισα την γνώμη πως δεν ήταν Καστοριανός, ίσως γιατί μεταξύ του 1947 και του 1951, πολλές ευειδείς καστοριανές δεσποινίδες παντρεύτηκαν στρατιωτικούς! Και παρ’ όλη την καλή φήμη του Πάνου Τσολάκη και τη συνεργασία μου με τον Βασίλη (είναι ο πιο κατατοπισμένος για το θέμα της σπουδαίας μάχης του 1941, στην περιοχή μας, και προσπαθεί να το προωθήσει), χρειάστηκε να διαβάσω τις «Σελίδες Μνήμης» για να πληροφορηθώ πόσο σε… βάθος Καστοριανοί είναι.

Στην συνέχεια η φωτογραφία με τους τελειόφοιτους του γυμνασίου (1937-1938) μου έδωσε την ευκαιρία να ιδώ σε νεαρή ηλικία του Κορησώτες Απόστολο Παπακυριακίδη (δάσκαλο έχει αποβιώσει) και Πέτρο Χρηστίδη (Επίτιμο έφορο, ζει στη Θεσσαλονίκη) και άλλους γνωστούς Καστοριανούς (Δ. Βαλαλά κ.λ.π.), αλλά να ιδώ, νέο σχετικά, και τον καθηγητή Γεωργίου, που εμείς είχαμε καθηγητή πιο ηλικιωμένο, γνωστό για τις ατάκες του: «καλός ο ύπνος το πρωί, δίχως ρούχα τη… Λαμπρή, δίχως ενδεικτικό τον Ιούνη» συμπλήρωνε, το έλεγε για τους καθυστερούντες στην πρωινή προσέλευση στην τάξη. Αλλά είδα και τον καθηγητή Παρλαπάνη πατέρα του Αιμίλιου (μια τάξη πίσω μου), που ήταν γνωστό μεταξύ των μαθητών το όχι καλό τέλος του.

Η φωτογραφία πίνακα, του πολυτάλαντου Χρ. Τζημάκα, του παλαιού κτηρίου του γυμνασίου με αναστατώνει ιδιαίτερα, και «οργίζομαι» κάθε φορά που σκέφτομαι πως δεν υπάρχει, πως κατεδαφίστηκε. Πώς τόλμησαν να εξαφανίσουν ένα κόσμημα μαζί με μεγάλη ιστορία;!
Θα μπορούσα να συγχωρήσω για πολλά… «ανομήματα» τους Καστοριανούς, όχι όμως γι’ αυτό το, κατ’ εμέ, έγκλημα! Γιατί δεν αντέδρασαν; Δεν ήταν πολιτικό θέμα…

Η αναφορά στον πεθερό του και το κάψιμο του οπλοποιείου του, μου έφερε στον νου τον καλό νοικοκύρη Βασίλη Τουφεξή, που στο σπίτι που είχε στο Τσαρσί, κάτω από τα τούβλινα των Μπαϊρακτάρηδων, κατοικήσαμε, όσο ήμασταν οικογενειακώς στην Καστοριά, αφού επιδιόρθωσε τις ζημιές, που είχε από τους ιταλικούς βομβαρδισμούς. Αργότερα, επιδιόρθωσε και τον πάνω όροφο, στον οποίο κατοίκησε η οικογένεια του Παντελή Παπαφιλίππου, από την Λιθιά, γόνοι της οποίας ασχολούνται με τα κοινά στην Καστοριά και στην Κοζάνη. Και θυμάμαι σε μια από τις περιστασιακές συναντήσεις μας, που τόφερε ο λόγος, να μας αποκαλύψει πως αναγκάστηκε να φορέσει γυαλιά, μετά τον σοκ που δέχτηκε, όταν, βράδυ του ανακοίνωναν, πως καίγεται το μαγαζί κάτω στην αγορά…

Είναι σίγουρο πως σε κάθε αναγνώστη και ιδιαίτερα στους καταγόμενους από την περιοχή μας, το περιεχόμενο των «Σελίδων Μνήμης» και οι πολλές αριθμημένες φωτογραφίες τους θα προκαλέσουν πολλά συναισθήματα, αλλά και το σοβαρότερο, ο γλαφυρός, ήπιος, καλοπροαίρετος και χωρίς μνησικακίες τρόπος αφήγησης, δημιουργούν την ψευδαίσθηση πως ξαφνικά βρίσκεσαι σε ένα κρουαζιερόπλοιο, σε ήρεμη θάλασσα, που ο καπετάνιος, (Γρηγόρης Τσολάκης) με τη βοήθεια του Πάνου, σε οδηγούν από λιμάνι σε λιμάνι (σε μερικές ώρες διαβάσματος) σε καταστάσεις περιόδων μερικών δεκαετιών, ιδιαίτερα σημαντικών γεγονότων, που διαμόρφωσαν, όπως έχουν σήμερα τα πολιτικά πράγματα στη χώρα μας, και βέβαια τη ζωή μας.

Τελικά ο Γρηγόρης Τσολάκης με τις πράξεις του (από απλές μέχρι ηρωικές) παρουσιάζεται ως ένας σεμνός ήρωας, όπως ενδεχομένως πολλοί Έλληνες των περιόδων αυτών, όμως με το να φυλάγει τεκμήρια (φωτογραφίες κ.α.) και να μεταφέρει διηγώντας ζωντανά τις πράξεις αυτές μέσα στον χρόνο, αναδείχνεται για μια ακόμη φορά χρήσιμος στην κοινωνία της Καστοριάς και γενικότερα. Δίδει την δυνατότητα στις νέες γενεές να μαθαίνουν σημαντικά γεγονότα για τη χώρα και πιο λεπτομερειακά για την πόλη τους, με ένα γαλήνιο τρόπο σε μια ώρα σχολής.
Αξίζουν επομένως πολλά εύγε στον αείμνηστο Γρηγόρη Τσολάκη για τις προσφορές του, αλλά και στον Πάνο για την παράδοση τους στην δημοσιότητα. Ευτυχείς οι αδελφοί (Πάνος και Βασίλης) Τσολάκη για τον πράγματι αξιόλογο πρόγονο τους. Δοξασμένος και τιμημένος ο γονιός με το ευγενικό μνημόσυνο… διαρκείας που του επιφύλαξαν τα συνετά παιδιά του.

[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 13.3.2008]

25.3.08

ΟΔΟΣ: Λίγο πιο πέρα από το Παλαί

Μπορεί η Ελλάδα να αγωνίζεται με όλα τα μέσα που της απέμειναν ώστε μέχρι την κατάληξη των «διαπραγματεύσεων» υπό τον ΟΗΕ να μην αποκαλούν οι έτεροι και να μην αναγνωρίζουν τα Σκόπια, παρά μόνο ως FYROM. Μπορεί ο πολύς κ. Κ. Ζουράρις να ξιφουλκεί καταγγέλλοντας ελαφρώς μαινόμενος το «ψευδοκράτος» (!!) των Αθηνών για το ότι παραδίδει την Μακεδονία στους Σκοπιανούς, αλλά μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα από το Παλαί, σε ένα από τα πιο γνωστά εμπορικά καταστήματα της Θεσσαλονίκης (αλλά και παγκόσμιας φήμης αλυσίδα), στην καρδιά της συμπρωτεύουσας, εμπορεύονται προϊόντα ένδυσης που αναγράφουν φαρδιά-πλατιά στις ετικέτες τους το “Made in Macedonia” (!).

Μπορεί να είναι έμμεση, αλλά ποιος αμφιβάλλει ότι η εμπορία προϊόντων με τέτοιες ετικέτες, δεν συνιστά σαφή και απερίφραστη αναγνώριση της FYROM με το όνομα της Μακεδονίας; Εκτός κι’ αν γι’ αυτό φταίνε οι Αμερικανοί.
Πριν ζωστούν (ξανά) τα άρματα και πριν κηρύξουν (ξανά) τον πόλεμο στην Αθήνα, μήπως θα έπρεπε να ψάξουν για τέτοιες ψευδοετικέτες και ψευδοαναγνωρίσεις στα μαγαζιά τους οι θερμόαιμοι;

[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 13.3.2008]

«Ομάδα 21 Μακεδονίας – Θράκης»

Διακήρυξη για τη Μακεδονία

Η Ομάδα 21 Μακεδονίας-Θράκης, Κίνηση Πατριωτικής Αφύπνισης, με πλήρη συναίσθηση της κρισιμότητας των ιστορικών στιγμών για τη Μακεδονία και τη συνολική πορεία της Πατρίδας μας, απευθύνεται σήμερα προς τον Ελληνικό λαό και τον καλεί σε εγρήγορση, αποφασιστικότητα, ψυχραιμία και ενότητα.

Αντιλαμβανόμαστε, όπως και όλοι οι συμπολίτες μας, ότι το πρόβλημα και η διαπραγμάτευση με τα Σκόπια βρίσκονται σε εξαιρετικά λεπτή και κρίσιμη φάση. Συνειδητοποιούμε, ταυτόχρονα, ότι πίσω από τα Σκόπια βρίσκονται ισχυροί προστάτες τους, που ουσιαστικά καθορίζουν ή μπορούν να καθορίσουν την έκβαση του προβλήματος. Αυτοί, όπως και τα Σκόπια, πρέπει να αντιληφθούν ότι η Ελλάδα, παρά τη μέχρι τώρα μετριοπάθειά της, δεν πρόκειται να υποκύψει στις ασκούμενες πιέσεις και να απεμπολήσει τα ιστορικά της δίκαια, ούτε να θέσει σε διακινδύνευση την εδαφική της ακεραιότητα, την εθνική της κυριαρχία και αξιοπρέπεια.

Γνωρίζουμε ότι η έκβαση της ειρηνικής μάχης που δίνουμε, λαός και πολιτική ηγεσία, θα καθορίσει σοβαρά εθνικά μας συμφέροντα στα Βαλκάνια, στην Ατλαντική Συμμαχία, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη σχέση της χώρας μας με τις ΗΠΑ, την Τουρκία και το μέλλον της Κύπρου. Δεν κρίνεται μόνο το όνομα της Μακεδονίας μας. Δημιουργείται πρόκριμα για το μέλλον των Ελλήνων, αλλά και των γειτονικών λαών.

Η υπονόμευση της διεθνούς νομιμότητας στην περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου, οι αναδυόμενοι αλυτρωτισμοί και ο εξελισσόμενος ανταγωνισμός για τον έλεγχο των διεθνών ενεργειακών αγωγών και σφαίρες επιρροής, δημιουργούν ένα σύμπλεγμα αλληλένδετο και εκρηκτικό. Τους κινδύνους για την πατρίδα μας και τους γειτονικούς λαούς, επισήμανε εύστοχα ο μεγάλος Έλληνας, ο Μίκης Θεοδωράκης, σε πρόσφατη ανοιχτή επιστολή του, μιλώντας για προδοσία και ασχήμια.

Εκτιμούμε ότι το τελευταίο πακέτο προτάσεων του μεσολαβητή κ. Νίμιτζ, παρά τα κάποια θετικά στοιχεία του, δεν αντιμετωπίζει με επιτυχή τρόπο ούτε το ζήτημα του κρατικού ονόματος των Σκοπίων ούτε την ουσία της διαφοράς, η οποία έγκειται στη διεκδίκηση, από τη γειτονική χώρα, μιας πλαστής «Μακεδονικής» εθνότητας, που δικαιούχοι και φορείς της είναι οι πολίτες των Σκοπίων. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, στην ενδεχόμενη συμφωνία να περιληφθεί σαφής όρος που να μην επιτρέπει στα Σκόπια και το λαό τους να χρησιμοποιούν τους όρους «Μακεδόνες-μακεδονικός» με εθνοτική έννοια.

Πρέπει επίσης να διατυπώνεται ρητά α) ότι η γεωγραφική Μακεδονία ανήκει στο μεγαλύτερο τμήμα της νόμιμα και αδιαμφισβήτητα στην ελληνική επικράτεια, και β) ότι η κλασσική μακεδονική ιστορία ήταν τμήμα αδιάσπαστο της ιστορίας του ελληνισμού. Άλλωστε, ποτέ μέχρι τη δημιουργία, το 1944, της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» δεν υπήρξε κρατική οντότητα με το όνομα Μακεδονία, ούτε λαός με το όνομα «Μακεδόνες». Σ΄αυτά τα αδιάψευστα γεγονότα και ιστορικές αλήθειες βασίζονται οι αδιαμφισβήτητοι τίτλοι του ελληνισμού επί της μακεδονικής κληρονομιάς, που προσπαθούν να υποκλέψουν τα Σκόπια.

