31.12.08

Τα δάχτυλα πίσω από την σκανδάλη

Ο συντάκτης του πιο κάτω αφιερώματος ζήτησε από την εφημερίδα
την καταχώρησή του εκφράζοντας την επιθυμία της ανωνυμίας.




ΕΙΣΑΙ απ΄ τον δικό μας γαλαξία όχι απ άλλον
Είσαι Γήινος και όχι εξωγήινος
Είσαι Ευρωπαίος και όχι Ασιάτης
Βαλκάνιος και όχι Αμερικανός
Νιώθεις να είσαι Μακεδόνας και όχι Σκοπιανός
Νιώθεις να είσαι Χριστιανός και όχι Μωαμεθανός
Νιώθεις Έλληνας όχι Αλβανός
Βορειοελλαδίτης και όχι Αθηναίος
Θαλασσινός και όχι βουνίσιος
Πασοκ και όχι ΚΚΕ
Καστοριανός και όχι Κοζανίτης
Πόντιος και όχι Βλάχος
Καστοριανός και όχι Αργίτης
Άνδρας και όχι γυναίκα
Άσπρος όχι μαύρος
Ξανθός όχι μελαχρινός
Ψιλός όχι κοντός
Ολυμπιακός και όχι Παοκ
Έξυπνος όχι Βλάκας
Φωτογράφος όχι καφετζής
Μπροστά και όχι πίσω
Πλούσιος όχι φτωχός
Είσαι εκεί δεν είσαι εδώ
Είσαι εσύ δεν είσαι εγώ
Είσαι ΕΓΩ ΕΓΩ ΕΓΩ ΕΓΩ ΕΓΩ..
…τα πάντα εκτός από εμείς.

Εσύ με τις χίλιες σου υποδιαιρέσεις και το κανένα συν.
Με τις χίλιες ευκαιρίες να με κλωτσήσεις και την καμία να με αγκαλιάσεις.
Μέσα στα χίλια ταμπούρια σου κλεισμένος, μόνος να κρατάς τα επίκτητα σύνορα μιας πολεμίστρας που η αίτια ύπαρξης της είναι η ίδια της η ύπαρξη.
Αυτός φιλέ μου είναι το εσύ σου! Αυτό είναι το ΕΓΩ, ο ατομισμός, ο εγωισμός, που όλες οι θρησκείες της Ανθρωπότητας αποκήρυξαν για να ξεφύγουμε απ το ζώο, αυτό που ο άνθρωπος που αγαπάει έχει, και αυτό το οποίο απουσιάζει από την αγκαλιά των γονιών στο παιδί τους.
Ένα ΕΓΩ, που συμφέρει σε κάθε ποδοσφαιρική ομάδα, συμφέρει σε κάθε δόγμα, κάθε είδος μουσικής, κάθε επιχείρηση, κάθε ράτσα, κάθε ανάμνηση, κάθε ερωτικό ζευγάρι, κάθε οικογένεια, κάθε θρησκεία, κάθε κράτος.
Διαιρέθηκες για να ανήκεις φίλε μου.
Διαιρέθηκες για να βασιλευτεί το μεγαλειώδες.

Και έτσι η καρδιά σου αγαπάει:
Τους γήινους και όχι τους εξωγήινους
Την Σίλβια και όχι τις γυναίκες που είναι άνθρωποι.
Τους Ευρωπαίους όχι τους Ασιάτες που είναι άνθρωποι.
Χριστιανούς όχι μωαμεθανούς που είναι άνθρωποι..
Και έτσι όταν το ΕΓΩ του δόγματος σου προαχθεί σε καθήκον
θα πάρεις τ’άρματα και θα ριχτείς:
Στον Τούρκο και ας είναι Άνθρωπος.
Στον μωαμεθανό και ας είναι Άνθρωπος..
Στον Αλβανό και ας είναι Άνθρωπος.
Στον Αθηναίο και ας είναι Άνθρωπος
Στον κουμουνιστή και ας είναι Άνθρωπος.
Στην Γυναίκα και ας είναι Άνθρωπος.
Στον μαύρο και ας είναι Άνθρωπος.
Στον Γκέι και ας είναι Άνθρωπος.
Στον φτωχό και ας είναι Άνθρωπος.
Σε μένα και ας είμαι Άνθρωπος.
Θα ρίχνεσαι πάντα σε όποιους δεν θα είναι εσύ.
Ένας Στρατιωτάκος με γαλέτα σκληρή και νερό βρόμικο στην καρδία σου για να την μαλακώσεις.
Αυτήν την φορά έτυχε.
Και ήσουν ένας πατέρας που έχει τρία παιδιά, διχασμένος στα χίλια, πιθανόν με δάνειο στην τράπεζα να τρέχει και την γκρίνια της μεσαίας τάξης.
17 χρόνια Αστυνόμος, πιθανόν μπήκες με μέσον μιας και μια από της διαιρέσεις σου να ήταν κάποιο πολιτικό κόμμα.
Ζώντας μια ζωή κουτσή και άδεια, το ΕΓΩ του εργοδότη σου, σου οπλίζει το χέρι ρίχνοντας 6 σφαίρες όλες κι όλες στην γρήγορη εκπαίδευση σου
και βρίσκεσαι στον δρόμο για να κρατήσεις μακριά τους άλλους κι ας είναι άνθρωποι, μακριά από το ΕΓΩ που επέλεξες, το οποίο σε κακοπληρώνει για να χτυπάς δυνατότερα.
Πλατεία Εξαρχείων. Μια χούφτα νεαρών Αντιδρούν, στα πρώτα βήματα τους στον κόσμο τον μεγάλων, το σύστημα με σάπια δόντια, τους προσφέρει ΕΓΩ που η φρέσκια ψυχή τους πεισματικά αρνιέται ακόμα να δεχτεί. Προσπαθούν να το φωνάξουν, πως δεν αντέχουν σ’αυτον τον βιασμό, αλλά οι μεγάλοι είναι πλέον, καιρό, μέσα στο ταμπούρι παρακαλώντας επιπλέον ηρεμία, τάξη και ασφάλεια.

Σιγά σιγά οι νέοι καταλαβαίνουν ποια είναι τα νύχια του συστήματος.
Βαμμένα άσπρα με μπλε γραμμές, περνάνε προκλητικά μπροστά από τα φρέσκα παιδιά, είναι εκεί με φάρο και μπαρούτι έτοιμοι να μαζέψουν από τον δρόμο την ανικανότητα των δασκάλων και των παραδομένων γονιών, έτοιμη να βάλουν σε τάξη την ανθρώπινη ψυχή κατηφορίζοντας την στον φόβο και τον εξευτελισμό.
Και αυτήν την φορά έτυχε να είσαι εσύ εκεί μέσα σε ένα περιπολικό.
Ξεχωρίζοντας αμέσως ότι αυτά τα παιδία δεν είσαι ΕΣΥ κι ας είναι άνθρωποι.
Βρίζοντας και πυροβολώντας αδιακρίτως αυτό το αγνό που δεν θα ξαναγίνεις.
2 οικογένειες ορφανές πλέον και καπνισμένο το ΕΓΩ του συστήματος γυρνάει γαληνεμένα στο κελί.
Ο Αλέξανδρος πέφτει νεκρός, βαφτίζοντας με αίμα έναν δρόμο που ειρωνικά, λογικά, θα πάρει το όνομα του. Μου’ρχετε να ξεράσω! Ο αγνός Αλέξανδρος τόλμησε να μας θυμίσει πως κάποτε ζούσαμε κύριοι και γω δεν θα ήθελα να το ανταλλάξει με την ζωή του για να μου το θυμίσει...
Στις τηλεοράσεις καταστηματάρχες κάθονται και κατηγορούν τους Άλλους που είναι “άλλοι” και όχι άνθρωποι, για τις καμένες ύλες τους.
Κάποιοι στις πόλεις καίνε τα πάντα, οι αγνότεροι θέλοντας να δείξουν στο ΕΓΩ του συστήματος ότι δεν το θέλουν πια, είναι εκεί και μερικοί με φασκιωμένη την φάτσα τους. Αυτοί είναι εκεί απλά γιατί διαιρέθηκαν και νιώθουν να είναι αυτοί και όχι οι “άλλοι” κι ας είναι άνθρωποι.

Και γω θα μπορούσα να σου πω ποιος είμαι, για να είμαι πιο ΕΓΩ,
γιατί έτσι κι αλλιώς ο πόνος τότε θα ήταν πρόβλημα “αλλονών” ...και ας είναι Άνθρωποι
Είναι επιλογή μου αυτά τα λόγια να είναι δικά μας και όχι δικά μου.
Επιλογή μου να είμαι φίλαθλος και όχι μια συγκεκριμένη ομάδα.
Επιλογή μου να μου αρέσει η μουσική κ όχι κάποιο είδος.
Επιλογή μου να μου αρέσουν οι Άνθρωποι και όχι το χρώμα τους.
Οι κοινωνίες των ανθρώπων και των ζώων και όχι τα έθνη.
Επιλέγω να μου αρέσουν οι Ανθρώπου που θέλουν να πιστεύουν σε κάτι και όχι απαραίτητα στο δικό μου πιστεύω.
Επιλέγω ότι είμαι άνθρωπος πρώτα και πάνω από όλα και όχι, Παοκ, λευκός, Έλληνας, φτωχός, όμορφος αριστερός η δεξιός, ή οποιαδήποτε άλλη φθηνή υποδιαίρεση.
Είναι η επιλογή μας και μονό από την επιλογή θα βγει μια καινούρια ειρηνικότερη και αγνότερη πραγματικότητα.
Και αυτήν θα έρθει μέσα από το εμείς και όχι από το εγώ, αρκεί να το επιλέξουμε,
Γιατί..
τα δάχτυλα πίσω από την Σκανδάλη ήμασταν και είμαστε εμείς... πάντα εμείς.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 11.12.2008

30.12.08

ΟΔΟΣ: Στους Καστοριανούς




ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΕΡΥΣΙΝΟ εξαιρετικό ημερολόγιο του πολιτιστικού λαογραφικού και εξωραϊστικού συλλόγου Καστοριάς «Ομόνοια», που ήταν αφιερωμένο στις φωτογράφο Λεωνίδα Παπάζογλου, έρχεται και πάλι ο ίδιος σύλλογος με μία νέα πολυτελή έγχρωμη έκδοση, να παρουσιάσει στον τόπο έναν άλλον Καστοριανό, τον ζωγράφο Δούκα Σαχίνη, προσθέτοντας με τον τρόπο αυτό το καλλιτεχνικό έργο του καστοριανού καλλιτέχνη και συνεισφέροντας με την αξιέπαινη αυτή πρωτοβουλία στην δημιουργία αρχειακού υλικού γύρω από την προσφορά των σύγχρονων Καστοριανών στις τέχνες και τα γράμματα.

Το ημερολόγιο του 2009 λοιπόν της «Ομόνοιας» αφιερώνεται στην μνήμη του πρόσφαα εκλιπόντος ζωγράφου, που ήταν γέννημα-θρέμμα αυτής της πόλης και που δυστυχώς το έργο του δεν έγινε ιδιαίτερα γνωστό, λόγω της προσωπικής του επιλογής να αποσυρθεί τα τελευταία χρόνια από την ενεργό δράση, πράγμα που οφειλόταν κατά ένα μέρος στον υπερβολικά σεμνό και ταπεινό του χαρακτήρα. Και όπως αναφέρεται στο ημερολόγιο, «επειδή η Καστοριά δεν πρόλαβε να τιμήσει τον σημαντικό αυτόν καλλιτέχνη εν ζωή, ο σύλλογος Ομόνοια του κάνει αυτό το αφιέρωμα, έστω και μετά θάνατον, σε μία προσπάθεια να αναγνωριστεί το μικρό μεν σε παραγωγή, αλλά μεγάλο σε αξία έργο που άφησε τόσο στην γενέτειρά σου, όσο και σε πολλές πόλεις, κυρίως της Ιταλίας, όπου έκανε τις σπουδές του και καθιερώθηκε μέσα από την εκθεσιακή του δραστηριότητα».

Τα κείμενα του ημερολογίου είναι της κας Αθηνάς Γιοβανοπούλου, ο σχεδιασμός της έκδοσης έγινε από τον κ. Αλέξανδρο Παπάζογλου και η επιμέλεια από τον κ. Γεώργιο Γκολομπία.



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4.12.2008

ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ: Ψυχή Βαθιά

To κινηματογραφικό συνεργείο επιστρέφει. Σαράντα καλλιτεχνικοί συνεργάτες και τεχνικοί μαζεύουμε τα μηχανήματα, τα σενάρια, τα όπλα, το βεστιάριο, τα σκηνικά, τα τιμολόγια, τα προσωπικά μας είδη. Φορτώνουμε τα τσίπουρα, τα όσπρια, τα πιπέρια και τα μανιτάρια που ψωνίσαμε στις ντόπιες αγορές. Αποχαιρετούμε τους φίλους που κάναμε εδώ και συνδεθήκαμε μαζί τους πάνω στην δουλειά.

Από τα παράθυρα των ξενώνων του Σιδηροχωρίου κοιτάζουμε για άλλη μια φορά την υπέροχη θέα της λίμνης της Καστοριάς, το πράσινο, τα σύννεφα. Και μπαίνουμε στα αμάξια για την Αθήνα. Με βαριά καρδιά. Ο τόπος εδώ μας έδωσε μεγάλες ανάσες.

Τα γυρίσματα της ταινίας «Ψυχή Βαθιά» κράτησαν εννέα εβδομάδες. Κάποιοι από εμάς τα προετοιμάζαμε επί τόπου αρκετούς μήνες πριν. Μάθαμε τα κόλπα της πόλης, βρήκαμε τους ανθρώπους-κλειδιά, περπατήσαμε τους χωματόδρομους και τα μονοπάτια στον Γράμμο και το Βίτσι.

Ο λόγος που γράφω αυτά τα λόγια είναι για να εκφράσω δημόσια την ευγνωμοσύνη μου προς τους πολλούς φορείς αλλά και τους μεμονωμένους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας για την θερμή υποστήριξη και την αληθινά αποτελεσματική συμβολή τους στην ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας. Η νομαρχία Καστοριάς, ο δήμος Καστοριάς, οι δήμοι Νεστορίου, Βιτσίου, Κορεστίων και Μακεδνών, οι κοινότητες Πολυκέρασου, Σιδηροχωρίου, Βισσινιάς, Απόσκεπου, Μαυρόκαμπου, Άργους Ορεστικού, Αγίων Αναργύρων, Μεσοποταμίας, Λιθιάς, Κορησού η διεύθυνση Δασών, 15η Ταξιαρχία Πεζικού, Ε.Δη.Κα., η Αστυνομική Διεύθυνση Καστοριάς, η Πυροσβεστική Καστοριάς, οι γιατροί και νοσοκόμοι του νοσοκομείου Καστοριάς, οι εθελοντές γιατροί, η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία «Τεχνοπία», οι μαγείρισσες του κέντρου Νεότητας, οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, οι μαθητές, οι φοιτητές, οι οικονομικοί μετανάστες, οι συνοριοφύλακες, οι υλοτόμοι, οι χορευτές και οι μουσικοί του λαογραφικού συλλόγου, ο «Αρκτούρος» και οι εθελοντές φίλοι της πόλης της Καστοριάς και όσοι κατέφθασαν από Πτολεμαίδα, Κοζάνη, Γρεβενά, Σέρβια, Ελασσόνα, έφτιαξαν μαζί μας την ταινία.

Οφείλω να τους ευχαριστήσω. Και να δηλώσω πώς μία δύσκολη παραγωγή με εξωτερικά και εσωτερικά γυρίσματα σε δεκάδες διαφορετικούς χώρους, με πολλούς ηθοποιούς και εκατοντάδες κομπάρσους, έγινε πραγματικότητα γιατί ο κόσμος της περιοχής συνέπραξε με κατανόηση, με ενθουσιασμό και σεβασμό για την τέχνη του κινηματογράφου.

Το κάνω και γιατί θέλω οι επόμενοι σκηνοθέτες που θα έρθουν εδώ ή σε άλλες περιοχές της Ελλάδας να βρουν κι εκείνοι τις πόρτες ανοιχτές. Η επαρχία δίνει λύσεις, ιδέες και ζωντάνια. Ψυχή βαθιά ήταν ένα σύνθημα του ΕΛΑΣ. Στην ταινία μου είναι η κραυγή των ανταρτών του δημοκρατικού στρατού στις μάχες. Στην μίζερη σύγχρονη καθημερινότητα, στην συχνά στεγνή και άψυχη ζωή μας, σκέφτομαι πως το σύνθημα «Ψυχή Βαθιά» μπορεί να είναι ευχή, χαιρετισμός, η καίρια κουβέντα που θα εμπνέει όχι μόνον τον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο αλλά και την προσπάθεια για σχέσεις με περισσότερη ουσία και ανθρωπιά.

Στην Καστοριά όλον αυτόν τον καιρό, το «ψυχή βαθιά» ήταν η καλημέρα και η καληνύχτα μεταξύ μας, συνόδευε το τσούγκρισμα των ποτηριών, την αποφασιστικότητα να πετύχουμε τις δύσκολες σκηνές, τις απανωτές μετακινήσεις σε πολυβολεία, ποτάμια, πυκνά δάση, γκρεμούς και ρημαγμένα χωριά. Η Καστοριά μας φιλοξένησε με «ψυχή βαθιά» και ανταποδίδω τα συναισθήματα εκ μέρους όλων των συνεργατών μου στην ταινία.

