![]() |
ΟΔΟΣ 21.3.2024 | 1217 |
Κάτι μου θύμιζε η όψη του· ακόμη περισσότερο το παρουσιαστικό του όλο. Τεράστιος, κάπως γυρτός, με τραχιά χαρακτηριστικά προσώπου, απείθαρχα μαλλιά και άγριο βλέμμα. Τον συναντούσα, σχεδόν κάθε φορά που τύχαινε να περάσω από το παρκάκι με τα καχεκτικά, ελάχιστα εναπομείναντα δέντρα και τα ξεχαρβαλωμένα του παγκάκια, για να πάρω τον ανηφορικό δρόμο προς το ξωκλήσι με την καταπληκτική θέα. Καθόταν πάντοτε στο παγκάκι που κοίταζε στον δρόμο και παρατηρούσε με ερευνητικό βλέμμα τον κάθε περαστικό, από την κορφή μέχρι τα νύχια. Λες και ήθελε να αγοράσει ζωντανό, σκεφτόμουν· μόνο τα δόντια που δεν έλεγε να δείξουμε... Καθόλου συμπαθής, ο τύπος. Δεν παρέλειπε, πάντως, να κουνάει το κεφάλι εν είδει χαιρετισμού, μόλις αντιλαμβανόταν ότι έστρεφες το κεφάλι προς το μέρος του. Και, κάθε φορά ένιωθα έναν απροσδιόριστο φόβο, ένα ρίγος που ευτυχώς περνούσε αμέσως μόλις έστριβα προς τα πάνω.
Το ξωκλήσι ήταν ο δικός μου προορισμός: έστηνα εκεί το καβαλέτο μου και άρχιζα να χαράζω αδρές γραμμές πρώτα, να συνεχίζω με κάρβουνο, μέχρι που έπιανε το σκοτάδι και δεν ήταν πια μπορετό να τραβήξω ούτε μία γραμμή. Η πρόθεσή μου ήταν να αποτυπώσω στο χαρτί το δέος που μου είχαν προκαλέσει, όταν τα πρωτοαντίκρισα, τα απόκρημνα, γυμνά βράχια, κάτω από, ή καλύτερα μέσα ακριβώς στα οποία στεκόταν το εκκλησάκι. Είχα ανηφορίσει για πρώτη φορά τουλάχιστον πριν μια δεκαετία και είχα μείνει άφωνη από τη μεγαλοπρέπειά τους. Δεν ξαναβρέθηκα έκτοτε σ’ αυτήν την τοποθεσία, όχι γιατί δεν είχα χρόνο· μάλλον διότι η συγκεκριμένη εικόνα είχε μετατοπιστεί στα πιο βαθιά, πίσω στρώματα του μυαλού, ενώ τα ενδιαφέροντά μου στράφηκαν σε άλλους τομείς. Η ζωγραφική και το σχέδιο έμειναν... στα αζήτητα. Είχα πάψει προ πολλού να ασχολούμαι με μπλοκ ζωγραφικής και μολύβια.
Ωστόσο, πρόσφατα, έτυχε να παρακολουθήσω ένα ντοκιμαντέρ για τους πρώτους εκπροσώπους του ανθρώπινου είδους, τους Νεάντερταλ. Σε σπηλιές, σμιλεμένες από τη φύση, σε σημεία ψηλότερα από τη γύρω περιοχή κατοικούσαν, όπου τα βράχια δημιουργούσαν θολωτούς χώρους. Τους προφύλαγαν αυτοί από όποιες καιρικές συνθήκες και πιθανές επιδρομές άλλων ζωντανών όντων.
Τότε ξανάρθαν στο νου μου τα βράχια, μέσα στα οποία ήταν κτισμένο το εκκλησάκι. Το προφύλαγαν κατά τον ίδιο τρόπο από καιρικές συνθήκες ή κάποιος κακόμοιρος, κυνηγημένος, βρήκε εκεί καταφύγιο και αποφάσισε να το κτίσει για να τον φυλάγει από κάθε είδους επιδρομείς ή διώκτες; Δεν έψαχνα να βρω απάντηση στο ερώτημα αυτό. Αποφάσισα, ωστόσο, να το επισκεφτώ και πάλι· να πάρω χαρτί και μολύβι και να απεικονίσω τα κοφτερά βράχια, το χρώμα των οποίων άλλαζε ανάλογα με τη θέση του ήλιου καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας και όλων των εποχών του χρόνου. Ούτε ακριβώς και τις χρωματικές τους αλλαγές επεδίωκα να αποδώσω. Μόνο που όσο κι αν προσπαθούσα, δεν κατάφερνα να πετύχω εκείνο το μεγαλείο των κοφτών τους γραμμών. Γι’ αυτό και κάθε μέρα έσβηνα και άρχιζα εκ νέου την προσπάθεια. Κοφτές, λοξές γραμμές, άλλες πιο έντονες, άλλες πιο αδρές. Οι καθημερινές μου εξορμήσεις στο βραχώδες σημείο, σ ’αυτό στόχευαν: δεν είναι δυνατόν, κάτι θα κατάφερνα στο τέλος...
Ναι, αλλά δίχως να το επιχειρήσω η ίδια, οι γραμμές μου πήραν άλλη κατεύθυνση: ένα γυρτό σώμα, ένα πρόσωπο με τραχιά χαρακτηριστικά, με απείθαρχα, μακριά μαλλιά και άγριο βλέμμα σχηματίστηκε μέσα στον θόλο των βράχων. Απόμεινα να κοιτάζω το σκίτσο μου απορημένη. Μα, αυτός ήταν ολόιδιος ο άνθρωπος που καθόταν στο παγκάκι. Ναι, όμως έμοιαζε καταπληκτικά με τα σκίτσα των ανθρώπων του Νεάντερταλ, στο ντοκιμαντέρ. Πώς λειτούργησε το θυμικό μου και γιατί έπλασα όλη αυτήν την «προϊστορική» εικόνα; Δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμη. Μάζεψα βιαστικά τα σύνεργά μου και πήρα την κατηφόρα. Ήλπιζα να καθόταν ακόμη στο παγκάκι το «μοντέλο» μου. Άδειο. Τις προηγούμενες μέρες έμενε πάντα στο ίδιο σημείο μέχρι αργά. Γιατί σήμερα όχι; Και, γιατί να ανησυχήσω αντί να χαρώ που δεν τον ξανάδα;
...Έμαθα την επομένη ότι χθες το απόγευμα, βρέθηκε άνδρας πεσμένος μπρούμυτα στο παρκάκι και εξέπνευσε ενώ μεταφερόταν στο νοσοκομείο. Ζούσε με την κόρη του, όχι και πολύ στα καλά της, σε ένα χαμόσπιτο στην άλλη άκρη της πόλης. Φιλήσυχος και πράος, περνούσε εκεί τις ώρες του για να βλέπει κόσμο και να μικραίνει κάπως τον χρόνο της ερημίας του.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Μαρτίου 2024, αρ. φύλλου 1217.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.