Υπάρχει η δυνατότητα για μια εξισορροπημένη αποκατάσταση της πόλης στα ενδότερά της. Εκεί που γεννήθηκε και εκεί που ήκμασε η πολιτεία αλλά και η κοινωνία της περιοχής. Δεν είναι μάλιστα καθόλου εύκολο να εξηγηθεί για ποιο λόγο σήμερα, που η ερήμωση και η παρακμή το επιβάλλουν, όλοι δείχνουν να αδιαφορούν.
Με τα μνημεία της Καστοριάς να βρίσκονται στο προηγούμενο αστικό της κέντρο, στον κορμό της χερσονήσου που εισχωρεί στην λίμνη της Καστοριάς από τα πιο χαμηλά στα πιο ψηλά της επίπεδα κανείς δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απραγία και την παθητικότητα όλων των εμπλεκόμενων αρχών. Κρατικών και αυτοδιοικητικών μαζί.
Για παράδειγμα τα σπουδαία βυζαντινά τείχη της πόλης που (τα υπολείμματά τους) διασώζονται εντελώς παραμελημένα στα νότια, δυτικά και βόρεια χαμηλά επίπεδα της παλιάς πόλης θα μπορούσαν με την κατάλληλη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου αλλά και την προβολή τους να αποτελέσουν ένα ορόσημο ανάδειξης των υπόλοιπων μνημείων που περικλείονται στην φυσική οχύρωση της χερσονήσου. Η φωταγώγησή τους την νύχτα, η πραγματοποίηση κάποιων εκδηλώσεων δίπλα σ’ αυτά, που θα μπορούσαν ταυτόχρονα να τις εμπνέουν και τις ονοματοδοτούν, η κατάλληλη επισήμανσή τους την ημέρα και η διαφήμισή τους είναι ελάχιστες από τις δυνατότητες που προσφέρονται.
Με πρώτες και καλύτερες τις δεκάδες εκκλησίες του εσωτερικού της παλιότερης Καστοριάς, μεταβυζαντινές που μαζί με τα διασωζόμενα ιδιωτικά κτίσματα είναι μάρτυρες της ακμής της πόλης και της σχετικά νεώτερης ιστορίας της παρουσιάζουν. Και φυσικά με τις βυζαντινές εκκλησίες της πόλης που δεν είναι μόνο πανάρχαιες αλλά αποτελούν σπουδαία δείγματα αρχιτεκτονικής, και προπαντός αγιογραφίας, από τις σημαντικότερες που διασώζονται στην Ελλάδα, υπάρχει η δυνατότητα για μια εξισορροπημένη αποκατάσταση της πόλης στα ενδότερά της. Εκεί που γεννήθηκε και εκεί που ήκμασε η πολιτεία αλλά και η κοινωνία της περιοχής.
Δεν είναι μάλιστα καθόλου εύκολο να εξηγηθεί για ποιο λόγο σήμερα, που η ερήμωση και η παρακμή το επιβάλλουν, όλοι δείχνουν να αδιαφορούν. Ενώ αντίθετα στις πολεμικές και πρώτες μεταπολεμικές (του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εννοείται) δεκαετίες, σε εποχές δηλαδή που το μεν σημειωνόταν η έκρηξη της οικονομικής ανάπτυξης στην γούνα, το «πικ» της ακμής και της ευμάρειας, αλλά και επιπλέον ο πληθυσμός της ξενιτευόταν, τόσο η κεντρική πολιτεία και η επιστημονική κοινότητα, αλλά και ο Δήμος Καστοριάς έστρεφαν το ενδιαφέρον τους και στην ανάδειξη των μνημείων της πόλης. Όπως και στον πολιτισμό πιο ειδικά.
Όλοι οι άνετοι σκαλόδρομοι (είτε στην περιοχή Ντολτσού είτε στο Απόζαρι) που συντηρήθηκαν ή κατασκευάστηκαν με μεράκι σε προηγούμενες δεκαετίες από προηγούμενες δημαρχίες, στην κυριολεξία έχουν μετατραπεί σε χώρους υποδοχής των καταρρεόντων κτισμάτων που βρίσκονται κοντά τους και σε αναβαθμίδες αυτοφυούς βλάστησης και σκουπιδιών.
