Παρουσίαση του καινούργιου βιβλίου
του Ηλία Παπαμόσχου «Ο μυς της καρδιάς»
|
ΟΔΟΣ 626 | 26.1.2012 |
(…) η αχόρταγή μου νιότη-
τι χαμένο, ποδοπατημένο μονοπάτι!
Τι ρίγος προετοιμάζει ο θάνατός μας
στο κρυφό λημέρι του μέλλοντος.
Lea Goldberg
(μτφρ. Χρ. Πατρώνου-Παπατέρπου)
Κρατούμε στα χέρια μας το τέταρτο κατά σειρά βιβλίο διηγημάτων του Ηλία Παπαμόσχου που φέρει τον τίτλο «Ο μυς της καρδιάς». Με διηγήματα 11 τον αριθμό (ίσως και 12 αν το τελευταίο
Κήποι Ι και ΙΙ αποφασίσουμε πως είναι δυο διηγήματα αυθύπαρκτα με κοινή προμετωπίδα).
Από το 2004 μέχρι σήμερα -σε οκτώ σχεδόν χρόνια- έχουν δημοσιευτεί και εκδοθεί 80 διηγήματα του Ηλία Παπαμόσχου που χώρεσαν σε 630 σελίδες. Αξίζει βέβαια να λάβουμε υπόψη και το πολύ αξιόλογο υλικό με τη μορφή του αφηγήματος-μινιατούρας (με 300 ως 400 λέξεις) που εδώ και ένα χρόνο ο Η.Π. δημοσίευσε στο ένθετο «Βιβλιοθήκη» της Σαββατιάτικης Ελευθεροτυπίας . Έχουμε λοιπόν επαρκές και σημαντικό υλικό στη διάθεσή μας για ν’ αποπειραθούμε ν’ αξιολογήσουμε μια συνεπή και λίαν παραγωγική διαδρομή ως τα τώρα.
Κοινός άξονας των διηγημάτων του Παπαμόσχου παραμένουν η γενέθλια πόλη, οι επώδυνες απώλειες, ο βλοσυρός θάνατος, η ταυτοχρόνως ζωοποιός και τραυματική βιωματική μνήμη, ο ύμνος της ζωής και των αξιών της και η ενθύμηση, η λυτρωτική μνημοσύνη. Ανθρώπινα πάθη, φιλίες, έρωτες, ταπεινές και καταφρονεμένες γενεές, μοίρες αδυσώπητες που εγγράφονται πάνω στα πρόσωπα, ομιλούντα πορτραίτα που αφηγούνται το ανεόρταστο πέρασμά τους από τη ζωή, μας αποκαλύπτονται μέσα από τις προθήκες των διηγημάτων. Οι σημαίνοντες ανώνυμοι των μικρών και κλειστών κοινωνιών, το άλας της ζωής… Και η ώρα που σμίγει το ορατό με το αόρατο, που συνομιλεί το παρόν με το επέκεινα. Η γλύκα και το άδικο της ζωής. Το στράφι της ανθρώπινης προσπάθειας…
Θα ήθελα, να μου επιτρέψετε να αναφέρω σ’ αυτό το σημείο, πολύ επιγραμματικά, δυο ξεχωριστές οντότητες της Νευροψυχολογίας, χρήσιμες θαρρώ για οποιαδήποτε ερμηνευτική ή ταξινομητική ενέργεια πάνω στην συγγραφική τέχνη του Ηλία Παπαμόσχου:
Η πρώτη αφορά την έννοια των αυτοβιογραφικών αναμνήσεων. Όταν ορισμένοι αναφέρονται στη βιωματική γραφή (καθώς την συγχέουν προφανώς με τα απομνημονεύματα και τις αυτοβιογραφίες) μοιάζει σαν να ’χουν να κάνουν με κάποιο τάχα υποδεέστερο είδος λογοτεχνίας, όπου ο συγγραφέας απλώς ανασύροντας έτοιμα υλικά από τα συρτάρια του τα σερβίρει στο αναγνωστικό κοινό.
Δεν έχουν όμως καθόλου έτσι τα πράγματα. Κατ’ αρχήν δεν υπάρχει Τέχνη -στο βαθμό που αυτή υπηρετείται από τον σκεπτόμενο και συναισθανόμενο άνθρωπο- που δεν εμπεριέχει βιωματικά στοιχεία (οι βιωματικές αναμνήσεις εξάλλου είναι αυτές που αποκαλύπτουν την ταυτότητα ή αλλιώς τη “συνείδηση του εαυτού”) .
Ένα ασφυκτικά μεγάλο πλήθος μνημονικών εγγραφών κάθε λογής περιμένει το προσωπικό μοντάζ ώστε να καθορίσουν τελικά το είναι του συγγραφέα και το χαρακτήρα του έργου του. Ποιόν να πρωτοθυμηθώ εδώ; Τον Τζόϋς, τον Προύστ, τον Έζρα Πάουντ… Ο μνημονικός ανακλητικός μηχανισμός τόσο στο απολύτως συνειδητό επίπεδο όσο και κάτω από τον έλεγχο ψυχολογικών αμυντικών μηχανισμών (όπως της απώθησης, της άρνησης, της απόσυρσης, της εξιδανίκευσης, της προβολής κλπ) σε συνδυασμό με την μεγάλη αφηγηματική τέχνη έδωσε αριστουργήματα στην παγκόσμια γραμματεία.
Δανείζομαι μια φράση από κάποιο άρθρο των Conway & Piolino:
« (…)
οι βιωματικές μας αναμνήσεις (…)
είναι ιδιαίτερα πολύτιμες. Μας επιτρέπουν να αισθανόμαστε αυτό που υπήρξαμε, ποιοί είμαστε, ποιοί θα είμαστε και ποιοί θα μπορούσαμε να είμαστε».