Παντελής Βούλγαρης

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4.12.2008

ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΟΡΕΛΑ: «Το χρώμα της νοσταλγίας»

Βιβλίο του Βασίλη Π. Καραγιάννη
(Διηγήματα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης Αθήνα 2008, σελ.176)

Επιθυμώ να το πω από την αρχή: Αυτός ο άνθρωπος, ο Βασίλης Καραγιάννης δεν παίζεται. Η αφηγηματικότητά του, το χιούμορ του, η καυστική του ειρωνεία που δεν θίγει και υπεροψία δεν έχει, το εύρος των γνώσεών του, η ποταμίσια ροή της γραφής του, η δύναμή του να μεταμορφώνει και τα πιο ασήμαντα σε μνημεία λόγου και τέχνης φυσικά, η χαρισματική του πνοή να αποδραματοποιεί γεγονότα και επίπεδα ζωής αποφεύγοντας, με σαρκασμό, τον τραγικόν «έλεον και φόβον», τον κάνουν μοναδικό, αξεπέραστο στην ιδιαιτερότητα της πεζογραφίας του και στην ποίησή του. Μα προπαντός στην εμπλοκή - θα έλεγα με την καθιερωμένη κουβέντα στα καθ’ ημάς, στη διαπλοκή - ιστορίας και μύθου, που τον αναδεικνύει ως μυθιστοριογράφο – εκείνα τα αλησμόνητα «τα 6,6 της σκηνοπηγίας» - και ως αφηγητή και διηγηματογράφο, που δεν χαρίζεται και δεν ξοδεύει τα αποθεματικά της τέχνης του με τίποτα. Μένει πάντα σε κείνη τη σφριγηλή νεότητα του οργισμένου. Δεν συμβουλεύει, ούτε παριστάνει το δάσκαλο, ούτε αφήνει να φανεί η πρόθεσή του να διορθώσει τον κόσμο.

Έχει όπλο με διόπτρα και ως άριστος σκοπευτής μπορεί να σκοτώνει τη βλακεία, την αλαζονεία την κουφότητα, την ασέβεια, την απληστία των προσώπων του, αλλά καταφέρνει να τ’ αφήνει ζωντανά εις «μυκτηρισμόν και χλευασμόν τοις γείτοσιν ημών». Και το απολαμ- βάνει. Τον φαντάζομαι, όταν γράφει τις εμπνεύσεις του, τί γέλιο θα κάνει και τί μυστικό πόνο θα σωρεύει μέσα του, καθώς αναμοχλεύει την αθλιότητα του ταχυδρομικού διευθυντή με το παρατσούκλι ο «άνεμος» που του κόλλησαν. Εδώ ο συγγραφέας κάνει μια θαυμαστή και ακραία πνευματώδη κοινωνική ψυχολογία βάθους, όταν ολόκληρη πόλη συντονίζεται στο χλευαστικό «ο άνεμος» για την μικρότητα και τη θλιβερότητα της διευθυντικής φιγούρας. Κι όταν μετατίθεται στην Τρίπολη για να γλυτώσει από τον «άνεμό» του, ένας φαντάρος σε κείνη πόλη, προερχόμενος από την προηγούμενη, έκπληκτος τον βλέπει και αυθόρμητα εκστομίζει « ο άνεμος». Μου θυμίζει τον Καβάφη «αν τη ζωή σου στην κόχη τούτη τη μικρή τη ρήμαξες - σ’ όλη τη γή τη χάλασες».

Στην «ποιμενική συμφωνία» «Μηνάς ο ανέμελος» φυτρώνει η ληστική φιγούρα του δασάρχη. Ο ίδιος αρχιδάμιος πόλεμος. Δεν πρόκειται για μουσική συμφωνία, αλλά για σιωπηλή μεταξύ του τσοπάνη Μηνά και του δασάρχη, που όταν δεν του πήγαινε τα πεσκέσια, εκείνος τον σεργιάναγε στα δικαστήρια για αγροζημίες. Η ληστρική αθλιότητα της εξουσίας. Πειρασμός στις τίμιες μέρες μας με τα ιερά βα(λ)τώδη πεδία. Ο Μηνάς του συγγραφέα παραμένει και στη δίκη ανέμελος. κρατάει το δοχείο της εξαγοράς ο έρμος. Ο αμίμητα σκωπτικός συγγραφέας στολίζει το δασάρχη και με τον ερωτικό πόνο της Αλεξάνδρας «…δεν είμαι απ’ τον αέρα δεν είμαι απ’ το βοριά/ μόν’ είμαι από σένα…». Πάντως κι όταν ο Μηνάς έκαψε από αφροντισιά το δάσος, η μόνη του τιμωρία ήταν να δώσει τ’ όνομά του: «του Μηνά το καμένο».

Στο διήγημά του «Λεωφορείον το πάθος», όπου ο ήρωάς του – ο ίδιος πρέπει να πρωταγωνιστεί - επιστρέφει από γειτονική χώρα με πολύ χιόνι σε δρόμους κατάρας πιστεύουν όλοι, ότι σίγουρα κάποια χαράδρα θα βουλώσουν. Φαντάζεται τον εαυτό του «στη χωματερή των σωμάτων», όπου θα μαζευτούν πολλοί επίσημοι και παρακαλεί το θεό: « να μου δώσεις την ευκαιρία Θεέ μου, να σηκώσω λίγο το κεφάλι μου και να τους πετάξω με το πρώην στόμα μου, απ’ το οποίο εκ της άνω σιαγόνος θα έχει φύγει προ πολλού το δόντι σκαφτιάς και κόφτης –εγώ μασέλα δεν φοράω– να τους πετάξω λοιπόν, ένα -Βρε ουστ, κοπρόσκυλα».

Στις μνήμες στρατού μιλάει «για τη μοναξιά των αναμνήσεων, που σ’ έχωνε ακόμα πιο βαθιά στο χυλό της απελπισίας».Σημείωσα εκεί δίπλα στο κείμενό του: προσωπικά δεν θα ήθελα να θυμάμαι. Πονάνε πολύ! Τελικά πως ορίζει τη νοσταλγία του ο συγγραφέας; «Πώς είναι η νοσταλγία; Ένα άρωμα φτηνό στις μεγάλες μπουκάλες με την εφήμερη, προκλητική δήλωση της ύπαρξής του στα δέλτα και θήτα των θηλέων, στις μόλις διακρινόμενες αυλακιές του στέρνου ή στα απαιτητικά διαγραφόμενα υψώματα του στήθους, όπου στους φυσιολογικούς καιρούς τσιμπολογούν μεσημβρινά περιστέρια ή πίνουν νερό πρωινοί κορυδαλλοί». Αυτό το αναφέρει στο διήγημα «το χρώμα της νοσταλγίας» και αναφέρεται στην περίοδο της στρατιωτικής θητείας στο κέντρο νεοσυλλέκτων –υποψηφίων εφέδρων αξιωματικών Κορίνθου- όπου έβλεπες, τότε βέβαια, όχι τώρα – την πολιτική σου ζωή ως κάτι απόμακρο, ξένο και …νοσταλγικό, όσο άσχημη κι αν ήταν. Ο Βασίλης Καραγιάννης είναι ατελείωτος. Και όλα του τα διηγήματα να πρόσθετα, πάλι λίγο θα ήταν. Διαβάστε τα. Είναι μια μαθητεία στη τέχνη της πεζογραφίας, που ωστόσο παραμένουν μίαν απόλαυση αισθητική και ζωική!

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4.12.2008

29.12.08

ΚΟΣΜΑ ΡΕΚΑΡΗ: Στα ξένα Έλληνας, και στην Ελλάδα ξένος

Πρέπει να βρεθεί κάποια αιτία να ερεθίσει και να ξυπνήσει το υποσυνείδητο. Τότε είναι που αρχίζουν και αναδιπλώνονται εικόνες και συμβάντα ευχάριστα, ή ευάρεστες αναμνήσεις, που σε φέρνουν πολλά χρόνια πίσω.

Αιτία για να ερεθιστεί και να αναδιπλωθεί το δικό μου υποσυνείδητο ήταν όταν μια μέρα ο αδελφός μου Ερρίκος έβγαλε από το κόρφο του ένα κιτρινισμένο από την πολυκαιρία τετράφυλλο χαρτί λέγοντας «θα σου κάνω μία έκπληξη». Πήρα από τα χέρια μου το κιτρινισμένο χαρτί και ξεδιπλώνοντάς το μουρμούρισα «Πώς περνούν τα χρόνια!». Ήταν ένα γραπτό μου για τα δημοτικά τραγούδια που μας είχε δώσει ως θέμα ο καθηγητής Ραφαηλίδης (πατέρας του Β. Ραφαηλίδη).

Όταν έφυγε ο αδελφός μου το ξανάνοιξα να το διαβάσω. Σταμάτησα στο τραγούδι «Ξενιτειά»:

Η ξενιτειά κι ο θάνατος
αδέλφια λογιούνται
Την ξενιτειά την ορφανιά
την πίκρα την αγάπη
Τα τέσσερα τα ζύγια σου
βαρύτερα είν’ τα ξένα
Ο ξένος εις την ξενιτειά
πρέπει να βάνει μαύρα
Για να ταιριάζει η φορεσιά
με της καρδιάς την λάβρα.

Αυτό ήταν αρκετό να σκανδάλισε την μνήμη και το υποσυνείδητο. Τα γεγονότα άρχισαν να τρέχουν ασταμάτητα το ένα πίσω από το άλλο. Ένα από τα πολλά που πέρασαν σαν αστραπή ήταν οι τελευταίες μέρες πριν φύγω για το μακρινό ταξίδι στην Αυστραλία «ωραία χώρα».
Είναι στα μέσα του Ιουνίου 1959, που θα έφευγα από το χωριό Νεστόρι για Αθήνα, και στην συνέχεια για την νέα πατρίδα, αργά το βράδυ παραμονή της αναχώρησή μου το σπίτι μας ήταν γεμάτο από κόσμο που είχε έρθει να με αποχαιρετήσει και να μου πει «καλό ταξίδι». Ο πατέρας μου στενοχωρημένος και η μάνα μου απαρηγόρητη, που συχνά μου έλεγε «παιδί μου πού πας τόσο μακριά;».

Την επομένη το πρωΐ όλους τους αποχαιρέτησα. Είδα την μάνα μου να κλαίει και το δάκρυ του πατέρα μου ήταν έτοιμο να κυλήσει από τα μάτια του. Κούνησα το χέρι μου και μπήκα στο λεωφορείο. Όταν ξεκίνησε το λεωφορείο τους αποχαιρέτησα με τα δύο χέρια. Ο φίλος μου Παύλος που ήταν στο λεωφορείο πήγαινε για Θεσσαλονίκη, με έπεισε να τον ακολουθήσω ως εκεί και να πάρω το τραίνο για Αθήνα, Και έτσι κι έγινε.

Όταν φθάσαμε στην Θεσσαλονίκη συναντηθήκαμε με τον Μανώλη (αδελφός του Παύλου) και τον φίλο Βασίλη. Περάσαμε τις τελευταίες στιγμές παρέα και το βράδυ μόλις πριν από τα μεσάνυχτα θάφευγα. Όλοι μαζί πήγαμε στον σταθμό. Ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού. Δώσαμε τα χέρια μας, αγκαλιαστήκαμε και χτυπηθήκαμε με την παλάμη στην πλάτη, σημείο παρηγοριάς και κουράγιου. Έπρεπε να ανέβω τα σκαλιά το τραίνου, περνούσε η ώρα και βιαστικά μπήκα μέσα να βρω παράθυρο για να τους ξαναχαιρετήσω, ίσως για τελευταία φορά.

Το τραίνο έχει ήδη αρχίσει σιγά-σιγά να κουνιέται, τους είδα να χάνονται από τα μάτια μου. Πήγαινα στην μακρινή. Πολυήμερο ταξίδι. Αισθάνθηκα πλέον να είμαι ξενιτεμένες.
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Με τον Μανώλη συναντηθήκαμε πρόσφατα. Ο Μανώλης και ο Παύλος δεν άργησαν και αυτοί να έρθουν στην Αυστραλία και ο Βασίλης ήταν ο άτυχος, γιατί έφυγε πολύ νέος. Πήγε πολύ μακριά.

Η μνήμη του Μανώλη τον έφερε πολύ πίσω. Πίσω στην Θεσσαλονίκη το 1959, μήνα Ιούνιο: «Θυμάσαι Κοσμά όταν έφευγες με το τραίνο από την Θεσσαλονίκη; Δεν το ξεχνώ. Σε χάσαμε σιγά-σιγά. Χάθηκες από τα μάτια μας, δεν ήθελα να το πιστέψω, ακόμη βλέπω το χέρι που κουνούσες».

Όταν βρίσκεσαι τόσο μακριά από τον τόπο που γαλουχήθηκες και πέρασες τα καλύτερα χρόνια της ζωής σου, έχεις επιθυμία να δεις κάποιους συμπατριώτες σου, λαχταράς και θέλεις να ζήσεις αυτό που άφησες πίσω στην πατρίδα. Για μερικά χρόνια, λόγω της εργασίας μου δεν είχα επαφή με συμπατριώτες Καστοριανούς. Όταν μια μέρα με επισκέφτηκε ο Σωτήρης Λιακόπουλος, θερμός πατριώτης, τότε ο Σωτήρης ήταν γραμματέας του συλλόγου Καστοριάς «Ο Γράμμος» , μου πρότεινε να πλαισιώσω το συμβούλιο. Δεν του αρνήθηκα γιατί τον εκτιμούσα, ίσως να ήρθε η ώρα να πάρω μέρος στα καστοριανά δρώμενα.

Αργότερα δημιουργούνται τοπικοί σύλλογοι, όπως του Άργους Ορεστικού, Μεσοποταμίας, Αγίας Κυριακής, Οινόης, Μελανθίου και το 1975 η αδελφότητα Νεστοριτών «Το Κάστρο». Όλοι αυτοί οι μικροσύλλογοι πήραν και ενεργό μέρος στον σύλλογο της Καστοριάς «Η Καστοριά». Ο σύλλογος «Η Καστοριά» γρήγορα απέκτησε το δικό του εντευκτήριο, το οποίο πολλοί επίσημοι Καστοριανοί το έχουν επισκεφθεί. Όπως ο υπουργός κ. Φίλιππος Πετσάλνικος, ο δήμαρχος Καστοριάς κ. Ανδρέας Οικονομίδης, οι νομάρχες κκ Γεώργιος Καπαχτσής και Κωνσταντίνος Λιάντσης, ο δήμαρχος Νεστορίου κ. Χρήστος Γκοσλιόπουλος, οι νομαρχιακοί σύμβουλοι κες Αγγελική Παπαμαντζάρη και Αγγ. Αμανατίδου, καθώς και ο καθηγητής πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Πελαγίδης, κ.ά.

Σήμερα οι μικροσύλλογοι δεν υπάρχουν. Η πρώτη γενιά έχει φθίνει και η δεύτερη και η τρίτη απομακρύνονται. Οι σύλλογοι που υπάρχουν σήμερα είναι η Καστοριά, ο Γράμμος και το Άργος Ορεστικό. Πληροφορίες από την πρόεδρο του συλλόγου Καστοριάς, ότι γίνονται διαβουλεύσεις, αν όχι να ενωθούν, τουλάχιστον να έχουν στενή συνεργασία. Καλό και αυτό.

Στις 11 Αυγούστου 2008, ο σύλλογος «Η Καστοριά» είχε την ετήσια γενική συνέλευση στην οποία είχαν προσέλθει πολλά μέλη.

Η κα Πόπη Αναγνώστου δεν είναι γέννημα και θρέμμα Καστοριανή, αλλά έχει ζήσει στην Καστοριά και έχει παντρευτεί Καστοριανό. Αγάπησε τους Καστοριανούς και είναι πολύ δραστήρια. Οι Καστοριανοί της έδωσαν την προεδρία για τρίτη φορά. Στην αναφορά της μας εκμυστηρεύτηκε ότι προσπαθεί να φέρει εδώ στην Μελβούρνη τα «ραγκουτσάρια» και θα τα γιορτάσουμε όπως ακριβώς και στην πατρίδα μας την Καστοριά. Ψιθυριστά ακούστηκε ότι η επιθυμία του νομάρχη είναι να ξαναέρθει στην Μελβούρνη, πριν λήξει η θητεία του. Καλώς να μας έρθει, θα τον καλωσορίσουμε εγκαρδίως, γιατί είμαστε ξεχασμένοι από τις καστοριανές αρχές.


ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ

Οι Καστορινοί που βρίσκονται στην Μελβούρνη εδώ και μισό αιώνα έχουν καθιερώσει
την 11η Νοεμβρίου, να είναι μέρα θύμησης της απελευθέρωσης των Καστοριανών από τους Τούρκους .Ποιός Καστοριανός την ημέρα αυτήν δεν θυμάται αυτούς που θυσιασάν την ζωή τους ,αυτούς που γιΑ πολλά χρόνια έμειναν στο κρεβάτι του πόνου και παράλυτοι σε όλη τους την ξωή. Εμείς αν και ελεύθερη η πατρίδα μας ,αναγκαστήκαμε να την αποχωριστούμε ,αλλά επωμιστήκαμε και πιστεύουμε ότι υποχρέωσή μας είναι, να μην τους λησμονήσουμε ποτέ. Όπως κάθε χρόνο ,έτσι και φέτος στις 9 Νοεμβρίου με μεγαλοπρέπεια για αυτούς που μας χάρισαν την λευτεριά ,γιορτάσαμε την 96 επέτειο. Πρώτα με δοξολογία και αρτοκλασία στην Υπαπαντή του Κυρίου στο [Coburg] και στην συνέχεια ,όλοι οι Καστοριανοί και οι φίλιοι του Σ συλλόγου συγκεντρώθηκαν στο ιδιόκτητο κτίριο [219 Elizabeth street Coburg].

Η πρόεδρος Πόπη Αναγνώστου εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας . τα χειροκροτήματα ήταν ασταμάτητα Αυτό έδειξε για ακόμη μία φορά ότι ο εθνικός παλμός και τα εθνικά μας θέματα έχουν προτεραιότητα για τους Καστοριανούς. Ο ετησίως χορός που θα γίνονταν στις 15 Νοεμβρίου για τον θάνατο νεαρού Καστοριανού αναβλήθηκε.


ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ

-Την πρώτη εκδήλωση που διοργάνωσε το συμβούλιο του συλλόγου «Η Καστοριά» ήταν το μπάρμπεκιου που έγινε για την οικονομική βοήθεια των πυροπαθών της Ελλάδας. Το ποσό που μαζεύτηκε ήταν 3.000 δολλάρια, το οποίο κατατέθηκε στον ειδικό τραπεζικό λογαριασμό του Παμπαριακού εράνου της Μαλβούρνης. Επίσης την ημέρα του εράνου ο σύλλογος πρόσφερε το ποσό των 300 δολλαρίων για τον ίδιο σκοπό.

