![]() |
| ΟΔΟΣ 21.11.2024 | 1249 |
Δεν ήταν καθόλου μα καθόλου φιλόξενη η αγκαλιά του Ορφέα αυτό το βράδυ για τον υπέργηρο των ενενήντα πέντε χρόνων Οδυσσέα. Ήταν ένας ανήσυχος και εφιαλτικός ύπνος από όνειρα όλο σχεδόν το βραδινό αυτό στο μακρινό ταξίδι ενός κακοτράχαλου δρόμου που έχει διανύσει στον ερχομό του προς την δική του Ιθάκη της ζωής. Στ’ αλήθεια ήταν ένα ταλαίπωρο βραδινό με όνειρα αγωνίας, να βαδίζει ένα δύσβατο στενό δρομάκο έχοντας κάτω από τα πόδια του ένα βραχώδη βαθύ γκρεμό που κατέληγε σε ένα χαώδες ομιχλώδες χάος χωρίς τελειωμό.
Να προσπαθεί να περάσει ένα ορμητικό ποτάμι με χλωμό νερό, γέννημα μιας καταιγίδας, καβάλα σε ένα κάτασπρο άλογο και σαν βρέθηκε δύσκολα στην απέναντι όχθη να ξεπεζέψει . Για να διαβεί με ασταθή βήματα ένα καταπράσινο λιβάδι κατάσπαρτο από αγριολούλουδα με μοναδική ανάμεσά τους μια κατακόκκινη παπαρούνα με το τέρμα του ολόγιομο από σκόρπιους μαρμάρινους σταυρούς και ένα τούνελ ίσα που τον χωρούσε να τον περάσει. Και να βρεθεί σε ένα ξέφωτο όπου στον καταγάλανο ουρανό του πέταγαν αμέτρητα κάτασπρα περιστέρια να συνοδεύουν έναν Άγγελο που στα φτερά του κράταγε σε σπάργανα ένα μωρό. Ενώ στην γη κόσμος πολύς γονατιστός με απλωμένα τα χέρια να ζητιανεύει ελπίδες για καλλίτερες μέρες κάτω από τους χαρμόσυνους ήχους αμέτρητων καμπαναριών.
Ξύπνησε ταραγμένος από την αγωνία. Ήταν έξι η ώρα το πρωί με το ημερολόγιο να δείχνει 8 Σεπτεμβρίου 2οο4. Άναψε το φως στο πορτατίφ και γύρισε με δυσκολία στο άλλο του πλευρό στο κοντό και στενό ντιβανάκι που το μεγάλωνε τα βραδινά με μια καρέκλα για να χωρέσουν τα πόδια του. Με την ημερομηνία αυτή να νιώσει την ανάγκη να γυρίσει πίσω στην περασμένη ζωή και με τα μάτια των αναμνήσεων που ξέθαψε από την πολυσέλιδη μνήμη του, εκεί στην μακρινή αφετηρία αυτού του κακοτράχαλου δρόμου. Μια αφετηρία στην οποία ακούστηκε το πρώτο κλάμα να σμίγει με το πρώτο κλάμα της γέννησης της Παναγιάς την ίδια μέρα. Μια αφετηρία στον γενέθλιο τόπο του, το Νεστόριο που έζησε τα τα πρώτα δέκα τέσσερα χρόνια της ζωής του με την φροντίδα δύο ουσιαστικά μανάδων. Με την πρώτη που τον γέννησε να τον του προσφέρει το μητρικό γάλα από τα στήθια της και στην συνέχεια να τρέχει ακούραστη πότε στα καπνοχώραφα, πότε στα ορμάνια για ξύλα, πότε στις καστανιές και να εμπιστεύεται την υπόλοιπη φροντίδα του στην πρωτότοκη κόρη της των δώδεκα χρόνων Ελεονώρα.