* * *
Και όλα αυτά έχουν την σημασία τους, για τον επιπλέον λόγο ότι μνημεία, όπως ο επονομαζόμενος «Μενδρεσές» στην θέση που την εποχή της οθωμανικής διοίκησης ονομαζόταν «Χασάν Καδή» στις παρυφές των δυτικών βυζαντινών τειχών αλλά και το τέμενος, γνωστό και ως «Κουρσουμλή τζαμί» που βρίσκεται εντός των τειχών, σε μια από τις κορυφές του εσωτερικού της Καστοριάς, αυτή την χρονική περίοδο βρίσκονται σε διαδικασίες συντήρησης –υποστύλωσης και προφανώς ανάδειξής τους. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο ιστορικό αποτύπωμα της Καστοριάς και στο φορτίο που θα επωμισθούν, δεδομένου ότι μέσω αυτών θα επιτυγχάνεται η προβολή μιας συγκεκριμένης περιόδου της μακραίωνης ιστορίας της Καστοριάς, που είναι η οθωμανική.
Για την ακρίβεια, οι προτάσεις και οι ιδέες για την ανακαίνιση των δύο ιστορικών –αλλά χωρίς κάποια ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά κτηρίων που να τα καθιστούν σημαντικά μνημεία, χρονολογούνται από δεκαετίες προηγουμένων. Μάλιστα η ΟΔΟΣ ήδη από τα πολύ πρώτα στάδια της έκδοσής της, παρουσίαζε πρόταση για την χρήση του αιθρίου του Μενδρεσέ ως χώρου εκθέσεων και μουσικών εκδηλώσεων. Όπως παρουσίαζε και την επιχειρηματολογία ότι το μοναδικό σωζόμενο τέμενος, είναι στην θέση χριστιανικού ναού, ο οποίος με την σειρά του είχε ανεγερθεί στην θέση αρχαίου ναού –σύμφωνα και με την προφορική παράδοση.
Σήμερα, παρατηρείται με ενδιαφέρον και θετικό τρόπο ότι οι εργασίες αναστήλωσης θα διασώσουν τα δύο αυτά δημόσια κτήρια της οθωμανικής εποχής που είναι και τα μοναδικά (πλην των ελάχιστων ιδιωτικών που απέμειναν). Όπως και το ότι καθώς δείχνουν τα πράγματα, κάτι φαίνεται να κινείται και στην κατοικία του ποιητή Αθανασίου Χριστόπουλου στο Απόζαρι που από καθαρή τύχη και χάρη στην στιβαρή κατασκευή των βασικών του στοιχείων, απέφυγε έως τώρα την κατάρρευση.
Όμως τα δεκάδες σημαντικά μνημεία της Καστοριάς συνεχίζουν να στοιχειώνουν το παρελθόν της, και η κατάστασή τους να υπονομεύει το μέλλον της πόλης και των μελλοντικών της κατοίκων. Φυσικά εκτός και πέρα από το γεγονός ότι όλοι οι άνετοι σκαλόδρομοι (είτε στην περιοχή Ντολτσού είτε στο Απόζαρι) που συντηρήθηκαν ή κατασκευάστηκαν με μεράκι σε προηγούμενες δεκαετίες από προηγούμενες δημαρχίες, στην κυριολεξία έχουν μετατραπεί σε χώρους υποδοχής των καταρρεόντων κτισμάτων που βρίσκονται κοντά τους και σε αναβαθμίδες αυτοφυούς βλάστησης και σκουπιδιών. Κάτι αντίστοιχο, σε χειρότερη όμως κατάσταση ισχύει και για άλση της Καστοριάς, στον Άγιο Αθανάσιο, την περιοχή της «Έλλης» και στον Σταυρό.
Διότι υπάρχουν ακόμη τα πολλά δημοτικά κυρίως κτήρια. Με τους Στρατώνες του Μαθιουδάκη να βρίσκονται στην παλιά είσοδο της πόλης στην οδό Γράμμου, να μην είναι το μοναδικό δημοτικό κτήριο που έχει αφεθεί στην εγκατάλειψη και την τύχη του και ενώ ιδιωτικοί αγώνες και προσπάθειες εντός και εκτός δικαστηρίων, πριν από όχι και πολλά χρόνια, κατόρθωσαν να τους διασώσουν από την μανία της κατεδάφισής τους που είχε καταλάβει τους ιθύνοντες και τις ιθύνουσες.