13/7/08
Μία άλλη δραστηριότητα του συλλόγου ήταν και ένα απογευματινό τσάϊ που δόθηκε στο κτήριο με πάρα πολλά φαγητά, γλυκά, κ.ά. που προσφέρθηκαν σε όλους τους καλεσμένους εντελώς δωρεάν. Είχαμε όμως και την ευκαιρία να ακούσουμε και την ομιλία γύρω από τον διαβήτη, αρκετά διαφωτιστική και χρήσιμη, από την κα Σούλα Τσουκαλά, μέλος της αντικαρκινικής δημαρχίας της Βικτώριας. Την ίδια ημέρα μαζεύτηκε ένα ποσό των 160 δολ. το οποίο ο σύλλογος το συμπλήρωσε σε 300 δολ. και κατατέθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό για τον έρανο που έγινε για την διαφήμιση στην εφημερίδα Herald Sun προς απάντηση των Σκοπιανών.

5/7/08
Αυτήν την φορά έγινε τριήμερη εκδρομή ψυχαγωγική μεν αλλά πιο πολύ θα έλεγα πολιτιστική. Ήταν η εκδρομή στην Καμπέρα, όπου εκτός από όλα τα αξιοθέατα που επισκεφθήκαμε (μουσείο, κοινοβούλιο κλπ), επισκεφθήκαμε και την ελληνική πρεσβεία, κατόπιν δικής μου συνεννόησης, όπου μας υποδέχτηκαν στην οικία του πρέσβη κ. Γεώργιο Ζώη, επί μία και πλέον ώρα. Εκτός από τα εδέσματα που μας πρόσφεραν, είχαμε την ευκαιρία να γνωριστούμε από κοντά και να ανταλλάξουμε ιδέες και απορίες.

10/5/08
Για την γιορτή της μητέρας διοργανώθηκε μία διήμερη εκδρομή στο Μπράϊτ. Να σημειωθεί ότι όλες οι εκδρομές αποφέρουν και κάποιο κέρδος. Κάποιο λαχείο που κυκλοφορούμε, ή προσφορά από εταιρείες, και φυσικά ψυχαγωγία και διασκέδαση. Την ημέρα αυτή μοιράστηκε λαχείο δωρεάν σε όλες τις μητέρες από τον σύλλογο με κλήρωση κάποιο δώρο προσφορά του συλλόγου. Επίσης κάναμε δύο επισκέψεις στο καζίνο της Μελβούρνης που απέφεραν ένα χρηματικό ποσό στο ταμείο του συλλόγου.

17/11/07
Μία πραγματική επιτυχία έγινε και ο ετήσιος χορός του συλλόγου που καθορίστηκε να γίνεται τον Νοέμβριο προς τιμή της απελευθερώσεως της Καστοριάς.

11/11/07
Γιορτάστηκε η 95η επέτειος της απελευθέρωσης της Καστοριάς με πανηγυρική δοξολογία και αρτοκλασία όπως και τα προηγούμενα χρόνια στην εκκλησία της Υπαπαντής του Κυρίου Κόμπουρκ. Μετά την δοξολογία μαζευτήκαμε στο κτήριο του συλλόγου όλοι όπου εκφωνήθηκε ο πανηγυρικός της ημέρα από την πρόεδρο του συλλόγου κ. Πόπη Αναγνώστου, καθώς και τον κ. Θωμά Ηλιόπουλο. Προσφέρθηκαν καφές, τσάϊ και γλυκά από τα άτομα του συμβουλίου, τιμώντας έτσι την ηρωϊκή αυτή ημέρα της γενέτειρας Καστοριάς.

Οι επόμενες δραστηριότητες του συλλόγου είναι οι εξής:

-Αιτήσεις έχουν γίνει αρκετές για ενίσχυση του κτηρίου. Λάβαμε μία των 400 δολ. τον μήνα Φεβρουάριο, μας ενέκριναν άλλες τρεις που περιμένουμε σύντομα να πάρουμε. Μία αίτηση των 400 δολ., άλλη μία των 2.000 δολ. τα οποία θα λάβουμε τα 1.000 δολ. αυτήν την χρονιά, το 2008 δηλαδή, και 1.000 δολ. το 2009. Η τρίτη αίτηση είναι το ποσόν των 8.000 δολ. τα οποία θα πρέπει να ξοδευτούν για την διαρρύθμιση του κάτω μέρους του κτηρίου.

-Τώρα ως προς την συντήρηση του κτηρίου: Ένα αρκετά καλό εισόδημα έρχεται στο ταμείο του συλλόγου και από το ενοίκοι του κάτω δωματίου, πρώην βιβλιοθήκης, 100 δολ. εβδομαδιαίως, το οποίο απαίτησε το συμβούλιο άμεσα μετά την εκλογή του. Καθώς και το χρηματικό ποσό του κυλικείου της Παρασκευής, και με προσωπική εργασία του κ. Σάββα Παναγιωτίδη, αφιλοκερδώς φυσικά. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον κ. Παναγιωτίδη γι’ αυτήν την προσφορά.

Έχει ανακαινιστεί η επάνω τουαλέτα γυναικών με προσωπική εργασία των κ.κ. Αναγνώστου και Τοκατλίδη, καθώς και πληρωμένο υδραυλικό. Βάφτηκε όλο το επάνω κτήριο με προσωπική εργασία του κ. Ν. Καραταγλίδη, τον ευχαριστούμε πάρα πολύ. Έχουν πεταχτεί δε από τον κ. Τοκατλίδη, πάρα πολλά σκουπίδια, παλιά άχρηστα πράγματα που μαζεύονται με τον καιρό.

Έχει ανακαινιστεί πλήρως το γραφείο-βιβλιοθήκη, αγοράστηκαν βιβλιοθήκες, βιτρίνα για τις παραδοσιακές στολές, γραφείο-τραπέζι, φωτοτυπική μηχανή που δουλεύει μαζί με εκτυπωτή και φαξ. Αγοράστηκε εξοπλισμός Π.Α., σύστημα το οποίο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για μουσική στις εκδηλώσεις, καθώς και ντουλάπι-αποθήκη δίπλα στην κουζίνα για τα ποτά και άλλα πράγματα. Έχουν περαστεί καινούργιες κουρτίνες στο γραφεία δωρεά από την πρόεδρο κα Π. Αναγνωστοπούλου.

Αυτά από το διοικητικό συμβούλιο της χρονιάς, που θέλω να τους ευχαριστήσω όλους για την σωστή συνεργασία τους. Ένα μεγάλο ευχαριστώ και σε όλους εσάς που βοηθάτε με τον τρόπο σας. Όταν εσείς ανταποκρίνεστε στις εκδηλώσεις-δραστηριότητες του συλλόγου μας, δίνετε την δύναμη και το κουράγιο να συνεχίσουμε να δουλεύουμε.

Σας ευχαριστώ όλους

Κοσμάς Ρεκάρης
7 Exhibition street
Melbourne 3000
Αυστραλία

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4.12.2008

ΕΣΕΙΣ οι αναγνώστες

Κύριε διευθυντά,

Είναι σε όλους γνωστό και αντιληπτό ότι έρχονται πολύ δύσκολες ημέρες για πολλούς Έλληνες και μερικοί απ’ αυτούς δεν θα έχουν ακόμη και να θρέψουν την οικογένειά τους.

Προτείνω να θεσμοθετηθεί να δώσουν οι έχοντες (μισθωτοί και συνταξιούχοι) σύνολο αποδοχών (βασικός μισθός, επικουρικό και μετοχικό ταμείο κτλ) άνω των 3.000 ευρώ, το 5% στο πάνω από 2000 για να ανακουφισθούν οι συμπατριώτες μας. Έτσι π.χ. ένας που έχει 3000 ευρώ σύνταξη να δώσει 1000Χ5%= 50 ευρώ.

Εμείς οι καθηγητές των ΑΕΙ έχουμε συντάξεις άνω των 3000 ευρώ και δεν νομίζω ότι θα μας κάνει την ζωή δύσκολη αν δώσουμε 50-100 ευρώ στον άνεργο, πτωχό και αναξιοπαθούντα συνάνθρωπό μας. Το επιβάλλει η ανθρωπιά μας.

Υπάρχουν βέβαια αυτοί που δεν πιστεύουν ότι τα χρήματα αυτά θα πάνε στους φτωχούς αλλά σε άλλα χέρια και κανάλια. Σε αυτό φταίει το κράτος που με τις ενέργειές του έδωσε αυτήν την εικόνα στους πολίτες του.

Αν βρεθούν λοιπόν 5-6 βουλευτές μας να κάνουν την πρόταση, διότι σε λίγο θα έχουμε κοινωνική αναταραχή, και τότε θα τρέχουμε και δεν θα φτάνουμε. Ξέρετε τι θα πει να ζητάει το παιδί από τον πατέρα του λίγο ψωμί και αυτός να μην έχει λεφτά να το αγοράσει; Θα επαναστατήσει και θα κλέψει ή θα σπάσει την τράπεζα. Ακούστε κύριοι υπεύθυνοι μια φορά μια πρόταση του κοσμάκι.

Με τιμή και εκτίμηση
Αν. Β. Κοβάτσης
καθηγητής ΑΠΘ (συνταξιούχος)

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4.12.2008

28.12.08

ΕΣΕΙΣ οι αναγνώστες

Κύριε Γιάννη Διόπουλε,

Διαβάζοντας την επιστολή σας στην ΟΔΟ στο 450 φύλλο της 3.7.08, άθελά μου θυμήθηκα μερικά μακροσκελή κείμενα που φιλοξένησε η ΟΔΟΣ, με πολλά κοσμητικά επίθετα, δραματικές εικόνες, γραμμένα με πάθος και μίσος ενάντια στο Κ.Κ.Ε.

Αλήθεια, πώς σας φάνηκε (στεναχωρηθήκατε τόσο πολύ και αναγκαστήκατε να με γράψετε) πως εγώ βρίσκομαι σε συνεχή αντιπαράθεση με την κα Δαμοπούλου; Όλα όσα γράφει για μένα είναι ψεύδος και προπαγάνδα. Νομίζω ότι είναι η μόνη επιστολή που της έγραψα, και αυτή, σε απάντηση της δική της επιστολής, γιατί όλα όσα έχω γράψει τα έγραψα αρκετό καιρό πριν από την έκδοση του βιβλίου «Η φωνή της Ειρήνης», με μόνη την επιστολή που είχα διαβάσει του κυρίου Ι. Μπουγά, γραμμένη στις 6-7-2006/358 φύλλο της ΟΔΟΥ (πιστεύω την θυμάστε κύριε διευθυντά), και αργότερα απάντησα σε μερικά κείμενά του.

Εγώ, ένα δεν κατάλαβα κύριε Διόπουλε, και μπερδεύτηκα με την κυρία Δαμοπούλου, τότε που ήταν μικρή στην ηλικία, σχεδόν παιδί, δεν ήταν όμως και στο παιδομάζωμα, δεν είχε καμία σχέση με αυτά τα παιδιά -και όπως έγραψε και ο κ. Ι. Μπουγάς στα κείμενά του συνέχεια βρισκόταν στις φυλακές, στα κάτεργα κλπ κλπ, από πού λοιπόν ορμώμενη περιγράφει την ζωή αυτών των παιδιών; Όπως για παράδειγμα, ζητώ συγγνώμη που θα επαναλάβω την πρόταση, γιατί και άλλες φορές την έχω γράψει, όμως δεν μπόρεσα να την χωνέψω: «… την βρώμικη δουλειά του Κ.Κ.Ε. μαζί με τον Τίτο και τους Σκοπιανούς, βαφτίζοντας όλα τα Ελληνόπουλα που άρπαξε από τα χωριά της Καστοριάς, Σλαβομακεδόνες». -Τι ντροπή!! Ακόμη ήξερε και τι τρώγανε τα παιδιά.

Στην επιστολή της ΟΔΟΥ 436 / 27-3-08 γράφει για τον εαυτό της, πως τρώγανε μόνο μία νερόσουπα και κάπου-κάπου τους δίνανε και από ένα ξερό κομμάτι ψωμί, γεμάτο ήρα. Αναφέρει και πολλά άλλα ονόματα, χωρίς φυσικά να έχουν καμία σχέση με το παιδομάζωμα, και με παροτρύνει να σταματήσω να κοροϊδεύω τον εαυτό μου και να γράφω αηδίες, για καλοπέραση αυτών των παιδιών, τα θύματα του Κ.Κ.Ε., αφού οι ίδιοι οι Αλβανοί δεν είχανε να φάνε. Και πραγματικά, η Αλβανία τότε ήταν πολύ φτωχό κράτος. Δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, όπως συνηθίζουμε να λέμε- όμως ο λαός μας λέει «όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια», ίσως αυτοί που τα στείλανε εκεί να φρόντιζαν για την επιβίωσή τους.

Επειδή εγώ έζησα μαζί με τα παιδιά αυτά και στην Αλβανία και στην Ρουμανία, ξέρω ότι περνούσαν καλά, και σε επιστολή μου περιέγραψα την ζωή τους. Από πού όμως προέρχονταν οι πόροι, δηλαδή τα χρηματικά μέσα για την συντήρησή τους, αυτό δεν το ξέρω. Κοντά στα παιδιά τότε και εγώ καλά περνούσα. Εκτός από στέγη, τροφή κλπ που ήταν δωρεάν, αν και δεν είχα το επάγγελμα της δασκάλας, με είχαν διορίσει δασκάλα –οι ανάγκες της εποχής- έπαιρνα και μισθό. Και όπως γράφετε και εσείς, τα παιδιά αυτά ήταν μακριά από τους γονείς τους και την μητέρα Ελλάδα, γι’ αυτό όσοι βρέθηκαν δίπλα τους, φρόντιζαν με κάθε τρόπο, όσο μπορούσαν, να καλυτερεύσουν την ζωή τους και όλοι γύρω τους τα περιέβαλλαν με αγάπη και στοργή.

Γράφετε για «παιδιά απαχθέντων». Δεν τα απήγαγαν κύριε Γιάννη Διόπουλε, δεν τα άρπαξαν, τα συγκέντρωσαν, όπως σωστά έγραψε στην σύντομη αλλά πάρα πολύ αντικειμενική του επιστολή ο κύριος Περδίκκας Παπακώστας και για τις δύο παρατάξεις, τα «συγκέντρωσαν για να τα προστατεύσουν», ο οποίος κατάγεται από την Καστοριά και είναι αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων εκείνης της εποχής.

Όσον αφορά για το κόμμα μου που με γράφετε, εννοείτε το Κ.Κ.Ε., αν και δεν ανήκω σ’ αυτό το κόμμα, δεν με στεναχωρήσατε καθόλου, γιατί σε όλα τα κόμματα υπάρχουν και καλοί και κακοί. Το βασικό είναι να είναι κανείς άνθρωπος, και να μην παραπλανά την πραγματικότητα και διαστρεβλώνει την αλήθεια.

Και λίγα λόγια για τον εμφύλιο σπαραγμό, μια και τον αναφέρατε, που όπως είναι πια ξεκάθαρο, μας τον επέβαλλαν οι ξένοι. Τον είχαν τόσο καλά προμελετημένο και προετοιμασμένο «οι φίλοι και σύμμαχοί μας» Αγγλοαμερικάνοι μαζί με τα τότε ντόπια σκύβαλα της χώρας μας, για την ολοκληρωτική εξόντωσή τους, και λέγανε οι κομμουνιστές φέρνουν τον εμφύλιο, και την πλήρωσαν οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, οι μόνοι υπερασπιστές της πατρίδας 41-44.

Οι ήρωες αυτοί, που με πατριωτική έξαρση, θυσίες και αίμα πολεμούσαν με το τουφέκι στον ώμο από τα βουνά και τα λαγκάδια της χώρας τους ενάντια στα στρατεύματα κατοχής για την λευτεριά της πατρίδας τους. Θυμάμαι τότε ήμουν στην οργάνωση της Εθνικής Αλληλεγγύης, γυρίζαμε από σπίτι σε σπίτι μαζεύαμε τρόφιμα, ρούχα, τα κάναμε δέματα και τα στέλναμε στα βουνά, στα παιδιά αυτά που πολεμούσαν τον κατακτητή. Είχαν γεμίσει τότε οι φυλακές, εξορίες, τα εκτελεστικά αποσπάσματα, τα μπουντρούμια, τα ξερονήσια από αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης (λες και όλοι τους ήταν κομμουνιστές) και τι να έκαναν;

Πού να πήγαιναν; Δεν έβρισκαν άλλη διέξοδο παρά μόνο τον δρόμο του βουνού, και αναγκάστηκαν με μεγάλη τους θλίψη, και παρά την θέλησή τους, να ξαναπάρουν για δεύτερη φορά τα βουνά, για να υπερασπιστούν την ζωή, την τιμή και την αγωνιστικής τους αξιοπρέπεια.

Και με τον τερματισμό του εμφυλίου, ένα καινούργιο τίμημα περίμενε τους άξιους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης: η πολιτική προσφυγιά με 30 χρόνια αναγκαστική υπερωρία.

Αφροδίτη Γιουβρή


Υστερόγραφο

Αγαπητέ κ. Π. Μπαϊρακτάρη,

Την επιστολή την έγραψα πριν αρκετό καιρό, δεν θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία, και απορώ πώς δεν την λάβατε έγκαιρα. Τώρα δυστυχώς είναι αρκετά ανεπίκαιρη.

Για την κ. Ι. Μπουγά και τους φίλους ομοϊδεάτες του, η μοναδική, φιλική χώρα γι’ αυτούς είναι η Αμερική (και όλοι οι άλλοι, κομμουνιστές, παραπέτασμα, εχθροί της πατρίδας) κι ας περάσαμε αρκετά δεινά εξ αιτίας της και του εμφυλίου, τον οποίο αυτοί μας τον επέβαλαν (Τσώρτσιλ, Τρούμαν) και την Κύπρο αυτή ήταν η αιτία που την χάσαμε, βοηθούσαν τότε οι Αμερικάνοι την χούντα και τώρα με το σκοπιανό, δεν πρόλαβε να επανεκλεγεί στις προηγούμενες εκλογές ο κ. Μπους και αμέσως την επομένη αναγνώρισε τα Σκόπια με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Αλλά γιατί σας τα γράφω όλα αυτά τα γνωστά και σας απασχολώ; Με συγχωρείτε. Απλώς τα γράφω από αγανάκτηση.

