19.12.25

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΤΡΩΝΟΥ-ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Ίρις


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 28.11.2024 | 1250

Τι όνομα κι’ αυτό... Ποτέ μου δεν κατάλαβα, ούτε μπόρεσα να μαντέψω, τι της ήρθε της μάνας μου να μου δώσει αυτό το όνομα! Η ίδια πάντως, κάθε φορά που τη ρωτούσα, όταν κι εμένα αντίστοιχα με ρωτούσαν όσοι το άκουγαν για πρώτη φορά, χαμογελούσε όλο καμάρι κι έλεγε: «Μην μου πεις, πως δεν είναι πολύ ωραίο κι εύηχο;».

Αλήθεια ήταν. Και ωραίο κι εύηχο αλλά ούτε καμιά γιαγιά, ούτε καν κάποια προγιαγιά δεν ονομαζόταν Ίρις. Ποτέ δεν πήρα μία εξήγηση γι’ αυτό. Ποτέ μου άλλωστε, δεν γνώρισα γιαγιάδες και παππούδες. Απ’ τη μεριά του πατέρα μου, δεν ήταν δυνατόν να τους γνωρίσω, αφού ούτε και τον ίδιο γνώρισα. Έμαθα μόνο, ότι ήταν κάποιος περαστικός  –όπως έλεγε η μάνα μου – απ’ τη ζωή της και τίποτα πάρα πάνω. Όσο για τους δικούς της γονείς, ο μεν παππούς είχε ξαναπαντρευτεί, όταν χήρεψε πολλά χρόνια πριν και δεν είχε παρτίδες με τα παιδιά του, η δε γιαγιά μου, που κάθε φορά που την ανέφερε η μάνα μου έβαζε τα κλάματα, πέθανε σε κάποιο δυστύχημα στο χωράφι και, ώσπου να τη βρουν και να τη μεταφέρουν στο πλησιέστερο νοσοκομείο, αποχαιρέτησε τα εγκόσμια και μας φύλαγε από ψηλά.
Όταν ρωτούσα τι δυστύχημα ήταν αυτό, έπιαναν πάλι τα κλάματα τη μάνα μου και απέφευγε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις. Σταμάτησα κι εγώ να ρωτώ.

Και μεγάλωνα με το εύηχο και πολύ ωραίο όνομα, και εξηγούσα σε όσους ήθελαν να μάθουν, ότι δεν επρόκειτο για το άνθος Ίρις, μα για την αγγελιοφόρο των θεών του Ολύμπου, την Ίριδα, την κόρη του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας, αδελφή των Αρπυιών Ωκυπέτη και Αελλούς!
Τις εξηγήσεις αυτές δεν μου τις έδωσε η μάνα μου αλλά ένας δάσκαλος, ο οποίος είχε σωστή τρέλα με την Ελληνική Μυθολογία! Μου είπε δε ότι θα έπρεπε να είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό! Και ήμουν· μόλις κάποιος ρωτούσε, άρχιζα αμέσως και χωρίς δεύτερη κουβέντα, τη μυθολογική εξιστόρηση.
Η Ίρις, η αγγελιοφόρος των Θεών του Ολύμπου, μαζί με το δάσκαλο της τρίτης δημοτικού, μου άνοιξαν την όρεξη για τη μελέτη της Μυθολογίας μας. Ήταν τα μόνο βιβλία που αγόραζα με το χαρτζιλίκι μου και, αν τυχόν έπαιρνα σαν δώρο κάποιο διαφορετικού περιεχομένου, έτρεχα στο βιβλιοπωλείο να το ανταλλάξω με άλλους μύθους.

Όπως ήδη ανέφερα, ο παππούς μου δεν είχε παρτίδες με τα παιδιά του, που ήταν τρία τον αριθμό, δύο αγόρια μεγαλύτερα από τη μάνα μου. Και οι δύο είχαν ξενιτευτεί στη Γερμανία όταν άδειασαν όλα τα χωριά και οι πόλεις της Ελλάδας στη δεκαετία του 60, μήπως και βρουν εκεί καλύτερη τύχη. Δεν βρήκαν μόνο τύχη· βρήκαν και γυναίκες. Ο ένας Γερμανίδα, ο μικρότερος Ιταλίδα. Οι επαφές με τη μάνα μου σπάνιες· ευχετήριες κάρτες Χριστούγεννα και Πάσχα, και αραιά και που κανένα τηλεφώνημα. Εκείνη, εσωτερική μετανάστευση έκανε. 