Υπάρχουν σπουδαία κτήρια, που δεν είναι ιδιωτικά και ανήκουν κατά κανόνα στον αδιάφορο, άσχετο και μη ενημερωμένο Δήμο Καστοριάς και στους ανθρώπους που είτε είναι εκλεγμένοι είτε είναι υπηρεσιακοί παράγοντες, δείχνουν να αγνοούν ακόμη και την ύπαρξή τους, την ιστορία τους και το ιδιοκτησιακό τους.
Ενδεικτικά μόνο αναφέρονται νεότερα κτήρια όπως είναι τα Τερζάκεια Λουτρά και μάλιστα δίπλα στο τέμενος, που θα μπορούσαν κάλλιστα να στεγάσουν μια σχετιζόμενη με την καθόλου ιστορία της πόλης της συνύπαρξης Ελλήνων, Εβραίων και μουσουλμάνων Τούρκων ή όχι.
Τα δεκάδες σημαντικά μνημεία της Καστοριάς συνεχίζουν να στοιχειώνουν το παρελθόν της, και η κατάστασή τους να υπονομεύει το μέλλον της πόλης και των μελλοντικών της κατοίκων.
* * *
Είναι βεβαίως και το σπουδαίο μνημείο ιστορίας που ταυτόχρονα αποτελεί ένα μικρό αριστούργημα αρχιτεκτονικής, με τον φρουριακό τύπο του, δηλαδή το κτήριο του Ξενία, παραπλεύρως του σπουδαίου (και ευτυχώς εν λειτουργία) Βυζαντινού Μουσείου. Για τον οποίο (Ξενία) έχουν ήδη συμπληρωθεί περίπου τρία (ή και περισσότερα) χρόνια αφ’ ότου η τότε και νυν υπουργός Πολιτισμού της κυβέρνησης, είχε δεσμευθεί να αξιοποιήσει με την κατάσταση του διαρκώς να χειροτερεύει.
Είναι το μεγάλο και ευρύχωρο παλιό Νοσοκομείο Καστοριάς (πρόκειται για κατ' ουσία έπαυλη της δωρήτριας καστοριανής οικογένειας Δήμου) που δεσπόζει ακόμη σε μια ευρύτερη περιοχή. Περιλαμβάνει σημαντικά καλλιτεχνικά στοιχεία και τοιχογραφίες και παραμένει έρημο, αναμένοντας την κατάρρευση.
Είναι, η σπουδαίας αρχιτεκτονικής γραμμής κατοικία Τσαμίση που ανήκει στον Δήμο Καστοριάς και είναι δείγμα μιας τάσης ιδιωτικών κατοικιών της Καστοριάς της περιόδου του Μεσοπολέμου με ιδιαίτερη σημασία για την κοινωνία της πόλης. Είναι και πολλά μα πολλά άλλα κτήρια, που και αυτά παραστέκονται στωικά και προσφέρονται μαζί με την πλούσια ιστορία της Καστοριάς, ιστορία που κομίζουν που πρέπει να αναδειχθούν και να υπαχθούν σε μια στρατηγική ανάπτυξης.
Αλλά και ανάδειξης μιας Καστοριάς, που μετά την απελευθέρωσή της το 1912 γνώρισε φρενήρη οικονομική πρόοδο, αποχαιρέτισε του μουσουλμάνους κατοίκους, υποδέχθηκε τους Έλληνες της Απολλωνιάδας, στην συνέχεια απώλεσε τους Εβραίους συμπατριώτες της, αποχαιρέτισε και χιλιάδες μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Δυτική Ευρώπη.
Μιας Καστοριάς που ήταν θέατρο πολεμικών και υπαρξιακών αναμετρήσεων για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος. Που ταυτόχρονα υποδέχθηκε πολλές χιλιάδες εσωτερικών μεταναστών από όλες τις γωνιές της Ελλάδος για την γούνα, στους οποίους έδωσε απλόχερα εργασία, προκοπή, συνθήκες δημιουργίας οικογένειας και ευημερίας· αναδεικνύοντας μέσα απ’ αυτούς και τους περισσότερους εκλεγμένους της, χωρίς καμιά διάκριση ή προκατάληψη όπως σε άλλες περιοχές της χώρας συνέβαινε. Ελεύθερα και φιλελεύθερα. Και αυτή είναι η Καστοριά που περιμένει την δικαίωσή της.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 7 Μαρτίου 2024, αρ. φύλλου 1215.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.