24.10.09

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: «Από τι υλικό είναι φτιαγμένοι οι ήρωες;»

Τον είδαν τα παιδιά όπως δεν τον είχαν ξαναδεί. Τον είδαν πολύ μικρό, σχεδόν μωρό, αυτόν τον ήρωα που είχαν συνηθίσει να βλέπουν πάντοτε μεγάλο, φτασμένο ήρωα. Κι εκεί ήταν που γεννήθηκε το ερώτημα: «Ένα φυσιολογικό παιδί δε φαίνεται; Ένα παιδί σαν όλα τ’ άλλα παιδιά του κόσμου; Όμως έγινε αυτός ο ήρωας που όλοι ξέρουμε. Τι είχε, λοιπόν, που τον έκανε τόσο σπουδαίο ήρωα; Μήπως τον μοίρανε κάποια από τις τρεις μοίρες που επισκέπτονται τα νεογέννητα κάποια από τις πρώτες νύχτες της ζωής τους κι έπειτα ό,τι γράφεται δεν ξεγράφεται; Μήπως;»
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα παιδιά δεν «τσίμπησαν». Δούλεψε ρολόι το μια χαρά ώριμο μυαλουδάκι τους, αυτό που εμείς στομώνουμε με τις παπαγαλίες που του αναθέτουμε, κι η μια χαρά κοφτερή τους κρίση έβγαλε διαμάντια, που έβαλαν εμάς τους δασκάλους σε περισσότερη δουλειά. Γιατί, στη συνέχεια, εμείς τους οφείλαμε τις απαντήσεις μας:
«Οι ήρωες είναι οπωσδήποτε γενναίοι.» Καλά, αυτό ήταν αυταπόδεικτο, άρα και το μόνο που «δε μας έβαλε σε καμιά φασαρία».
«Οι ήρωες έχουν πίστη στο σκοπό τους.» Αλλά για να έχεις πίστη στο σκοπό σου, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχεις κάποιο σκοπό. Οποιονδήποτε σκοπό όμως; Μήπως οπωσδήποτε υψηλό σκοπό; Ή, απλώς, κάποιο σκοπό;
Εντάξει, ο Μελάς είχε έναν τουλάχιστον υψηλό σκοπό, να πολεμήσει για την Πατρίδα, να ελευθερώσει τη σκλαβωμένη Μακεδονία. Στη δική μας περίπτωση, όμως, τι θα μπορούσε να ισχύσει; Είναι απαραίτητος στη ζωή μας ένας σκοπός;
Οπωσδήποτε, ναι. Είναι απαραίτητος ένας σκοπός όπως το να γίνω καλός άνθρωπος ή να μάθω γράμματα ή «να διαβάσω όλα τα βιβλία της Βιβλιοθήκης του Σχολείου μας» (σκοπός που είχε μια παλιά Μαρία του Σχολείου μας κι ας μην τον κατάφερε ποτέ, πάλεψε όμως κι αυτό μετράει), να γίνομαι μέρα τη μέρα καλύτερος σε κάτι-κι αυτό λαμπρός σκοπός είναι και ισχύει και για μας τους μεγάλους, να…

Χρειάζεται, λοιπόν, οπωσδήποτε να ‘χουμε μικροί μεγάλοι καρφωμένο στο νου μας ένα σκοπό και αυτόν να παλεύουμε να πετύχουμε. Όσο καιρό κι αν μας πάρει η επίτευξή του. Έστω κι αν μας πάρει μια ολόκληρη ζωή. Και αυτό ακόμα θα φαντάζει ηρωικό στην κατεξοχήν αντιηρωική εποχή μας, σε μια εποχή που διάχυτος σκοπός όχι μόνο στα λόγια, αλλά κυρίως στην πράξη είναι η εφαρμογή του συνθήματος: «Σημασία έχει να σπρώχνεις τον καιρό». Τίποτα δε φαίνεται πιο σημαντικό απ’ αυτό. Το πώς θα τον σπρώξεις για πολλούς δε μετράει καθόλου. Ούτε υποψιάζονται τι χαστούκι είναι για τον καθένα μας τα λόγια του Σεφέρη: «Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου, χωρίς να πιω ούτε μια στάλα». Στην εποχή του Σεφέρη, άλλωστε, δεν υπήρχε εκείνη η έκφραση των νέων μας που τα λέει όλα: «Στα χαμένα…»

