Σαν τη δική τους συγγνώμη. Που, όμως, δεν εισακούστηκε…Αγαπητοί συμπολίτες,
Να που εκείνο το περσινό «Και του χρόνου!», με τη βοήθεια του Θεού και κατά πώς δείχνουν τα πράγματα, υλοποιείται. Να που μας περιμένει στη γωνία εκείνο το δάκρυ που φτάνει στα μάτια κάθε φορά που ακούμε, λίγο πριν από τη μεγάλη μέρα της του Χριστού γεννήσεως και για πρώτη φορά, το «Χριστός γεννάται δοξάσατε… ». Και δεν είναι μόνο τα συναισθήματα· είναι και οι εικόνες. Σαν αυτήν την ξεχωριστή της Παναγιάς μας της Μαυριώτισσας, την περίφημη «Ρίζα του Ιεσσαί», το δέντρο που βλασταίνει μέσα μας κάθε φορά που ακούμε, λίγο πριν από τη μεγάλη μέρα, το Ευαγγέλιο με τους Προπάτορες του Υπερούσιου, που εντός ολίγου πρόκειται να γεννηθεί…
Μόνο που η φετινή γιορτή δεν θα ’ναι σαν τις προηγούμενες. Κάτι έχει αλλάξει μέσα μας. Κάπου έχουμε λαβωθεί. Παιδιά εμείς της Μάνας Εκκλησίας, αυτής της Κυράς που κράτησε το Γένος των Ελλήνων, αιώνες ολόκληρους σκλαβιάς, όρθιο, το φρόνημά του ακμαίο, της επίσημης Ελλαδικής Εκκλησίας που παλεύει, θαρρείς, να γονατίσει το φρόνημα το δικό μας. Κι όχι μόνο το δικό μας.
Ποτέ ως τώρα δεν παρακολουθούσα στενά αυτά που διαδραματίζονταν στο χώρο της Εκκλησίας και αφορούσαν τους αξιωματούχους της. Ποτέ μου, σε αντίθεση με πολύ δικούς μου ανθρώπους που ενδιαφέρονταν. Αυτό οφειλόταν στην επίμονη υπόδειξη του ιερέα πατέρα μου, ο οποίος συνηθίζει πάντοτε να μας συστήνει σε καμιά περίπτωση να μην προσηλωνόμαστε σε πρόσωπα, γιατί αυτό πολύ συχνά οδηγεί σε αποπροσανατολισμό της πίστης. Το ’ξερε , αλλά, επιπλέον, είχε πάθει κι είχε μάθει.
Και πάντοτε πονούσα -το ’χω ξαναπεί αυτό- στα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής με εκείνο το «Παύσον Εκκλησίας τα σκάνδαλα». Δεν ένιωθα καθόλου βολικά κάθε φορά μ’ αυτήν τη δημόσια παραδοχή μες στο ναό, το σπίτι του Θεού.
Τον τελευταίο καιρό και ενώ περιμένουμε τα Χριστούγεννα για να κάνουμε ένα βήμα, να έρθουμε λίγο πιο κοντά στο Θεό, να γίνουμε πιο άνθρωποι, νάτη πάλι μπροστά μου η δήλωση ενός ιερέα που έχουμε ξεχωρίσει κι εκτιμούμε αμέτρητα εδώ και χρόνια. Ο πατέρας Αντώνιος, ο ιδρυτής της «Κιβωτού του Κόσμου», που φιλοξενεί 150 «παιδιά ενός κατώτερου Θεού», παιδιά προσφυγάκια, με απόλυτο σεβασμό στη διαφορετική τους θρησκευτική συνείδηση: «Δε με εκφράζει η αλλοτριωμένη εικόνα της Εκκλησίας που μπαίνει πίσω από το άρμα της πολιτικής», δηλώνει ο πατήρ Αντώνιος και είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι βρίσκει τη δύναμη να το εκφράσει έτσι όπως το νιώθει, χωρίς να διστάζει να το κάνει.