Κι ας περάσω σ’ ένα άλλο θέμα. Δεν ξέρω τι συγγένεια έχετε με τον κ. Δημήτριο Μπαϊρακτάρη, ο οποίος αξίζει πολλά και θερμά συγχαρητήρια, με την δωρεά του για την ίδρυση του δημοτικού ωδείου στην Καστοριά. Ας γίνει παράδειγμα για μίμηση και για άλλους συμπατριώτες μου.

Τέλος, κύριε διευθυντά, επιτρέψτε μου να σας συγχαρώ με την συμπλήρωση των 10 χρόνων από την έκδοση της τόσο έγκυρης, αντικειμενικής και αμερόληπτης εφημερίδας σας. Και για να έχει μία εφημερίδα πλεονεκτήματα, χρειάζεται ειλικρίνεια, τόλμη και θάρρος –και που όλα αυτά σας διακρίνουν- γι’ αυτό εξακολουθήστε να εργάζεστε (το δύσκολο έργο σας) με τον ίδιο ζήλο, δημιουργικότητα και πατριωτισμό, για το καλό της γενέτειράς μας Καστοριάς, αλλά και γενικότερα της χώρας μας.

Σας συγχαίρω και πάλι και σας ευχαριστώ θερμά για την σωστή ενημέρωση που μας χαρίζετε. Εύχομαι στην ΟΔΟ από καρδιάς, η έκδοση και η κυκλοφορία της να συνεχιστούν και για πολλές άλλες δεκαετίες.

Με ιδιαίτερη εκτίμηση
Αφροδίτη Γιουβρή


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4.12.2008


27.12.08

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Οι πολλοί θάνατοι «του ενός Ίωνα Δραγούμη»

«Αρχιερέας του αντιβουλγαρισμού
και ψευτοήρωας του
αντι-Μακεδονικου αγώνα».

Διαδικτυακή ιστοσελίδα
του ‘‘Ουράνιου τόξου’’


«Mη λησμονείτε ποτέ το θάνατο
του Παλικαριού, αλλά προπάντων
μη λησμονείτε τη ζωή του»

Ιων Δραγούμης
Μαρτύρων και ηρώων αίμα

«Λευκή ας βαλθή όπου έπεσες κολώνα
(πως έπεσες γραφή να μη το λέη)
Λευκή με της πατρίδας την εικόνα
Μόνο εκείνη ταιριάζει να σε κλαίη
Βουβή μαρμαρωμένη να σε κλαίη».

Κωστής Παλαμάς,
Νεκρική Ωδή στον ΄Ιωνα Δραγούμη - Περιοδικό Νουμάς, Αθήνα, 15.8. 1920

Οκτώβριος 2008. Κρατώ στα χέρια μου ένα πολύ φροντισμένο βιβλίο. Φροντισμένο με αληθινή βιβλιοφιλική στοργή,τέτοια που ποτέ μέχρι τώρα δεν αξιώθηκε ο συγγραφέας του μήτε όσο έζησε τη λιγοστή ζωή του μήτε κι ύστερα. Το “Μαρτύρων και Ηρώων αίμα” του ΄Ιωνα Δραγούμη από τις προσφορές με σημασία της εφημερίδας “Το Βήμα”. Το βιβλίο που ο ακριβός του φίλος, και ο μέγας αισθητικός Περικλής Γιαννόπουλος, ο αλαβάστρινος Ελληνας, που αργότερα χάρισε τα νιάτα του σπονδή στους Τρίτωνες και τις Νηρηίδες του Φαληρικού πελάγους, είχε χαρακτηρίσει σαν «ευαγγέλιο» και «αρχαγγελικό σπαθί». Αν ο Θεός το θέλει σκέφτομαι, με πεντέμιση μόλις ευρώ, όσο δηλαδή κοστίζει σήμερα ένας καφές, το βιβλίο αυτό θα μπει σε κάθε ελληνικό σπίτι και θ’ αποτελέσει κτήμα κάθε οικογένειας. Εκδοτικό επίτευγμα και παράδοξο μαζί που θα ζήλευε κάθε συγγραφέας, εκατό σχεδόν χρόνια μετά τη συγγραφή του, κάποιο βιβλίο του να δοκιμάζει αυτήν την τύχη.

Βέβαια “Tο Bήμα” από την προηγούμενη εβδομάδα φρόντισε να μας προϊδεάσει (η προστατεύσει;) διαφημίζοντας (;) το βιβλίο που θα πρόσφερε: “είναι γραμμένο με πάθος, με θέρμη, με θαυμασμό για τον ήρωά του και με πατριωτική έξαρση που αργότερα οδήγησε τον Δραγούμη στα άκρα”. Δηλαδή: καλός ο Ίωνας αλλά ακραίος! Στην εποχή του άσπρο η μαύρο, των απίστευτων μανιχαϊσμών και των αποκλεισμών μέσα σε επιφάσεις δημοκρατίας και ελευθερίας (μόνον καταναλωτικής) να οριοθετούμε με μια μόνο λέξη μια ολάκερη ζωή, ένα πνεύμα που στις εξάρσεις του γέννησε και δορύαιχμες ιδέες. Να φυλαχτούμε λοιπόν κι από τον «ακραίο»… Ιησού -ας σκεφτώ κι εγώ ακραία- τον οργίλο με το φραγγέλιο στο Ναό και την αποστροφή του προς τους υποκριτές και τους πλούσιους. Θάχουμε τότε απαρνηθεί ολόκληρη τη διδασκαλία Του. Και θάχουμε λησμονήσει τον Θεό του «στρέψαι και την άλλην»…

Πριν μερικά χρόνια η μεγάλης επίσης κυκλοφορίας αθηναϊκή εφημερίδα “Ελευθεροτυπία” πρόσφερε στους αναγνώστες της ένα πολύτομο έργο τιτλοφορούμενο “Η Ιστορία των Ελλήνων” Στον 12ο τόμο σελίδα 319 διαβάζουμε : “Ο Ίων Δραγούμης μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο διανοούμενος του φασισμού πριν από τον φασισμό”. Τι να πει κανείς;
Δυό ακόμα πυροβολισμοί στο άψυχο κυλισμένο κατάχαμα κορμί…


Λεωφόρος Κηφισίας
31 Ιούλιου 1920, ώρα 3.30 μ.μ.


Σπαρακτικά η Κοτοπούλη τον ικέτεψε να μη φύγει. Να μη βγει έξω τέτοιες ώρες που το θερμασμένο μίσος κι η λάβα του καλοκαιριού είχαν πάρει την πρωτοκαθεδρία. Η απόπειρα κατά του Βενιζέλου στο σταθμό της Λυών στο Παρίσι ξύπνησε και πάλι το δράκο του εθνικού διχασμού, τον αγρίεψε και τον έβγαλε στο δρόμο να χορτάσει αίμα κι εκτόνωση.
Όταν οι τρομεροί «Γυπαραίοι» εντόπισαν το ανοιχτό «φορντάκι» του Ίωνα να κατεβαίνει την Λεωφόρο Κηφισίας έκαμαν στον οδηγό ζωηρές χειρονομίες να σταματήσει στο πλάϊ.
«Για πού το ΄βαλες λεβέντη;» του απηύθηνε ο πιο ζωηρός ένοπλος της συντροφιάς. «Ξέρεις σε ψάχνουμε από ώρα, μωρέ καταραμένε κι ήρθες κι έπεσες μοναχός σου στα χέρια μας. Καλοσταδεχτήκαμε παιδιά! Κατέβα γρήγορα κάτω Δραγούμη! γρύλιξε αφρίζοντας. Ο μαυριδερός λοχίας που έστεκε θυμωμένος μπροστά στον αμίλητο Ιωνα ήταν ο Σαρτζέτης πρωτοπαλίκαρο των ταγμάτων εφόδου του Κρητικού και παλιού μακεδονομάχου Παύλου Γύπαρη. Τα τάγματα έφεραν τον τίτλο-στάχτη στα μάτια- της προσωπικής φρουράς του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Άλλη όμως ήταν η πραγματική δουλειά τούτων των παλικαράδων.

Ο Ίωνας κατάλαβε αμέσως. Είχε έρθει η ευλογημένη ώρα. Για τούτη τη στιγμή ετοιμάζονταν όλα τα χρόνια. Ο δρόμος είχε φτάσει στο τέρμα όπως ακριβώς τα ΄χε υπολογίσει. Και δεν είχε ν΄ αντιτείνει η να συνομιλήσει απέναντι στις οργισμένες φωνές του ένστολου όχλου. Την πορεία μιας ζωής δεν μπορεί ένας χωροφύλακας που στέκεται στο δρόμο σου να σ΄ αναγκάσει να την προδώσεις. Προτίμησε να σιωπήσει από δω και πέρα και να μη πει τίποτα πια.
Θυμήθηκε μονάχα όσα έγραφε στο ημερολόγιό του τρία χρόνια πρωτύτερα εξόριστος στο Αιάκιο της Κορσικής: «Η τυραννία του Βενιζέλου μ΄ έμαθε να μην περιμένω δίκαιο από κανέναν, ούτε από τους Γάλλους που μ΄ εξόρισαν, ούτε από την Ελλάδα που μ΄ έχει εκτοπισμένο. Βρέθηκα μπροστά στη βία και την αντίκρισα φάτσα με φάτσα, είναι ωμή, σκληρή, απαίσια. Μόνο στις δικές μου τις κρυμμένες δυνάμεις μου απομένει να στηρίζομαι. Μα είναι τόσο μικρές, οι ατομικές δυνάμεις μπρος στην ομαδική τη βία».

Σαν άγγιξαν τα πόδια του στο χώμα, χέρια τον άρπαξαν ολόγυρα και τον έσυραν. Ξέσκισαν σε μεριές το λευκό του λινό κοστούμι. Το καπέλο του έπεσε και ανακατώθηκε στα χώματα από τα συρσίματα και το ποδοβολητό της αγριεμένης ομάδας. Οι γροθιές έπεφταν βροχή από παντού στο πρόσωπο και το κεφάλι μα ο ώριμος άνδρας υπέμενε ολόρθος χωρίς να διαμαρτύρεται. Κι αυτό τους πείσμωνε και τους ερέθιζε ακόμα πιο πολύ. «Αυτό ήταν τόφαγες το κεφάλι σου! Τέλειωσαν τα ψωμιά σου λιμοκοντόρε!». Άρχισαν να τον πηγαίνουν όπως σε πορεία διαπόμπευσης μέσα στο μεσημέρι όπου κι ο αέρας ακόμα είχε κρατήσει την ανάσα του κι άφηνε ολάκερη τη δουλειά για το αβάσταχτο καλοκαίρι και τα θερμά μυαλά. Πίσω του θα έστεκε τώρα, σκέφτονταν ο Ίων, όλο αγωνία η Μαρίκα στο σπίτι κλαίγοντας.

Μόλις λίγες ώρες νωρίτερα το θέατρό της είχε λεηλατηθεί και καταστραφεί από τον όχλο. Τίμημα στη σχέση της μαζί του, πληρωμή άξια για τον δηλωμένο της αντιβενιζελισμό. Εκεί κοντά σ΄ ένα παραθύρι σιμώνοντας θ’ απορούσε με την σημαδιακή ακινησία του μεσημεριού και την χαύνωση που προκαλούσε ο Ιούλιος κι η Πηνελόπη Δέλτα. Έρωτας παλιός κι αποκαμωμένος των χρόνων της Αλεξάνδρειας. Η Πηνελόπη πειθαρχημένη στην θέληση του Μπενάκη του αυταρχικού της πατέρα που «έπνεε μένεα» για το Δραγούμη που ντρόπιασε τ΄ όνομα της οικογένειας και το γάμο της θυγατέρας του με τον Δέλτα, μαγεμένη τώρα από την πνοή του μεγάλου κρητικού είχε ξεγράψει από καιρό τον Ίωνα που αγκαλιάστηκε «με τους βασιλικούς». Στον άχαρο και άστοργο αυτόν εναγκαλισμό που ο Ίων αφέθηκε σαν οι διωγμοί κι οι αλλεπάλληλοι εκτοπισμοί που του επιφύλαξε το Βενιζελικό καθεστώς παράγιναν. Ο Βενιζελισμός, με τη δημοκρατική του προβιά, και οι ξένες πρεσβείες, που αλώνιζαν στη χώρα, έστειλαν αυτόν τον οραματιστή του έθνους – συνοδοιπόρο θερμό κάποτε του Βενιζέλου - στην αντίπαλη παράταξη.
Κι όποιος δεν έχει μάτια να βλέπει πιο μακριά κάθεται τώρα καλοζωϊσμένος, ήσυχος και ασφαλής να θωρεί τον «επιβεβλημένο από τα πράγματα διασυρμό» αυτού του ανθρώπου κάτω στον δρόμο. Πίσω από ‘να κλειστό παραθύρι αντίκρυ στο θανατηφόρο απομεσήμερο του Ιουλίου.
Καθώς το εκτυφλωτικό φώς διοικεί τον κόσμο κι εξαφανίζει τις μορφές. Χαρίζοντάς τις άϋλες στην ανωνυμία…


ΕΝΑΣ ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ
ΤΟΥ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ


"Περί την 4ην απογευματινήν ανέμενον μεθ΄ ομάδος εκ τριών η τεσσάρων προσώπων την άφιξιν του τραμ παρά την γωνίαν της λεωφόρου Κηφισίας και της οδού Ιωάννου Παπαδιαμαντοπούλου, πλησίον του υπ΄ αριθμόν 907 στύλου των ηλεκτρικών συρμάτων.
Την προσοχή μου επέσυρεν ομάς στρατιωτών αγόντων εν συνοδεία έναν πολίτην καλού παρουσιαστικού και βαδίζοντος μετά πολλής αξιοπρέπειας. Δεξιόθεν και αριστερά αυτού εβάδιζον δύο στρατιώται, δεκάς δε ετέρων στρατιωτών έπετο εκ του σύνεγγυς. Πάντες έφερον ντουφέκια.
Μόλις το απόσπασμα επλησίασεν εις τον υπ΄ αριθμόν 905 στύλον του τράμ μετέβαλλεν κατεύθυνσιν προς αριστερά και εσταμάτησε παρα το πεζοδρόμιον, αφήνοντας τον αιχμάλωτο πολίτη εις απόστασιν τεσσάρων βημάτων. Οι στρατιώται αφού εσταμάτησαν, επυροβόλησαν. Ερρίφθησαν παρ΄ αυτών περί τους δέκα πυροβολισμούς. Ουδέν πρόσταγμα ηκούσθη. Ο πυροβοληθείς πολίτης κατέπεσεν άπνους, χωρίς να βγάλει κραυγή, χωρίς να είπη τι...».

«Έφτασε η ώρα σου Δραγούμη» φώναξε ο Λοχίας.
Νωρίτερα είχαν σταθεί για μισή ώρα, κάτω από ΄να δέντρο έξω από το στρατόπεδο του Θων όπου και τα γραφεία του τάγματος. Εκεί ο Παύλος Γύπαρης -που ειδοποιήθηκε εν τω μεταξύ νάρθει- σαν άλλος Πιλάτος κι αφού έκαμε κάποιο επείγον τηλεφώνημα, πιθανότατα στον Εμμ. Μπενάκη, έδωσε οδηγία σε φρουρά «δώδεκα εμφανισίμων άνδρών υπο τον λοχία Σαρτζέτην να συνοδεύσουν τον Δραγούμην προς τας φυλακάς».
Τον έπρωξαν απέναντί τους στο στύλο του τραμ λίγο πριν το νοσοκομείο του Ευαγγελισμού. Δέκα έκαναν τέσσερα βήματα πίσω. Σήκωσαν τα όπλα και σημάδεψαν όλοι.

Λένε πως στην στερνή την ώρα περνάει στα μάτια του ανθρώπου που ψυχορραγεί ολόκληρη η ζωή του σαν ταινία με γρήγορη ταχύτητα. Κι ανάλογα με την «επί του φοβερού βήματος απολογία» η μάχη με το Χάρο έχει η δεν έχει αγωνία. Τις αγωνίες του ο Δραγούμης τις έζησε σε κάθε στιγμή της ζωή του. Παλεύοντας με οράματα, με ιδέες, με έρωτες, με πάθη. Μα πάνω απ΄ όλα με την ψυχή του πάλευε πάντα αυτήν που τώρα τώρα παρέδιδε στον όχλο κουρασμένη κι αηδιασμένη. Ήταν μέχρι εδώ μια πορεία αναμενόμενη και επιβεβλημένη. Μα- ποιός θα το πίστευε;- κι ολότελα επιλεγμένη μαζί από το υποψήφιο θύμα. Να διαλέγεις το θάνατό σου από τα πριν χωρίς να γίνεσαι αυτόχειρας.
Και τότε μισοκοιμισμένος και μισοξυπνητός, ένοιωσα την τραγική ματαιότητα κάθε σχεδίου και κάθε πράξης μου αφού τις πράξεις μου και τα σχέδιά μου μπορώ να τα κάνω μυθιστορήματα, τι ανάγκη να τα εκπληρώνω και σαν πράξεις και σαν εκτέλεση σχεδίων. Έτσι σιγά-σιγά η ενέργεια γίνεται γράψιμο, και ο ενεργητικός άνθρωπος η ο άνθρωπος,γραφιάς. Και λυπήθηκα τρομερά στον ύπνο μου που δε θα ήταν πια ανάγκη να εκτελέσω το σχέδιο μου στ΄ αλήθεια, αφού το είχα δει εκτελεσμένο σ΄ ένα μυθιστόρημα που εγώ το σκάρωσα. Το μυθιστόρημα είχε ωραία μέρη και ήταν ωραίο σύνολο. Μέσα φαίνονταν η αγάπη η μεγάλη της γυναίκας για τον άντρα της. Ο άντρας της έφευγε συχνά και ξαναρχόταν και αυτή τον περίμενε πάντα με τη γλυκιά τυραννία της απαντοχής και δεν του έγραφε για να μην πιστοποιήσει στον εαυτό της πως δεν ήταν πια κοντά της. Σ΄ ένα απ ΄αυτά τα ταξίδια ο άντρας της σκοτώθηκε, και δεν σκοτώθηκε από τους εχθρούς, μα από κείνους, που δεν τον χώνευαν επειδή είχε δειχτεί ανώτερος απ΄ αυτούς. Η γυναίκα του βλέπει μια μέρα και τον φέρνουνε σκοτωμένο. Μπαίνει σε μια βάρκα και πνίγεται μέσα σε μια λίμνη.