Η ζωή του Μελά, λοιπόν, δεν ήταν καθόλου «στα χαμένα», καθόλου άσκοπη. Αντίθετα, από πολύ νωρίς ο άντρας αυτός είχε ένα σκοπό ∙ να γίνει πολεμιστής για τη σκλαβωμένη Μακεδονία. Αλλά ήξερε πως, για να το καταφέρει, έπρεπε να δουλέψει κιόλας, αυτό θα είναι πάντα πολύ βασικό. Γι’ αυτό, μόλις τέλειωσε το γυμνάσιο, άρχισε να γυμνάζεται εντατικά. Κι ενώ έσπασε το πόδι του, δεν τα παράτησε, παρά αποφάσισε τη φοίτησή του στη Σχολή των Ευελπίδων, όπου η προετοιμασία για το σκοπό του θα γινόταν πιο συστηματικά. Γι’ αυτό το σκοπό, άλλωστε, υπέμεινε όλα τα καψόνια κι ας μην του άρεσαν. Γιατί όπως πολύ χαρακτηριστικά είπαν τα παιδιά: «Οι ήρωες δεν τα παρατάνε, όσες δυσκολίες κι αν συναντάνε, αλλά επιμένουν να προσπαθούν για το σκοπό τους, ώσπου να τον πετύχουν».
«Οι ήρωες βάζουν τους άλλους και την Πατρίδα πιο πάνω από τον εαυτό τους. Ξεπερνάνε, δηλαδή, τον εαυτό τους.» Αυτό το λένε και αλλιώς: «Έχουν πολύ καλή καρδιά, αφού σκέφτονται τους άλλους πιο πολύ από τον εαυτό τους και θυσιάζονται γι’ αυτούς».
Είναι η ενσάρκωση του μακρυγιαννικού περάσματος από το εγώ στο εμείς. Αυτό, στη σημερινή εποχή όπου οι περισσότεροι είμαστε εαυτούληδες, μοιάζει με ξεκάθαρη ουτοπία. Όμως, και ποιος δεν το ξέρει ότι ο ήρωας περισσότερο από κάθε άλλον είναι κυνηγός της ουτοπίας; Ή, καλύτερα, του ονείρου που οι άλλοι βλέπουν ως ουτοπία, ενώ αυτός πιστεύει πως είναι εφικτό, πως από τον ίδιο εξαρτάται η πραγματοποίησή του. Και η πραγματικότητα, κόντρα στη λογική των πολλών, τον επιβεβαιώνει. Ανεξάρτητα ακόμη κι από τον ίδιο το θάνατό του. Όπως έγινε και με το Παλληκάρι. Έγειρε κι έσβησε γοργά στη γη της Μακεδονίας και με το θάνατό του υλοποίησε τ’ όνειρό του.
«Καμιά φορά οι ήρωες δεν πολεμούν με όπλα, αλλά με άλλα μέσα.» Όπως π.χ. ο Ίων Δραγούμης, «η πένα του Αγώνα», που, γράφοντας, έβαζε φωτιά στην ωραία κοιμωμένη Αθήνα και την ξυπνούσε, θέτοντάς την ενώπιον των ευθυνών της. Γιατί αυτή και η αδιατάρακτη μακαριότητά της ευθύνονταν μπρος στα μάτια του συνόλου των Ελλήνων για το θάνατο του Παλληκαριού. Μ’ αυτό το θάνατο κατάφερε περισσότερο να πετύχει αυτό που ονειρευόταν, τη λευτεριά της Μακεδονίας, λιγότερο με τη ζωή του.
«Οι ήρωες είναι ευγενικοί.» Και βέβαια είναι. Αν το πάρουμε με την ακριβή έννοια του όρου, ναι, ο Μελάς ήταν ευγενής, ήταν από καλή γενιά. Κι όταν λέμε «από καλή γενιά», δεν εννοούμε από πλούσια οικογένεια-αυτό έχουμε στο νου μας σήμερα όταν αναφέρουμε αυτό το χαρακτηρισμό για μια οικογένεια. Η οικογένεια του Μελά, ναι, ήταν πλούσια, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που ο ήρωας λογαριάζεται ως ευγενικός. Απλώς, ισχύει και στην περίπτωσή του πως καλή οικογένεια είναι αυτή που κληροδοτεί στα παιδιά της αρχές και ιδανικά. Έτσι φυτεύτηκε στην ψυχή του ήρωα η αγάπη στην Πατρίδα. Και όχι μόνο αυτή. Γιατί τα παιδιά είπαν και πως:
«Οι ήρωες έχουν πίστη στο Θεό κι Αυτός τους βοηθάει να πετύχουν το σκοπό τους (κι όχι να μη σκοτωθούν)».

