27.8.21

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Αχ, τα χέρια μας!...


ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Αχ, τα χέρια μας!...

«Αχ, χάσαμε τα χέρια μας όταν αγγίζουν, τώρα μόνο γράφουν σκρολάρουν πλένουν απολυμαίνονται...» έγραφε πρόσφατα στο fb η φίλη μας Μαρία Σιαμαντούρα. Αχ, τα χέρια!... Μου θύμισε η Μαρία το στεφάνι της αλληλεγγύης που είχαμε φτιάξει το σχ. έτος 2011-12 με την Γ' τάξη που είχα τότε. Ενώσαμε τα χέρια μας, κρεμάσαμε και 5 μηνύματα, τα δύο για τα χέρια. Γράφαμε τότε:

α) "Τώρα που τα χέρια κρέμονται, που δε δείχνουν, δε χειρονομούν, δε ζωγραφίζουν στον αέρα εκείνες τις ωραίες παραβολές, που δε ριμάρουν με τ' αστέρια... Τώρα που τα χέρια δε μιλάνε πια και την παρηγορητική γλώσσα, που 'ναι άλαλα". (Οδυσσέας Ιωάννου, Άλαλα χέρια, Καθημερινή 16/10/2011), τώρα είναι ο καιρός, η ώρα, η στιγμή να δώσουμε ξανά τα χέρια έτσι όπως "πρόσταζε" εκείνο το παλιό τραγούδι: "Δώσ' μου το χέρι σου / μες στη ζωή / χωρίς αγάπη ποιος μπορεί να κρατηθεί;".

β) Βάζουμε το εμείς πάνω από το εγώ όταν "δίνουμε το χέρι μας σε όσους είναι κοντά μας, στους ξένους [...] σε όλες τις ζωντανές υπάρξεις, στη φύση, στο σύμπαν". 
Β. Χάβελ, Τσέχος συγγραφέας.

Έβαζα στην εξώπορτα του σπιτιού μας το στεφάνι της αλληλεγγύης κάθε Χριστούγεννα, όπως το είχα υποσχεθεί στα παιδιά που το είχαν φτιάξει, μέχρι που χάλασε. Ελπίζω πως μέσα τους παραμένει αναλλοίωτο, με τα δυνατά του μηνύματα. Γιατί τώρα περισσότερο από ποτέ την έχει ανάγκη την αλληλεγγύη ο σκληρά δοκιμαζόμενος κόσμος μας...

Ίσως, όμως, να μην ασχολιόμουν με τα χέρια, αν δεν υπήρχε μια σύμπτωση, μια φράση που κέρδισε την προσοχή μου. Τη διάβασα στο fb των γονέων παλιάς μας μαθήτριας∙ αποχαιρετούσε ο πατέρας της τη μάνα του που πέθανε, ευχόμενος «ο Θεός να αναπαύσει το χέρι σου», εκφράζοντας (όπως ίσως συνηθίζεται στην πατρίδα του, την Αλβανία) την ευγνωμοσύνη του για τον κόπο που τα χέρια της μάνας του έκαναν για να τον μεγαλώσουν και αυτό πολύ μου άρεσε…

Τα χέρια μας ενοχοποιήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας, που μας ταλαιπωρεί ακόμα. Το αρχικό Χ μες στα τρία πιο βασικά μέτρα αποφυγής της φοβερής λοίμωξης (ΧΑΜ-Χέρια, Αποστάσεις, Μάσκες) σημαίνει δύο βασικά πράγματα: απολύμανση χεριών και αποφυγή χειραψιών. Όχι μόνο στερηθήκαμε τις χειραψίες, μα τις φοβηθήκαμε κιόλας. Και τις φοβόμαστε ακόμα κι ένας Θεός ξέρει πότε θα ξεπεραστεί αυτός μας ο φόβος...

Μα και πάλι στη διάρκεια της πανδημίας (διάβαζα στην ανασκόπηση του 2020), καθιερώθηκαν κάποιοι όροι που προηγουμένως δεν υπήρχαν ή δεν είχαν γίνει τόσο γνωστοί. Ένας από τους μόλις τέσσερις νέους που μας παρουσιάζει αρθρογράφος έγκριτης εφημερίδας ο όρος «νυχούδες». Επείγουσα παρουσιαζόταν στα ΜΜΕ η ανάγκη να λειτουργήσουν τα νυχάδικα-ξαφνικά τα νύχια των γυναικών ήταν πιο αναγκαία κι από τις εκκλησίες κι από τα βιβλιοπωλεία! Άκουσα «νυχού» (στην πρώτη καραντίνα) κι ομολογώ πως έφριξα πως, όταν τα νυχάδικα δε λειτουργούσαν, υπήρξαν πελάτισσες που της πλήρωναν την περιποίηση των νυχιών συν τα 150 ευρώ για το ενδεχόμενο να τις πιάσουν και να πληρώσουν το πρόστιμο! Ας με συγχωρέσουν οι φίλες μας, αλλά από πότε τα νύχια έγιναν τόσο επιτακτική ανάγκη, βιοτική ανάγκη που αν δεν ικανοποιηθεί πεθαίνεις, ώστε να αξίζουν τόσο πολλά χρήματα, τόση πολλή έννοια;

Στο υπέροχο βιβλίο "η γιαγιά μου" της Φετχιέ Τσετίν, εκδ. Πατάκη, η συγγραφέας περιγράφει τη γιαγιά της, που μεγάλωνε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Τουρκίας και φαινόταν σαν μια ευτυχισμένη και αξιοσέβαστη μουσουλμάνα νοικοκυρά, ώσπου, δεκαετίες μετά, να της αποκαλύψει η ίδια την αλήθεια: γεννήθηκε χριστιανή και Αρμένισσα και πέρασε τις φριχτές ταλαιπωρίες της Γενοκτονίας. Έχοντας περάσει χρόνια από τότε που διάβασα το συγκεκριμένο βιβλίο, συγκράτησα πως το πιο δυνατό σημείο του είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο η γιαγιά κρατούσε τα χέρια της εγγονής της, ο μοναδικός τρόπος που έδεναν τα χέρια οι δυο τους!... 