Οι «Γυπαραίοι» εκτελεστές της επιθυμίας του Δραγούμη που έγινε διαταγή για το «σκοπεύσατε!» - που δεν ακούστηκε - για το «Πύρ!» -που μήτε και αυτό ακούστηκε- γιατί μονάχα μέσα του το ψιθύριζε ο μελλοθάνατος αριστοκράτης κι αυτοί το έβλεπαν στο βλέμμα του.
Σαν εκείνος αποφάσισε την καίρια στιγμή έψαξε για το εφεδρικό του μονόκλ. Το άλλο είχε σπάσει μέσα στην κακοποίηση και τις σπρωξιές που προηγήθηκαν. Το φόρεσε με μια κίνηση μεγαλοπρεπή και αέρινη. Και σαν να έλεγε : «Τώρα είμαι έτοιμος!»
Εκείνοι αναγνώρισαν αμέσως το κρίσιμο νεύμα του προσώπου του:
-Φάτε το το σκυλί!

Ο Ίων έπεσε καταματωμένος στα χώματα. Καθώς κείτονταν άψυχος κάποιος από το απόσπασμα πλησίασε και τον λόγχισε δύο φορές στον τράχηλο κόβοντάς του σχεδόν ολότελα το λαιμό. Ύστερα τον κέντησε στα πλευρά. Ένα κοντοστούπικο μαυριδερό αποσπόρι της πειρατείας που λυμαίνονταν κάποτε την Κρήτη, ένας ότι πρέπει λεβέντης των χαμαιτυπείων, έφτυσε και κλώτσησε τον νεκρό. Ο επικεφαλής έδωσε τη χαριστική βολή συντρίβοντας τ’ όμορφο κεφάλι. Ύστερα όλοι μαζί γύρισαν αδιάφορα την πλάτη κι απομακρύνθηκαν με περήφανο στρατιωτικό παράστημα άξιο του καύσωνα και της τρέλας τους.
Αφήνοντας πίσω τους σαν ρούχο αδειανό έναν ωραίο Έλληνα. Τον πρώτο μεταξύ των Αρίστων…

«Σ΄ όποια γωνιά του Ελληνισμού κι αν βρεθώ, θα πασχίζω πάντα να δυναμώνω, να ξυπνώ, να ζωντανεύω…Ξυπνώ κάθε ύπνο κεντρίζω κάθε βαρεμό, συδαυλίζω κάθε στάχτη, ξεσκεπάζω κάθε σπίθα κρυμμένη και ανάβω κάθε φωτιά σβησμένη, βγάζω κάθε πνοή κουρασμένη και παίζω κάθε χορδή σιωπηλή. Ξυπνώ, ξυπνώ, ξυπνώ…»

Kαι το καταπέτασμα του Ναού
εσχίσθη εις δύο…


Είναι τυφλοί οι άνθρωποι.
Κι οι περισσότεροι γεννήθηκαν
για να είναι και μικροί.

Ι.Δ.

Ο δηλητηριασμένος αέρας του αθηναϊκού απογεύματος εκείνου του Ιουλίου σκόρπισε την είδηση σ΄ ολόκληρη τη χώρα σαν κάποια αποφορά αβάσταχτη, σαν στάχτη βρωμερή και σκόνη αλλόκοτη που τα τίναζε κανένας από πάνω του ανάλογα με την ιδεολογία του (…και την πληροφόρησή του ) κι έβγαινε κατά το δοκούν καθαρός και αμόλυντος:

Πως εφονεύθη ο Ι. Δραγούμης δεν χρειάζονται πλέον στον αναγνώστη πολλές δικαιολογίες. Κατά πληροφορίας είχε συνοδεύσει την δίδα Μαρίκα Κοτοπούλη και ενώ διήρχετο τους Αμπελοκήπους παρά την έπαυλη Θων συνελήφθη υπο ομάδος πολιτών απειλούντων να τον λιντσάρουν.
Προς σωτηρίαν του έσπευσε περίπολος στρατιωτών του τάγματος Ασφαλείας. Τον πρώτον πλησιάσαντα αυτόν εκ των στρατιωτών ο Δραγούμης απεπειράθη να πυροβολήσει δια πιστολίου αλλά ο στρατιώτης προλαβών τον ελόγχισε.
Μετά τινα λεπτά, μεταφερθείς στο 2ο στρατιωτικό Νοσοκομείο απέθανε. Εκείθεν μετεφέρθη εις το Νεκροταφείον…
(1 Αυγούστου 1920, Εφημερίδα Εμπρός -στην 4η σελίδα)

Φόνος του Ι. Δραγούμη

Ο Ι. Δραγούμης ετοποθετήθη μεταξύ δύο στοίχων χωροφυλάκων και ωδηγείτο εις το Φρουραρχείον. Καθ΄οδόν όμως επι της Λεωφ. Κηφισίας αποπειράται….(απω)θεί τους περιβαλλοντας… και τρέπεται (εις φυγήν)…
(οι άνδρες τον ) καταδιώκουν κραυγάζοντες προς αυτόν να σταθεί.
Ο Ι. Δραγούμης όμως τρέχει χωρίς να απαντήσει όταν δε ο εις των στρατιωτών τον επλησίασε αρκούντως, ο Ι. Δραγούμης εξήγαγεν περίστροφον και τον επυροβόλησε. Η σφαίρα διέλαθε του σκοπού της, ο δε στρατιώτης καταφθάσας ετραυμάτισε δια δύο αλλεπαλλήλων λογχισμών εις το στήθος τον Ι. Δραγούμην. Κατόπιν τούτων η περίπολος μεταφέρει τον τραυματίαν εις το Β΄ Στρατιωτικόν Νοσοκομείον προς νοσηλείαν. Δυστυχώς όμως περί την 5.30 μμ εξέπνευσε συνεπεία της σοβαρότητος των τραυμάτων και της αιμορραγίας. Η θλίψις και η αγανάκτησις των κυβερνητικών κύκλων επι τω θανάτω του Ι. Δραγούμη υπήρξε απερίγραπτος.
(1 Αυγούστου 1920, Εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος -στην 2η σελίδα)

Ότι άφησε η λογοκρισία
Μετά φιλικής αλλά και εθνικής οδύνης αγγέλομεν τον θάνατον του Ιωάννου Στ. Δραγούμη
(Λογοκρισία)

(1 Αυγούστου 1920, Εβδομαδιαία εφημερίδα Πολιτική επιθεώρησις –εκδότες Α. Μπούσιος & Αθ. Σουλιώτης –Νικολαϊδης)


Αίνος των αρίστων

Πόσες λέξεις και ποιοι χαρακτηρισμοί θα έφταναν για ν΄ αποδώσουν ιχνογραφώντας μονάχα το πέρασμα μιας τόσο σημαντικής ελληνικής μορφής; Ο ωραίος ΄Ελληνας, ο υψιπετής και αριστοκράτης, ο ευπατρίδης των γραμμάτων και της πολιτικής, η μόνιμα πυρωμένη κι ασίγαστη ψυχή, ο μειλίχιος κι ευγενικός άνθρωπος ο παρορμητικός ταυτόχρονα, ο ερωτευμένος με τις γυναίκες ο χωρίς χυδαιότητα, ο ερωτεύσιμος, ο μαχητής, ο σφριγηλός διανοητής, ο αισθαντικός και δόκιμος λογοτέχνης, το αχόρταγο χωνευτήρι των νέων ιδεών, το «ξυπνητήρι του ελληνισμού», ο ιδιοφυής και ακάματος οραματιστής, ο μελαγχολικός και πάντοτε αυστηρός με τον εαυτό του άνθρωπος, ο ταγμένος στο δρόμο της διάκρισης μα ποτέ της ματαιοδοξίας, αυτός που δεν βρήκε ποτέ το δρόμο του μα που σ΄ όλη του τη ζωή ερευνώντας απέφυγε τις βεβαιότητες και την ήρεμη ζωή, ο γοητευτικά αυτοκαταστροφικός. Ήταν μονάχα αυτά ο Ίωνας;

Έξαφνα στην ησυχία της νυκτός φύσηξε ένας άνεμος δυνατός, τρελός σαν να ήθελε να σαρώσει τον κόσμο, και είπα του ανέμου:
«Βρε αδελφέ, τι σ΄ έπιασε και ήρθες να χαλάσεις την ησυχία μας και να μας συνταράξεις έτσι. Καλά ήμαστε όπως ήμαστε».

Από τη ζωή του ας δούμε μερικούς σταθμούς μονάχα. Το 1902 εικοσιπέντε χρόνων με αίτησή του διορίζεται υποπρόξενος στο μοναστήρι. Ο πατέρας του Στέφανος, ο Λάμπρος Κορομηλάς, ο Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης και ο ίδιος οργανώνουν το Μακεδονικό κομιτάτο,την θρυαλλίδα του Μακεδονικού Αγώνα, αντίδραση δίκαια και επιβεβλημένη απέναντι στην εθνοκάθαρση του Βουλγαρικού κομιτάτου που είχε αρχίσει πολλά χρόνια νωρίτερα και είχε προκαλέσει την εξόντωση πολλών Ελλήνων και την τρομοκράτηση Ελληνόφωνων και μη -πάντως ελληνόδοξων - χριστιανών της Μακεδονίας. Ο ιδρυτής των ονείρων του ένδοξου βυζαντινισμού, ο εμψυχωτής της νέας πνοής του έθνους –κράτους είναι αυτός που γράφει με τα ίδια του τα χέρια το πρωτόκολλο παραδόσεως της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους και υψώνει την ελληνική σημαία στο Μητροπολιτικό μέγαρο (Στη Μητρόπολη εγώ ανέβασα την ελληνική σημαία). Το ημερολόγιο δείχνει 26 Οκτωβρίου 1912. Τον επόμενο χρόνο θα τεθεί σε διαθεσιμότητα από το διπλωματικό σώμα για δύο μήνες γιατί ενέκρινε την ένωση του Καστελόριζου με την Ελλάδα χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τον αρμόδιο υπουργό. Τα επόμενα χρόνια μετά τον αγώνα θα βρεθεί Πρόξενος σε Πόλη, Ρώμη και Αγία Πετρούπολη.

Αργότερα, θύμα του εθνικού διχασμού και της Γαλλικής ραδιουργίας, εκλεκτός εξόριστος σε Σαμοθράκη, Κορσική και Σκόπελο. Η βενιζελική παράταξη μισαλλόδοξη και εκδικητική στέλνει το 1917 στην αγκαλιά του Βασιλικού κόμματος έναν πρώην υποστηρικτή του Ελευθέριου Βενιζέλου και αληθινό κόσμημα της ελληνικής πολιτικής σκηνής: τον Ιωνα. Αναγκάζει τον ακραιφνή αντίπαλο της Μεγάλης ιδέας και ορκισμένο δημοτικιστή, αυτόν που ανατράφηκε με την τραγική φιλοσοφία του Νίτσε και του Μπαρρές, έναν υπαρξιστή πριν από του υπαρξιστές, που διάβασε αναρχικούς όπως τον πρίγκηπα Κροπότκιν, τον Μπακούνιν και τον Μαξ Στίρνερ -που τον ενέπνευσαν- αλλά και τον Καρλ Μαρξ που τον ενόχλησε και γρήγορα απομακρύνθηκε από αυτόν, τον ιδιότυπο σοσιαλιστή και «εθνικιστή» να προσχωρήσει στη Βασιλική παράταξη και ν΄ αναγορευθεί σε ηγέτη της. Ο Ίωνας τα επόμενα χρόνια θα αρθρογραφεί πια «απταίστως»,για τις ανάγκες και τα καθιερωμένα της εφημερίδας Πολιτική επιθεώρησις στην καθαρεύουσα, γλώσσα την οποία μισεί μέχρι θανάτου. Και μέχρι θανάτου θα λογίζεται πλέον σαν εχθρός του Βενιζέλου.

Πόσες ζωές χωρούν εδώ μέσα; Πόσες ζωές αλήθεια έζησε ο Ιωνας; Δύο παραδέχεται ο ίδιος. Η μια εσώτερη δύσκολη και ατέλειωτη. Και μια άλλη περίοπτη από το πλήθος που του επιβάλει η φιλοδοξία του για την κοινωνική διάκριση. Τρόπαιο και για τις δύο ο μαρτυρικός του θάνατος!
Στην ταινία του Θ. Αγγελόπουλου «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» στιγμή μοναδικής αισθητικής και φιλοσοφικής κορύφωσης είναι η στιγμή που ο πολιτικός κατεβαίνοντας από το βήμα μουρμουρίζει διπλώνοντας τα χαρτιά της ομιλίας του και στριμώχνοντάς τα σε μια τσέπη «…Κάποτε πρέπει να σωπαίνει κανείς προσπαθώντας ν΄ ακούσει τη μουσική πίσω από τη βροχή…». Σκεφτόμουν τη στιγμή εκείνη πως ο μόνος πολιτικός που θα μπορούσε μέσα στα 150 χρόνια της κοινοβουλευτικής μας ιστορίας να ξεστομίσει μια τέτοια φράση είναι ο Ίωνας Δραγούμης. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν αργότερα πολύ διαβάζοντας τα Φύλλα ημερολογίου του διάβαζα:

«Η αίσθηση της τραγικότητας της ζωής δεν μου φέρνει γέλιο σαρδόνιο, ούτε άλλο, αλλά μου φέρνει μουσική. Αναβρύζει από τα κατάβαθα των σωθικών μου μια πλούσια, πολυσήμαντη, περίπλοκη και καθάρια στην έκφραση μουσική που με γεμίζει και χύνεται στον κόσμο».

Αν ζούσε, λένε πολλοί, ο Ίωνας θα βρίσκονταν κάποτε μαζί με τους έξη εξιλαστήριο θύμα και εξάντληση της λαϊκής οργής για την οδύνη της σφαγής στη Μικρασία και την αποκοτιά για «το φτάσιμο στην κόκκινη μηλιά». Μα στα όνειρα του Ίωνα δεν έστεκε εμπόδιο η ημισέληνος και τα φέσια τα τούρκικα. Δεν είχε αυτός τέτοια οράματα. Τα δικά του οράματα την ανόρθωση του Βυζαντίου άγγιζαν, για τους Τούρκους δεν είχε μίσος κανένα, αυτούς τους διαφεντεύουμε έλεγε, τους έχουμε διαβρώσει από τα μέσα. Ελληνικές πόλεις η Πόλη, η Σμύρνη, οι πόλεις της Μαύρης Θάλασσας. Οι Σλάβοι και πιότερο οι Βούλγαροι ήταν ο αληθινός εφιάλτης του. Με τον Βενιζέλο περπάτησε σιμά κάποτε μα απομακρύνθηκε αηδιασμένος από την πολιτική του. Υποστηρικτής της Αντάντ βρέθηκε μαζί του –πλάϊ σ΄ ένα Βενιζέλο που δημιουργούσε με συνθήκες «την Ελλάδα των πέντε θαλασσών», πιστός στη δική του «μεγάλη ιδέα» των μεγάλων συνθηκολογήσεων (και φυσικά των αναλόγων παραχωρήσεων…). ΄Ισως, λένε κάμποσοι άλλοι, όσο η γνώμη του ΄Ιωνα ήταν υπολογίσιμη, κάποτε θα μπορούσε ν΄ αποφασίζει, και οι εξελίξεις στην υπόθεση της Μικρασιατικής καταστροφής θάταν πολύ διαφορετικές, αν δεν είχε εν τω μεταξύ δολοφονηθεί. Όμως ο θάνατος είναι το αναπόδραστο γεγονός και η έλευσή του δεν χωρεί αμφισημίες και εικοτολογικές ερμηνείες. Ο Ίωνας δολοφονήθηκε παραμονές της μεγάλης εθνικής καταστροφής που ακολούθησε. Ίσως ο θάνατος του νάταν και σημαδιακός. (Η μήπως η Mικρασιατική καταστροφή να στάθηκε άραγε το μεγάλο τίμημα;).

Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει στα «2Χ7ε» με τον τίτλο «Οι πολλοί ΄Ελληνες του ενός Δραγούμη»:

«Αριστοκράτης είσαι είτε όταν κληρονομείς αυτομάτως κάποιον πρόγονο είτε αν κατακτάς με το σπαθί σου τις ιδιότητες που συνεπάγεται θέλω να πω, ειδικότητες «αποκτηθείσες εν τω στρατεύματι» όπως λέγαμε την εποχή της μόδας των πολέμων.
Τέτοιος ήταν ο Ιων Δραγούμης, ο γλυκοαίματος και θανάσιμα μισητός, ο άνθρωπος των σαλονιών και των κομιτάτων, ο δημοτικιστής και γόνος καθαρολόγων, ο σεμνός κι ο ερωτιάρης, ο εχθρός της μικρής και εντίμου Ελλάδος αλλ΄ αδελφικός φίλος του βασιλέως, ο μακράν μέχρι θανάτου από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και οραματιστής μιας άλλου είδους μεγάλης Ελλάδας. Αυτές όλες οι πέρλες, άλλοτε φωτερές κι άλλοτε αλαμπείς, δεν συνθέτουν μόνον ένα μυστηριώδες όνομα παρά γενούν μια προσωπική μυθολογία που με γέμισε γοητεία σ΄ όλη την πρώτη μου νεότητα. Σχεδίαζα μεγάλα δοκίμια περί μελλοντικών ονείρων του ελληνισμού, που δεν ήξερα, όπως δυστυχώς δεν ξέρω ίσαμε σήμερα, πώς να τα γεμίσω. Εί-ναι οι σφαίρες που αφανίζουν μυστικά, η στη θέση των μυστικών δεν υπάρχουν παρά ευγενείς ιδεολογίες;
…Στη Σαμοθράκη του όμως εξακολουθώ να βρίσκω ίσαμε σήμερα τον λεπτοφυή συγγραφέα και πατριώτη από πηγή.
Που, όπως σ΄ ένα ακρογιάλι έρημο της Θράκης περπάτησε μες στην καθαροσύνη του μεσημεριού έτσι ανυπόδητος πέρασε πάνω από τις αιχμές και τις πανουργίες της τρέχουσας πολιτικής…».