Με ορατά τα δεδομένα αυτά, η ομάδα 21 Μ-Θ, ζητά να περιληφθούν οι παραπάνω διασφαλίσεις και αποσαφηνίσεις στην ενδεχόμενη συμφωνία με τα Σκόπια, καθώς και να υπάρξει πρόνοια για έλεγχο της εφαρμογής της και κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Η εμπειρία από την εφαρμογή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας απέδειξε ότι τα Σκόπια υπέγραψαν αλλά δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους και συνέχισαν τον αλυτρωτισμό.

Η ομάδα 21 Μ-Θ καλεί τον ελληνικό λαό να συνεχίσει την υπερήφανη στάση του με ψυχραιμία απέναντι στην αδιαλλαξία και τις εξελισσόμενες προκλήσεις των Σκοπίων.
Με τη συνείδηση ότι η Πατρίδα μας είναι ισχυρή, δηλώνουμε την εμπιστοσύνη μας συνολικά στην πολιτική ηγεσία του τόπου, και ζητούμε την ενότητα και αποφασιστικότητά της στην προάσπιση της Μακεδονίας μας.

Ενθυμούμενοι ότι, όποτε στο παρελθόν βρεθήκαμε ενωμένοι, ευοδώθηκαν οι αγώνες μας, καλούμε όλους τους Έλληνες, στην Ελλάδα και τη διασπορά, να επαγρυπνούν και να αγωνίζονται για τη Μακεδονία μας, με λόγο και πράξεις, για την τελική κατίσχυση της αλήθειας και του δικαίου, που αποτελούν τους άξονες της εθνικής μας προσπάθειας.


Ο πρόεδρος
Αντώνης Δασκόπουλος
[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 13.3.2008]

ΣΟΝΙΑ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Παιδικά καλλιστεία

Τετάρτη, 7 Μαρτίου 2007, παραμονή της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας.

Σ` ένα Δημοτικό Σχολείο και με το σκεπτικό πως θα ‘μασταν όλοι πολύ ωφελημένοι αν κάθε χρόνο τη μέρα αυτή αναδεικνυόταν μια γυναικεία μορφή που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρότυπο για όλους, γυναίκες και άντρες, όλοι οι μαθητές του Σχολείου αιφνιδιάζονται με το ερώτημα: «Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, η πιο σημαντική γυναίκα που έχει υπάρξει ποτέ πάνω στη γη;»

Τα παιδιά, όλα κάτω των 12 ετών, απαντούν ως εξής:

Στην 1η θέση η Μπουμπουλίνα, η ηρωίδα του 21• δεν έχουμε αρχίσει ακόμη να αναφερόμαστε στην Ιστορία της Επανάστασης μες στις τάξεις, αλλά όπως δηλώνει ένα αγοράκι της Α, ο Γιώργος, που την "ψήφισε": «τη θυμάμαι από τις γιορτές του Νηπιαγωγείου».

Στη 2η θέση -αναμενόταν αυτό- η Αντζελίνα Τζολί. Μακάρι να θεωρούνταν τόσο σπουδαία εξαιτίας της φιλανθρωπικής της δράσης. Ψηφίστηκε, όμως, από τα παιδιά ως πανωραία σταρ του σινεμά και επιβεβαιώθηκε, ευτυχώς μόνο στο σημείο αυτό, ο φόβος μας πως τις απαντήσεις των παιδιών θα μονοπωλούσαν οι γυναίκες σταρ, γιατί αυτές προβάλλονται κατά κόρον από τα Μ.Μ.Ε., κυρίως τα ηλεκτρονικά, και δίνεται έτσι η εντύπωση πως είναι οι σπουδαιότερες γυναίκες επάνω στη γη.

Στην 3η θέση έχουμε δύο γυναίκες: είναι η Μαρία Σπυροπούλου, η Καστοριανή που θεωρείται από τους επιστήμονες ως ο Αϊνστάιν της εποχής μας -είχε προβληθεί στην ΟΔΟ και τα παιδιά ενημερώθηκαν για να γνωρίσουν μια συμπατριώτισσά τους που διαπρέπει, με την ελπίδα να αποτελέσει πρότυπο και γι’ άλλα Καστοριανόπουλα.
Στην 3η θέση είναι και η συγγραφέας και εικονογράφος Βάσω Ψαράκη, καθώς την προηγούμενη σχολική χρονιά την είχαν γνωρίσει από κοντά και είχαν παίξει μαζί της στο Γυμνάσιο του χωριού μας που την είχε καλεσμένη.

Στην 4η θέση συναντάμε τις:
-Κλεοπάτρα, βασίλισσα της Αιγύπτου. Τα παιδιά τη γνωρίζουν όπως και οι περισσότεροι από τους μεγάλους. Δεν έχουν μάθει για το νόμισμα που βρέθηκε πρόσφατα με τη μορφή της και απεικονίζει μιαν αντικειμενικά άσχημη γυναίκα. Γιατί η Κλεοπάτρα, όπως μαρτυρούν τα ιστορικά κείμενα που αναφέρονται σ’ αυτήν, υπήρξε όμορφη για δύο αλλιώτικα στοιχεία της προσωπικότητάς της: τη φωνή της -αυτή εξωτερικεύει τη μέσα ομορφιά της κάθε γυναίκας- και την ευφυΐα της.
-Βασίλισσα της Αγγλίας• προφανώς τα παιδιά, που πολυακούν για βασιλιάδες και βασίλισσες στα παραμύθια, θεωρούν πολύ σημαντικό το πρόσωπο που διαθέτει αυτό το αξίωμα στην πραγματικότητα.
-Αλίκη Βουγιουκλάκη• οι λόγοι εδώ ευνόητοι και κατανοητοί απ’ όλους.
-Έ.Παπαρίζου• τόσος ντόρος που γίνεται κάθε φορά για τον περίφημο διαγωνισμό της Γιουροβίζιον, πώς να μη θυμηθούν τα παιδιά τη γυναίκα που μας έβγαλε νικητές;
-Ελένη Σαμαριτάκη. «Γεννήθηκε στην Κρήτη, πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της όπως όλα τα παιδιά. Αντικρίζοντας ένα αρνί, που η ίδια μεγάλωσε, σφαγμένο, παθαίνει εγκεφαλική παράλυση. Και είναι μόλις 9 χρόνων». Αργότερα πήρε την 1η θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου 1994 και 1998, στους Παραολυμπιακούς Αγώνες του 2000 δύο ασημένια μετάλλια, χάλκινο στην Αθήνα. Τα παιδιά τη θυμούνται από χρόνια πριν, οπότε, σ’ ένα κείμενο σχετικό με πασχαλιάτικο αρνί, μαθαίνουν την τραγική της ιστορία, που τα συγκλονίζει.

Αυτές θεωρήθηκαν από τα συγκεκριμένα παιδιά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ως οι πιο σημαντικές γυναίκες που έχουν υπάρξει ποτέ πάνω στη γη. Αν θέλαμε εμείς να προχωρήσουμε κι άλλο, θα αναφερόμασταν σε γυναίκες αξιοθαύμαστες όχι για την ομορφιά τους –η ομορφιά είναι ένα δώρο, αυτό δεν το αρνείται κανείς, όταν όμως καταντάει αυτοσκοπός και είναι το μοναδικό προτέρημα της γυναίκας που τα πάντα της στρέφονται γύρω απ’ αυτήν, τότε χάνει εντελώς την αξία της-, αλλά σε γυναίκες που είτε με τη στάση ζωής τους είτε με μια μεμονωμένη τους πράξη κατάφεραν να αλλάξουν προς το καλύτερο το τοπίο γύρω τους• σε γυναίκες σαν την πασίγνωστη πια μοδιστρούλα από την Αλαμπάμα, τη Ρόζα Παρκς, που κάποιο βράδυ, επιστρέφοντας κουρασμένη από τη δουλειά της, όταν ο λευκός οδηγός του λεωφορείου όπου επιβαίνει τη διατάζει να δώσει τη θέση της σ’ ένα λευκό συνεπιβάτη της, εκείνη -έγχρωμη η ίδια- αρνείται, παραβιάζοντας το νόμο περί φυλετικού διαχωρισμού, και καταδικάζεται. Η στιγμιαία, όμως, και αυθόρμητη αυτή απόφασή της, που αρχικά αφορούσε μονάχα τον εαυτό της, άλλαξε ταυτόχρονα τη μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων επάνω στη γη και έγραψε Ιστορία.

Θα αναφερόμασταν, όμως, και στην Ελληνίδα κ. Αρετή Κουτσομάρκου, την 27χρονη οδηγό τραμ που βραβεύτηκε τον περασμένο Απρίλιο όχι μόνο για την οδηγική της συμπεριφορά, αλλά και για τη γενικότερη επαγγελματική της στάση, δηλ. την πελατοκεντρική της νοοτροπία και την ικανότητά της να διαχειρίζεται το επιβατικό κοινό (τι θαυμάσιο πρότυπο για τους δημοσίους υπαλλήλους αυτής της χώρας, που στην πλειονότητά τους, κάθε άλλο παρά πελατοκεντρική στάση έχουν!). Θα μπορούσαμε, ακόμη, να αναφερθούμε και στη Μεξικανή δημοσιογράφο Λίντια Κάτσο, που κατάφερε να καταγγείλει κύκλωμα παιδεραστίας που άγγιζε την πολιτική ζωή της χώρας και να οδηγήσει την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, ρισκάροντας την ίδια τη ζωή της. Θα μπορούσαμε, επίσης, να θυμηθούμε και την Αμερικανίδα τηλεπαρουσιάστρια κ. Μπρζεζίνσκι, που, πριν από λίγες μέρες, έσκισε τα χαρτιά με τις ειδήσεις μπροστά στην κάμερα, αρνούμενη να διαβάσει ως πρώτη είδηση την αποφυλάκιση της Πάρις Χίλτον πριν από το Ιράκ και ειδήσεις που αφορούσαν την πολιτική ζωή της χώρας της.[Φαντάζεστε αν η εγχώρια τηλεόραση διέθετε πολλές Μπρζεζίνσκι, πόσα χαρτιά θα σκίζονταν μπρος στις κάμερες και στα έκπληκτα(;) μάτια μας;] Θα μπορούσαμε, αν ψάξουμε κι άλλο, να ανακαλύψουμε κι άλλες τέτοιες γυναίκες στην εποχή μας. Και ν’ αντιτάξουμε τα ονόματα και τις πράξεις τους σ’ όλα εκείνα τα ονόματα και τους τίτλους που είναι προϊόντα καλλιστείων. Και στις κορδέλες που διασχίζουν κορμιά γυναικεία θεσπέσια και σε στέμματα που στολίζουν κεφάλια τα οποία διαθέτουν χείλη απ’ όπου βγαίνουν, ειπωμένες παπαγαλιστί, απαντήσεις σε στερεότυπες ερωτήσεις διοργανωτών. Θα μπορούσαμε…

Όμως, ζούμε σε μιαν εποχή όπου το χαζοκούτι -με κάποιες καλές στιγμές, αλλά, δυστυχώς, πολύ λίγες- λανσάρει κατά κόρον την ομορφιά, εμείς οι κοινές θνητές τρέχουμε λαχανιασμένες να την αποκτήσουμε και, στη συνέχεια, να τη διατηρήσουμε -αναλωνόμαστε σ’ έναν αγώνα αδυσώπητο με τον έτσι κι αλλιώς ανίκητο χρόνο-, δεν προλαβαίνουμε.
Δεν προλαβαίνουμε να αντιδρούμε στα λογής-λογής καλλιστεία. Στην καλύτερη περίπτωση απλώς αδιαφορούμε γι’ αυτά. Και σιωπούμε.

(*) Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή τα καλλιστεία που διοργάνωσε το καλοκαίρι ο Δήμος Καστοριάς. Δεν είδε το φως της δημοσιότητας τότε, δημοσιεύεται όμως τώρα, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας.


