25.8.21

ΘΑΝΑΣΗ ΜΠΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: Άλλη μια μέρα ακόμη


ΟΔΟΣ: εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 10.12.2020 | 1058


Ήταν μια ανυπόφορα άσχημη νύχτα και αυτή χωρίς καθόλου καλό ύπνο σε μια φρικτή κι απάνθρωπη μοναξιά παρόλο που είχε πάρει ηρεμιστικό με την συμβουλή του γιατρού να το παίρνει σε τέτοιες δύσκολες νύχτες.

Η αιτία δεν ήταν μόνον οι έντονες αναμνήσεις που ζωντάνεψαν στο μυαλό του, την γυναίκα που την μαράζωσε ο καημός του χαμένου γιού της και βιάστηκε να τον ακολουθήσει. Ήταν η μεγάλη αυξανόμενη επικίνδυνα οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει παρασέρνοντας στην δύνη της και την συντεχνία των γουναράδων που τους φτώχαινε απελπιστικά αφανίζοντας αδιόρθωτα την ικμάδα της μεγάλης πλειοψηφίας των κατοίκων της πόλης αλλά και όλου του νομού μαζί και την δική του. Για να επιδεινώσει ακόμα περισσότερο τις αϋπνίες του ο εφιάλτης του αδίστακτου δολοφόνου κορωνοϊού περισσότερο επικίνδυνος γι’ αυτούς της τρίτης ηλικίας, μετατρέποντας την ζωή του σε μια σκιά αβεβαιότητας να σέρνεται ταλαίπωρα στο δύσβατο μονοπάτι για τα χρόνια του να παρακολουθεί φοβισμένα τα γεγονότα.

Μια ζωή σε μια κοινωνία ανθρώπων με ριζικά αλλαγμένη την αντίληψη –λόγω της ανέχειας– για τον συνάνθρωπό του, όπου σαν οντότητα έχει απόλυτη ανάγκη για σεβασμό στην αξιοπρέπειά του, την υπόληψη στην προσωπικότητά του και την αναγνώριση του δικαιώματος να υπάρχει, με θαμμένη την διάθεση μιας τέτοιας κοινωνίας σε λασπόνερα αδιαφορίας για αλληλέγγυα συμπεριφορά στους πεινασμένους από την κρίση. Με πρώτους και καλύτερους να υπηρετούν αυτήν την νοοτροπία τους τριακόσιους κηφήνες της Βουλής με τις αποφάσεις και τους νόμους που ψηφίζουν.

Ήταν πέντε η ώρα τα χαράματα που τον βρήκε με ορθάνοικτα τα μάτια και ξύπνιο το μυαλό του για τα χρόνια του σε έναν φθινοπωρινό Σεπτέμβρη με άγνωστα τα προβλήματα που θα ξεράσει στο πέρασμά του. Στριφογύρισε για πολύ ώρα στον καναπέ όπου τον είχε βρει ο λίγος ύπνος της νύχτας με ανοικτή την τηλεόραση και τους καλοπληρωμένους παρουσιαστές να προπαγανδίζουν μέσα από δοσμένες κατευθύνσεις με ψεύτικες και παραποιημένες τις περισσότερες ειδήσεις, ντύνοντας με πολύχρωμα σελοφάν παραδείσους ανεκπλήρωτων υποσχέσεων. Για να επιλέξει την πληροφόρησή του τελικά από τοπικές ιστοσελίδες, και όχι μόνον, του υπολογιστή απομεινάρι θύμησης του τριάντα τριάχρονου χαμένου γιού του.

Το πρώτο συγκλονιστικό σοκ από την είδηση ότι βρέθηκε από την γυναίκα του κρεμασμένος ο άντρας της –γουναράς το επάγγελμα– στο εργαστήριό του, ανάμεσα στις κρεμασμένες απούλητες γούνες –μια περιουσία ολάκερη– βορά της βώτριδας να τις αφανίζει. Μάλλον για το σάλεμα του μυαλού του ήταν εξ αιτίας των απάνθρωπων πιέσεων από τις τράπεζες, γιατί όχι και του κράτους, για δυσβάστακτα χρέη από ανατοκισμούς και φόρους υπερημερίας απλήρωτα, που τον οδήγησαν να ακολουθήσει τον δρόμο πολλών άλλων που τερμάτισαν την ζωή τους για τους ίδιου λόγους σε όλη την επικράτεια.

Σοκαριστική και η είδηση της αναγγελίας από τους κρατικούς αρμόδιους για τα τετρακόσια και βάλε κρούσματα μιας μέρας από τον ιό με πέντε από αυτά στο τοπικό Νοσοκομείο και τρεις στην εντατική. Όμως δεν άντεξε και στον πειρασμό να διαβάσει, με αυξημένο μάλιστα το ενδιαφέρον το δημοσίευμα του έξαρχου άνω Μακεδονίας πατρός.