Αλλά όλα είναι μια αλυσίδα. Κι η αντίδραση του επίσης ξεχωριστού Μητροπολίτη Μεσογαίας κ. Νικολάου σε απόφαση της Ιεράς Συνόδου υπήρξε επίσης εντελώς αξιοθαύμαστη. Όταν οι Πατέρες της Ι. Συνόδου του ζήτησαν να δίνει άδεια στον πρώην μητροπολίτη Αττικής κ. Παντελεήμονα να ιερουργεί στην μητρόπολη από την οποία απομακρύνθηκε λόγω «βαρυτάτου σκανδαλισμού πιστών», όπως οι ίδιοι το διατύπωσαν. Στην υπόδειξη, λοιπόν, αυτή των Πατέρων της Συνόδου ο ξεχωριστός Μητροπολίτης δε συμμορφώθηκε, αλλά την απέκρουσε με δυνατά επιχειρήματα. Εκφράζοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο έναν ολόκληρο λαό που σκανδαλίστηκε φρικτά, ακούγοντας ένα γέροντα ιεράρχη να λέει ότι χρειαζόταν 1,5 δις δρχ. για τα γεράματά του!
Αυτά τα μαντάτα είναι που κάνουν εμάς τους Καστοριανούς να μένουμε με το στόμα ανοιχτό με τους Πατέρες της Ι. Συνόδου. Πώς γίνεται να φέρονται με τόση επιείκεια σ’ ένα πρόσωπο που πρωτοδίκως καταδικάστηκε σε οκταετή φυλάκιση και να δείχνουν τέτοια ακαμψία στο θέμα των δικών μας Πατέρων, για τους οποίους αναρωτιόμαστε ακόμη, τόσον καιρό μετά κι ύστερα από τα όσα έγιναν, ΣΕ ΤΙ ΕΦΤΑΙΞΑΝ.
Ποιο ήταν, επιτέλους, το ανομολόγητο φταίξιμό τους, που οι Συνοδικοί ιεράρχες μας κρίνουν ότι έπρεπε να τους αφήσει ακοινώνητους τόσον καιρό και ότι πρέπει αυτή η ακοινωνησία τους να συνεχιστεί και στη διάρκεια των μεγάλων ημερών που έχουν κιόλας φτάσει. Θα ’πρεπε αυτοί οι τόσο άκαμπτοι Πατέρες μας, περισσότερο απ’ όλους εμάς τους κοσμικούς χριστιανούς, να συναισθάνονται τι σημαίνει να στερείς τη Θεία Κοινωνία από ανθρώπους που εγκατέλειψαν τον κόσμο και ρίζωσαν στα όρη, προκειμένου να βρεθούν πιο κοντά στο Θεό. Θα ’πρεπε να συναισθάνονται πόσο βαρύ είναι να λένε άλλα και άλλα να κάνουν· να μιλούν -ειδικά αυτές τις μέρες- για την επί γης ειρήνη, για την αγάπη, για τη συγχώρεση, βασικά χαρακτηριστικά της Ορθόδοξης πίστης μας, και να μη δέχονται τη συντριπτική συγγνώμη και την έμπρακτη μετάνοια που τους υποβάλλουν οι Πατέρες μας, όπως τους ζητήθηκε. Θα ’πρεπε να καταλαβαίνουν ότι δεν είναι εύκολο να πείσουν. Τουλάχιστον όχι τους πολλούς. Εκτός κι αν δεν τους νοιάζει αν πείθουν. Εκτός κι αν νομίζουν ότι το αξίωμα «Μόνο όταν η εξουσία ακολουθεί την κοινή γνώμη, είναι ισχυρή» αφορά μονάχα τους κοσμικούς ηγέτες κι όχι τους θρησκευτικούς και ξεγελιούνται.