[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 6.3.2008]

24.3.08

ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Τα κοράκια

στην Έρη Ρίτσου


Τα κοράκια είναι ανήσυχα, όλο πετούνε πάνω από μια στέγη και γκρα, γκρα, τρυπούν κεφάλι• τα μικρά τους άλλοτε κάθονται φοβισμένα στον φωταγωγό της, άλλοτε πετούνε ως τη διπλανή κι αράζουν σε μια κεραία τηλεόρασης, και κρα, κρα, με τις άγουρες φωνές τους σιγοντάρουν τα μεγάλα, που ‘ναι παχιά σαν κότες, κι εκείνα με τις μπάσες, τις βραχνές τους τις φωνές κράζουν ξανά και σουλατσάρουν με τα φτερά στη ράχη ενωμένα, σαν φύλακες με φράκα, και το κεφάλι πάνω κάτω να πηγαίνει, το ράμφος τους σαν ζυγαριά που δεν λέει να ισιάσει.

Πόσες και πόσες προλήψεις, ριζωμένες στης ψυχής μας τα άχρονα σκοτάδια, δεν βαραίνουν την καρδιά μας, δεν σκοτεινιάζουνε τη σκέψη μας, κάθε που ρίχνουμε το βλέμμα μας επάνω στα κατάμαυρα φτερά τους, κάθε που φτάνει ως τ’ αυτιά μας -άκουσμα, λένε, ζοφερό- το κράξιμό τους το μονόχορδο! Κι οι πιο πολλές από αυτές με τ’ αναπόφευκτο το τέλος του ανθρώπου να σχετίζονται.
Έριχναν, λέει, παλιά, κατά την ώρα της ταφής, κόλλυβα και ψωμιά για να ‘ναι απασχολημένα τα κοράκια, μην κράζουνε και προμηνάνε κι άλλον θάνατο• ότι το πέταγμά τους πάνω από την πόλη πόλεμο κι επιδημία προαναγγέλλει, και η κραξιά τους χάλασμα του καιρού.

Σήμερα όμως είν’ ο ήλιος μονοκράτορας, μήτε σύννεφου ξέφτι δεν υπάρχει στα ουράνια, λιώνει η λάβρα τον αέρα λες, σαν να ‘ναι υγρό τον αναδεύει, κι όπως με τους ατμούς της λίμνης γίνεται ένα, μοιάζουνε όλα σαν να ρέουν, σαν ν’ αλλάζουν, παραμένοντας τα ίδια, όπως τ’ ανθρώπινα με φόντο το αιώνιο. Μέσα σε τούτη την υπνωτική γαλήνη μόνο αυτά δεν βρίσκουν ησυχία, πετούν και κράζουν τα μικρά, τηρώντας δυο μεγάλα που βηματίζουν άλαλα στη στέγη πάνω.

Πόσο τ’ αντιπαθούσα το δυνατό τους κράξιμο προτού χωθούν μες στην πυκνή τη φυλλωσιά των πλατανιών, ή και βαδίζοντας καμιά φορά στον παραλίμνιο το δρόμο που τα ‘βλεπα ν’ αφήνουν τους κλώνους και να ρίχνονται στον δρόμο για να αρπάξουνε κάνα φαγώσιμο σκουπίδι, και πέταγαν πάλι ψηλά σαν μ’ έβλεπαν όχι από φόβο τόσο αλλά από ενόχληση, με μια ακαταδεξιά στο βλέμμα και στο πέταγμά τους το αγέρωχο, κράζοντας λες υποτιμητικά, για μένα, το άθλιο το δίποδο που δεν μπορώ το χώμα να αφήσω. Ίσως η περηφάνια τους μ’ έκανε να τ’ αντιπαθώ, πως κάνει ορισμένους να λατρεύουν τα σκυλιά και να μισούν τις γάτες.

Και στη γλώσσα κυριαρχεί η αρνητική προκατάληψη γι’ αυτά, η λέξη άλλοτε σημαίνει κάτι ακοινώνητα μειράκια, που ‘χουνε μάτια για τη γνώση μόνο, και άλλοτε τους νεκροθάφτες μιας και ψωμίζονται κι αυτοί απ’ τα ψοφίμια. Ή, πάλι, κείνο το κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει, που το λένε για κακόβουλους ανθρώπους, που ‘χουν αλληλεγγύη μεταξύ τους. Στην Αγία Γραφή, ο Νώε το αμολάει κι αυτό ακούραστο πετάει επάνω απ’ την πλημμυρισμένη γη ωσότου βρει στεριά, ταγμένο λες στον ιερό σκοπό της επιβίωσης όλων των ζωντανών που μπήκανε στην κιβωτό για να σωθούνε. Φέρνει ψωμί και κρέας στον προφήτη Ηλία, τούτο το μαύρο πλάσμα ταΐζει ό,τι φωτεινότερο γέννησε του ανθρώπου η φαντασία. Μια δοξασία λαϊκή λέει πως είναι οιωνός απαίσιος εάν πετάει πάνω από οικία, κι αν κάτσει στη σκεπή της θάνατο των ενοίκων προμηνάει!

Το μονότονο το κράξιμό τους με βγάζει πάλι απ’ αυτές τις σκέψεις, κοιτώ πάνω στη στέγη τα δύο τα μεγάλα, που το ‘να απέναντι στο άλλο στέκονται, ν’ αρχίζουν να βαδίζουν και να λεν τη μόνη φράση που γνωρίζουν, τέλος, ν’ αφήνουν τη σκεπή και να πετούνε χαμηλά και να χιμούνε, σαν κάτι να σκουντάνε, κάτι που είναι ανάμεσα σε δύο κεραμίδια, ίσα που φαίνεται, μα τώρα που του δώσαν μια καλή, δες το, μαυρίζει, ένα μικρό, ψόφιο κοράκι είναι, χιμούν με τα γαμψά τους νύχια, το σκουντάν, κάνουν λες και κοιμάται, να το ξυπνήσουν προσπαθούν, ή… για στερνή φορά το χαιρετούν, λες και του κάνουνε παρέα μην μένει μόνο με τον θάνατο. Και όπως στις κηδείες, βλέπεις τους μεγάλους να στέκονται άφοβα πλάι στον νεκρό, τους νέους από μακριά για δεν αντέχουν, σαν τα μικρά κοράκια στην κεραία, για λίγο την αφήνουν και πετάνε πιο ψηλά κι έπειτα κάθονται και κράζουν πάλι με κείνες τις ψιλές φωνές τους, σαν να μαθαίνουνε τον θάνατο για πρώτη τους φορά, σαν να τον τραγουδάνε, μ’ εκείνη την κοφτή τη φράση, κρα , κρα, κρα…

Λες κι έχουνε την ίδια φράση για τα πάντα τα κοράκια, λες κι όλα συναιρούνται μες σ’ αυτήν, θάνατος και ζωή, πόνος και ηδονή, πείνα και κορεσμός, ασχήμια κι ομορφιά, όπως εκείνο το κοράκι του ποιήματος, λένε κι αυτά στον σύντροφό τους το θλιβερό, το nevermore.
Και τότε…, μες στον θεϊκό κατακλυσμό, πετώντας μέρες πάνω απ’ τα πλεούμενα θνησίμια, που δεν χωρέσανε να μπουν στην κιβωτό, γκρα, γκρα δεν έκραζε σαν να πενθούσε, κι από την άλλη πάλι γκρα, όλο χαρά, δεν έκανε που ήταν ζωντανό, και με το ταίρι που ‘μεινε στην κιβωτό σε λίγο θα ζευγάρωνε, για να γεννήσουν τα μικρά τους, μένοντας μια ζωή μαζί καθώς το συνηθίζουν;

Τ’ απόγευμα ήρθε μια καρακάξα και κάθισε επάνω στο ψοφίμι, κι άρχισε να ραμφίζει κείνη τη μαύρη χάντρα που μέσα της σαν σύννεφο θα κύλαγε η σήψη, το ράμφος της επάνω κάτω πήγαινε όσο να ‘ρθεί στη ζυγαριά της φύσης ισορροπία. Τα άλλα δύο τα μεγάλα, εκεί, να μην κουνάνε ρούπι, κι όλο να κράζουν, κίνηση να μην κάνουν να τη διώξουν, ξεφτέρια της ισορροπίας, και του μακάβριου του έργου τηρητές. Κι όπως αρέσουνε στις καρακάξες τα παιχνίδια, τσιμπούσε πούπουλα απ’ το νεκρό κορμί και τ’ άφηνε να πλέχουνε στη θάλασσα του λίβα, λάμποντας απ’ του ήλιου τα αγκάθια που τα τρύπαγαν. Έπαιξε η καρακάξα, το παράτησε, και πέταξε μακριά μαζί με όλα τα κοράκια, με περιστέρια, χελιδόνια και σπουργίτια, καθώς ο ουρανός σκοτείνιασε από σύννεφα που ήρθαν ξαφνικά και στάθηκαν επάνω από την πόλη, μια λάμψη μολυβένια είχαν, απ’ τον ήλιο που κρυβόταν πίσω τους. Και μ’ έπιασε μια στενοχώρια καθώς πήρε να ψιχαλίζει, κι έπειτα που άρχισε γερή βροχή να πέφτει επάνω στο κοράκι - λες κι ήταν τούτο πιο βαρύ από τον θάνατό του -, γιατί κοιτώντας τα φτερά του, που ‘χαν με τις σταγόνες της βροχής πάρει πάλι τη λάμψη εκείνης της αλλοτινής κι οριστικά χαμένης πια ζωντάνιας του, έμοιαζε τούτη πια σαν μία λάμψη του θανάτου, χυνόταν λες με τη βροχή απ’ τα φτερά στα κεραμίδια, κι όπως τα σύννεφα στραγγίσανε και χάθηκαν, άχνιζε πάνω τους και σ’ όλα απλωνόταν, φτιασίδι του θανάτου που ξεπλύθηκε και σκέπασε τα πάντα, γη, ουρανό, τον κόσμο όλο, ως τα πέρατα.

Σαν μια ομίχλη πια κείνο το καλοκαίρι μες στη μνήμη, πάχνη που έλιωσε τα μάτια του πουλιού, και τα φτερά του χωνεμένα μες στα κόκαλα, τυφλό, γυμνό κι ολάσπρο, όπως όταν γεννήθηκε, αρχή και τέλος ένα, μπρος, πίσω, κύκλος, ο θάνατος παιχνίδι και ζύγι μες στης φύσης τ’ αδιάκοπα γυρίσματα, φανάρι κουσουρλίδικο ο ήλιος, μια ν’ ανάβει, μια να σβήνει, κλώθοντας γη και ζωντανά.

[Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Θέματα Λογοτεχνίας» τεύχος 35, και κατόπιν στην ΟΔΟ στις 6.3.2008]

23.3.08

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Κύριε διευθυντά,

Με αφορμή το πρόσφατο άρθρο της κυρίας Σόνιας Ευθυμιάδου-Παπασταύρου με τίτλο «Προς την ηρωΐδα ενός ξεχωριστού βιβλίου» 24-01-2008 / 428, και επειδή λίγο πολύ ασχολήθηκα και εγώ, αν όχι με το βιβλίο «Η φωνή της Ειρήνης» -επειδή δεν το διάβασα- αλλά με την επιστολή «Περί συνεδρίου» του δρ. Ιωάννη Μπουγά (από τον Καναδά), με ημερομηνία 6-7-2006 /358) αλλά και με άλλα κείμενά του, που φιλοξένησε η ΟΔΟΣ, σχετικά με το παιδομάζωμα.

Απ’ όλα όσα είχα διαβάσει στην επιστολή και στα κείμενα του κ. Μπουγά (αναφέρομαι στο παιδομάζωμα), δεν ανταποκρίνονταν τίποτα στην πραγματικότητα. Ήταν όλα αναληθή, γιατί εγώ έζησα με αυτά τα παιδιά, ήμουν και η δασκάλα τους και ήξερα καλύτερα από τον καθένα την ζωή τους. Γι’ αυτό στην επιστολή μου στις 28-9-2006 / 366 περιέγραψα με λίγα λόγια την ζωή αυτών των παιδιών.

Ο κ. Μπουγάς ποτέ δεν απάντησε σε αυτά που είχα γράψει, περιορίστηκε μόνο να γράψει πως όλα αυτά τα έγραψα βασιζόμενη στην ιδεολογία μου. Δεν τα έγραψα βασιζόμενη σε καμμιά ιδεολογία, αλλά απλώς ήθελα να αποκαταστήσω την αλήθεια. (Νομίζω κ. Μπαϊρακτάρη πως σε μία επιστολή μου σας έγραψα σχετικά με την ιδεολογία μου. Γι’ αυτό έκανα την σκέψη μήπως η κα Δαμοπούλου είχε την καλοσύνη μέσω της ΟΔΟΥ να με απαντήσει, αν όχι σε πολλές, τουλάχιστον σε δύο ερωτήσεις, να βγω κι εγώ από την απορία).