Στην πρωτεύουσα βρέθηκε, μόλις τέλειωσε το οκτατάξιο τότε γυμνάσιο και βρήκε δουλειά σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο, παρά την προχωρημένη εγκυμοσύνη. Κάποια γειτόνισσα ανέλαβε αργότερα τη φροντίδα μου, όσο η ίδια έλειπε στη δουλειά. Πολύ σύντομα, ανοιχτομάτα καθώς ήταν, άνοιξε δικό της γραφείο. Χρυσές δουλειές. Προσέλαβε και βοηθούς. Κι ενώ στην αρχή δούλευε αποκλειστικά με υποψήφιους μετανάστες, άρχισε σιγά-σιγά να επεκτείνεται και στον τουρισμό. Προσωπική ζωή, πέρα από το γραφείο, δεν είχε, ή τουλάχιστον δεν έπεφτε κάτι τέτοιο στην αντίληψή μου. Έλεγε δε σε όλους ότι το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η μονάκριβη κόρη της.

Αρχίσαμε ωστόσο, να ταξιδεύουμε στο εξωτερικό όσο πιο συχνά μπορούσαμε να λείψουμε· εκείνη απ’ τις δουλειές του γραφείου, εγώ από τα μαθήματα του σχολείου. Σ’ ένα τέτοιο ταξίδι στην Ιταλία, αποφάσισε να επισκεφτούμε τον ένα αδελφό, που κάπου κοντά στη Φλωρεντία είχε ανοίξει δικό του εστιατόριο. Συγκινητική η συνάντηση έπειτα από τόσα χρόνια. Ο θείος μου, ένας γοητευτικός άντρας με ψαρά μαλλιά και ωραία κορμοστασιά, μας έσφιγγε συνεχώς στην αγκαλιά του και τα δάκρυα κυλούσαν ασταμάτητα στα μάγουλά του. Πιο ψύχραιμη και συγκρατημένη η αδελφή.
Και άρχισε εκείνος την αφήγηση, το ξεδίπλωμα των αναμνήσεων... -«Ε, βρε αδελφή, δεν περίμενα ότι θα έβγαζες την κόρη σου Ίρις... Για όλα εκείνα τα αγριολούλουδα που πήγε να μαζέψει η μάνα στη ραχούλα και να σου τα προσφέρει για την απόφασή σου να πεις τελικά το ναι σε κείνον τον παλιάνθρωπο τον καθηγητή σου!».

Άλαλη η μάνα, άλαλη κι εγώ. Οι λεπτομέρειες ξεδιπλώθηκαν αμέσως μετά: η γιαγιά μου, παραπάτησε και γλίστρησε· τη βρήκαν κάποιοι συγχωριανοί, όταν άκουσαν τα βογγητά της, σε ένα κοίλωμα των βράχων. Τα τραύματα πολλά και μοιραία. Με ένα μπουκέτο καταγάλανες ίριδες –το αγαπημένο λουλούδι της μαμάς – σφιχτά στο χέρι...
Με την αποφοίτησή της τέλειωσε και η σχέση της με τον καθηγητή. Έφυγε ο γάιδαρος, δήθεν για να ενημερώσει τους δικούς του· έφυγε και δεν ενδιαφέρθηκε πια να μάθει κάτι για τη «μεγάλη του αγάπη»...
 Ίρις, το γένος αγγειόσπερμων, μονοκοτυλήδονων φυτών, της τάξης των Λειριωδών, της οικογένειας των Ιριδοειδών...
 Άρχισα να μελετώ και Βοτανολογία...


Φωτογραφία: Κατσουσίκα Χοκουσάι (1760-1849), Ίριδες και ακρίδα (1830) λεπτομέρεια. Ξυλογραφία, μελάνι και χρώμα σε χαρτί (24,8x36 cm).

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 28 Νοεμβρίου 2024, αρ. φύλλου 1250.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