1.3.22

Βιβλιοθήκη Φροντιστηρίου Αργυρούπολης: Η «πρόσφυγας» βιβλιοθήκη...

Επιμέλεια: Σ. Ευθυμιάδου-Παπασταύρου

Αργυρούπολη Πόντου, παραμονές της Ανταλλαγής: οι τουρκικές αρχές ειδοποιούν τους υπεύθυνους της ελληνικής κοινότητας ότι μέσα σε σύντομο διάστημα οι Έλληνες θα πρέπει να εγκαταλείψουν την πόλη και να αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Και τότε οι δημογέροντες παίρνουν μια απόφαση μοναδική στα χρονικά της προσφυγιάς: από τα τέσσερα άλογα που θα διέθεταν στην κάθε οικογένεια για τη μεταφορά της οικοσκευής της, θα δεσμεύσουν τα τρία για τη μεταφορά των σπάνιων βιβλίων της βιβλιοθήκης του Φροντιστηρίου και των εκκλησιαστικών κειμηλίων των πέντε ιερών ναών της πόλης. Φανταστείτε την έκπληξη των λιμενεργατών της Θεσσαλονίκης όταν, αντί για τους μπόγους με τα βιαστικά μαζεμένα υπάρχοντα, που κουβαλούσαν οι υπόλοιποι πρόσφυγες, είδαν τις αρχοντικές οικογένειες της Αργυρούπολης να κατεβαίνουν από το πλοίο κουβαλώντας κάτι που πολλοί από τους Έλληνες της Ανατολής διέθεταν, αλλά ελάχιστοι φρόντισαν ή κατόρθωσαν να φέρουν μαζί τους: βιβλία!

Η άλλοτε ακμάζουσα Αργυρούπολη, που στο απόγειο της δόξας της είχε φτάσει τους 50.000 κατοίκους, ζούσε τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την Ανταλλαγή ημέρες παρακμής. Η διακοπή της λειτουργίας των μεταλλείων αργύρου, που τροφοδοτούσαν επί αιώνες τον πλούτο της πόλης, είχε αναγκάσει τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων σε αυτά να αναζητήσει την τύχη της στις πιο μακρινές γωνιές της Μικράς Ασίας. Έτσι τις παραμονές της Ανταλλαγής ο πληθυσμός της πόλης είχε περιοριστεί σχεδόν στο ένα δέκατο. Ωστόσο η Αργυρούπολη διέθετε ακόμη επαρκή τεκμήρια του παλαιού μεγαλείου της: πέρα από τον αναμφισβήτητο ελληνικό χαρακτήρα της (δεν υπήρχαν και πολλές οθωμανικές πόλεις την εποχή εκείνη που να διαθέτουν Έλληνα δήμαρχο) και την παρουσία πολλών από τις αρχοντικές της οικογένειες, ορισμένες από τις οποίες με ιστορικά καταγεγραμμένες βυζαντινές καταβολές, παρέμενε έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Χαλδείας, της μεγαλύτερης και πλουσιότερης από τις έξι μητροπόλεις του ιστορικού Πόντου, αλλά και του περιώνυμου Φροντιστηρίου Αργυρουπόλεως, που μπορεί να ήταν λιγότερο ονομαστό από εκείνο της Τραπεζούντος, αλλά διέθετε μία βιβλιοθήκη-πραγματικό θησαυρό, την οποία ελάχιστες ελληνικές πόλεις είχαν την εποχή εκείνη να επιδείξουν. 

Συσσωρεύοντας επί αιώνες πλούτο από τα μεταλλεία, οι Αργυρουπολίτες φρόντισαν να επενδύσουν τα κέρδη τους στη γνώση. Ίδρυσαν το Φροντιστήριό τους και προίκισαν τη βιβλιοθήκη του με κάθε σημαντική έκδοση που κυκλοφόρησε στον ελληνόφωνο χώρο στα σκοτεινά χρόνια μετά την Άλωση. Πλήθος χειρογράφων, φιρμανίων, αλλά και παλαίτυπων συγγραμμάτων θεολογίας και κλασικής φιλολογίας (ελληνικά και λατινικά), λεξικά, σπάνιες επιστημονικές και λογοτεχνικές εκδόσεις (μεταξύ των οποίων πολλές εκδόσεις των αρχών του 16ου αιώνα από το τυπογραφείο του Αλντου Μανούτιου) στόλιζαν τα ράφια της βιβλιοθήκης, για την ενίσχυση της οποίας ιδρύθηκε το 1888 ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος «Μεταλλεύς», ο οποίος επανιδρύθηκε το 1908 με την επωνυμία «Γ. Κυριακίδης», στη μνήμη του γνωστού φιλολόγου και διευθυντή του Φροντιστηρίου, που δώρισε την προσωπική του βιβλιοθήκη στην πόλη.