Αυτό το τελευταίο στοιχείο του ήρωα που μας κατέθεσε ένα κοριτσάκι της Τρίτης τάξης, η Πηνελόπη, σήμανε και την πιο πολλή δουλειά από μέρους μας. Γιατί, μπορεί οι αποδείξεις για όλα τα προηγούμενα να βρίσκονταν ήδη σε μια κεντρική περιοχή του νου μας και μπορεί εντελώς αόριστα να υπήρχε μέσα μας η αίσθηση πως , ναι, και στην περίπτωση του δικού μας ήρωα (αυτού που μας απασχολούσε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή) ίσχυε αυτό που είπε η μικρή Πηνελόπη, όμως, χρειαζόμασταν πιο απτές αποδείξεις. Κι οι αποδείξεις βρέθηκαν μες στο κλασικό πια βιβλίο της Ναταλίας Μελά «Παύλος Μελάς», εκδ. Δωδώνη. Γιατί ο Μελάς πολέμησε και με την πένα του. Έτσι πολέμησε αυτό τον τεράστιο πόνο ν’ αφήσει πίσω του τα πλάσματα που αγαπούσε περισσότερο στη ζωή του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του, για να υπηρετήσει την άλλη του μεγάλη αγάπη, τη Μακεδονία. Πολέμησε, λοιπόν, τη νοσταλγία του, γράφοντας σχεδόν καθημερινά γράμμα στην αγαπημένη του γυναίκα, και μέσα σ’ αυτά τα γράμματα βρίσκουμε εμείς οι σημερινοί Έλληνες τις απαντήσεις που γυρεύουμε σχετικά με το ποιος ακριβώς ήταν.

Με άλλα λόγια τον ψυχαναλύουμε. Γιατί «οι ήρωες δεν έχουν μυστικά» (αυτό δεν το είπαν τα παιδιά). Και, μάλιστα, δεν έχουν τα ένοχα μυστικά που πολύ συχνά τους φορτώνουμε εμείς οι μεταγενέστεροι, επιβεβαιώνοντας τη μικρότητά μας γενικώς, αλλά και τη μικρότητά μας ειδικότερα μπροστά στο φως τους. Στην πραγματικότητα φταίει που δεν το αντέχουμε το τόσο φως τους, το νιώθουμε αβάσταχτο, γι’ αυτό και προσπαθούμε να το λιγοστέψουμε. Να το θαμπώσουμε, για να φανούμε εμείς κάπως μεγαλύτεροι. Αυτό δεν κάνουμε, άλλωστε, και με όποιον σύγχρονό μας διαθέτει λίγο περισσότερο φως από το δικό μας σκοτάδι; Την ίδια τακτική σπίλωσης δεν ακολουθούμε;

Ήταν, λοιπόν, ο Μελάς ο πιστός χριστιανός που υποψιάστηκε η μικρή Πηνελόπη ίσως από εκείνο που λέει το τραγούδι και το ξέρουν όλοι, μικροί και μεγάλοι: «Τον ασημένιο μου σταυρό δώστε στη σύζυγό μου»;
Κατηγορηματικά ναι. Φαίνεται σε πολλά σημεία από την πλούσια αλληλογραφία του. Θα παραθέσουμε κάποια από αυτά, τα πιο αποδεικτικά κατά τη γνώμη μας. Εσείς απλώς απολαύστε τα, όπως τα ξανααπολαύσαμε κι εμείς:

Μακεδονία, Σάββατον 28 Αυγούστου 1904.
Θέσις Μακροβούνι (μεταξύ Κρανιάς, Μηλιάς καιΠεριβολιού).