Ο λαός είχε κι έχει πάντοτε κριτήριο. Κι έχει και φωνή. Και ξεσηκώνεται πάντοτε μπρος στο στραβό και τ’ άδικο. Και επαναστατεί με τον τρόπο του και σ’ αυτήν εδώ την ιστορική γωνιά της Πατρίδας μας. Προπαντός σ’ αυτήν. Και ξεσηκώνεται, όπως το ’κανε στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, τη μια φορά με πρωταγωνίστριες τις γυναίκες και τα παιδιά της πόλης , που απαιτούσαν να φύγει ο Βούλγαρος μητροπολίτης απ’ την πόλη, την άλλη με πρωταγωνιστές τους νέους που απαιτούσαν το ακέφαλο σώμα του Μελά που κρατούσαν οι Τούρκοι να θαφτεί από Έλληνα κι όχι από Βούλγαρο παπά. Ξεσηκώνεται, όμως, και τις δυο φορές σύμφωνα με το σχέδιο και με την καθοδήγηση του ήρωα Μητροπολίτη μας Γερμανού Καραβαγγέλη, ο οποίος, όταν επέστρεψε νεκρός, 24 χρόνια μετά το θάνατό του στα ξένα και μισό περίπου αιώνα μετά που έφυγε από την Καστοριά, έγινε δεκτός από το λαό της πόλης με ξεχωριστές τιμές και μέγιστη λαμπρότητα, με όλη τη λαμπρότητα που του άξιζε.
Αυτός ο Μητροπολίτης αφήνει τα δάκρυα του να κυλήσουν σε Έκθεσή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄ (24/3/1907):
«Παναγιώτατε Δέσποτα,
Μόλις απεμάξαμεν τα δάκρυα από των οφθαλμών, επί τη σκληρά απωλεία του ηγουμένου της ιεράς Μονής των Αγίων Αναργύρων και των άλλων συναθλητών αυτού, μαρτυρησάντων τη 18η Φεβρουαρίου, …» και δε γνωρίζει κανείς από μας τα δάκρυα των σημερινών αθλητών της Μονής, των τιμωρημένων με ακοινωνησία σημερινών μοναχών της…
Ακόμα, σ’ αυτήν τη μονή κατέφευγαν από τότε που ιδρύθηκε οι κυνηγημένοι από διάφορους εχθρούς κάτοικοι της περιοχής μας, εκεί βρίσκουν καταφύγιο, φροντίδα και προστασία. Όπως και σήμερα, που και πάλι καταφεύγουν εκεί για μιαν ανάσα ξεκουραστική και ξελαφρωτική οι κυνηγημένοι από τις σκοτούρες και τις έννοιες της δύσκολης ζωής τους χριστιανοί του τόπου μας:
«Προς ενθάρρυνσιν των χριστιανών ηναγκάσθην, Παναγιώτατε, κατά τας εορτάς των Χριστουγέννων να επισκεφθώ χωρία τινά εξ εκείνων, άτινα δια της βίας απεσκίρτησαν κατά το έτος 1903. Διαμείνας λοιπόν επί τινας ημέρας εις την παρά την Χόλισταν ιεράν μονήν των Αγίων Αναργύρων, επεσκέφθην τα χωρία Κομανίτσαβον και Τσιρίλοβον, όπου με εδέχθησαν μετά συγκινήσεως οι χριστιανοί ημών, και ετέλεσα την θείαν και ιεράν λειτουργίαν. Μόλις όμως ανεχώρησα επηκολούθησε σειρά δολοφονιών των σπουδαιοτέρων ομογενών.»Πώς αλλάζουν, λοιπόν, τα χρόνια… Διωκόμενοι και πάλι οι μοναχοί σήμερα, αλλ’ από ανθρώπους της ίδιας εθνικότητας και της ίδιας πίστης. Κι εμείς οι Καστοριανοί να παρακολουθούμε πάλι με το ίδιο «ΓΙΑΤΙ;» σφηνωμένο στο κεφάλι μας. Και, μέρες που είναι, καθώς και οι πιο αμαρτωλοί από εμάς μπορούμε να ελπίζουμε πως έχουμε τη δυνατότητα να πλησιάσουμε το Άγιο Ποτήριο και να κοινωνήσουμε, σε αντίθεση με τους Αγιαναργυρίτες μοναχούς μας που δεν μπορούν γιατί τους έχει απαγορευτεί, καθώς, ακόμα, έχουμε γίνει μάρτυρες, εδώ και καιρό, μιας πρωτοφανούς προσπάθειας κατασυκοφάντησής τους από ανώνυμους -φυσικά- συμπολίτες μας με καταπληκτικό ταλέντο σ’ αυτό που συνηθίζουν να κάνουν, τη διασπορά ψευδών ειδήσεων ή, αλλιώς, τη διαβολή, τους αφιερώνουμε την παρακάτω ιστορία, ελπίζοντας πως θα τους προβληματίσει λιγάκι πριν πάνε να κοινωνήσουν, αφού αυτοί επιτρέπεται να κοινωνούν, γιατί η διαβολή δεν τιμωρείται:
«Ένας αμαρτωλός πήγε να εξομολογηθεί και…
- Έκλεβα, πάτερ μου (άρχισε δειλά ο αμαρτωλός).