Και ποιμενάρχου των πιστών του νομού που διατύπωνε την ανησυχία του για τον κατηφορικό δρόμο μιας επικείμενης καταστροφής που έχει πάρει η βυζαντινή του πόλη από την επικίνδυνη αδιαφορία των κατοίκων και της εξουσίας του τόπου για το μέλλον τους. Μια από τις αιτίες της ανησυχίας του αυτής ίσως και να ήταν ο συνεχής αυξανόμενος αριθμός αυτών που η πείνα τους κουρέλιασε τα αισθήματα της ντροπής και της αξιοπρέπειας και με το τάπερ στην πλαστική σακούλα αναζητούν καθημερινά το φαγητό που θα διασκεδάσει την πείνα τους από το καζάνι της Μητροπόλεως ή τα προϊόντα που μοιράζει το Κοινωνικό Ταμείο. 

Θα ήταν όμως πιο αποτελεσματικό αν επέλεγε να χτυπήσει ασταμάτητα όχι μόνον τα εβδομήντα σήμαντρα της πόλης, αλλά τα σήμαντρα που υπάρχουν σε κάθε γωνιά του νομού, μήπως και ξυπνήσουν από τον λήθαργο της αδιαφορίας πολίτες και εξουσία του τόπου χωρίς καμία εξαίρεση, μια και είναι καιρός αλλά και η κατάλληλη στιγμή για να αλλάξουν την νοοτροπία του υποτακτικού και να διεκδικήσουν δυναμικά τουλάχιστον από αυτούς που ψηφίζουν μόνιμα και πεισματικά, αλλά όμως αγνοούνται συστηματικά και απροκάλυπτα, αφού έτσι και αλλιώς αποτελούν με πρωτιές πανελλαδικά στα ποσοστά την μόνιμη εκλογική τους πελατεία σε κάθε εκλογές.

Όμως ο ήλιος πια έχει ανηφορίσει μια οργιά δρόμο –όσο τα χέρια είναι απλωμένα στα πλάγια– από την ανατολή του και έχει αρχίσει να σιγοζεσταίνει το Σεπτεμβριανό πρωινό και έπρεπε να ξεκινήσει το προγραμματισμένο οδοιπορικό της ημέρας. Με τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών να μη αστειεύονται για την τήρηση των προθεσμιών και την πληρωμή των υποχρεώσεων, υποχρεώνοντας όχι λίγους από τους οφειλέτες που αδυνατούν να φωτίζουν τις νύχτες τους με σπαρματσέτα ή να είναι αποκομμένοι από την επικοινωνία με συγγενείς και φίλους.

Ο ίδιος να προσπαθεί με την απελπιστικά κουτσουρεμένη σύνταξή του από τα απάνθρωπα νομοθετήματα των τριακοσίων αργόσχολων της Βουλής, για να διασώσουν τάχα από τα τάρταρα που οι ίδιοι έχουν οδηγήσει την κρατική οικονομία, χωρίς όμως να περικόψουν ούτε ένα σεντς από την παχυλή τους μηνιαία αμοιβή τους, που ισοδυναμεί με τα όσα εισπράττει ο ίδιος τους δώδεκα μήνες όλου του χρόνου. Το παίδεψε από εδώ το παίδεψε από εκεί για την μοιρασιά της σύνταξης και όπως κάθε μήνα να διαπιστώσει ακόμα μια φορά πόσο λίγα θα έμεναν για να βγάλει τον μήνα. Αρχίζοντας τις περικοπές από το σημερινό μεσημεριανό του να κοστίζει μόνον τριάντα σέντς (0,30) όση η αξία δύο αυγών μαγειρεμένα με την συνταγή ποσέ και την ντομάτα και το αγγουράκι από το κηπάκο που συντηρεί στον ακάλυπτο και που ακόμα παράγει. Χωρίς να διανοηθεί να περικόψει την αξία ενός λίτρου λαδιού για το καντηλάκι του κοιμητηρίου όπου αναπαύονται αγκαλιασμένα τα απομεινάρια μάνας και γιού και έχει μείνει σβηστό από μέρες.