Ο αείμνηστος καθηγητής Δημήτριος Ευρυγένης έγραφε το 1961:
«…Τα στοιχεία της Εθνικής Ιδέας, όπως την διεμόρφωσε κατά την αγωνιστική του θητεία στον ελληνικό Βορρά ο Ιων Δραγούμης, συνθέτουν, πρέπει να συνθέτουν, και σήμερα τη σχέση του καθενός μας προς το έθνος. Μέσα σ΄ αυτά τα στοιχεία μπορεί να βρή κι η σημερινή ελληνική νεότης τις βασικές προϋποθέσεις του ιδανικού της. Αγωνιστικότης, επαγρύπνισις, ετοιμότης και πείσμα στους εθνικούς αγώνες. Εσωτερικά για να ελέγχουμε πάντα τον εαυτό μας και να τον γυμνάζουμε. Κι εξωτερικά για να διασφαλίζουμε τα δικαιώματα του Ελληνισμού μέσα στα πλαίσια μιας ευκταίας ειρήνης.

…Kι αλήθεια οι λόγοι του είναι, και σήμερα ακόμη, για κάθε ΄Ελληνα χτυπήματα σπαθιού, λαμπερές σπίθες. Ξυπνούν μέσα μας μια λαχτάρα για την Ελλάδα στην πιο δημιουργική, την πιο συμπυκνωμένη, την πιο ανδρική μορφή της.»


Συνεχίζονται οι πυροβολισμοί

Κοντεύουν ενενήντα χρόνια από τη μέρα τη δολοφονίας του Ιωνα Δραγούμη. Στα χρόνια μέχρι σήμερα το επίσημο ελλαδικό κράτος αρκέστηκε να εκπληρώσει τα τυπικά του χρέη απέναντι στον σπουδαίο αυτόν Έλληνα. Έναν τάφο αξιοπρεπή στο πρώτο νεκροταφείο και την απέριττη επιτύμβια στήλη -έργο του γλύπτη Αριστοτέλη Ζάχου- στο σημείο όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Μα και ένα δυο κείμενά του που συμπεριλήφθηκαν για την εθνική ανάταση στα Ανθολόγια του Δημοτικού που όμως εδώ και μισόν αιώνα έχουν εξαφανισθεί.

Η μνημειακή στήλη – ένας λεπταίσθητος βυζαντινός κίονας με το μονόγραμμα του Ιωνα - ραγίζει την ψυχή με τις σπαρακτικές λέξεις του Κ. Παλαμά χαραγμένες πάνω της («πως έπεσες γραφή να μην το λέη…»). Κάποτε η στήλη αυτή υπέστη βανδαλισμούς - από αμετροεπείς η ολιγοφρενείς - μα σήμερα έχει αποκατασταθεί και βρίσκεται σε αξιοπρεπή κατάσταση. Επισκέπτομαι το μέρος σχεδόν κάθε φορά που βρίσκομαι στην Αθήνα. Νοιώθω πως έχω κάποιο ραντεβού εκεί με τον Ίωνα και σαν συντοπίτες (και μαθητής με δάσκαλο) ανταμώνουμε και λέμε (και πάντα τον αφήνω να μιλά εκείνος…).

Τον ίδιο τον Ιωνα όμως τον ξεχάσαμε. Η φριχτή εγκατάλειψη του πτώματος του μέσα στο απόγευμα εκείνο σ΄ ένα πεζοδρόμιο της Αθήνας τράβηξε για λίγο μόνο τα περίεργα μάτια μας σαν θλιβερό περιστατικό της ημέρας. Ακούστηκαν ψέματα φρικτά και δόθηκαν εξηγήσεις που δεν έπεισαν κανέναν. Η δίκη-παρωδία που ακολούθησε με τον Γύπαρη και τον Μπενάκη κατηγορούμενους- και φυσικά αθώους στη συνέχεια- δεν απέδωσε ευθύνες. Το πεζοδρόμιο καθαρίστηκε από τα αίματα, τα χρόνια έσβησαν τη μνήμη του ανθρώπου που πέρασε. Ο ελληνικός λαός, αδιάφορος και απορροφημένος από την ίδρυση του «νεοελληνικού ονείρου», αυτού του ποταμού μωροφιλοδοξίας και μαζικής πλάνης που ζούμε στις μέρες μας, δεν χρειάστηκε ξανά κανέναν Δραγούμη. Αυτός προσφέρθηκε στη «Δεξιά», στους «εθνικιστές» και στην πιο ακραία τους απο- φορά. Κι εκείνοι με τη σειρά τους χρόνια τώρα καπηλεύονται αποσπάσματα, φράσεις και στίχους και θραύσματα από το βαρύ του έργο ιδιοποιούμενοι πράγματα που δεν τους ανήκουν. Προβαίνουν σε εκδόσεις κακές μέχρι κάκιστες έργων του, φτηνές κομματικές μπροσούρες, χρησιμοποιούν με αδίστακτο τρόπο τ΄ όνομά του. Εκών άκων σύρθηκε ο νεκρός Ίωνας σαν ηγέτης τους και μοιραία πυροβολείται από τους αντιπάλους.

Η σκύλευση του πτώματος και του ονόματος ενός τιμημένου άνδρα ενενήντα χρόνια μετά συνεχίζεται ! Η Ελλάδα και οι Έλληνες έχουν χάσει τη ρότα και πλέουν «ίσα βάρκα ίσα νερά». Η Πατρίδα πλέει σε άγνωστα νερά και μαύρα. Το καράβι που ταξιδεύει το λένε…σύγχυσις πλήρης!
Σαν ΄Εθνος κάθε ευκαιρία την έχουμε προ πολλού χάσει…

Γράφει με δίκαιη αγανάκτηση ο Χρήστος Γιανναράς:

Στο ελλαδικό κράτος(και στην Κύπρο) ασκείται απροσχημάτιστη ιδεολογική τρομοκρατία από συγκεκριμένη, μαφιόζικου τύπου συντεχνία. Διακλαδωμένη η συντεχνία σε ολόκληρο το κομματικό φάσμα (από τους τάχα και πούρους μαρξιστές- που έχουν θητεύσει σε όλα περίπου τα κόμματα της Βουλής- ως τους δυσερμήνευτης αδιαλλαξίας νεοφιλελεύθερους) ελέγχει τα σχολειά, τα πανεπιστήμια, την τηλεόραση, με οποιαδήποτε κυβέρνηση. Επιβάλλει η συντεχνία έναν διεθνισμό παλαιομαρξιστικής έμπνευσης κα νεοταξικής υπαγόρευσης, σίγουρη απατρία, ετοιμότητα για οποιαδήποτε παραχώρηση στον οποιονδήποτε αρκεί να φαντάζουμε εκσυγχρονισμένοι...

...Πάντως, στην παράδοξη οπτική για την οποία μιλάμε, η τριτοκοσμική υπανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας σήμερα καταφάσκεται μόνο για να αποδοθεί αποκλειστικά σ΄ εκείνο το τμήμα της που επιμένει να ζητάει ιστορική αυτοσυνειδησία, πολιτιστική ιδιαιτερότητα, γλωσσική συνέχεια. Στο τμήμα της κοινωνίας που θέλει να γρηγορεί στην αναζήτηση «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, που διεκδικεί αξιοπρέπεια του ελληνικού ονόματος στις διεθνείς σχέσεις. Αυτοί όλοι είναι η συντήρηση, ο επάρατος «εθνικισμός» αυτοί που κρατάνε την Ελλάδα καθηλωμένη στην καθυστέρηση. Ενώ τα καταπληκτικά κατορθώματα των τελευταίων δεκαετιών τα πέτυχαν οι «κοσμοπολίτες» και «ολίγον λεβαντίνοι» υπουργοί εξωτερικών κάποιοι θαμώνες της λέσχης του Μπίλντεμπεργκ, κάποιοι εξωστρεφείς επιχειρηματίες.

Οι «αριστεροί» πάλι έχουν από μια τελειώσει τους λογαριασμούς μαζί του (αφού τον χάρισαν ευχαρίστως «απέναντι») και προτιμούν να χαίρονται τον «διεθνισμό τους» …χωρίς πατρίδα! Αντίδωρο στην πλάνη τους μακάρι να σταθούν τα λόγια του αριστερού κοσμοπολίτη Έλληνα Μιχάλη Ράπτη (του θρυλικού «Pablo») -του πιο… διεθνιστή από τους διεθνιστές!-
Η αναβίωση των εθνικισμών δεν μπορεί να θεωρείται σαν αρνητική απλώς εκδήλωση, που εναντιώνεται στην παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, αλλά και σαν αναπόφευκτη εκδήλωση αντίστασης εκείνων, οι οποίοι αισθάνονται ότι είναι υποχρεωμένοι η να αγωνιστούν για να διατηρήσουν μια δική τους εθνική ταυτότητα η να υποταχθούν απολύτως στη νέα τάξη πραγμάτων.

Και συνεχίζει αλλού:
«Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και δεν την περάσεις στα χέρια της αριστεράς είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι».

Το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου του Ίωνα δεν έχει δει το φως της εκδοτικής δημοσιότητας. Από το 2000 και μετά, αν και προσιτό στον καθένα -στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη όπου φυλάσσεται -καθώς μάλλον δεν έχει ουσιώδες εκδοτικό ενδιαφέρον, κανένας δεν αναλαμβάνει να επιμεληθεί ούτε ακόμα και αυτήν την ημιτελή έκδοση των «Φύλλων Ημερολογίου» που κάποτε ο Κλέων Παράσχος τοποθετούσε πολύ ψηλά σαν έργο «μοναδικό ως σήμερα στη λογοτεχνία μας» ( μέχρι τότε δεν είχαν κυκλοφορήσει «Οι μέρες» του Γ. Σεφέρη ).
Σήμερα καθώς θεριεύει η κωμικοτραγική διαπάλη για την ονομασία του θλιβερού προτεκτοράτου των Σκοπίων, και το περίφημο «μειονοτικό» ανακινείται δολίως, ξύπνησαν μνήμες και μίσος ενός αιώνα στοχεύοντας πάλι τον Ιωνα και τις «εθνικιστικές του ιδέες». Απίθανα ιστορικά κατασκευάσματα διαπλέουν στο διαδίκτυο και τα λοιπά ΜΜΕ με τη μορφή φορεμένης ανάποδα -από τη φόδρα -ιστορίας λαμπερής και καινούργιας. Καταγέλαστης στους πάντες όμως.
Η διαπόμπευση, οι προπηλακισμοί, το βουητό του όχλου εξακολουθούν ν΄ ακούγονται στο δρόμο…

Όμως φτάνει. Αφήστε τον επιτέλους! Αυτόν που βάδισε με βηματισμό φλωρεντινού ποιητή, έχοντας όραμα για την Πατρίδα του. Αυτόν που ίδρυσε τα νέα όνειρα και πέρασε μέσα από τα αίματα και τον έρωτα χωρίς χυδαιότητα.
Αυτός ο βαθύτατα στοχαστικός, αντιφατικός, μελαγχολικός και ευγενής άνθρωπος δεν αξίζει τη χλεύη ούτε τη φτήνια. Άλλωστε έχει πεθάνει πια. Στις 13 Αυγούστου (με το σημερινό ημερολόγιο) του 1920…
Δεν πάει ο δημιουργός με σταθερό σκοπό. Ένα σπίθισμα, μια τάση από, μέσα του, ένας πόθος και ένας πόνος, τον σπρώχνει εμπρός. Λίγο βλέπει καθαρά εμπρός και κάνει σχέδιο, πρόγραμμα. Λίγο πάρα πέρα, απέραντο και ανεξιχνίαστο δάσος το μέλλον.


Βιβλιογραφία - πηγές
1. Αθ. Κόρμαλη, Η εκτέλεση του Ίωνα Δραγούμη, εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 1994
2. Οδ. Ελύτης, 2Χ7 ε Οι πολλοί Έλληνες του ενός Δραγούμη, Ικαρος-1996
3. Το ημερολόγιο του Νουμά, επιμέλεια Στεφ. Μπεκατώρος, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα -2002
4. Δημ. Ευρυγένη, Ο Ίων Δραγούμης και ο Μακεδονικός αγών, Εταιρεία Μακεδονικών σπουδών, Θεσσαλονίκη- 1961.
5. Ίωνος Δραγούμη, Φύλλα ημερολογίου, τόμος Ε Επιμέλεια Θ. Σωτηρόπουλος, Αρχείο Ίωνα Δραγούμη, Ερμής 1986
6. Ίωνος Δραγούμη, Φύλλα ημερολογίου, τόμος ΣΤ Επιμέλεια Θ. Σωτηρόπουλος, Αρχείο Ίωνα Δραγούμη, Ερμής 1987
7. Επιτάφια στήλη στον Ίωνα Δραγούμη, Τετράδια Ευθύνης 1978.
8. Ίων Δραγούμης, Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Από την σειρά ιστορικού μυθιστορήματος που κυκλοφόρησε η εφημερίδα το Βήμα. Αναπαραγωγή σε μονοτονικό σύστημα της 2ης έκδοσης (του 1914)
9. Ίωνος Δραγούμη, Ο Ελληνισμός μου και Οι ΄Ελληνες, Ελληνικός πολιτισμός, Ευθύνη, Αναλόγιο στ΄, 2000 ΜΧ
10. Αθ. Σουλιώτη – Νικολαϊδη, Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως, εκδόσεις Δωδώνη, 1984
11. ‘Ιων Δραγούμης, Σταμάτημα, Νεφέλη -1991
12. Χρήστου Γιανναρά, Ιδιοφελή παράδοξα και φοβίες Επιφυλλίδα της Καθημερινής
13. Χρήστου Γιανναρά, Τι διαπραγματευόμαστε με τους Σκοπιανούς; Επιφυλλίδα της Καθημερινής, 26/10/2008
14. Η «νέα ιστορία» μέσα από τα «νέα» Ιδεολογικά φίλτρα, Περιοδικό Ρεσάλτο, Ιούλιος 2006


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4 και 11.12.2008

25.12.08

ΟΔΟΣ: Cassa

Η Ελλάδα αποτελεί τα τελευταία χρόνια, με μια σαφή επιδείνωση στο χρονικό διάστημα που διανύθηκε από τις εθνικές εκλογές του 2007 μέχρι σήμερα, το μοναδικό κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα του (περίπου) σκληρού πυρήνα της, το οποίο σπαράσσεται από τέτοιας μορφής, έκτασης και έντασης πολιτικά, δικαστικά και εκκλησιαστικά σκάνδαλα.
Τα οποία όλα μαζί, είναι τόσο πολλά και τόσο συγκοινωνούντα μεταξύ τους, ώστε να μπορεί να υποστηριχτεί η άποψη ότι εκτός από το τμήμα της δημόσιας ζωής της χώρας που βρίσκεται υπό την άμεση κοινοτική εποπτεία, κατά τα λοιπά η χώρα κυβερνάται μέσα στους λαβύρινθους της διαφθοράς και της σήψης.

Και να που τώρα, τους τελευταίους μήνες, είναι σε διαρκή εξέλιξη οι αποκαλύψεις γύρω από την Μονή Βατοπεδίου, για το ίσως χειρότερο ελληνικό σκάνδαλο όλων των εποχών. Μπροστά στο οποίο, το σκάνδαλο Κοσκωτά της περιόδου του 1989, θυμίζει αντικειμενικά παιδικό παιγνίδι. Κι’ όμως, παρά την ένταση των αποκαλύψεων οι πρωταγωνιστές του τεράστιου αυτού σκανδάλου δεν έχουν προφυλακιστεί. Κυκλοφορούν ακόμη ελεύθεροι. Και όσοι απ’ αυτούς είναι κληρικοί, με το θρόισμα και το ανέμισμα του ρασοφόρου σχήματός τους, εξακολουθούν να προκαλούν την κοινή νοημοσύνη και την συντεταγμένη ισοπολιτεία. Με αποτέλεσμα, η χλιαρή διοικητική ποινή που επέβαλε στον ηγούμενο Εφραίμ το Οικουμενικό Πατριαρχείο, να μοιάζει στα μάτια της κοινής γνώμης ως χάδι.

Χωρίς αμφιβολία, το σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος τόσο από την ιδιαίτερη φύση του (εμπλέκει όχι τους οποιουδήποτε κληρικούς, αλλά μοναχούς, και μάλιστα του Αγίου Όρους, πολιτικούς και ορισμένους ευαίσθητους στις πιέσεις της συνείδησής τους δικαστικούς) όσο και από την αμύθητη οικονομική έκταση και την διαβόητη επινοητικότητά του, αντάξια και πολύ χειρότερη της Μαφίας, είναι το πιο διεφθαρμένο σκάνδαλο που αποκαλύφθηκε ποτέ. Μόνο η καχυποψία ότι δυστυχώς μπορεί να υπάρχουν και χειρότερα σκάνδαλα που δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί είναι μοναδικός παράγοντας που συγκρατεί κάπως τις οριστικές εκτιμήσεις. Για τα μεγέθη της διαφθοράς.

Μπορεί οι αποκαλύψεις και όσα διαδραματίζονται να μην αφορούν με μια πρώτη προσέγγιση την Καστοριά, όμως το γεγονός ότι το σκάνδαλο-ατομική βόμβα, εκτυλίσσεται ιδίως στην βόρεια Ελλάδα, με επίκεντρό του την (υπερσυντηρητική τα τελευταία πολλά χρόνια) Θεσσαλονίκη, και λίγο πιο πέρα, στα ιερά βράχια του Αγίου Όρους, οδηγούν το ζήτημα στην καρδιά του ενδιαφέροντος των κατοίκων της Καστοριάς. Οι οποίοι εδώ και χρόνια παρατηρούν μεταξύ αναλόγων καταστάσεων ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με όσα συνέβησαν κατά καιρούς και στην Καστοριά. Έστω κι’ αν τα μεγέθη ευτυχώς είναι ή μοιάζουν δυσανάλογα.

Βεβαίως, θα έπρεπε έγκαιρα, η τοπική Μητρόπολη, καθώς και οι τοπικοί πολιτικοί, από βουλευτή μέχρι τελευταίο δήμαρχο, να τοποθετηθούν απερίφραστα και να αποδοκιμάσουν ατομικές συμπεριφορές που δεν είναι σύμφωνες με την αποστολή των εμπλεκομένων. Είτε αυτοί είναι μοναχοί και ηγούμενοι, είτε είναι υπουργοί, βουλευτές και νομάρχες, είτε είναι δικαστές. Θα έπρεπε να καταδικάσουν κάθε πράξη που σκανδαλίζει τον κόσμο, ακόμη και αν δεν είναι ολοκληρωμένο σκάνδαλο.