Γράφει ο κ. Μπουγάς «… περιγράφει πολύ γλαφυρά –εννοεί την ηρωΐδα του βιβλίου- την βρώμικη δουλειά του Κ.Κ.Ε. με τον Τίτο και τους Σκοπιανούς, βαπτίζοντας σε σλαβομακεδόνες όλα τα ελληνόπουλα που άρπαξε από τα χωριά της Καστοριάς…».

Αλλά και εσείς κα Δαμοπούλου, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου γράφετε: «Κοντά σ’ αυτά ήρθαν και απίστευτες πιέσεις από τους υπεύθυνους του Κ.Κ.Ε. να απαρνηθούμε την πατρίδα μας Ελλάδα και να βαπτιστούμε Σκοπιανοί Σλαβομακεδόνες…».

Πρώτον: Πώς εσείς τότε μικρό κοριτσάκι ξέρατε τις βρώμικες αποφάσεις που έπαιρνε η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. με Τίτο και Σκοπιανούς, και τα περιγράφετε τόσο γλαφυρά.

Δεύτερον: Εάν θυμάστε, μόνο ένα, όχι δύο, ονοματεπώνυμο από όλα εκείνα τα ελληνόπουλα που τα βαπτίσανε Σκοπιανούς Σλαβομακεδόνες; Ντροπή!

Την εποχή του εμφυλίου, η χώρα μας περνούσε τον τρίτο κατά σειρά και τον πιο δραματικό πόλεμο. Φαίνεται πως τότε τα στελέχη του Κ.Κ.Ε. δεν είχαν με τι άλλο να ασχοληθούν και βρήκαν απασχόληση, βρήκαν δουλειά να καταδιώκουν μια απλή γυναικούλα με δύο ανήλικα παιδιά, την μικρή Ειρήνη και το πολύ μιαρό αγοράκι όπως δείχνει και η φωτογραφία στο βιβλίο. Κι έτσι από φυλακή σε φυλακή τους στείλανε σε όλες τις φυλακές της Αλβανίας, στρατόπεδα, καταναγκαστικά έργα, κάτεργα Λουλέ κλπ.

Επίσης στέλνανε την μικρή Ειρήνη μαζί με τον αδελφό της και σε μία ρωσσορουμάνικη σχολή που αποθέωναν τον πατερούλη Στάλιν, να μάθει τι, μικρούλης σ’ εκείνη την σχολή, να μάθει μαρξισμό; Όλα αυτά είναι πολύ περίεργα και παράλογα.

Τα παιδιά αυτά, που βρέθηκαν σε ξένες χώρες, μακριά από την πατρίδα τους, μακριά από όλα τα αγαπημένα τους πρόσωπα και την μητρική αγκαλιά, δεν βρήκαν απάνθρωπη μεταχείριση στις χώρες που τα φιλοξένησαν, όπως περιγράφει ο καθηγητής κ. Ιωάννης Μπουγάς, που ζει στον Καναδά. Απεναντίας οι λαοί αυτοί φιλόξενα τα υποδέχτηκαν και τα περιέθαλψαν. Τα περισσότερα σπούδασαν, άλλα μάθανε διάφορα επαγγέλματα, και πολλά επέστρεψαν στην πατρίδα.

Στην επιστολή του 22-03-07/390 αναφέρεται στην μεγάλη απήχηση που είχε το βιβλίο του «Η φωνή της Ειρήνης» σε όλο τον κόσμο. Τα τηλεφωνήματα και τα μηνύματα που λάμβανε καθημερινά, άλλοι που είχαν διαβάσει το βιβλίο και του λέγανε τις εντυπώσεις του, άλλοι που ζητούσαν πληροφορίες για το πώς θα το προμηθευτούν κτλ. Εδώ αναφέρει και ονόματα, θύματα που παιδομαζώματος, μεταξύ άλλων και το όνομα του Δημήτρη.

Στις 25-1-07/382 , είχε γράψει μία επιστολή που περιέγραφε τι τρώγανε και που κοιμότανε τα παιδάκια, που δήθεν του τα είπε ο «ανύπαρκτος» κ. Δημήτρης από το τηλέφωνο. Η επιστολή εκείνη έδειχνε περίτρανα πολύ ξεκάθαρα την μεγάλη προπαγάνδα! Και τελειώνοντας γράφει «βέβαια μέσα στις πολλές δεκάδες τα μηνύματα και τα συγχαρητήρια, και εκτός της επιστολές της κας Γιουβρή, υπήρξε μέχρι στιγμής και μία άλλη αρνητική κριτική από κάποιον που έγραψε ότι πιστεύει πως η Ειρήνη ‘‘πρέπει να είναι βαλτή να πει την ιστορία της’’».



Αφροδίτη Γιουβρή

[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 6.3.2008]

...
.

ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. ΝΟΜΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

Σε απάντηση του σχολίου (φύλλο 7-02-2008) στην σελίδα "κάποτε στη Καστοριά" του συνεργάτη σας "Ο στοχαστής", σας ενημερώνουμε ότι δεν επρόκειτο περί απλής συνάντησης η' εκδήλωσης με τον κ.Μπιλ Γκέιτς αλλά για την υπογραφή σύμβασης-σύνδεσης σαράντα χιλιάδων (40,000) υπολογιστών με την εταιρεία του (Microsoft) για πληρέστερη ενημέρωση σας, σας αποστέλλουμε τις επίσημες (κεντρικές) ανακοινώσεις του γραφείου τύπου του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., καθώς και άρθρο σχετικό του κ.Δ.Κ. Παπαϊωάννου (πανεπιστημιακού) στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία-Σαββατιάτικη " (9-02-08)



ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. ΝΟΜΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 6.3.2008]

22.3.08

ΟΔΟΣ: Δώρον άδωρον

Μία ακόμη περίπτωση για το πώς αντιμετωπίζονται
οι δωρεές και οι δωρητές της Καστοριάς


Στα υπόγεια του δημαρχείου Καστοριάς, στα πιο σκοτεινά αζήτητα παραμένουν εδώ και έξι χρόνια οι δύο ορειχάλκινοι κύκνοι – γλυπτά, βάρους 200 κιλών, που αποτελούν δημιουργίες του γλύπτη Μιχάλη Δουκουμετζάκη.

Πιο συγκεκριμένα το 2002 ο συμπολίτης Αργύρης Μαλεγκάνος (φίλος της ΟΔΟΥ με τακτικές παρεμβάσεις) που τότε κατοικούσε στην Αθήνα, είχε την ατυχή -καθώς φαίνεται- πρωτοβουλία να δωρίσει στην γενέτειρά του Καστοριά, τα δύο γλυπτά που ζήτησε να σμιλέψει ο δημιουργός τους ακριβώς για τον σκοπό αυτό. Είχε μάλιστα και την αισιοδοξία να πιστεύει ότι όχι μόνο θα γινόταν δεκτή η δωρεά του, αλλά ότι και θα τοποθετούνταν στην περιοχή του Απόζαρι, τον «μαχαλά» του όπως έγραφε στην ευγενική πρόταση δωρεάς που απηύθυνε στον Δήμο Καστοριάς.

Πράγματι, η 11η δημαρχιακή επιτροπή του Δήμου Καστοριάς με προεδρεύοντα τον κ. Ε. Χατζησυμεωνίδη, με περισσή άνεση με την 36/9-4-2002 απόφασή του περί «Αποδοχής ή μη δωρεάς γλυπτών», αποδέχθηκε ομόφωνα την δωρεά και ανέθεσε στην τεχνική υπηρεσία του δήμου τις λεπτομέρειες διευθέτησης... του κατάλληλου χώρου όπου θα τοποθετούνταν τα γλυπτά, προφανώς στο Απόζαρι.

Πέρασαν 6 χρόνια από τότε, ήλθαν στα πράγματα δύο δημοτικές αρχές και οι ορειχάλκινοι κύκνοι, βρίσκονται παραπεταμένοι στο ευαγές υπόγειο του δημαρχείου. Οι ιθύνοντες, δεν έχουν δώσει ποτέ μια εξήγηση ή δικαιολογία για την ολιγωρία τους.
Την ίδια στιγμή η πόλη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πόλης εχθρικής στις Μούσες και σε κάθε μορφή τέχνης. Και η κατάσταση διαιωνίζεται. Με τους τωρινούς στον Δήμο Καστοριάς (εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων) να μοιάζουν να έχουν ακόμη χειρότερη σχέση με τις καλές τέχνες από τους προκατόχους τους.

Η περίπτωση αυτή αποτελεί μια ακόμη τρανταχτή απόδειξη για την αχαριστία με την οποία αντιμετωπίζονται οι δωρεές και οι δωρητές της Καστοριάς, από τον επίσημο φορέα της πόλης. Και εξηγεί επαρκώς την δυσπιστία και την έλλειψη πολιτών με διάθεση και νοοτροπία δωρητών, σε ένα δήμο που αποφάσισε να κάνει κυριολεκτικά πράξη το κύκνειο άσμα, ξεσπώντας την αδιαφορία και την επιπολαιότητά του όχι μόνο στις άλλες δωρεές που ροκανίζονται ή αγνοούνται, αλλά στους δυό άτυχους κύκνους γλυπτά. Που σε άλλες πόλεις, με άλλους δημάρχους και στρατάρχους, θα είχαν γίνει ανάρπαστοι.



Α.Π. 4123/15-4-2002

«Αξιότιμε κύριε Δήμαρχε και μέλη του Δημ. Συμβουλίου,


Θεωρώντας τον εαυτό μου τυχερό που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην αισθητικά απαράμιλλη και αισθησιακά γοητευτική πόλη της Καστοριάς, επιθυμώ να πραγματοποιήσω δωρεά δύο γλυπτών κύκνων, ως μία μικρή ανταπόδοση αυτών των προσλαμβανουσών που πλουσιοπάροχα έχω λάβει ως αισθητική άποψη και στάση ζωής.


Περιγραφή γλυπτών: Δύο ορειχάλκινοι κύκνοι, πλήρως ανοξείδωτοι, που όμως επιδέχονται την οξείδωση του χρόνου για να αποκτήσουν ένα υπέροχο λαδοπράσινο χρώμα με ανταύγειες, σε στάση ήρεμης πλεύσης με σχεδόν κλειστά φτερά και ορθωμένους λαιμούς. Τοποθετημένοι αντικριστά, οι λαιμοί τους σχηματίζουν το σύμβολο της αγάπης (μια καρδιά). Οι διαστάσεις του καθενός έχουν περίπου ως εξής: 145 εκ. μήκος από ουρά έως ράμφος, 107 εκ. από κορυφή κεφαλιού και βάρος 100 κιλά.


Το θέμα των γλυπτών εμπνευσμένο από τους πανέμορφους ζωντανούς κύκνους της λίμνης, ζήτησα να πραγματοποιήσει ο καλλιτέχνης Μιχάλης Δουκουμετζάκης. Την τελική του μορφή την πήρε στο χυτήριο του Νικολάου Σπούρδου. Ο Μ. Δουκουμετζάκης (ο οποίος αυτήν την εποχή εκθέτει ζωγραφικούς πίνακες και μικρά γλυπτά σε κεντρική αίθουσα τέχνης του Κολωνακίου) σπούδασε/μελέτησε ζωγραφική στο εργαστήριο του Δ. Μυταρά, γλυπτική με τον Γ. Λάππα, βυζαντινή αγιογραφία με τον Κ. Ξυνόπουλο, χαρακτική με τον Θ. Εξαρχόπουλο, ψηφιδωτό με τον Γ. Βαλαβανίδη και σκηνογραφία με τον Β. Βασιλειάδη.
Το έργο απαίτησε χρόνο πλέον των πέντε μηνών για να ολοκληρωθεί, θεωρώ ότι αξίζει τόσο αισθητικά όσο και καλλιτεχνικά και προσδοκώ να ομορφύνει την πόλη μας μεταφέροντας παράλληλα το συμβολικό του μήνυμα.