Αυτή ήταν που φρόντιζε το μεγάλωμά του με πολύ περισσότερο πάθος αγάπης, πολλαπλάσιο από αυτό που της ίδια ηλικίας φίλες της φροντίζουν τις ψεύτικες κούκλες τους. Δεν θυμάται να τον μάλωσε ποτέ για τις παιδικές του αταξίες παρά μόνον τον συμβούλευε να διορθώνει τις λάθος συμπεριφορές του. Τον συμβούλευε να αγαπάει φίλους και εχθρούς και όταν αυτοί προσπαθούν να του κάνουν κάποιο κακό και να αντιμετωπίζει με υπομονή την αδικία κερδίζοντας την κάθε μέρα της ζωής την αγάπη των άλλων. Σε αυτόν τον γενέθλιο τόπο και στα δεκατέσσερα χρόνια ζωής δοκιμάστηκαν οι αντοχές του στις στερήσεις της πείνας, στις δύσκολες συνθήκες του πολέμου του σαράντα τα αποτρόπαια κατοχικά χρόνια και τον ανταρτοπόλεμο.
ΙΙ
Για να πρωτο-αντικρύσει αυτήν την πανέμορφη και ιστορική πόλη την μέρα που γιόρταζε την απελευθέρωσή της από τους Γερμανούς.
Από τα χαράματα ξεκίνησε και να πορευτεί έναν ποδαρόδρομο έξι ωρών και να φθάσει στην κορφή του λόφου εκεί που σήμερα στεγάζονται οι πανεπιστημιακές σχολές. Έμεινε έκθαμβος στο αντίκρισμα από την εικόνα της να αντικαθρεφτίζεται σε μια ήρεμη γαλαζοπράσινη λίμνη να την διασχίζουν πρωτότυπα πλάβα καράβια με τους ψαράδες να ψαρεύουν τον κυπρίνο. Από τότε, από εκείνη την στιγμή φύτεψε στην εύφορη γλάστρα της καρδιάς του την μεγάλη του αγάπη γι αυτήν την πόλη με άσβεστη την επιθυμία του να γίνει κάποτε μόνιμος κάτοικός της. Με την επιθυμία αυτή να πραγματοποιηθεί όταν στην καρδιά των εξελίξεων του Εμφυλίου ο πατέρας του φόρτωσε στο γαϊδουράκι την ραπτομηχανή του κατέφυγε με την οικογένειά του σε αυτήν την πόλη για να την σιγουρέψει από κινδύνους και να γίνει ο μόνιμος τόπος διαμονής για όλη την υπόλοιπη ζωή του Όπου η αγάπη του γι’ αυτήν να γιγαντώσει στην καρδιά του και να γίνει ένα αειφόρο καρποφόρο δέντρο τους καρπούς του οποίου τους της χάριζε κάθε μέρα, κάθε στιγμή. Και όταν ακόμα η τυφλή και αδίστακτή του μοίρα τον πλήγωνε και του έστρωνε τον δρόμο του με απογοητεύσεις. Αλλά όμως κάποια απρόσμενη στιγμή να του δώσει την ευτυχισμένη ευκαιρία της ζωής του. Να συναντήσει ο Οδυσσέας στην δικιά του Πηνελόπη τον μεγάλο και αληθινό στ’ αλήθεια έρωτα της ζωής του. Να ζήσουν αντάμα και οι δύο μια αγάπη τόσο μεγάλη που δεν χώραγε στις καρδιές του όλη με το περίσσευμά της, που ήταν σημαντικό να το προσφέρουν απλόχερα σε όλον τον κόσμο της. Μια αγάπη που ύστερα από έναν σκληρό αγώνα δοκιμασίας τους ένωσε για πάντα και να μείνει αμάραντη ποτίζοντάς την με την εμπιστοσύνη ο ένας προς τον άλλον μακριά από ζήλιες και αμφισβητήσεις.