 Φεύγοντας για την Ελλάδα, οι προύχοντες της πόλης-με προεξάρχοντες τον τελευταίο δήμαρχο Νικόλαο Μουμτζίδη και τον δάσκαλο του Φροντιστηρίου Ιωάννη Κανονίδη- αποφάσισαν να δεσμεύσουν τα τρία από τα τέσσερα άλογα που τέθηκαν στη διάθεση κάθε οικογένειας, για τη μεταφορά των βιβλίων του Φροντιστηρίου και των τιμαλφών των εκκλησιών. Οι περίπου 100 οικογένειες που είχαν απομείνει στην Αργυρούπολη αναγκάστηκαν να διασχίσουν σχεδόν εκατόν πενήντα χιλιόμετρα για να φτάσουν στην Τραπεζούντα. Από εκεί επιβιβάστηκαν σε πλοίο που τους μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη. Αφού παρέμειναν για λίγο στα Ελευθέρια, οι Αργυρουπολίτες επέλεξαν ως τόπο οριστικής εγκατάστασής τους την όμορφη πόλη της Νάουσας, καθώς τους θύμιζε -προφανώς ως προς το υψόμετρο και την αμφιθεατρική τοποθεσία- τη μακρινή Αργυρούπολη. Μαζί τους κουβαλούσαν τους 5.000 περίπου τόμους που έφεραν από την πατρίδα, ενώ τα σημαντικότερα από τα εκκλησιαστικά τους κειμήλια αποδόθηκαν στο Μουσείο Μπενάκη των Αθηνών. Το 1925 έθεσαν σε λειτουργία τη νέα βιβλιοθήκη, η οποία αρχικά στεγάστηκε σε πρώην μουσουλμανικό τέμενος της πόλης, ενώ το 1927 ιδρύθηκε με απόφαση του Πρωτοδικείου Βέροιας ο προπομπός της σημερινής Ευξείνου Λέσχης Νάουσας, ο «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ναούσης “Ο Κυριακίδης”». 

 Από κει και πέρα αρχίζει η περιπέτεια των βιβλίων, τα οποία υπέστησαν στην Ελλάδα όσα δεν έπαθαν κατά τη διάρκεια του ξεριζωμού και της Ανταλλαγής. Ο καθηγητής παπυρολογίας-παλαιολογίας Αντ. Σιγάλας, που επισκέπτεται τη βιβλιοθήκη το 1929, κάνει λόγο για 5.000 τόμους βιβλίων και για πολύτιμες θρησκευτικές εικόνες και κειμήλια. Όταν όμως ξαναεπισκέπτεται τη Νάουσα το 1949, θα διαπιστώσει έκπληκτος ότι, από την τεράστια βιβλιοθήκη που είχε καταγράψει πριν από είκοσι χρόνια, έχουν απομείνει μόλις 968 τόμοι, 70 χειρόγραφα, ένα φιρμάνιο και πέντε κώδικες! Βασική αιτία αυτής της ανυπολόγιστης καταστροφής είναι οι ομηρικές περιπέτειες της βιβλιοθήκης, που δεν φαίνεται να έχουν τελειωμό.

 Το 1933, λίγα μόλις χρόνια μετά την εγκατάσταση των Αργυρουπολιτών στη Νάουσα, το παλιό μουσουλμανικό τέμενος θα καταρρεύσει και ο σύλλογος θα διαλυθεί, οπότε και τα βιβλία μαζί με την υπόλοιπη κινητή περιουσία του θα περιέλθουν στην κυριότητα του Δήμου, ο οποίος και θα παραχωρήσει τον χώρο στο Εργατικό Κέντρο Νάουσας. Τα βιβλία θα μεταφερθούν στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης, όπου θα παραμείνουν μέχρι το 1949, χρονιά κατά την οποία -μέσα στη δίνη του εμφυλίου- καίγεται η Νάουσα. Μετά από αυτό τα βιβλία μεταφέρονται στα υπόγεια του Δημαρχείου, όπου θα παραμείνουν μέχρι το 1964. Εκεί θα χαθούν κατά μυστηριώδη τρόπο μερικές ακόμη δεκάδες τόμων. Όσοι τόμοι απέμειναν επανήλθαν το 1964 στην κυριότητα του συλλόγου, ο οποίος είχε επανιδρυθεί το 1959 με την επωνυμία «Εύξεινος Λέσχη Ποντίων Νάουσας-Εθνική Βιβλιοθήκη Αργυρουπόλεως “Ο Κυριακίδης”», ύστερα από πρωτοβουλία του ακούραστου πρωτεργάτη της επανασύστασης της βιβλιοθήκης, μακαρίτη πλέον, Ορφέα Κανονίδη. 

Από το «Άμαστρις», μηνιαίο περιοδικό για τον Πόντο 
και τους ανθρώπους του, τεύχ. 4, Αύγουστος 2009.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 27 Μαΐου 2021, αρ. φύλλου 1081.

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος2/3/22

    Τελικά η προσφυγιά δε λείπει ποτέ από τη γη. Ας το πάρουμε απόφαση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