Εκτιμώ ότι η άμεση σχέση του συμβολισμού της παράστασης με το περιβάλλον υγρό στοιχείο της λίμνης μας, θα ευχαριστήσει τους πολίτες που σίγουρα την αγαπούν.
Θα επιθυμούσα εάν γίνει αποδεκτή η δωρεά και εφ’ όσον είναι δυνατόν, οι κύκνοι να τοποθετηθούν στην βόρεια παραλία, αφού το Απόζαρι είναι ο μαχαλάς μου.
Ο Μ. Δουκουμετζάκης και εγώ έχουμε υπ’ όψη μας συγκεκριμένο σημείο που με τον πιθανό εξωραϊσμό θα ήταν ιδανική τοποθέτηση.


Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων για την προσοχή σας και αναμένω επικοινωνία εκ μέρους σας.

Αργύριος Μαλεγκάνος»

[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 6.3.2008]



21.3.08

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ: Σκέψεις λίγο πριν το συνέδριο

Ας προσπαθήσουμε να δούμε την Καστοριά στην πορεία της τα τελευταία 60 χρόνια.
Ένας τρόπος θα ήταν η σημειολογία πάνω σε τρεις ομόκεντρους κύκλους όλων των πρωτευόντων και δευτερευόντων συνιστωσών που διαμόρφωσαν την κοινωνία μας.

-Ο πρώτος κύκλος από τον εμφύλιο μέχρι σήμερα.
-Ο δεύτερος κύκλος είναι η επταετία της χούντας.
-Ο τρίτος κύκλος η μεταπολίτευση από το 1974 μέχρι σήμερα.
Οι συνιστώσες πολλές: η οικονομία, η πολιτική… Πολλά άλλαξα από τότε και άλλα έμειναν το ίδιο, αρνητικά και αναντίστοιχα της νέας εποχής.

Η δεξιά με την κλασσική έννοια της «λαϊκής δεξιάς», διεμβολίστηκε πολύ γρήγορα από μία νεοφιλελεύθερη αντίληψη που αφορούσε είτε μία άναρχη αγορά, είτε μία συρρίκνωση και της τελευταίας ελπίδα για περισσότερο κοινωνικό κράτος. Οι ακραίες μορφές νεοδεξιών αντιλήψεων που φλέρταραν με μία χιτλερικού τύπου δομή της κοινωνίας μας εκφράστηκαν πάντα στο πλαίσιο της παραδοσιακής δεξιάς.

Πρόσωπα που στάθηκαν στο πλευρό της χούντας φανερά, δεν είχαν καμμία αντίρρηση συνείδησης να οργανωθούν στην Νέα Δημοκρατία, λες και όλα αυτά είναι ίδια και απαράλλαχτα. Μας ταιριάζει κάμποσο πως είμαστε ένας νομός δεξιός χωρίς δεξιούς.
Εδώ η έννοια της δεξιάς σχεδόν ταυτίζεται με την νομιμοφροσύνη και με μία κακώς νοούμενη εθνικοφροσύνη. Επιπλέον η οικογενειακή παράδοση δύσκολα ανατρέπεται στις περισσότερες οικογένειες. Ο εμφύλιος άφησε βαθιά σημάδια που ακόμη και σήμερα αιμορραγούν.
Η σύγκρουση εδώ ήταν πολύ πιο πολύπλοκη από μία έστω και μέχρις εσχάτων σύγκρουση αριστεράς-δεξιάς. Δεν είχε μόνο ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά. Πολλοί από τους «νικητές» του εμφυλίου πλαισιώνουν αργότερα τους πραξικοπηματίες και αναρριχώνται κοινωνικά. Ακόμη και στην μεταπολίτευση ενσωματώνονται στην Νέα Δημοκρατία και νομιμοποιούν τις πολιτικές τους επιλογές μέσα από ένα δημοκρατικό αστικό κόμμα και η πρόσβαση στον λαό είναι πολύ πιο εύκολη.

Από την άλλη μεριά, η αριστερά, κομμουνιστική ή μη, ζούσε το δικό της δράμα. Διαστάσεις, κυνηγητό, μία ιδεολογία που κατάντησε ιδεοληψία και ουτοπισμός ανθρώπων που χάθηκαν μέσα στην ανημποριά που τους προκάλεσε το ανελέητο κυνηγητό των νικητών μέσα και έξω από την Ελλάδα.
Προτού πέντε ή έξι δεκαετίες οι γραμμές ήταν πολύ καθαρές, τουλάχιστον στην πολιτική τους διάσταση, στην ιδεολογική τους χροιά και στην οργάνωση μέσα από ταξικού χαρακτήρα κομμάτων. Σήμερα όλα έχουν αμβλυνθεί μέσα από τα νέα δεδομένα που ξεπέρασαν και υπερκάλυψαν την λειτουργία των κρατών, αγγίζοντας σχεδόν την δυνατότητα να μιλάμε για ένα παγκόσμιο χωριό. Η αγορά κινείται σε μία τέτοια κατεύθυνση με ιλιγγιώδη ταχύτητα μένει να δούμε ποια θα είναι η αντίδραση των κρατών σε σχέση με την ίδια τους πολιτιστική, πολιτισμική, γλωσσική υπόσταση, με την παράδοσή τους.

Και εμείς στην μικρή μας πόλη, στο μικρό μας νομό, ήδη νοιώθουμε το άγγιγμα του καινούργιου πολιτισμού και δεν κάνουμε τίποτα. Παραδομένοι στην γενική αφασία μας ότι κάποιοι άλλοι θα αποφασίσουν, ότι έτσι ή αλλιώς εμείς θα ακολουθούμε, ότι είμαστε ανήμποροι για οτιδήποτε, βολεύουμε μάλλον την συνείδησή μας και νομιμοποιούμε την απραξία μας μέσα από μία ηθικοποίηση των καλών παιδιών που δεν επαναστατούν, δεν αντιστέκονται.

Και συνεχίζουμε να βγάζουμε νομάρχη και δήμαρχο με ποσοστό 60%. Να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα με παρεΐστικη αντίληψη, ή και συνωμοτική διάθεση, μπερδεύοντας τα συμφέροντά μας με τον εγωϊσμό και την άγνοια.
2008 και το μόνο που άλλαξε στον μισό αιώνα που πέρασε είναι πως απάλυναν κάπως οι πληγές του εμφυλίου και η Καστοριά είχε την ευκαιρία να αναπτυχθεί μέσα από μία αλλιώτικη αντίληψη, μια και η δημοτική αρχή για κάμποσες τετραετίες απέδειξε πως μπορεί να υπάρξει και σύνθεση ιδεών και προοπτική για ανάπτυξη όταν έχουμε σχεδιασμό, πρόθεση, συνεργασία και όραμα.

Ποιες είναι λοιπόν οι ελπίδες μας σήμερα;
Νομίζω μόνο μία: Να κατανοήσουμε αυτό που έρχεται. Το καινούργιο.
Θέλει ανοιχτό μυαλό και σύνεση. Μπορεί οι ουτοπίες της αριστεράς να έχουν πια πεθάνει, όμως είμαστε υποχρεωμένοι να φωνάξουμε ζήτω η αριστερά, γιατί δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο πιο ανθρωποκεντρικό, ουμανιστικό. Πρέπει να φτιάξουμε το καινούργιο της όραμα.
Μπορεί ο νεοφιλελευθερισμός να πνέει τα λοίσθια, όμως μας έδειξε κάτι, ότι στον υπαρκτό σοσιαλισμό αγνοήθηκε τελείως το ιδιωτικό έναντι του συλλογικού και αυτό ήταν τεράστιο λάθος.

Ξέρω πως αυτή η γωνιά της γης είναι πολύ μικρή για να παράγει και να δίνει στην οικουμένη ιδέες και τρόπους ζωής. Έχουμε όμως υποχρέωση να συμμετέχουμε στην νέα εποχή. Το χρωστάμε στις γενιές που έρχονται. Πρέπει να αμβλύνουμε τις γωνίες όσο μπορούμε, να χαράξουμε τους καινούργιους δρόμους για να τους φαρδύνουν και να τους περπατήσουν αυτοί. Δεν μπορούμε με παλιά εισιτήρια να πάρουμε το τραίνο που έρχεται.

Θα έλθει ο «Β’ Καποδιστρίας» θα έρθει η Περιφέρεια θα αλλάξουν όλα.
Η περιφερειακή ανάπτυξη θέλει τεχνογνωσία, ενημέρωση, πρόβλεψη και πολιτικό όραμα. Προπάντων όραμα.
Γι’ αυτό δεν πρέπει να αφήσουμε την πολιτική να πεθάνει, όσοι απαξιώνουν τα πάντα πρέπει να προτείνουν κάτι, αλλιώς ας σταματήσουν.

Όλοι πονούν αυτόν τον τόπο. Απλά παλεύουμε με λάθος όπλα και λανθασμένες συμμαχίες. Το ‘χει πει και ο Σπινόζα, «η ζωή δεν είναι πόζα, άλλο αν θέλεις και άλλο αν μπορείς».
Καιρός να περάσουμε από το «θέλω» στο «μπορώ».
Τώρα. Γιατί κανένας δεν θα μας περιμένει από λύπη ή από καλή καρδιά για να μας βοηθήσει. Θα είναι ίσως το ίδιο σαστισμένος και ανυποψίαστος όσο και εμείς.

[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 6.3.2008]

20.3.08

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ: Η λεπτή κόκκινη γραμμή

Και να μετά από 16 χρόνια η ελληνική διπλωματία, η ελληνική κοινωνία και δη η περιοχή μας αντιμέτωπη με ένα ζήτημα από τα παλιά. Ένα ζήτημα, που όπως και αυτό του Κοσόβου, έφεραν ξανά στην επιφάνεια μια ανάμνηση που όλοι, Ευρώπη, ΗΠΑ θα ήθελαν να είχαν ξεχάσει και ως δια μαγείας επιλυθεί. Γιατί η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας κάθε άλλο παρά μια εύκολη υπόθεση αποδείχθηκε για το διεθνές σύστημα.

Αποτέλεσμα όλοι, με πρώτους τους Αμερικανούς, να ψάχνουν τρόπους να ξεφορτωθούν την καυτή «πατάτα» και να απεμπλακούν από μια περιοχή που ούτε καταλάβαιναν αλλά και ούτε ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα να εντρυφήσουν στην κουλτούρα της. Εξάλλου το επεμβατικό δόγμα των ΗΠΑ όπως αυτό εφαρμόσθηκε με τη συνθήκη του Ντέιτον, της επίκλησης ή προσφυγής στη βία προκειμένου να εξαναγκάσουν τα εμπλεκόμενα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία, στην περίπτωση του Κοσόβου αποδείχθηκε ελλιπές για να αντιμετωπίσει μια ιδιαίτερη κατάσταση όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την επέμβαση του ΝΑΤΟ.

Σε αυτό το πλαίσιο όπως προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η χώρα μας ήρθε αντιμέτωπη με μια πραγματικότητα που αγνοούσε(;) ή απέφευγε να θέσει όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ένα θέμα αυτό που ήδη από τη δεκαετία του 1950 οικοδομούνταν σταδιακά στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας και με την ενθάρρυνση του Στρατάρχη Τίτο.

Και εκεί που νομίζαμε ότι είχε επιλυθεί, καθώς μετά από δέκα χρόνια κανένας δεν θα θυμόταν το Μακεδονικό, και ενώ όλη η χώρα αναζητούσε τους κομιστές και τους εικονολήπτες της υπόθεσης Ζαχόπουλου, μας προέκυψε η διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Το Κολωνάκι και τα πέριξ αυτού, από κέντρου του κόσμου έγινε άλλη μια πλατεία στις τόσες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.(διατηρώντας ευτυχώς το δυτικό, και όχι το βαλκανικό της χαρακτήρα).

Η Ελληνική διπλωματία και ιδιαίτερα η ελληνική κοινωνία έπρεπε και πρέπει μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να αποφασίσει να καθορίσει την τελική της στάση διατυπώνοντας ξεκάθαρες και σαφείς απαντήσεις χαράσσοντας την κόκκινη γραμμή των διεκδικήσεων μας.