Πλην όμως, όλοι τους, στην Καστοριά σιωπούν. Συμπεριφέρονται σαν όλα αυτά να γίνονται κάπου στον Άρη και όχι στην Ελλάδα, τόσο κοντά στην Καστοριά και μάλιστα στο Άγιο Όρος που περιβάλλεται από αιώνες αναγνώρισης, σεβασμού και γενναιοδωρίας από τους Έλληνες. Και να που τώρα κινδυνεύει να πληγεί σοβαρά, ίσως και δύσκολα επανορθώσιμα στην συνείδηση και την εκτίμηση του κόσμου, εξ αιτίας της απληστίας και της μαφιόζικης διαστρωμάτωσης του κέρδους που οργάνωσαν κάποιοι δυστυχισμένοι. Οι οποίοι αδίστακτα παίρνουν στον λαιμό τους, τον αρχαιότερο ελληνικό θεσμό στον σημερινό ελληνικό γεωγραφικό χώρο: το Άγιος Όρος.


Όμως, ακόμη κι αν δεν αποκαλύφθηκαν ανάλογα γεγονότα και σκάνδαλα στην Καστοριά, σ’ αυτά παραπέμπουν (σκάνδαλα θυμίζουν δηλαδή) ο απηνής διωγμός που υπέστησαν τα τελευταία χρόνια μοναχοί και ιδιώτες στην περιοχή ευθύνης της εκκλησιαστικής επαρχίας της Καστοριάς. Αφού όλα όσα έγιναν και ταλάνισαν για 10 χρόνια την ενότητα των κατοίκων της Καστοριάς, είχαν πρωτίστως για κίνητρα ζητήματα οικονομικής φύσεως ή διαφωνίες ελέγχου και υποταγής. Γύρω από την χρηματική εκμετάλλευση μοναστηριών, σκητών, παγκαριών και εκδηλώσεων ακόμη και κτηρίων και περιουσιών. Με τελευταίο γνωστό κρούσμα, αυτό που συμπολίτης ανέδειξε και σχολίασε επωνύμως, σε πρωτοσέλιδο τοπικής εβδομαδιαίας εφημερίδας σχετικά με την κυριότητα του παλιού κτίσματος στον Άγιο Νικόλαο.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Αρκεί μια πρόχειρη αναδρομή στα όσα προηγήθηκαν τα τελευταία χρόνια στην Καστοριά για να ενισχυθούν οι υπόνοιες ότι έχει υφανθεί ένα τέτοιο πλέγμα επιτήδειων προσώπων γύρω από την τοπική ιεραρχία στην ευδαίμονα και μακαρίως άπορη μητροπολιτική περιφέρεια του νομού Καστοριάς, ώστε τα πάντα να λύνονται σε ημιφωτισμένους προθαλάμους. Καθώς και το ότι γύρω από κάθε διαφωνία και ρήξη, γύρω από κάθε διένεξη ή διεκδίκηση, μοναδικό κίνητρο μοιάζει να είναι ο οικονομικός έλεγχος των τοπικών ζητημάτων. Και μέσω αυτού ο πειθαναγκασμός.

Διότι, ενώ ερίζουν και διαφωνούν για τα προσοδοφόρα παγκάρια, κανείς από τους αρμόδιους εκκλησιαστικούς τοπικούς φορείς και κανείς από τους συναρμόδιους πολιτικούς φορείς δεν διαφώνησε και δεν ήλθε σε ρήξη με κανένα, και κανείς τους δεν προσπάθησε να διεκδικήσει την ευθύνη «καμένων» ή καυτών υποθέσεων.

Όπως είναι η ευθύνη για την σωτηρία των βυζαντινών και ύστερων εκκλησιών της Καστοριάς που καταρρέουν, για την σωτηρία των εικόνων που αγνοούνται αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν και μάλιστα… περισσότερες απ’ όσες χάθηκαν -όπως δήλωσε ο κ. Νίκος Δόϊκος, επικεφαλής της επιτροπής της Μητρόπολης για την ανεύρεση των αγνοουμένων εικόνων και τέμπλων που αγνοούνται από την εποχή της δικτατορίας. Δηλαδή εξακολουθούν να υπάρχουν μόνο εικονικά και virtual, στις γραφίδες και τις εκθέσεις επιτροπών των σοφών που πετάχτηκαν σαν ελεημοσύνη στις λίγες εκκλήσεις και διαμαρτυρίες που κατά καιρούς ταράσσουν τα λιμνάζοντα στις υπνωτισμένες συνειδήσεις. Για τον λόγο αυτό κανείς τους δεν τόλμησε να τοποθετήσει πινακίδα διεκδίκησης της ιδιοκτησίας τέτοιων προβληματικών κτισμάτων. Που απαθείς τα βλέπουν να καταρρέουν και να λεηλατούνται. Είναι σαν να έχει το σθένος το τάδε ή το δείνα κόμμα να αναλάβει την ευθύνη της κατάρρευσης της Ολυμπιακής. Κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσε να συμβεί ποτέ.

Ενώ δίπλα στον Άγιο Νικόλαο της λίμνης, το νέο διαφιλονικούμενο οχυρό, με «δωρεάν» μελέτες (φυσικά) και ελάχιστο κόστος, σύντομα θα ξεφυτρώσει στο μέχρι πρόσφατα εγκαταλειμμένο και από τους παλιούς αλιείς της περιοχής κτήριο, κάποια χρήση και εκμετάλλευση, ένα μικρό καφέ μπαρ ή και μεζεδάδικο με παράρτημα χώρου όπου θα πωλούνται φθηνές φωτογραφίες για λατρευτικές εικόνες, θυμιατά, κομποσχοίνια και λοιπά πλαστικά εξαρτήματα. Καθώς και φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Εν πάση περιπτώσει σύντομα θα εκδηλωθεί κάποια δραστηριότητα που θα κάνει κι’ αυτή ταμείο μια ακόμη cassa δίπλα από το σπήλαιο του Δράκου. Θεάρεστα, ενάρετα και ανιδιοτελή δηλαδή πράγματα. Τα οποία στην βάση τους, έχουν Βατοπεδινούς στόχους και βίους παραλλήλους.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4.12.2008


Σχετικά κείμενα:


24.12.08

ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Η ταφή του ήρωος Παύλου Μελά

Είναι μια τέμπερα με την ταφή του Παύλου Μελά. Τρεις καταλυπημένοι ρασοφόροι παραστέκουν τον νεκρό, δείχνουν εξαντλημένοι, λόγω της βαθύτατης οδύνης και της κούρασης –τα πρόσωπά τους ωχρά, φέγγουν σαν χάρτινα λευκά φαναράκια–, καθώς, όπως βεβαιώνει κι η γραπτή μαρτυρία του συμπαριστάμενου μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, ξενύχτησαν το σώμα στην εκκλησιά, κι εδώ, με την αυγούλα, ετοιμάζονται να το θάψουν.

Είναι απλοϊκά φτιαγμένη η εικόνα, όχι όμως λόγω χαμηλής ζωγραφικής κατάρτισης του ιερομόναχου, μα απ’ την ταπεινότητά του, εικάζω, κι απ’ τη συντριβή του ενώπιον τού δράματος που εξεικόνιζε, άλλωστε και το μέγεθος του έργου αυτό μαρτυρά, είναι δεν είναι ίσο με την παλάμη ανθρώπου σωματώδους.

Το βλέμμα μου, απαθές και αδιάκριτο, σαν μύγα πετάει κι απομυζεί του κόκκινου τις διαβαθμίσεις στον κομμένο λαιμό. Πιο κάτω, το κορμί, μου δημιουργεί την παράλογη αίσθηση, ότι μια άλλη ζωή, μυστική, προϊόντος του χρόνου το ενοικίζει, ίσως επειδή πάλι κοιτώντας ψηλά, το αίμα αειπόρφυρο κι ο λαιμός σαν ρόδο φρεσκανοιγμένο, κυρίως, όμως –όσο το κοιτώ βεβαιώνομαι–, επειδή τον πεθαμένο, πεθαμένο το πρόσωπό του τον κάνει.

Στην εκφραστική δύναμη του έργου, σκέφτομαι, δεν συνετέλεσε μόνον η φύση των υλικών του, στη ζωντάνια και την υποβλητικότητα της σκηνής δεν συνέτεινε μόνον η καθαρότητα και η ένταση των χρωμάτων, μια ξερή τεχνική θα ‘ταν όλα αυτά, αν, όπως μου ‘πε ο φίλος μου ο Γιώργος, που είναι πια ο κάτοχος της τέμπερας, ο πατήρ Αναστάσιος, ενόσω τη ζωγράφιζε, δεν έκλαιγε και δεν μοιρολογούσε αδιάλειπτα του ήρωος το σώμα, που θάφτηκε, λες, έτσι, δίχως κεφάλι, για να σημαίνει εσαεί το, κατά βάση, απρόσωπο μυστήριο κάθε ηρωικής φύσεως, καθώς, συχνά, άγνωστα των ηρώων τα πρόσωπα, για να λουλουδίζει η μνήμη.


Πρωτοδημοσιεύθηκε στην "Νέα Εστία", αναδημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 27.11.2008

ΟΔΟΣ: Βιβλίο

Πανελλήνια και σταθερή παραμένει η αναγνώριση του κ. Ηλία Παπαμόσχου, γνωστού καστοριανού συγγραφέα, για το συγγραφικό του έργο και το σημαντικό είδος της μέχρι τώρα παρουσίας του. Το τελευταίο χρονικό διάστημα μεγάλα και ειδικά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως το «Εντευκτήριο», η «Νέα Εστία", συνεχίζουν τα αφιερώματα καθώς και την δημοσίευση λογοτεχνικών κειμένων του κ. Παπαμόσχου που προκαλούν θετικά σχόλια και κριτικές. Συγκεκριμένα περιλαμβάνεται στην πρόσφατη συλλογή του Περικλή Σφυρίδη «Παραφυάδες ΙΙ – Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 1999-2008», στην «Νέα Εστία» και στο «Εντευκτήριο» (Νο 82 -Ιουλ.-Σεπτ. 08) με το διήγημα «Τα άδεια κοχύλια» .

Ο κ. Ηλίας Παπαμόσχου, του οποίου αποσπάσματα από λογοτεχνικά του έργα «δραματοποιήθηκαν» και παρουσιάστηκαν σε θεατρικές παραστάσεις στην Καστοριά και την Θεσσαλονίκη από την θεατρική ομάδα του «Σπασμένο Ρόδι», συνεχίζει εργάζεται και να συγγράφει στο περιβάλλον της γενέτειράς του Καστοριάς, η οποία, μαζί με την δεινότητα της συγγραφικής δεξιότητάς του και το συναισθηματικό φορτίο των αναμνήσεών του, συγκροτεί τον κύκλο έμπνευσης του.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΝΩΝ

Περδίκκας Παπακώστας
Η ζωή με λόγια
Εκτυπωτική Αττικής
οδός Βιολέτας, 13671 Αχαρναί
τηλ. 210-2403850
ISBN: 978-960-930786-4
Αθήνα 2008


ΑθανάσιοςΛυκογιάννης
Επιστολές για την αξιοκρατία και τις μεταρρυθμίσεις
Εκδόσεις Αλυκό
Πικροδάφνης 10, 17562 Παλαιό Φάληρο
τηλ. 2109849767, 6976647874
ISBN 978-960-9849-0-2


και:

Κερδώα Αθήνα
Χρονικό της Τραπέζης Ελλάδος 1928-2003
Βατόπουλος Νίκος, Βλάχος Άγγελος Φ., Λυκογιάννης Αθανάσιος, Παπαμάργαρης Χάρης
Εκδόσεις Ποταμός
ISBN: 960-8350-58-1


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 27.11.2008

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Τα παιδιά του δημοτικού σχολείου Μαυροχωρίου

Μαυροχωρίου και η αγαπημένη τους λίμνη*

Μια φορά κι έναν καιρό καθόλου μακρινό ήταν ένα όμορφο χωριό χτισμένο στις όχθες μιας λίμνης. Ήταν μια λίμνη όμορφη που στόλιζε με την ομορφιά της μιαν αρχοντική πόλη κι όλα τα μέρη γύρω της. Ώσπου άρχισαν τα πάθη της. Οι άνθρωποι την έβλεπαν να υποφέρει, μιλούσαν πού και πού με λύπη για τα βάσανά της, αλλά ξεχνούσαν πολύ γρήγορα.
Τα παιδιά όμως δεν ξεχνούσαν ποτέ. Με κάθε ευκαιρία όλο τη λίμνη τους σκέφτονταν, όλο γι’ αυτή μιλούσαν. Άλλωστε, δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς γίνεται να ζουν δίπλα της και να μην μπορούν να κολυμπούν μέσα της όπως έκαναν οι μπαμπάδες τους και οι μαμάδες τους όταν ήταν παιδιά.

Έτσι, λοιπόν, όμορφα μέρη τους ζητούσαν στο σχολείο τους να περιγράψουν, τη λίμνη τους περιέγραφαν. Και μονάχα ένα τους, ο Γιώργος, δεν ήθελε να κάνει την παραμικρή κουβέντα για το τι είχε πάθει η καημένη. Τα άλλα δεν έκρυβαν τα παθήματά της: «Αναρωτιέμαι πώς μπορούν και ρίχνουν σκουπίδια μέσα της», έγραφε η Βαρβάρα. «Παλιά δεν ήταν μολυσμένη, τώρα όμως είναι», έλεγε η Μαρία. Κι ο Ιωάννης τα λέει εντελώς έξω από τα δόντια: «Έτσι όπως κατάντησε, δεν εντυπωσιάζεται κανείς από το χωριό ούτε ξένος δεν έρχεται να τη δει. Έχει πράσινο χρώμα, έχει μέσα σκουπίδια. Δε μου κάνει καθόλου εντύπωση, γιατί είναι βρόμικη».
Αυτά έγραψαν τα παιδιά και πέρασαν πολλές μέρες από τη μέρα εκείνη. Ώσπου οι δάσκαλοι του σχολείου ζήτησαν για κάποιο λόγο να ζωγραφίσει το κάθε παιδί τη δική του ευχή για το 2009 που πλησιάζει.
Τι γι’ αγάπη μίλησαν τα παιδιά με τις ζωγραφιές τους, τι για φιλία, για ευτυχία κι ευτυχισμένες οικογένειες, αλλά και για χαρούμενα παιδιά που πάνε σχολείο παντού σ’ όλη τη γη…

Όχι όλα τους όμως. Γιατί το ένα τρίτο των παιδιών την αγωνία του για το περιβάλλον ζωγράφισε. «Όλοι αξίζουμε ένα καλύτερο περιβάλλον» έγραψε ο Μάκης της Στ’ τάξης. Άλλοι ευχήθηκαν με τη ζωγραφιά τους να μη λείψει ποτέ από τη γη το νερό που πίνεται . Αρκετοί άλλοι όμως πάλι τη λίμνη θυμήθηκαν, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό πως η λίμνη με τα προβλήματά της είχε γίνει ένας αληθινός καημός μέσα τους. Διαβάζουμε, λοιπόν, τις ευχές τους που την αφορούν-όλες ανεξαιρέτως διατυπωμένες με τρόπο που δείχνει πως τα παιδιά πιστεύουν πως μπορούν να πραγματοποιηθούν: «Εύχομαι να καθαριστεί η λίμνη μας», ζωγράφισαν η Μάγδα, ο Χρήστος και οι δυο Γιώργηδες της Γ’, ο καθένας με το δικό του τρόπο∙ «Μακάρι να είναι καθαρή η λίμνη» η Βαρβάρα της Δ’, «Μακάρι να καθαριστεί η λίμνη μας» η ίδια ευχή, αυτή τη φορά από τη Μαρίνα της Δ’∙ «Μακάρι να έχουμε καθαρή λίμνη για πάντα» έσπευσε να κατοχυρώσει τη διάρκεια στο όνειρο η μια Μαρία της Δ’, ενώ η άλλη Μαρία με την ιδιαίτερη αγάπη στην ποίηση ευχήθηκε έμμετρα:
«Εύχομαι οι λίμνες να καθαρίσουν
και τα ποτάμια να γεμίσουν».
Και όλα, μα όλα τους, ζωγράφισαν τη λίμνη μας πεντακάθαρη και πεντάμορφη, έτοιμη να δεχτεί τα παιδιά στη δροσερή αγκαλιά της, να τη χαρούν όχι μόνο βλέποντάς την, αλλά και κολυμπώντας εντελώς άφοβα μέσα της ∙ σαν πραγματικά δελφινάκια της Ορεστιάδας λίμνης…

Πάντοτε έτσι γίνεται. Πάντοτε από τα παιδιά λέγονται οι πιο μεγάλες αλήθειες. Το πρόβλημα όμως είναι ότι τις περισσότερες φορές αυτές τις μεγάλες αλήθειες τις ακούνε μόνο οι δάσκαλοί τους. Και ξέρετε γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί, πολύ απλά, το σχολείο, καθώς δίνει στα παιδιά την ευκαιρία να εκφράζονται με διάφορους τρόπους, εκ των πραγμάτων είναι και αυτό που τα ακούει και αποκρυπτογραφεί τις απαντήσεις τους.
Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα δεν κύλησαν ακριβώς έτσι. Γιατί πλησίαζε η μέρα που στο χωριό θα ερχόντανε κάποιοι επιστήμονες που εδώ και μήνες είχαν ανασκουμπωθεί και, χρησιμοποιώντας τις γνώσεις τους και μάλιστα με τη θέλησή τους, χωρίς να τους έχει υποχρεώσει κανείς, πάλευαν να βρουν μια λύση ∙ τη λύση για να σωθεί η λίμνη που τόσο αγαπούσαν τα παιδιά.
Τότε ακριβώς ήταν που οι ζωγραφιές και τα λόγια των παιδιών έφτασαν στα χέρια του αρχηγού της ομάδας. Μεταξύ μας, χωρίς την ελπίδα να τα προσέξει, γιατί οι μεγάλοι σχεδόν πάντα έχουν- ή νομίζουν πως έχουν- πιο σοβαρά πράγματα να κάνουν από το να ασχολούνται με το τι λένε τα παιδιά με τις ζωγραφιές και με τα ίδια τους τα λόγια . Κι αυτό γίνεται γιατί δεν ξέρουν πως τα παιδιά λένε τα πιο σημαντικά πράγματα.