- Είναι αμαρτήματα δίχως άλλο αυτές οι πράξεις, τέκνον μου, αλλ’ εάν ειλικρινά μετανοήσεις γι’ αυτές και επιστρέψεις τα κλοπιμαία, τότε ο Θεός είμαι βέβαιος ότι θα σε συγχωρήσει.
- Και πέρα από τις κλοπές εμοίχευα, Σεβάσμιε γέροντα (συνέχισε ο αμαρτωλός).
- Ούτε βέβαια είναι και αυτές οι πράξεις σου θεάρεστες, ο Πλάστης μας όμως γνωρίζει την αδυναμία της ανθρώπινης σάρκας και συγχωρεί.
- Έκανα και φόνο! (ψέλλισε με συντριβή ο αμαρτωλός).
- Είναι περιττό, νομίζω, να σου πω πόσο μεγάλο είναι το αμάρτημα της αφαίρεσης μιας ανθρώπινης ζωής, παρ’ όλον τούτο ο Μεγάθυμος Θεός δεν αποκλείει από το έλεός Του τους ειλικρινά μετανοούντες.
- Δόξα να ’χει ο Πανάγαθος (αναστέναξε με ανακούφιση ο αμαρτωλός μας και εσιώπησε).
- Τελείωσες ό,τι είχες να εξομολογηθείς, τέκνον μου;
- Ναι… Μάλλον… Ε… Να… Συκοφαντούσα. Συκοφαντούσα τους ανταγωνιστές μου εκείνους που δεν μπορούσα να τους εξουδετερώσω με άλλον τρόπο. Μετά όμως τα τόσο μεγάλα αμαρτήματα που ήδη σου εξομολογήθηκα, Πάτερ μου, και για τα οποία μου έδωσες ελπίδα για τη σωτηρία της ψυχής μου, τούτο δα το τελευταίο υποθέτω ότι δε… μετράει πολύ στην οργή του Θεού.
- Πλανάσαι πλάνην μεγάλην! Η συκοφαντία είναι πολύ μεγάλο αμάρτημα!
- Μα, είμαι πρόθυμος να επανορθώσω! (είπε ξαφνιασμένος από την αντίδραση του παπά ο αμαρτωλός).
- Για να δούμε! Σύρε σφάξε ένα κοτόπουλο. Πήγαινε στο Λυκαβηττό και μάδησέ το στους πέντε ανέμους. Μετά μάζεψε μέχρις ενός όλα τα σκόρπια πούπουλα και φέρ’ τα μου. Αν κατορθώσεις να μη σου ξεφύγει ούτε το παραμικρό φτερουδάκι, θα ικετεύσω το Θεό να σε συγχωρήσει…
- Μα αυτό που μου ζητάς είναι αδύνατον να το μπορέσω, Πάτερ μου! (παρατήρησε καταπτοημένος ο αμαρτωλός).
- Όσο δύσκολο είναι το να μαζέψεις τα σκόρπια φτερά, άλλο τόσο δύσκολο είναι και το να μαζέψεις τις συκοφαντίες που εξέμεσες κατά των αθώων συνανθρώπων σου, δυστυχισμένε! (απάντησε μελαγχολικά ο ιερέας)».
Καστοριά, παραμονές Χριστουγέννων 2007
Η συμπολίτισσά σας
Σόνια Ευθυμιάδου – Παπασταύρου