Τι μένει από όλα αυτά:
-Οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης δεν είναι άσχετες με το περιβάλλον μέσα στο οποίο ανδρώνεται και η ίδια αναδεικνύει. Περιβάλλον ειδησεογραφικό όπου η Ελλάδα είναι το κέντρο του κόσμου, με δελτία ειδήσεων εσωστρεφή, και μονότονα, με ειδήσεις διεθνείς της τάξεως του σεισμού στο Πακιστάν, μπόρα στην Χιλή, αλλά με μακροσκελείς αναλύσεις για τις ισορροπίες της Ευροβίζιον και το πώς θα ψηφίσουν κοινό και ειδικοί.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν είναι άξιο απορίας το γιατί η ελληνική κοινή γνώμη αντιδρά, γιατί θυματοποιεί τον εαυτό της γιατί συνεχώς, και σε όλα τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής είμαστε οι μονίμως αδικημένοι από σκοτεινές δυνάμεις που απεργάζονται το κακό μας και δεν καταλαβαίνουν τα δίκαια μας. Αναρωτήθηκε κανείς εάν εμείς καταλαβαίνουμε ή προσπαθούμε να καταλάβουμε εκείνους;

Γιατί δεν γίνεται αναφορά στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο και στην πολιτική που ακολούθησε στον τομέα αυτό με προφανείς μελλοντικές στοχεύσεις, ενώ ταυτόχρονα γενικό είναι από τα άκρα του πολιτικού κατά βάση συστήματος, το ανάθεμα εναντίον των Αμερικάνων που δολοπλοκούν εναντίον μας για ακόμη μια φορά;

Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εκλείπουν συγκεκριμένες και σοβαρές ευθύνες των ΗΠΑ για την κατάσταση στην περιοχή και ιδιαίτερα στο Κόσσοβο, ωστόσο είναι άλλο το θέμα αυτό και άλλο το κλίμα αντιαμερικανισμού που αναπτύσσεται λαμβάνοντας ποσοστά υψηλότερα και από αυτά του Πακιστάν.

-Μέσα σε αυτό το κλίμα η ελληνική κοινή γνώμη οδηγήθηκε στα συλλαλητήρια της δεκαετίας του 90 από τους ίδιους οι οποίοι τώρα τα θεωρούν ότι οδηγούν σε αδιέξοδο; Μήπως αυτή δεν είναι η τακτική όσων σε όλα τα εθνικά θέματα το μόνο το οποίο προτείνουν είναι μια συνεχή άρνηση μια ακινησία να μην κάνουμε τίποτα να μην πούμε τίποτα, ενώ παντού ανακαλύπτουν Εφιάλτες έτοιμους να προδώσουν και να απεμπολήσουν.

-Όμως αυτό δεν είναι το κύριο δίδαγμα της ιστορίας του Μακεδονικού, ό,τι βάζει κάτω από το χαλί κάποια στιγμή θα έρθει πάλι στην επιφάνεια και με χειρότερους όρους. Ότι ο καλύτερος τρόπος κατοχύρωσης και προώθησης των εθνικών μας συμφερόντων είναι αυτός της διπλωματίας, που σημαίνει διαπραγμάτευση, που σημαίνει δίνω-παίρνω, που όμως σαφέστατα και ξεκάθαρα καθορίζεις τις κόκκινες σου γραμμές αναγκάζοντας όλους να τις σεβαστούν;

Μήπως αυτά δεν είναι και τα μηνύματα από όλα τα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Ότι μια Ελλάδα με σαφείς στόχους οράματα και χωρίς να φοβάται εμπλέκεται και δεν απομονώνεται για να διεκδικήσει και να ορίσει, για να διαπραγματευτεί και να κερδίσει όπως έγινε με τη συνθήκη του Ελσίνκι;

Ως επιμύθιο αναφέρω ότι αυτούς που προβλημάτισε περισσότερο από όλους η νίκη Χριστόφια στις κυπριακές προεδρικές εκλογές, ήταν η τουρκοκυπριακή ηγεσία. Γιατί ενώ με τον Παπαδόπουλο ως πρόεδρο ήξερε ότι μπορούσε να εμφανίζεται ως θύμα της ελληνοκυπριακής πλευράς, τώρα γνωρίζει ότι θα πρέπει να διαπραγματευθεί, ότι θα πρέπει να δώσει για να πάρει, ενώ πριν μόνο θα έπαιρνε αργά ή γρήγορα.

[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 6.3.2008]

19.3.08

ΟΔΟΣ: Κόκκινες γραμμές και πράσσειν άλογα

Δεν ήταν λίγοι οι αναγνώστες της ΟΔΟΥ που σχολιάζοντας την επικαιρότητα των ημερών γύρω από το ζήτημα της ονομασίας του γειτονικού κράτους και το προηγούμενο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας, ανέφεραν, ότι οι ίδιοι θα προτιμούσαν να είναι πιο τεκμηριωμένη η σύνδεση των πολιτιστικών αναφορών του άρθρου με το πολιτικό ζήτημα του ονόματος των Σκοπίων. Το οποίο είναι γενικά εθνικό και όχι τοπικό.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αναγνώστες που είχαν αυτή την άποψη, είχαν σε μεγάλο μέρος, δίκιο. Όμως είναι αλήθεια, ότι ορισμένες φορές ο γραπτός λόγος που μένει, πρέπει να υποβάλλεται σε κανόνες γύρω από πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις. Πρέπει να αυτοπεριορίζεται ιδίως όταν περιστρέφεται γύρω από τα εθνικά συμφέροντα, ή γύρω από σοβαρά ζητήματα με ευαίσθητες πτυχές και λεπτές ισορροπίες.

Όμως, για όσους δεν αντιλήφθηκαν πόσο στενή μπορεί να είναι η σχέση των «ακουσμάτων» μας στην Καστοριά στην ευρύτερη περιοχή και του μουσικού εκφυλισμού που πλήττει με άλλες μορφές την υπόλοιπη χώρα, με το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, και για όσους δεν μπορούν να συμφωνήσουν εύκολα ότι η πολιτιστική και πνευματική ερήμωση της Καστοριάς επηρεάζει σε ένα βαθμό την εθνική αυτοπεποίθηση, σ’ αυτούς πρέπει να τονιστεί πως, ο πολιτισμός και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις της τοπικής κοινωνίας σε ένα μεγάλο βαθμό προβάλλουν το ιστορικό υπόβαθρο του τοπικού πληθυσμού.

Σκιαγραφούν το εθνικό πορτραίτο της Καστοριάς. Αυτό είναι η γυμνή αλήθεια και αποδεικνύεται από την αλυτρωτική προπαγάνδα των Σκοπίων, σύμφωνα με την οποία μερικές από τις μουσικές προτιμήσεις της Μακεδονίας, υποδηλώνουν τις καταπιεσμένες (στους ...Έλληνες) συνειδήσεις των κατοίκων περιοχών σαν την Καστοριά, την Φλώρινα, την Έδεσσα, την Θεσσαλονίκη.

Και χωρίς αμφιβολία στους τρίτους, τους παρατηρητές, είτε είναι καλοπροαίρετοι επισκέπτες θαυμαστές της «βυζαντινής νύμφης», είτε είναι κάτι διαφορετικό (ακόμη και στρατευμένοι αναλυτές), η πολιτιστική κατάληψη της Καστοριάς από εκδηλώσεις με ισχυρά σλαβικά χαρακτηριστικά, δημιουργείται στρεβλή εντύπωση για το υπόβαθρο της πόλης, του νομού και των κατοίκων του.

Επομένως, όσοι διερωτώνται για την θέση της εφημερίδας, γύρω από τα «ακούσματα», που κάποιοι επιμένουν να επιβάλλουν στο πλαίσιο μιας δήθεν παραδοσιακής αυθεντικότητας, θα ήταν προτιμότερο να αφουγκραστούν τις εντυπώσεις που μπορούν να προκαλούνται στους τρίτους.

Αν ένας τόπος αυτοπροσδιορίζεται από την παράδοσή του, τότε πού θα μπορούσε στ’ αλήθεια να καταταχτεί η Καστοριά, αν πράγματι όλα αυτά τα ακατάληπτα σερβοβουλγάρικα «ακούσματα» που πρωτοεμφανίστηκαν στην περιοχή από μερικούς πολιτιστικούς συλλόγους μετά το 1990, αποτελούσαν την αυθεντικότητα για τον τόπο;

Ωστόσο, πέρα απ’ αυτά, και οποιαδήποτε εξέλιξη δρομολογηθεί γύρω από τις διαπραγματεύσεις για την ονομασία των Σκοπίων, οι μέρες που πέρασαν δικαίωσαν (δυστυχώς σε ένα βαθμό) όσους εδώ στην Ελλάδα, όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούσαν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι η επιμονή των γειτόνων στον σφετερισμό του ονόματος της Μακεδονίας δεν οφείλεται (αποκλειστικά) στην ανάγκη τους να θωρακίσουν το κράτος τους από τις βλέψεις των γειτόνων Αλβανών ή Βουλγάρων.

Η διάχυτη εχθρότητα προς την Ελλάδα, εχθρότητα που διαφάνηκε από τις δηλώσεις επισήμων πολιτικών και τις μαζικές κινητοποιήσεις στα Σκόπια, δεν κρύβουν πλέον τις αληθινές προθέσεις των Σκοπιανών, και όσων τα υποστηρίζουν στην αδιαλλαξία τους, που είναι η συντήρηση της διαρκούς απειλής σε βάρος της Ελλάδος περί ενός εθνικού ζωτικού χώρου υπό συρρίκνωση. Και όσοι νομίζουν ότι πίσω από την αδιαλλαξία των Σκοπίων κρύβονται αποκλειστικά οι Η.Π.Α, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ξεγελούν τον εαυτό τους με ολίγον αντιαμερικανισμό.

Διότι αν μη τι άλλο λησμονούν ότι εθνικά, ιστορικά και θρησκευτικά πίσω από τα Σκόπια κρύβονταν πάντοτε οι ευρύτερες βλέψεις Σέρβων και Ρώσσων, για τους οποίους και την ανάμειξή τους στο ζήτημα, παρεμπιπτόντως, δεν γίνεται σχεδόν καμμιά αναφορά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που ο αντιμερικανισμός αποτελεί πανάκεια και φθάνει στα όρια να είναι ιδεολογία που συνδέει τα πολιτικά άκρα. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι τεράστια ευθύνη για την εγκατάλειψη των ελληνικών θέσεων βαρύνει τις πλάτες της Βορειοατλαντικής συμμαχίας και πρωτίστως των ΗΠΑ.

Και δυστυχώς, σε συνέχεια ενός ταραγμένου παρόντος, το μέλλον διαγράφεται δυσοίνωνο τόσο σε σχέση με το όνομα (το οποίο παρά τον κυνικό σαρκασμό του άλλοτε πρωθυπουργού κ. Κ. Μητσοτάκη, δεν ξέχασαν οι Έλληνες ούτε σε 10, ούτε στα περίπου 20 χρόνια που πέρασαν, έστω και αν αναπροσαρμόστηκε η ευαισθησία τους στο μέτρο που επιβάλλει η εθνική υπερηφάνεια σε κάθε χρονική περίσταση), όσο και σε σχέση με τις απίθανες, σουρεαλιστικές βλέψεις των σλαβομάχων Σκοπιανών.

Έτσι ελπίζεται ότι οι φορείς που διοργανώνουν υπό τις αιγίδες τους (και τις καταιγίδες τους) διάφορες εκδηλώσεις των μουσικοχορευτικών παραδόσεων, δηλαδή οι δήμοι, κοινότητες και οι σύλλογοι, την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να μας καταπλήξουν με το μεγάλο έργο διοργάνωσης εκδηλώσεων σαν τον αναμενόμενο «χάσκαρη», θα σκεφτούν πιο σοβαρά για τις επιλογές αυτών που θα παρουσιάσουν με ως αντιπροσωπευτικό δείγμα της ταυτότητας και του αυτοπροσδιορισμού του τόπου σ’ ολόκληρη την οικουμένη. Και ιδίως σε όσους καραδοκούν.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 6 Μαρτίου 2008




Σχετικά κείμενα:

ΙΩΑΝΝΗ ΜΠΟΥΓΑ: Ενός λάθους μύρια έπονται!

Είν' οι προσπάθειές μας, των συφοριασμένων
Είν' οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε. Κομμάτι
παίρνουμε επάνω μας, κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει.

Είν' οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφαση και τόλμη
θ' αλλάξουμε της τύχης την καταφορά
κ' έξω στεκόμεθα ν' αγωνισθούμε.

Αλλ' όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κ' η απόφασίς μας χάνονται
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει
κι ολόγυρα απ' τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισε ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαίν κ' αισθήματα.
Πικρά γιά μας ο Πρίαμος κ' η Εκάβη κλαίνε.