Για να ξεκινήσει και να γίνει η ομορφότερη και ευτυχισμένη παρένθεση των τριάντα περίπου χρόνων της ζωής τους σε μια αρμονική συνύπαρξη. όπου σε αυτήν την παρένθεση έστησαν το σπιτικό τους. Με το βάσκανο μάτι της μοίρας τους να συννεφιάσει τον δρόμο τους ολόγιομο από πόνους και θλίψη με τον χαμό του δευτερότοκου γιού τους. Ένας χαμός που ο μεγάλος και ασήκωτος μητρικός πόνος να την μαραζώσει, να την εγκαταλείψει το κουράγιο για ζωή και να του φύγει για να βρεθεί αγκαλιά μαζί του κάτω από την ίδια μαρμάρινη στέγη. Ράγισαν αγιάτρευτα και οι δικές του αντοχές όμως με ένα πρωτόγνωρο κουράγιο μπόρεσε και σηκώθηκε για να ξεκινήσει να ζει τον σκληρό δρόμο της ζωής αγκαλιά με την μοναξιά με την αγάπη του ακόμα πιο μεγάλη δοσμένη σε αυτήν την πόλη. Την βυζαντινή Αρχόντισσα που την αποκαλούν, που όμως που δεν της αξίζει να υπάρχει με φθαρμένη την αρχοντική φορεσιά της από το μειωμένο ενδιαφέρον των αρχόντων της.
Για να ξεκινήσει έναν επίμονο αγώνα προσφοράς είκοσι περίπου χρόνων με την συνεχή παρουσία του σε κάθε μέσο ενημέρωσης να απευθύνεται σε όλους αυτούς που έχουν υποχρέωση να διορθώνουν το φθαρμένο ένδυμά της, να της φορέσουν τα κοσμήματα που θα την έκαναν ομορφότερη με γιορντάνια, δακτυλίδια, βραχιόλια και σκουλαρίκια. Με την προσπάθεια του αυτή να συνεχίζει που η βιολογική φθορά από τα πολλά χρόνια ζωής να τον έχει καθηλώσει χωρίς να μπορεί να σταθεί στα πόδια του, με μπερδεμένα ολόασπρα μαλλιά και γένια στο γερασμένο κεφάλι του.
ΙΙΙ
Δίνοντας τέλος στις αναμνήσεις των περασμένων χρόνων προσγειώθηκε στην πραγματικότητα του σήμερα των γενεθλίων του. Να τα γιορτάσει ανάβοντας μια μισή λαμπάδα που έχει καεί από το άγιο φως της ανάστασης μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς. Οι ειδήσεις από την τηλεόραση που άνοιξε ήταν όπως πάντα εδώ και πολύ καιρό απογοητευτικές. Με απροσπέλαστες στερήσεις στην πλειοψηφία του λαού αυτής της χώρας. Με το μεροκάματο και τις συντάξεις, όπως και η δικιά του της πείνας με την εξουσία να μοιράζει τον πλούτο της χώρας στους λιγοστούς ευνοουμένούς της που αδίστακτα πατάν επί πτωμάτων για το κέρδος.
Για να θυμηθεί μέσα από τις κραυγές απόγνωσης των πολλών τους τελευταίους έξι στίχους ενός διαχρονικού ποιήματος του Καρυωτάκη που ταιριάζουν γάντι για την εποχή… άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε παρά \ όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.\ Πέρασαν χρόνια πέρασαν καιρού \ Ω κι αν δεν ήταν η βαθειά λύπη στο σώμα \ Ω κι αν δεν ήταν ο πραγματικό ο πόνος \ για να λέμε ότι υπάρχουμε ακόμα.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Νοεμβρίου 2024, αρ. φύλλου 1249.
Φωτογραφία: Ιωάννης Ιωαννίδης (Ioannis Ioannidis pixabay17)

Ένας εξαίρετος άνθρωπος με ήθος και ταλέντο. Ο κύριος Θανάσης Μπατσοπουλος τιμά τον εαυτό του και την πόλη του.
ΑπάντησηΔιαγραφή