Καθώς έδενε τα κορδόνια από τα ιμιτασιόν κινέζικα αθλητικά παπούτσια, ένιωσε την ανάγκη στο ξεκίνημα αυτής της άλλης μέρας να ζήσει την ζωή σφικτά δεμένη με όση δύναμη και κουράγιο διαθέτει, αψηφώντας πίκρες πόνους και καημούς και όσα άλλα απρόοπτα θα του επιφύλασσε. Στον δρόμο της υποχρεωτικής και συγκεκριμένης διαδρομής που πορεύτηκε, έζησε εικόνες ζωγραφισμένες στα πρόσωπα συμπολιτών του με χρώματα που μόνον δέος προκαλούν χτυπημένους ανελέητα από την οικονομική κρίση και ανυπεράσπιστους από τον δολοφόνο ιό. Ένας να πληρώνει στην τράπεζα το νοίκι του δικού του κατασχεμένου σπιτιού όπως το προβλέπει η ρύθμιση που υποχρεώθηκε να υπογράψει. Άλλος διπλωμένος επικίνδυνα στον κάδο των απορριμμάτων που βρίσκεται απέναντι από το μανάβικο που πριν λίγο είχε αδειάσει τα οπωροκηπευτικά που δεν μπορούσαν να πουληθούν. Τρίτος κατάχλωμος και μαυροφορεμένος για τον χαμό της γυναίκας του από τον ιό που μόλις είχε λήξει η δικιά του απομόνωση. Ο επόμενος στην αρμόδια υπηρεσία της εταιρείας να πληρώνει την πρώτη δόση της ρύθμισης για να ξαναφέρει το φώς στο σπίτι του με χρήματα από το ενεχυροδανειστήριο. Άλλος να ψαρεύει στην λίμνη το μεσημεριανό του παιδιού του που θα γύριζε νηστικό από το σχολείο του και άλλος να τρέχει να προλάβει το ραντεβού με τον δικηγόρο του για νομικές συμβουλές για το πώς θα σώσει το υποθηκευμένο σπίτι του από απλήρωτα δάνεια.

Με επηρεασμένη την διάθεσή του από όλα αυτά και τα δικά του προβλήματα της ημέρας που αντιμετώπισε έφθασε στο νεκροταφείο για να ξαναβρεθεί στο δικό του μόνιμο δράμα που έχει αντέξει το βάρος του εδώ και πολλά χρόνια. Μάνα και γιός κάτω από το μάρμαρο αγκαλιασμένοι εκεί που βρίσκονται όπου τίποτα πια δεν μπορεί να τους χωρίσει. Άναψε το καντηλάκι με το λάδι που προμηθεύτηκε με υπέρβαση των εξόδων της μέρας, όπως και τα δύο κεράκια και στάθηκε απέναντί τους με την ευλαβική απόλυτη σιωπή του να εκφράζει το παράπονό του που τον εγκατέλειψαν στο δικό του μαρμαρένιο αλώνι, να παλεύει πολεμώντας με άνισες δυνάμεις με την μοναξιά του. Την υπόλοιπη μέρα την πέρασε ενημερώνοντας το ημερολόγιο της ημέρας που ήταν εννέα ενάτου του δύο χιλιάδες είκοσι (9-9-2020) και που του θύμιζε μια όμοια μακρινή και πολύχρονη μέρα που ήταν εννέα ενάτου του χίλια εννιακόσια τριάντα (9-9-1930). 

Εκεί στον καναπέ ακούμπησε την κούραση του απέναντι στην αναμμένη και πάλι τηλεόραση για να τον πάρει απρόσμενα ο ύπνος χωρίς ηρεμιστικό και να ονειρευτεί την μάνα του στο χωριό του μακρινού τότε να ξεφουρνίζει το ζυμωμένο από τα χέρια της ψωμί, να σπάει στα κρυφά μια γωνία από ένα από τα πέντε καρβέλια και λαίμαργα να το καταβροχθίζει.

Ξύπνησε στα άγρια χαράματα και πάλι προσθέτοντας ακόμα μία μέρα στο πανέρι της ζωής του που χώρεσε ως τα τώρα τριάντα δύο χιλιάδες οκτακόσιες πενήντα μέρες (32.850) με πάρα πολύ λίγες από αυτές χαρούμενες κι ευτυχισμένες, με τις περισσότερες ολόγιομες από πίκρες πόνους καημούς και δάκρυα. Που τις άντεξε με την ανίκητη δύναμη του έρωτα που είχε για την ζωή και που πάντα παρομοίαζε την ομορφιά της με την ομορφιά ενός κατακόκκινου τριαντάφυλλου, που κάποτε και ασφαλώς θα φυλλορροήσει, φυλακίζοντας όμως με το κέλυφος του καρπού του τους σπόρους των αναμνήσεις. Τις δε πίκρες και τους πόνους με τα πολλά αγκάθια στο κοτσάνι του, που όσο με τον χρόνο στεγνώνουν ανοίγουν βαθύτερες πληγές. Διατηρούσε και εξέφραζε την άποψη πως η ζωή του καθενός έχει τα δικά της όρια. Όπως έρχεται έτσι και νομοτελειακά κάποτε θα φύγει. Γι’ αυτό ο ίδιος περιμένει στωικά σαν πέσει η αυλαία της τελευταίας του μέρας να τον βρει όρθιο επί σκηνής και να τον συνοδεύουν στην μακάρια οδό που θα πορεύεται τα χειροκροτήματα όλων αυτών των ημερών που αποτελούσαν τους μόνιμους θεατές του.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 10 Δεκεμβρίου 2020, αρ. φύλλου 1058.
Φωτογραφία: Τάνια Κολέσκα.




2 σχόλια:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