(Τρώες, του Κων. Καβάφη)

Το ποίημα του Καβάφη “Τρώες” εγράφη γύρω στα 1905. Αποδίδει άριστα τον Ελληνισμό, ιδιαίτερα την ηγεσία μας, στο διάβα του χρόνου. Για την λιποψυχία μιας γενεάς, πάντα βρίσκεται κάποιος να κλάψει. Σήμερα, αν η Ελλάδα με την υπογραφή της αποδεχθεί την μακρόχρονη απόπειρα των Σλάβων να υποκλέψουν την Μακεδονία, πολλοί θα κλάψουν. Όχι μόνον ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος και ο Αριστοτέλης. Με βεβαιότητα και ο Παύλος Μελάς, ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Ίων Δραγούμης, ο Τέλος Άγρας, ο Αντώνης Μίγγας, ο Κόττας και αμέτρητες άλλες χιλιάδες Ελλήνων. Σίγουρα και πολλοί σύγχρονοι. Όχι όμως απαραίτητα όλοι εκείνοι που αρνούνται να συμμετάσχουν σε συλλαλητήρια στην Ελλάδα και τη διασπορά, αλλά ούτε και εκείνοι που προχωρούν μόνοι τους σε κομματικά συλλαλητήρια στην Ελλάδα. Η αντίσταση για να έχει αξία πρέπει να είναι πανεθνική!

18.3.08

ΟΔΟΣ: «Σπασμένο Ρόδι»

ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ μετά από 8 χρόνια απόλυτης σιωπής και αδιαφορίας για την ανεξήγητη τύχη του Πνευματικού Κέντρου Καστοριάς, τέθηκαν επιτέλους σχετικά ερωτήματα με πολλά ερωτηματικά και θαυμαστικά για τους σκοπούς του Δήμου Καστοριάς σχετικά με την μεταφυσική ελπίδα απόκτησης νέου πνευματικού κέντρου στην πόλη. Αυτό έγινε με πρωτοβουλία του συλλόγου «Σπασμένο Ρόδι», δηλαδή ιδιωτικού φορέα, που πραγματοποίησε εκδήλωση καθαριότητας την περασμένη Κυριακή στο άλσος του πνευματικού κέντρου.
Ο σύλλογος με το εύστοχο πανώ του, υπενθυμίζει στους πολίτες ότι όλα ξεκίνησαν επί δημαρχίας του κ.Δημητρίου Παπουλίδη, όταν κρίθηκε κάπως αινιγματικά το κτήριο ως ακατάλληλο (ακαταλληλότητα για την οποία δεν έχει πειστεί απόλυτα ο κόσμος της Καστοριάς).
Δεν είναι λίγοι αυτοί που αποδίδουν τον ζήλο για την κήρυξη της ακαταλληλότητας στις παχυλά αμειβόμενες μελέτες και στο ροκάνισμα των δωρεών. Οκτώ χρόνια μετά, το κτήριο-φάντασμα χάσκει, όπως χάσκει και η πρωτοφανής αδιαφορία των αρμοδίων.
[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 28.2.2008]

ΒΑΣΙΛΗ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών

Θεωρώ, θα έλεγα, παράλογο, πριν αρχίσω την ανάπτυξη του θέματος για το οποίο απασχολώ την ΟΔΟ, να αναφερθώ στο τεράστιο έργο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, κύρια γύρω από τα μακεδονικά θέματα, αλλά και εθνικά, γιατί σκέφτομαι πως θα «κομίσω γλαύκα στην Αθήνα». Δηλαδή είναι τόσο γνωστό και γενικά αναγνωρισμένο.
Η εταιρεία λοιπόν, πρόσφατα, υπό τον νέο πρόεδρό της κ. Ν. Μέρτζο, προχώρησε σε δύο εκδόσεις βιβλίων ιδιαίτερα σημαντικών.
Είχα την τύχη να παρακολουθήσω τις παρουσιάσεις και των δύο βιβλίων και να διαπιστώσω την αξία τους που θα τα χαρακτήριζα εθνικά και ιστορικά.
Και τα δύο έργα ήταν προϊόν ερευνών μιας ιδιαίτερα συγκροτημένης ομάδας ιστορικών, υπό την καθοδήγηση του συμπατριώτη μας καθηγητή της ιστορίας κ. Ιωάννη Κολιόπουλο. Χαίρομαι που ο κ. Μέρτζος είχε την ευγενή καλοσύνη να μου δώσει από έναν τόμο για την βιβλιοθήκη του συλλόγου μας.

17.3.08

ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΜΠΑΓΓΟΥ: Το νυχτικό της ευτυχίας

Μπήκε στην μπουτίκ με αέρα πασαρέλας. Ήταν βέβαια συνηθισμένη σ’ αυτά. Καλοφτιαγμένο κορμί, αισθησιακό πρόσωπο, κίνηση και στυλ πού άφηναν ανοιχτούς λογαριασμούς.
Ο διευθυντής του καταστήματος την εξυπηρέτησε μ’ ευγενικό τρόπο. Ήταν κι ο άνδρας της παρών: Ψηλός και αθλητικός, ιατρός στο επάγγελμα, μπορούσε να προσθέσει ένα συν ακόμα στο image του συνοδευόμενος από μια όμορφη γυναίκα.
Φόραγε τις τουαλέτες με άνεση αφήνοντας τες να γλιστρούν στο κορμί της, με μισο-τραβηγμένη την κουρτίνα του δοκιμαστηρίου κάνοντας την αδιάφορη, καθώς απολάμβανε τις κλεφτές ματιές των αντρών και την αμηχανία που προκαλούσε στις γυναίκες. Επιτέλους, αποφάσισε ν’ αγοράσει ό,τι προκλητικότερο και αποχώρισαν. Ο χρόνος, ασφυκτικά γεμάτος, έτρεχε γρήγορα. Ένοιωθαν κουρασμένοι και οι δυό, ο καθένας βέβαια για τους δικούς του επαγγελματικούς και προσωπικούς λόγους.
Παρ’ όλα αυτά πήγαν σε κεντρικό restaurant να τσιμπήσουν κάτι διαίτης, να δουν κόσμο και να τους δούνε, αν και είχαν άγχος με το φαΐ. Το τρως και σε τρώει, έλεγαν. Κλέβει ένα μέρος από τη γοητεία σου, προσθέτει πόντους και χρόνια, σου αφαιρεί ποιότητα. Ο γιατρός είχε διαβάσει, σχετικά πρόσφατα, για το πείραμα με τα ποντίκια: όσα έτρωγαν μικρότερη ποσότητα τροφής ζούσαν περισσότερο˙ είχε επομένως και επιστημονικά στηρίγματα για να αντιτίθεται στην δυσκολοκατάκτητη αλλά εκμαυλιστική γοητεία της διατροφικής αφθονίας.
Εκείνη θυμήθηκε το γυμναστή της, όταν της έκανε μασάζ στην κοιλιά αισθάνονταν τόσο ευχάριστα, σχεδόν αισθησιακά. Μήπως θα ‘πρεπε να κοιμηθεί μαζί του; Πώς δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Η σκέψη του της έφερε έξαψη καθώς έβαζε την ανάλατη σαλάτα στο στόμα της.
Με τον άνδρα της για να ‘ρθει σε οργασμό έπρεπε πρώτα να δουν την ανάλογη ταινία και να φαντασιωθεί δύο-τρία αντρικά όργανα σε στύση, πάντα μέσα σε πολυτελείς και εξεζητημένους χώρους.
Η σκέψη της μεταπήδησε σε κάποιους απ’ τους θαυμαστές της. Τους καημένους! Άφηνε να την ορέγονται πλήττοντας. Με το μισθουλάκο τους αυτή αγόραζε μία τσάντα λουί-βουιτόν χωρίς τις ανάλογες γόβες.
Το χρήμα, παιδί μου, το χρήμα! Σε κάνει άλλον άνθρωπο. Οι πούλιες και τα χρυσά! Απάνω βέβαια σ’ αυτό το κορμί με τις αναλογίες της Κλώντια Τσίφτερ.
Πώς ακριβώς της το είπε ο υπουργός στη δεξίωση; «Κοσμείς την Ελλάδα», νομίζω. Ή κάτι τέλος πάντων για κόσμημα…
Αύριο, τι θα φόραγε αύριο; Την ασύμμετρη φούστα την είχε φορέσει ήδη δυο φορές. Έπρεπε, πάλι, ν’ ανανεώσει την πρωινή γκαρνταρόμπα.
Η καινούργια εμφάνιση σε κάνει κάποιον άλλον, αξιοπρόσεχτο άνθρωπο, έστω και παραπλήσιο του εαυτού σου.
Το γκαρσόν τσακίστηκε να τους εξυπηρετήσει. Της κράτησε το κάθισμα να ανασηκωθεί. Κάτι του θύμιζε, δεν ήξερε αν την είχε δει στους πρωινούς καφέδες στην τηλεόραση, σε κάποιο περιοδικό ή στον κινηματογράφο. Το πανομοιότυπο ακριβό ντύσιμο, ή και η λήψη υπηρεσιών από τους ίδιους πλαστικούς χειρούργους τις «αδερφοποιούσε» συγκινητικά κατά κάποιον τρόπο και οριοθετούσε με περηφάνια την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκαν.
Τους απέσπασε για λίγο την προσοχή το δελτίο ειδήσεων. Ο Σάκης Τρουβάς κατέβηκε στην σκηνή ανάμεσα σε φλόγες! Αχ, αυτό το παιδί! Μέχρι και την ζωή του βάζει σε κίνδυνο για μας, για την τρέλα μας, για το μεγαλείο μας, σκέφτηκε. Έδειξαν και κάποιον Μητροπολίτη που έκανε περισπούδαστες δηλώσεις: όχι, οι γυναίκες να μην πέσουν στα νερά για να πιάσουν τον Σταυρό, χαλάει η παράδοση, έλεγε.
Ποια παράδοση ; Της ήρθε να φωνάξει, αν βέβαια της το επέτρεπε το στενό της μπούστο. Η δική σας παράδοση τελείωσε… Παράδοση δημιουργούν, αυτή τη στιγμή, η Γερμπή και η Βενδή. Μήπως είναι σημαδιακό που ομοιοκαταληκτούν, αναρωτήθηκε. - θα το συζητούσε με τον αστρολόγο της. Οπωσδήποτε, παράδοση πλάθει για το αύριο το εμβριθές βλέμμα του Γιωργάκη, το αιχμηρό του Μητσορτάκη. Αυτοί μας πάνε μπροστά, κινούν τα νήματα για να μην αραχνιάσουμε, ποιούν ήθος και στυλ. Ποιος δίνει σημασία πια σ’ αυτά τα δήθεν σοσιαλιστικά που κραυγάζουν ότι: ο καπιταλισμός ενώ καταφέρνει να ικανοποιήσει την ισχυρή ενόρμηση των ανθρώπων για κατανάλωση προϊόντων δεν του παρέχει την αίσθηση της ευτυχίας˙ ούτε καν αυτοί που τα φωνάζουν.
Ενώ, οι άλλοι, που έγιναν επιφανείς πολιτικοί, γιατροί, επιχειρηματίες είναι οι ατσίδες της ζωής˙ μάλιστα, αυτοί! Και …εκείνος ο show-man, ο Ζαχαρτάτος.
Τι πλάσμα, Θεέ μου! Φλεγόμενη βάτος! Ευτυχώς που είναι άνδρας, αν ήταν γυναίκα, θα ζήλευε.
Έλεν, φεύγουμε; Άκουσε τη φωνή του Πέτρου που την απέσπασε από τις σκέψεις της. Ναι, έπρεπε να βιαστούν. Να αφαιρέσει το μακιγιάζ, να βάλει τις βραδινές κρέμες, να διαλέξει το νυχτικό που θα φορέσει. Χθες φόραγε το κόκκινο, απόψε θα φορέσει το τουρκουάζ. Το πρωί που θ’ ανοίξει το παράθυρο πρέπει να κάνει εντύπωση στους απέναντι και να δει τον εαυτό της αλλιώτικο στον καθρέφτη. Χαμογέλασε˙ τις προάλλες, καθώς περνούσε έξω από μια βιτρίνα, ξαφνιάστηκε βλέποντας το είδωλο της. Είχε ξεχάσει ότι τελευταία έβαψε τα μαλλιά της μαύρα.
Όταν έφτασαν στο σπίτι και πριν βγάλει το μακιγιάζ έκαναν σεξ.
Αυτή σκέφτονταν τον χαριτωμένο γυμναστή κι ο σύζυγος… τον ωραίο Ζαχαρτάτο. – κι έτσι η ζωή αντέγραψε επιτυχώς την εικονογραφία της απανταχού διαφήμισης. Ήταν αναμενόμενο.