Νάτα μου,
Χθες, όταν ετελείωσα το γράμμα μου, επήγα εις την εκκλησίαν της μονής με τους άνδρας μου. Είναι παλαιοτάτη, βυζαντινή. Οι τοίχοι κατάμαυροι, σχεδόν σκεπασμένοι με εικόνας αγίων∙ φωτίζεται μόνον από ένα μικρόν παράθυρον επάνω εις την αυλήν της μονής. Ακούσαμεν τον εσπερινόν πρώτα και κατόπιν μας μετέλαβεν ο γέρων χωρικός ιερεύς της μονής. Ουδέποτε με τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ο νους μου διαρκώς εστρέφετο προς Εκείνον ο οποίος χάριν ημών και της θείας θρησκείας Του υπέστη το μαρτύριον. Το μέγεθος της θυσίας Του, το μέγεθος της αποστολής Του μ’ έκαμναν να αισθάνωμαι πόσον μικροί και πόσον μακράν Αυτού ευρισκόμεθα, αλλά και συγχρόνως μ’ ενεθάρρυναν. Πάντοτε Τον ελάτρευσα δια την θρησκείαν Του και Τον εθαύμασα δια την θυσίαν Του. Ελπίζω να μας βοηθήση. Αισθάνομαι τώρα ισχυρός, γενναίος και καλύτερος∙ έτοιμος δε να κάμω τα πάντα.
Μετά την Μετάληψιν, εδειπνήσαμεν ελαφρά και κατόπιν με τον λοχίαν, τον καλόν αυτόν άνθρωπον επί κεφαλής, επεράσαμεν τα σύνορα και ευρισκόμεθα ασφαλώς εδώ.
Χαίρε, αγάπη μου, μη με σκέπτεσαι πλέον εμένα, αλλ’ ευχήσου δια την επιτυχίαν της αγίας αποστολής μας. Φίλησε την μητέρα μου και τους αδελφούς μου, ως επίσης, όλην την αγίαν ελληνικήν και χριστιανικήν οικογένειάν σου…..
Τα παιδιά φιλώ και ευλογώ
Παύλος
Εν βία διότι επιστρέφει ο οδηγός μας.


Και αλλού (Δευτέρα, 8 Μαρτίου 1904, μεταξύ Ρομπάτι και Φυλής του Αλιάκμονος):
«Όταν συλλογίζωμαι ότι ίσως με βοηθήση ο Χριστός να επιτύχω, νομίζω ότι μου έρχεται τρέλα. Τι χαρά δι’ όλους μας αν γίνη τούτο,…».

Στην ίδια, επίσης, επιστολή:
«Ουδέποτε, σε βεβαιώ, επίστευσα τόσον εις την θείαν Πρόνοιαν όσον χθες την νύκτα. Όταν εξεκινήσαμεν ήτο σκότος βαθύ∙ οι οδηγοί αμφέβαλλαν και πάλιν περί του δυνατού της πορείας∙ αλλ’ επειδή επεμένομεν, υπήκουσαν. Μόλις όμως διήλθομεν εις το σκότος την επικίνδυνον τουρκικήν ζώνην αμέσως, ως δια μαγείας, τα πυκνά νέφη διελύθησαν και η σελήνη και τα άστρα μας εφώτισαν τον φοβερώτατον δρόμον, τον οποίον επί 3 ώρας ηκολουθήσαμεν δια μέσου παρθένων δασών, κρημνών, ανωφερειών και λοιπών. Ναι, Νάτα μου, επιστεύσαμεν όλοι, με όλην την ψυχήν μας, ότι ο Θεός εκείνην την στιγμήν ευλόγει το έργον μας και δια των αστέρων του εφώτιζε τον δρόμον μας. Η πεποίθησις αύτη μας έδωκε δυνάμεις υπερανθρώπους και ….».