Θυμάμαι την πολύ παλιά ραδιοφωνική διαφήμιση γνωστού απορρυπαντικού πιάτων, όπου ένας άντρας έλεγε: «Μα πιο πολύ αγαπώ τα χέρια σου». Φανταζόμασταν τότε πως μιλούσε ο αγαπημένος της γυναίκας με τα όμορφα χέρια. Σήμερα ξέρω πως θα μπορούσε να είναι ένας ευγνώμων και αισθαντικός γιος. Ή και εγγονός, που δέχτηκε τα δώρα αυτών των χεριών…

Αδυνατώ, επίσης, να μην αναφερθώ και πάλι στο αυθόρμητο ποίημα μιας εγγονής, της Ελντίρα Γιώργη Ντόκου, για τη γιαγιά της, τη Βλάχα «με ιερό αίμα από σόι της Κορυτσάς» Σωτήρα. Υμνεί με μοναδικό τρόπο τα μάτια της, το φως της, το χαμόγελό της, το χάδι και το δάκρυ της, τη μιλιά της, την αγκαλιά της, … υμνεί όμως και τα χέρια της: 

«[…] Στα ζαρωμένα από τα γηρατειά χέρια της
 έκρυβε καραμέλες για δύο βουνά και τέσσερις κάμπους…», 
«Ζύμωνε, δροσερά, με λουλούδια στο πιάτο
 Με πρόβειο μαλλί ήταν παράδοση να υφαίνει», αλλά και
«Το χάδι της έδινε τη φλόγα του χειμώνα»…
 
Γιατί τα ωραιότερα χέρια δεν είναι τα λιγότερο ταλαιπωρημένα, αυτά που έχουν τα ωραιότερα νύχια… Τα ωραιότερα χέρια είναι τα χέρια της προσφοράς, αυτά που δε νοιάζονται για «τον εαυτό τους», αυτά που σκοτώνονται στην κούραση για να ευχαριστήσουν τους αγαπημένους τους, αυτά που ξέρουν να εκφράζουν την αγάπη τους με τον καλύτερο και τον ζεστότερο τρόπο. Ακόμα κι όταν σιωπούν, κυρίως όταν σιωπούν, όταν δεν κραυγάζουν. Είναι τα χέρια που δεν… πανικοβάλλονται(το διάβασα παλιότερα σε οδηγίες προς γυναίκες κι ένιωσα δυσάρεστη έκπληξη) όταν, την ώρα που ετοιμάζονται για έξοδο, σπάει ένα νύχι τους, κατακλύζοντας από πανικό την… άτυχη γυναίκα!... Τα ωραιότερα χέρια ανήκουν στις γυναίκες που ξέρουν να αγαπούν προσφέροντας. Αυτά τα χέρια αξίζουν την ευγνωμοσύνη όσων γεύτηκαν τους πλούσιους καρπούς της προσφοράς τους. Γιατί ούτε η προσφορά ούτε η ευγνωμοσύνη είναι δεδομένα στη ζωή μας και τα χέρια που προσφέρουν, αυτά που αξίζουν την ευγνωμοσύνη μας, είναι χέρια που αξίζουν το πιο ζεστό χειροφίλημά μας και την πιο μεγάλη μας αγάπη…

ΥΓ: Πέρασαν οι έγκλειστες φέτος γιορτές, αφήνοντας τα χέρια μας πιο ταλαιπωρημένα από ποτέ. Βλέπετε, οι μαγειρικές του Δωδεκαήμερου είναι ιδιαιτέρως απαιτητικές κι οι γυναίκες ενδιαφέρονται πραγματικά να ευχαριστήσουν τους αγαπημένους σπιτικούς τους, αδιαφορώντας για τον μεγαλύτερο κόπο. Θα ‘θελα να συμβουλέψω τους σπιτικούς, όχι να μην νοιάζονται για το γευστικό αποτέλεσμα της όλης προσπάθειας της νοικοκυράς, αλλά να μην καταντούν σχολαστικοί κριτές, ακολουθώντας την τάση της εποχής που μοιάζει να έχει αναγάγει το φαγητό σε σκοπό της ζωής, της εποχής που έχει μετατρέψει μεγαλύτερους και μικρότερους σε κριτές σε τελικό τηλεπαιχνιδιού μαγειρικής, της εποχής που χαρακτηρίζεται από την νίκη του δευτερεύοντος έναντι του ουσιαστικού και του αληθινά σημαντικού… Κι ας θυμηθούμε όλοι μας, μ’ ένα ποίημα που εμπνεύστηκε ο ποιητής από την πείνα της Κατοχής, πως υπάρχουν πράγματα πιο σημαντικά και από τη βασικότερη τροφή μας, κι από το ίδιο το ψωμί μας…

Το Ψωμί

Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό ψωμί,
είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό,
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
όμως και μια μικρή, 
ένας μικρός άσπρος άγγελος.
κι αυτή μ᾿ ένα μαχαίρι έκοβε 
και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό 
κι όλοι τώρα τρέχαν σ᾿ αυτή, 
λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο 
που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε. Διψάμε για ουρανό.

Μίλτος Σαχτούρης 


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 11 Φεβρουαρίου 2021, αρ. φύλλου 1067





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