[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 28.2.2008]

16.3.08

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Ανοικτή Επιστολή
Προς τον Υπουργό Πολιτισμού κ. Μιχαήλ Λιάπη
.
Κε Υπουργέ,

Αναγκαζόμαστε από τα διαδραματιζόμενα στον χώρο της αρχαιολογικής καταστάσεως, φυσικά, όχι σωστά, να σας εμφανισθούμε με την παρούσα ανοικτή επιστολή, για να σας εκθέσουμε αυτά που συμβαίνουν εδώ και χρόνια στους χαρακτηρισμένους αρχαιολογικούς και λοιπούς ιστορικούς χώρους (μνημεία, θησαυρούς) παλαιολογικούς, προϊστορικούς, ιστορικούς, ρωμαϊκής εποχής, βυζαντινοί κλπ με κορυφαίο τον Λιμνιαίο οικισμό που βρίσκεται στο νότιο μέρος της λίμνης μας, ο οποίος εμφανίζεται σε έκταση μεγαλύτερη την (2) δυο χιλιομέτρων, δηλαδή την έκτη χιλιετηρίδα προ Χριστού μια οργανωμένη πολιτεία πάνω στους πασσάλους με αξιόλογα ευρήματα. Είναι ο πρώτος οικισμός στην χώρα μας.

Δεν ξέρω, αλλά υποθέτω πως μέχρι τώρα δεν έχετε επισκεφθεί αυτόν τον χώρο, και γι’ αυτό σας κάνουμε την πρόσκληση να επισκεφθείτε την περιοχή μας, πρώτα ως άνθρωπος με ευαισθησίες και δεύτερο ως τον πιο αρμοδιότερο πολίτη στον τομέα αυτόν. Ναι… Σας παρακαλούμε να ‘ρθείτε, γιατί οι ανασκαφές αυτού του χώρου γίνονται κάθε χρόνο ή και αργότερα μόνο ένα εικοσαήμερο τον Αύγουστο μήνα με φοιτητές του αρχαιολόγου καθηγητή κ. Χουρμουσιάδη.

Εδώ και 12 χρόνια η Ευρ. Ένωση χρηματοδότησε το έργο με (340) εκατομμύρια και η συμμετοχή του κράτους με άλλα (170) εκατομμύρια, καθώς και άλλες επιχορηγήσεις και δυστυχώς ο χώρος δεν αναδείχτηκε μέχρι στιγμής όσο έπρεπε, με αποτέλεσμα να χάνει η χώρα την προβολή της και να μην έχει και οικονομικά οφέλη. Βέβαια ο καθηγητής θα βγει συνταξιούχος με το έργο αυτό, αλλά εμείς βρισκόμαστε ακόμη στο έτος 1932, όταν ανακαλύφθηκε από άλλον καθηγητή τον Κ. Κεραμόπουλο.
Σας βεβαιώ πως θα φωτισθείτε ιδιαίτερα και θα ωφεληθεί η χώρα μας περισσότερο με την ανάδειξη του χώρου, όπως ταιριάζει σ’ αυτούς τους πρώτους Έλληνες που μας άφησαν την αθάνατη κληρονομιά.

Ύστερα από την ανοικτή πρόσκληση των συμπολιτών μας, όπως προαναφέραμε, έχουμε την ευκαιρία να σας αναπτύξουμε ένα δεύτερο επίσης σοβαρό αρχαιολογικό πρόβλημα. Την βυζαντινή εποχή 1000 χρόνων που σημάδεψε την Καστοριά με την παρουσία εξεχουσών προσωπικοτήτων (κυρίως πολιτικών, κληρικών κλπ οι οποίοι εξορίζονταν στην Καστοριά για ασφαλή φρούρηση λόγω του ότι η Καστοριά ήταν νησί) και προσφέρονταν για επιτήρηση υψηλών προσώπων με δυσμένεια, τα οποία άφησαν στην Καστοριά έργα τέχνης, απαράμιλλης τεχνικής, κτιριακής και ζωγραφικής δεξιοτεχνίας.
.
Πενήντα τέτοια εκκλησιαστικά μνημεία κοσμούν την πόλη μας, γι’ αυτό ύστερα από την Κωνσταντινούπολη, τον Άθω, την Θεσ/νίκη η Καστοριά έχει την τύχη αυτής την κληρονομιάς της χώρας μας. Ένας σπουδαίος θησαυρός ιστορικός και με πνευματική ζωή και έργα θαυμαστά, φυσικά τα πιο σπουδαία. Το κράτος μας με τις πτωχές τότε οικονομικές αντοχές 1953-1960 και την επιμέλεια του Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης με εκπρόσωπο τον καθηγητή κο Σ. Πελεκανίδη και την αμισθεί συνδρομή των κ.κ. Αντ. Καλαφατίδη καθηγητού, του Δημητρίου Παπακωνσταντίνου δικηγόρου και του ιδιώτου κ. Ν. Πιστικού συμπολίτου μας προέβησαν σε αξιόλογες αναστηλώσεις και επεμβάσεις άκρως αναγκαίες στα βυζαντινά μνημεία της πόλεως.
.
Ο φθοροποιός χρόνος και ο ενσκύψας τριετής συμμοριτοπόλεμος στην περιοχή μας, υπήρξαν η αιτία να παρουσιασθούν γηγενείς ανάγκες στην πόλη, λόγω της εξ αιτίας της μετοικίσεως σχεδόν του μισού πληθυσμού του Νομού στην πόλη, γκρεμίστηκαν σειρές από τείχη, άλλοι χώροι ιστορικοί, παραβιάστηκε το περιβάλλον και έτσι τα τρίπτυχα κάστρα, Ιουστινιανού, Ανδριανού και Βουλγαροκτόνου έχασαν την συνοχή τους, επειδή ανοίχτηκαν νέοι δρόμοι για την εξυπηρέτηση του κοινού. Το κάστρο έμπροσθεν του δημαρχείου, πλατεία Δαβάκη, οι δρόμοι στα κάτω πάρκα αλλοίωσαν το τοπίο. Δυο ήταν οι θύρες που μπορούσε κανείς να μπει στην πόλη. Η μία σήμερα σώζεται μόνο το άνοιγμα της κάτωθεν του δημαρχείου. Μάλιστα δε μια σπουδαία καμάρα που ένωνε τα κάστρα με την λίμνη στην αρχή της οδού Νίκης καταστράφηκε ολοσχερώς.
,
Χάθηκε η αρχοντιά της πόλεως, χάθηκε ο χαρακτήρας της, έχασε ένα σπουδαίο μνημείο που την προσέδιδε μεγαλοπρέπεια και συγχρόνως πρόδιδε πόσους σπουδαίους θησαυρούς φύλαγε αυτό το κάστρο στο εσωτερικό του. Αυτό όμως που θα σας αναφέρουμε και που καίει περισσότερο το κοινό είναι οι δυο τρεις Αρχαιολογικές Εφορίες (Εδέσσης, Βεροίας κλπ.) που μοιράστηκαν το αρχαιολογικό υλικό της περιοχής, πόλεως κλπ. και συγκροτούνται οπότε συμβαίνει να καθυστερούν τα έργα που εξαγγέλλονται, με αποτέλεσμα να έχουμε αναστηλώσεις και ανακαινίσεις έργων με σκαλωσιές και νάϋλον σκεπασμένες για δέκα χρόνια και πλέον και περιμένουν τον Μεσσία να κινήσει το νερό της κολυμβρήθρας. Εν προκειμένω θα έχετε εσείς αυτό το σοβαρό προνόμιο του Μεσσία, για να μας βοηθήσετε να ανανήψουμε.
.
Φίλτατε κε Υπουργέ Το δυστύχημα είναι ότι έχουμε και κακοποιήσεις σημερινές μνημείων από αρχές που σχετίζονται με το εκκλησιαστικό έργο.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μνημεία του 11ου ενδέκατου αιώνα μ.Χ. έργο (μνημείο τέχνης, ζωγραφικής ανεπανάληπτης, σε περιοχή φυτικού κάλους με πρόσβαση και επισκεψιμότητα ενός εκατομμυρίου επισκεπτών κάθε χρόνο, ανακαινισμένο το 1954, τόσο με τις εξωτερικές ανεξίτηλες στο μακρύ χρόνο παραστάσεων χριστιανικού μοναδικού φαινομένου, όσο και των εσωτερικών συμπλεγμάτων τοιχογραφίες, που συγκινούν και προκαλούν τον θαυμασμό των ειδικών και μη επισκεπτών.
.
Το μνημείο αυτό βυζαντινής εποχής, όπως προαναφέρουμε, το αντιπροσωπευτικότερο και αρχαιολογικό, έγινε σήμερα κάπως παράδοξα μονή με ταμπέλες κλπ. και άρχισαν οι παραποιητές με χοντρό και ανεπίτρεπτο τρόπο. Θύρες χιλίων χρόνων αλλάχτηκαν και μπήκαν πόρτες που τη συναντούμε σε μπαρ, γιατί τα πλαίσια παραμένουν δένδρινα χιλίων χρόνων και η θύρα σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Επίσης στο εσωτερικό προ του τεμένους στο πάτωμα έστρωσαν οι Νεότουρκοι μελαμίνη χρώματος κίτρινου, ενώ το τέμενος και οι εικόνες των 500 χρόνων έχουν ένα σκούρο χρώμα φανταστικό που σου υποβάλλει και σε αναγκάζει να υποκλίνεσαι και να συνομιλείς με το Θείο.
.
Τώρα έγινε ένα παρδαλό ντύμα και χάθηκε ο απίθανος συνδυασμός με τις εικόνες. Επίσης δε ο νέος εμπλουτισμός με τα κρεμαστάρια (άμφια Δεσποτάδων, οι τρεις σειρές κηροπήγια με τις λευκές και κοκκινωπές κορδέλες-μαντήλια, εξαφάνισαν τις παραστάσεις, εικόνες και μετέβαλλαν το εσωτερικό του μνημείου σε ψιλικατζίδικο.
Κι όλα αυτά μπροστά στα μάτια των αρχών του τόπου, των αρχαιολογικών εφοριών, βυζαντινολόγων, αρχαιολόγων και όλων των ειδικών. Αλλά από το κρίμα αυτό δεν εξαιρούνται και οι Καστοριανοί για την προσβολή του ποιο χαρακτηριστικού μνημείου της πόλεως.
.
Η κατάσταση δεν σταματά εδώ. Προτού του μνημείου υπάρχει ένα κτίριο που κτίστηκε από τους αλιείς που ξενυχτούσαν λόγω των καιρικών φαινομένων στη λίμνη, κατελήφθη και αυτό το αρχοντικό που ήταν στολισμένο με καστοριανό ρουχισμό και επίπλωση, λαϊκής τέχνης και τώρα έγινε μια σύγχρονη ανακαίνιση για ξάπλα των ανύπαρκτων καλογήρων, οι οποίοι δίπλα έχουν φτιάξει κελιά, όπως αρμόζει στο σχήμα τους η ασκητική ζωή, αφού την επέλεξαν, κι όμως κατέλαβαν το κτίριο και ζούνε στο ξενοδοχείο. Το αρχοντικό και ο επισκέπτης, ο ξένος που θαύμαζε την αρχοντιά της πόλεως της άλλοτε, φυσικά όχι τη σημερινής ισοπεδωτικής, αποκλείεται, ή καλλίτερα του απαγορεύουν οι κύριοι αυτοί, αφού το κλείνουν, να είναι επισκέψιμο και δεν βλέπουν τίποτε από την παλαιότερη τιμημένη ζωή των αρχόντων αυτής της πόλεως. Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω ξένες λέξεις για το αίσχος των υπεύθυνων, αλλά δεν μπορώ θα το κάνω με πίκρα.
.
Γιαζίκ να σας γίνει! Αγαπητοί υπεύθυνοι….
Γι’ αυτό σας καλούμε, κε Υπουργέ, για να διορθώσετε τα πράγματα και να ωφελήσετε την πατρίδα που σας εμπιστεύτηκε την τύχη της.
Με άπειρο σεβασμό και εκτίμηση
Ν. Πρώϊος


[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 28.2.2008]

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