Επίσης (Παρασκευή 5 Μαρτίου 1904, εν τω χωρίω Κριτσοτάδες):
«Έχω την πεποίθησιν ότι και ημάς και την αγίαν υπόθεσιν θα ευλογήση ο Θεός∙ αν όμως τυχόν δεν θελήση να επιστρέψωμεν, να μη λυπηθής, αλλά να είσαι γενναία και υπερήφανη και να χρησιμεύσης έτσι ως παράδειγμα εις όλας τας Ελληνίδας».

Όμως, όλη του η καλοσύνη, όλη του η έμφυτη ευγένεια, όλη του η πίστη στο Θεό γίνονται ολοφάνερα στα παρακάτω αποσπάσματα επιστολών του:

Κωσταράζι, Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 1904.
«Τρέμω και συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη. Τρέμω, αλλ’ ανυπομονώ να το κάμω.» (Οι υπογραμμίσεις δικές του.)

Μονή Τσιριλόβου, Κυριακή, 12 Σεπτεμβρίου 1904.
«[…] Εν τω μεταξύ ο Πύρζας, εγώ και ένας εντόπιος συζητούμεν περί του τρόπου εξαφανίσεως ενός όστις μόνος τρομοκρατεί ολόκληρον την περιφέρειαν...
...Εις την απαισίαν αυτήν συζήτησιν είμαι δυστυχώς υποχρεωμένος να λάβω μέρος. Μόλις ετελείωσε κατελήφθην από φοβεράν απογοήτευσιν.
Τώρα εννόησα ότι δεν ημπορώ εγώ να διευθύνω τοιαύτην εργασίαν. Έτρεμα και είχα ρίγος, ησθανόμην τον εαυτόν μου ένοχον πριν ακόμη εγκληματίσω. ‘Έβλεπα τα μαυρισμένα και κοκκαλιάρικα χέρια μου και μου εκίνουν φρίκην.
Το βράδυ εις τας 7 ήλθε πάλιν ο ηγούμενος και μας επήγεν εις το μοναστήρι. Αφού ετοποθέτησα τους άνδρας μου εις τα τρία μεγάλα δωμάτια που μας έδωκεν ο ηγούμενος, επήγα εις την εκκλησίαν του μοναστηρίου, την χαμηλήν, παναρχαίαν εκκλησίαν. Και εκεί μόνος εις το σκότος έκλαυσα με απελπισίαν. Ησθανόμην ως εις την κόλασιν και εντελώς μόνος. Ελησμόνησα όλον το ωραίον, το υψηλόν και το ευγενές μέρος της αποστολής μου, και έβλεπα μόνον φόνους αγρίους, δολίους, ερήμωσιν οικογενειών, απελπισίαν γονέων, τέκνων, αδελφών. Ενθυμήθηκα την γλυκύτητα του οικογενειακού βίου, όλους σας, τας λεπτάς και ευγενείς υπάρξεις υπάρξεις σας και η απελπισία μου μ’ ετρέλανε σχεδόν. Αλλ’ ολίγον κατ’ ολίγον συνήλθα και επήγα να εύρω τον Πύρζαν, με τον οποίον ήμεθα μόνοι εις ένα δωμάτιον. Του είπα τα βάσανά μου. Αυτός όμως έχει τοιούτον πάθος κατά των κακούργων, ώστε όχι μόνον μ’ ενεθάρρυνεν, αλλά και με ησύχασεν εντελώς[…]»


Τέλος, οφείλουμε και αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα στο παρακάτω απόσπασμα της πολύ περιεκτικής επιστολής που έστειλε ο Μελάς από…