Κι όμως ∙ αυτή τη φορά δεν έγινε αυτό που γίνεται συνήθως. Ο αρχηγός της ομάδας των εθελοντών όχι μόνο δεν αδιαφόρησε για τα μηνύματα των παιδιών, αλλά έκανε στην άκρη και χάρισε στα παιδιά το χρόνο του για ν’ ακουστεί η δική τους φωνή. Ήθελε, καθώς φαίνεται, να δώσει σε όλους τους μεγάλους μες στην αίθουσα σήμερα τη σπάνια ευκαιρία να ακούσουν ό,τι άκουσε ο ίδιος, να δουν ό,τι αυτός είδε και, το κυριότερο απ’ όλα, να νιώσουν ό,τι αυτός ένιωσε.
Κατάλαβε, όπως φάνηκε, πως αυτά ειδικά τα μηνύματα είχαν μιαν εντελώς ιδιαίτερη αξία και δύναμη, γιατί ήταν εντελώς αυθόρμητα. Αυτό ακριβώς, άλλωστε, αποδεικνύει πόσο πολύ απασχολεί τα παιδιά το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα ζήσουν, ένα περιβάλλον που θα παραλάβουν ταλαιπωρημένο και πληγωμένο από τα λάθη και τις αβλεψίες άλλων.

Μεταξύ μας, τα παιδιά ξέρουν κι ένα σπουδαίο μυστικό: θέλουν, αλλά δεν μπορούν να σώσουν τη γη, που είναι το μεγάλο μας σπίτι. Δηλαδή, δεν μπορούν μόνα τους να τη σώσουν. Έχουν καταλάβει πως μόνο με τη βοήθεια των μεγάλων θα μπορέσουν να αλλάξουν τον κόσμο. Μόνο με τη δική μας βοήθεια.

Λοιπόν, ένα μονάχα απομένει: αυτή τη βοήθεια κανείς μας να μην τους την αρνηθεί. Κανείς, ούτε για μια στιγμή και για κανέναν απολύτως λόγο. Για κανέναν….
Εκ μέρους όλου του σχολείου

Η δασκάλα του
Σόνια Ευθυμιάδου- Παπασταύρου

(*) Το κείμενο αυτό ακούστηκε στην ημερίδα που πραγματοποίησε η Εθελοντική Επιστημονική Ομάδα για τη σωτηρία της λίμνης στο Μαυροχώρι την π. Κυριακή με θέμα: «Η λίμνη της Καστοριάς και φιλοπεριβαλλοντικές μέθοδοι γεωργίας», όπου, επιπλέον, οι αναρτημένες ζωγραφιές των παιδιών τα έλεγαν όλα, δίνοντας μιαν ασυνήθιστη διάσταση στο θέμα που παρουσιαζόταν.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 27.11.2008

23.12.08

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΜΝΑΤΣΑΚΑΝΙΑΝ: Η βατομουριά

Με αργά και διστακτικά βήματα το κοριτσάκι πλησίασε στη μητέρα του. Στην αγκαλιά της κρατούσε ένα μεγάλο λούτρινο αρκουδάκι και μερικές κούκλες της:
-Μανούλα, μου επιτρέπεις να πάρω το αρκουδάκι και αυτές τις κούκλες μαζί μας;
-Όχι. Η φωνή της μητέρας ήταν κρύα και απότομη. Θα πάρουμε μόνο τα απαραίτητα.
Τα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του κοριτσιού. Κάθε βράδυ το κοριτσάκι αγκάλιαζε το αρκουδάκι της, του έλεγε τα αγαπημένα του παραμύθια, σαν καλή μαμά περίμενε πρώτα να κοιμηθεί το μωρό της και μετά κοιμόταν κι αυτή. Και τώρα φεύγουν μακριά, στη χώρα της μητέρας τους. Εκεί οι άνθρωποι μιλούν μιαν άλλη γλώσσα, σε ποιόν λοιπόν θα έλεγε το κοριτσάκι τα παραμύθια της, ποιός θα την καταλάβαινε;
-Μαμά, και πότε θα γυρίσουμε; ρώτησε ο μεγάλος της γιος, κουβαλώντας το ποδήλατο και τα πατίνια του.
-Ποτέ. Πάλι ακούστηκε η απότομη φωνή της μητέρας. «Θεέ μου, πώς άλλαξα έτσι; Γιατί τους μιλάω έτσι, τι φταιν τα παιδιά; Λες και έχω γίνει άλλος άνθρωπος. Ούτε εγώ η ίδια δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου».
Οι σκέψεις την βασάνιζαν: «Ξαφνικά και αναπάντεχα τίποτα δεν γίνεται στη ζωή… Μάλλον έτσι είναι».
Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που μάζευε και πάλι τα πράγματα της εκεί, στο πατρικό της σπίτι. Τακτοποιούσε τα βιβλία της, μερικές αγαπημένες κούκλες από τα παιδικά της χρόνια, τις σημειώσεις και τα ημερολόγιά της, άλλα προσωπικά είδη… «Θα πάω, θα δουλέψω, θα βοηθήσω τους γονείς μου, θα μαζέψω και λίγα χρήματα για την προίκα μου. Έως τότε θα ηρεμίσουν τα πράγματα στην πατρίδα μου, θα γυρίσω, κάποια στιγμή θα παντρευτώ και θα είμαι κοντά στους γονείς μου…
«Εε, αν όλα στη ζωή τόσο γρήγορα και εύκολα πραγματοποιούνταν, η ζωή δεν θα είχε ενδιαφέρον». Ούτε η ίδια δεν ήξερε ποιόν δικαιολογούσε με αυτές τις σκέψεις της. «Αφού σε όλη μου τη ζωή δεν έχω πειράξει μερμήγκι !..»

Λίγες ημέρες μετά την άφιξή της από την πατρίδα, στο σπίτι των συγγενών της σε μια γιορτή, γνώρισε το μέλλοντα σύζυγο της. Σαν να ήταν σήμερα. Αναστατώθηκε, ξαφνιάστηκε. Το ίδιο φαινόταν ότι ένιωσε και ο νεαρός, αν και ήταν μεγαλύτερος της. «Όπου νάναι θα περάσει» σκέφτηκε η κοπέλα «Μάλλον επειδή δεν καταλαβαίνω την γλώσσα, γι΄ αυτό νιώθω έτσι περίεργα». Αλλά η αναστάτωση δεν περνούσε, αντίθετα προδοτικά κοκκίνισαν και τα μάγουλα. Την κάλεσε να χορέψουν. Προσπάθησαν να μιλήσουν, κάτι να εξηγήσουν ο ένας τον άλλον, αλλά δεν τα κατάφερναν κι αυτό τους προκαλούσε γέλιο. Το βράδυ ο νεαρός την συνόδευσε ως το σπίτι της. Μόλις μπήκε στο σπίτι, η κοπέλα σωριάστηκε στη πολυθρόνα και άρχισε να γελάει. «Θεέ μου, είμαι μεθυσμένη,- σκέφτηκε. Αλλά απότομα συνήλθε. «Μα τι λέω, αφού δεν έχω πιεί. Μάλλον είμαι ερωτευμένη!». Ένα ρίγος πέρασε από την πλάτη της και αυτό την ανησύχησε .

Οι συναντήσεις γίνανε πιο συχνές, πιο τρυφερές, πιο ποθητές. Συναντιόταν μετά από την δουλειά, χέρι-χέρι περπατούσαν στην παραλία. Ο νεαρός ζωγράφιζε πάνω στην άμμο το σχέδιο του σπιτιού του, που θα φιλοξενούσε την ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή τους. Πάνω στην άμμο…
-Θα με γνωρίσεις στους γονείς σου; ξαφνικά τον διέκοψε η κοπέλα.
-Γιατί όχι; Αύριο κιόλας.
Όλη την επόμενη ημέρα η κοπέλα συγύριζε, μαγείρευε. «Θα τους προσφέρω τα δικά μας φαγητά, θα τους αρέσουν, είμαι σίγουρη. Πιστεύω να τους αρέσω κι εγώ. Ελπίζω να με αγαπήσουν. Γιατί όχι; Τι μου λείπει; Έχω την μόρφωσή μου, της σπουδές μου, ξέρω να κάνω τόσα πράγματα. Και η εμφάνιση μου είναι καλή. Χαμογέλασε στον εαυτό της μπροστά στον καθρέφτη. Θα τους αγαπάω κι εγώ. Αφού οι δικοί μου είναι μακριά και εγώ έχω ανάγκη από γονείς, συγγενείς». (Αχ, τι απερισκεψία, τι αφέλεια και βλακεία εκ μέρος της. Γιατί ο κόσμος όταν ερωτεύεται, χάνει το μυαλό του;)

Το τραπέζι ήταν έτοιμο, χτύπησε το κουδούνι. Μπήκαν οι καλεσμένοι. Η μέλλουσα πεθερά όχι μόνο δεν την χαιρέτισε, αλλά πέρασε από δίπλα της χωρίς καν να την προσέξει. Δύο φορές ο νεαρός προσπάθησε να ανοίξει συζητήσει για την κοπέλα και να την γνωρίσει στη μητέρα του, αλλά μάταια. Η μητέρα του άλλαζε τη συζήτηση και έλεγε τα δικά της με τους υπόλοιπους. Μόνο στο τέλος, φεύγοντας, δήθεν τυχαία, ρώτησε: «πότε θα φύγει αυτή η ξένη κοπέλα;». Το κορίτσι κατάλαβε. Η πεθερά δεν την αγάπησε και γι αυτήν θα παραμένει πάντα ξένη… (Αν μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω σε εκείνη την ημέρα και να αφήσει όλα και να φύγει μακριά, σε άλλη πόλη, σε άλλο κράτος!.. Να μην επέτρεπε να συμβούν όλα εκείνα που ακολούθησαν!.. Τι πόνος! Γιατί δεν έφυγε τότε;)

Σε ένα-δύο μήνες παντρευτήκανε. Έκαναν ένα μικρό τραπέζι με λύγους καλεσμένους. Η μητέρα του δεν ήρθε στο γάμο του γιου της με την ξένη. Θεωρούσε ένα από τα μεγαλύτερα λάθη του γιου της και «ότι αργότερα θα βάλει μυαλό και όλα θα διορθωθούν…»
«Μήπως όντως και οι δύο κάνανε το μεγαλύτερό τους λάθος;» σκεφτόταν η γυναίκα, καθισμένη σε μια από της βαλίτσες της και ανάβοντας τσιγάρο. «Γιατί είναι λάθος; Το να αγαπήσει κάνεις ξένη κοπέλα, ή ξένο άντρα είναι λάθος; Η αγάπη είναι έγκλημα; Η μήπως τώρα πράττω λάθος;» ρίχνοντας βλέμμα στις βαλίτσες της, σκεφτόταν η γυναίκα. «Αλλά όχι. Με τίποτα. Πίσω δρόμος δεν υπάρχει. Φτάνει πια». Νευρίασε και η ίδια με τον εαυτό της και με την αφέλεια της να δικαιολογεί τους πάντες. «Ποτέ δεν άκουσα από το στόμα της πεθεράς μου το όνομά μου» λες και προσπαθούσε να δικαιολογηθεί σε κάποιον η γυναίκα.
Και πάλι έπεσε σε αναμνήσεις. «Κανά δυο φορές ο σύζυγος της προσπάθησε να διορθώσει την μητέρα του: «Μαμά, η ξένη έχει όνομα, είναι η γυναίκα μου, η μητέρα των παιδιών μου». Αλλά μάταια. Αργότερα και ο σύζυγός της κουράστηκε και έπαψε να παίρνει το μέρος της, συνήθισε και στο όνομα «ξένη»… «Η ξένη ήρθε, η ξένη έφυγε, η ξένη δεν είναι σπίτι…». Άκουγε η γυναίκα και έκανε υπομονή, ακόμα άντεχε.

«Η ξένη γέννησε αγόρι», άκουσε η γυναίκα την πεθερά της να λέει στο τηλέφωνο σε κάποιον. Γεννήθηκε και το δεύτερό της παιδί: «Η ξένη έκανε και άλλο».
Μέρα με την η μέρα μεγάλωνε το μίσος της πεθεράς της μπρος την γυναίκα και τα παιδιά της. Έβλεπε όλο και λιγότερες πιθανότητες να την χωρίσει από τον γιο της.
Μια μέρα δεν άντεξε άλλο η γυναίκα και φώναξε με όλη της τη δύναμη: «Μα καλά, εγώ είμαι για σας ξένη, δεν είμαι δικιά σας. Τα παιδιά αυτά όμως στο σπίτι σας γεννήθηκαν, με το δικό σας ψωμί μεγάλωσαν. Εγώ δεν τα έφερα από την πατρίδα μου», φώναξε και σωριάσθηκε στη καρέκλα. Κανείς δεν της έδινε σημασία .Όλη την υπόλοιπη ημέρα η γυναίκα έμεινε βουβή, τα δάκρυά της στέγνωσαν…
Το άλλο πρωί πήγε στη δουλειά της. Μπαίνοντας στη τάξη, χαιρέτισε και ρώτησε τους μαθητές της:
-Έχουμε στη τάξη παιδιά από ξένους γονείς ή από μικτούς γάμους; Ποιοι είναι; Σηκώστε χέρι. Σήμερα θα κάνουμε ένα διαφορετικό μάθημα. Θα μιλήσουμε για τον άνθρωπο, για την φύση, για την ανθρώπινη φύση. Όλοι μας είμαστε φτιαγμένοι από τον ίδιο Θεό, έχουμε ίσα δικαιώματα στο να αγαπάμε, να αγαπηθούμε από τους άλλους. Παρακαλώ να μην ακουστούν οι λέξεις «ξένος», «ξένη».

Μιλούσε η γυναίκα, μιλούσε ασταμάτητα, λες και ήθελε να πει όλ’ αυτά, που την έπνιγαν τόσα χρόνια, ήθελε να την καταλάβουν οι άνθρωποι, να την αφήσουν ήσυχη. Αλλά «στου κουφού τη πόρτα όσο θέλεις βρόντα».
Μπαίνοντας στο σπίτι, στα αφτιά της τα λόγια της πεθεράς της, που μιλούσε με κάποιον: «Να, ήρθε η ξένη». Η ξένη αμίλητη πέρασε στο δωμάτιο της, η πεθερά της στο δικό της.
Πέρασαν χρόνια. «Λέω να πάω με τα παιδιά στους γονείς μου το καλοκαίρι. Θα δω τους δικούς μου, τα παιδιά θα γνωρίσουν τους συγγενείς μου, θα δουν και καινούρια μέρη, είπε στον άντρα της. Μήπως αλλάξουν τα πράγματα, όσο θα λείψω;» σκέφτηκε. Ο σύζυγός της δέχτηκε.

Πολύς κόσμος, φεύγοντας από την πατρίδα του, παίρνει μαζί του χώμα από το τάφο τον δικών του, οι άλλοι παίρνουν νερό, φωτογραφίες. Η γυναίκα σκέφτηκε να πάρει μια ριζούλα βατομουριάς. «Θα φυτέψω στην αυλή μας, θα το φροντίζω και, όταν μεγαλώσει θα έχουμε πολλά βατόμουρα από την πατρίδα μου».
Με πολλή τρυφερότητα και αγάπη φρόντιζε η γυναίκα τον θάμνο, τον πότιζε και του μιλούσε στη γλώσσα της, για να μην νιώθουν μοναξιά οι δυο τους. Λες και ήταν το τρίτο της παιδί. Και αυτό δεν άρεσε στη πεθερά. Στο θάμνο κοιτούσε με την ίδια αντιπάθεια, όπως στη γυναίκα. Αφού και οι δυο ήταν ξένοι.
Το φθινόπωρο ο θάμνος έδωσε καρπούς. «Σε δυο μέρες θα μαζέψω και θα φτιάξω γλυκό» σκέφτηκε η γυναίκα.

Το άλλο πρωί, όταν άνοιξε το παράθυρο για να αερίσει το δωμάτιο της, είδε όλους τους καρπούς της βατομουριάς μαζί με τα φύλλα κομμένα και πεσμένα κάτω. Έτρεξε έξω ανάστατη, λες και είχαν πειράξει τα παιδιά της. Αλλά ποιο το όφελος; Φώναζε η γυναίκα, έλεγε όλα, πόσα είχαν μαζευτεί μέσα της τόσα χρόνια, δεν άντεχε άλλο. Αυτή τη φορά ανακατεύτηκε και ο σύζυγος της. Οι τρεις τους φώναζαν, καθένας έλεγε τα δικά του, θεωρώντας ότι αυτός έχει δίκιο. Κουρασμένη, αδύναμη, πληγωμένη μέχρι το βάθος της καρδιάς της, πήγε στο δωμάτιό της , έπεσε στο κρεβάτι της και άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Έτσι με τα ρούχα την πήρε ο ύπνος. Το πρωΐ με δυσκολία σηκώθηκε από το κρεβάτι , ένιωθε πολύ αδύναμη. Άνοιξε το παράθυρο για να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Το σώμα της παρέλυσε, δεν μπορούσε να βγάλει μηλιά .Αυτό που έβλεπε της έφερε πόνο και τρόμο με το μέγεθος της κακίας και το μίσους του. Η βατομουριά έλειπε λες και δεν υπήρχε ποτέ. Την είχαν ξεριζώσει και στη θέση της είχαν βάλει μία πέτρα. Όλα ξεκαθάρισαν για αυτήν.

-Μανούλα, ήρθε το ταξί, περιμένει, έξω, διέκοψε τις σκέψεις της η κόρη της.
-Μαμά, αλήθεια, εμείς δε θα γυρίσουμε ποτέ; Όλα σωστά τα σκέφτηκες; σαν μεγάλος ρώτησε ο γιος της .
-Πάρα πολύ σκέφτηκα, παιδί μου. Αυτό είναι το σωστό.
-Μαμά, όμως εμάς εκεί δε θα φωνάζουν ξένους, όπως εδώ εσένα; ρώτησε το κοριτσάκι με αθωότητα.

Η γυναίκα πάλι σωριάστηκε στις βαλίτσες και ξέσπασε σε κλάματα .Αυτό δεν το είχε σκεφτεί.
μετάφραση από τα αρμενικά: Καρινέ Μπανταλιάν

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 27.11.2008

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