Λημέρι άνωθι Στρεμπένου, Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 1904.
«[…]Αίφνης, ο σκοπός μάς κάμνει σημείον ότι επλησίασαν πολύ άνθρωποί τινες. Στέλλω εκεί τρεις άνδρας, οι οποίοι μετ’ ολίγον αναφαίνονται πάλιν εις την ομίχλην συνοδεύοντες τρία άτομα ή μάλλον τέσσαρα, είναι δε ταύτα∙ ένα γαϊδούρι, ένας γέρων, ένα παιδί 15 ετών και ένα αγοράκι 8 ετών. Και οι τρεις φοβερά τρομαγμένοι. Τρέμουν, είναι Βούλγαροι από το Στρέμπενον και εννόησαν ότι είμεθα Έλληνες. Τους γνωρίζουν όλοι οι Στρεμπενιώται και άλλοι νέοι από το Λέχοβον. Ο 15ετής νέος είναι αδελφός και υιός του Β. και του Γ., οι οποίοι είναι καταδικασμένοι να τους φονεύσωμεν. Αν και τόσον νέος, έχει όψιν κακούργου και είναι ο σχετικώς ψυχραιμότερος. Το καημένο το μικρό κλαίει. Το πόσον συνεκινήθην με τα δάκρυα του μικρού, δεν φαντάζεσαι∙ τον επήρα από το χέρι και του ωμίλησα με καλοσύνην. Του έδωκα ψωμί και μερικές πεντάρες τούρκικες και ησύχασε. Θα τους κρατήσωμεν ως το βράδυ έως ότου τελειώση η υπόθεσις. Το βράδυ θα διαιρεθώμεν εις πέντε μέρη, τα τρία θα σπεύσουν εις τα σπίτια των καταζητουμένων, δια να τους συλλάβουν, το τέταρτον (εγώ), θα καταλάβη με άλλους 3 το μεσοχώρι (την πλατείαν) δια να εμποδίσω πάσαν πιθανήν συγκέντρωσιν των εν Στρεμπένω σχισματικών, οι οποίοι είναι ωπλισμένοι, και το πέμπτον θα φυλάττη έξω από το χωριό. Οι Στρεμπενιώται μου προτείνουν να μεταχειρισθώμεν τον συλληφθέντα υιόν του Σιδέρη δια να τον γελάσωμεν (τον Σιδέρη) και ν’ ανοίξη αυτός την θύραν. Το αποκρούω αυτό με φρίκην. Ως εκεί δεν πηγαίνει το πάθος μου∙ αν και οι άτιμοι αυτοί πολλάκις υπεχρέωσαν υιούς ιδικούς μας να παραδώσουν τους γονείς των.

»Μετ’ ολίγην ώραν ο σκοπός αναγγέλλει πάλιν ότι εις την ομίχλην, εις απόστασιν 50 μ., διακρίνει άλλον άνθρωπον. Τον συλλαμβάνομεν και αυτόν. Τι σύμπτωσις! Είναι ο καταζητούμενος πατήρ του 15ετούς αιχμαλώτου μας. Όλοι είναι χαρούμενοι και λέγουν ότι ο Θεός μας τους παραδίδει. Ο Πύρζας δεν βαστιέται από χαράν∙ αναγκάζομαι να του ομιλήσω αυστηρότατα. Εγώ δεν βαστώ, ο βλαξ, τα δάκρυά μου∙ αφήνω τους αιχμαλώτους υπό την φύλαξιν δύο ενόπλων ανδρών και απομακρύνομαι∙ κλαίω συλλογιζόμενος το δράμα που εκτυλίσσεται εκεί μέσα εις το σπήλαιον, όπου φυλάσσονται πατήρ και υιός. Εννόησαν βέβαια ότι είναι η τελευταία φορά που βλέπονται, και εντούτοις δεν τολμούν να ομιλήσουν μεταξύ των.
Τους ωμίλησα με γλυκύτητα καθησυχάζων αυτούς∙ αλλ’ αν και η πρόθεσίς μου ήτο καλή, η υποκρισία μου αυτή μ’ έκαμε να σιχαθώ τον εαυτόν μου.
Δεν θα λησμονήσω ποτέ πόσον υπέφερα σήμερον το απόγευμα. Διαρκώς ερωτούσα τον εαυτόν μου αν είχα το δικαίωμα εγώ να συλλάβω οιονδήποτε άνθρωπον, οσονδήποτε κακούργος και αν είναι, να τον τραβήξω από την οικογένειάν του και να τον φονεύσω! Και διαρκώς απαντούσα όχι,όχι! Ερώτησε τον πατέρα σου πόσον υπέφερεν όταν από της υψηλής έδρας του δικαστού, την οποίαν του ύψωσε και του εστερέωσεν η πατρίς και νόμοι από αιώνων διαρκώς τελειοποιούμενοι, ερώτησέ τον τι υπέφερεν όταν ηναγκάσθη, ούτως υποστηριζόμενος, να καταδικάση ένα κακούργον εις θάνατον. Εγώ όμως ουδέν άλλο στήριγμα πλην της προς την πατρίδα και το γένος μου αγάπης έχω. Μα την αλήθειαν πολύ θα τ’ αγαπώ και τα δύο διότι, καίτοι υποφέρω, καίτοι κλαίω, θ’ αφήσω να γίνη εκείνο που απεφασίσθη.
Δια να μη εννοήσουν ούτε ο πατέρας ούτε ο υιός το τι τους αναμένει, όταν ήλθεν η νύκτα και επρόκειτο να εισέλθωμεν εις το Στρέμπενο, είπα εις τον Σιδέρην ότι αν θέλη την ζωήν του να στείλη τον υιόν του να μας φέρη 50 λίρας∙ κατά την απουσίαν του παιδιού με μια πιστολιά θα εφονεύετο ο πατέρας. Και έτσι, Νάτα μου, εγώ ο φιλόστοργος πατήρ, ο φιλόστοργος υιός, μετεβαλλόμην εις δήμιον ενός πατρός. Ο Θεός να φυλάξη κάθε άνθρωπον από τοιαύτην δεινήν θέσιν […]»


Απ’ όλα τα παραπάνω στοιχεία, που ο Μελάς κατέθετε εντελώς ανυποψίαστος για το γεγονός ότι σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα θα γινόταν ένα αληθινό σύμβολο όχι μόνο για τους Έλληνες της εποχής του, αλλά και για όλους τους μεταγενέστερους (το ίδιο ανυποψίαστος ήταν βέβαια και για το θάνατό του, που τον είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής), προκύπτουν κραυγαλέες αποδείξεις πως ο συγκεκριμένος ήρωας συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά που τα παιδιά θεωρούν πως πρέπει να κουβαλάει επάνω του οπωσδήποτε κάθε ήρωας που σέβεται αυτήν του την κορυφαία ιδιότητα. Όλα ανεξαιρέτως.
Αυτό και μόνον αρκεί για να λυθεί η απορία οποιουδήποτε γιατί η μορφή του συγκινεί όχι μόνο τους μεγάλους που είναι σε θέση να εκτιμήσουν καλύτερα κάποιες παραμέτρους που αφορούν την απόφασή του να έρθει εδώ στη Μακεδονία και να χύσει το αίμα του εδώ, αλλά συγκινεί το ίδιο πολύ -ίσως και περισσότερο- και τα παιδιά που ξέρουν και σκέφτονται περίφημα με την καρδιά τους. Αυτά τα χαρακτηριστικά του τον μετατρέπουν σε έναν αιώνιο και διαχρονικό θρύλο∙ ένα θρύλο από τον οποίο το Γένος μας θα αντλεί αιωνίως διδάγματα- οδοδείκτες για την πορεία του στο παρόν και το μέλλον.
Σ’ αυτόν τον αιώνιο θρύλο της φυλής μας αφιερώνουμε οι δάσκαλοι, αλλά προπαντός τα παιδιά, τα λόγια ενός ξεχωριστού τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι που του ταιριάζει ιδιαίτερα και του το αφιερώνουμε με όλη μας την καρδιά , που ξέρετε όλοι πόσο μεγάλη είναι και πόσο δυνατά ξέρει ν’ αγαπά:

Οι ήρωες είναι πάντα ευγενικοί
γεννιούνται μ’ ένα χρυσαφένιο χρώμα
μ’ όνειρα που τους τα φτιάχνει η συννεφιά
μ’ ελπίδες που φυτρώσαν μες στο χώμα.

Οι ήρωες δεν έχουν μυστικά
δεν ταξιδεύουνε ποτέ σε ξένα μέρη
γίνοντ’ αγάλματα ψυχρά μα εθνικά
κι έχουν για συντροφιά τους ένα περιστέρι.

Οι ήρωες είναι πάντα ευγενικοί
κάνουν πως τάχα λεπτομέρειες δε θυμούνται
κι όταν η νύχτα τους σκεπάζει με σιωπή
πετάν το θρύλο στα πουλιά κι αποκοιμιούνται….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