Με αφορμή τη μέρα της γυναίκας
Η Ελληνίδα αμέσως μετά το ‘21 μέσ’ από τα μάτια
του Γάλλου περιηγητή Εντγκάρ Κινέ
Στο Άργος μας φιλοξενούσαν μια γριά γυναίκα κι ένα νεαρό ζευγάρι. Η πρώτη ήτανε πολύν καιρό σκλάβα των Αιγυπτίων και γύρισε πίσω στα βουνά της όταν οι Γάλλοι την ελευθέρωσαν στο Ναυαρίνο. Ένας μεγάλος πόνος την είχε αφήσει λίγο παραλογισμένη. Κάθε στιγμή την ακούγαμε ν’ αναφέρει τ’ όνομα του Ιμπραήμ, και όταν γυρίζαμε στη στέγη της μας ζητούσε πάντα ελεημοσύνη, σαν να μη μας αναγνώριζε. Ήτανε μια περίπτωση πολύ σπάνια και σχεδόν μοναδική στη διάρκεια του ταξιδιού μας.
Η οικοδέσποινα ήτανε λιγότερο σκυθρωπή, αν και αρκετά σιωπηλή. Περνούσε τη μέρα της γνέθοντας βαμβάκι στη ρόκα, ανακαθισμένη μέσα στις στάχτες ή στο κατώφλι της πόρτας. Εξάλλου πρέπει κανείς να έχει δει αυτό το είδος του πόνου και της εξουθένωσης, κοινό σε όλες τις γυναίκες της Πελοποννήσου, για να νιώσει ίσαμε πού μπορεί να φτάσει η επίδραση μιας αδιάκοπης δυστυχίας.
Όταν έφτασα εκεί, ο αριθμός των γυναικών ήτανε πολύ ελαττωμένος συγκριτικά με τους άντρες. Ήτανε μάλιστα σπάνιο πράγμα να συναντήσεις γυναίκες, όπως και γέρους, στους αγρούς ή στις καλύβες. Ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτές τις είχανε πάρει σκλάβες ή είχανε πεθάνει από την πείνα.
Αυτές που είχανε επιζήσει είχανε πληγεί με τέτοιον τρόπο που δε θα συνερχόντανε ποτέ. Τα μάλλινα μακριά και κυματιστά τους φορέματα, τα μάλλινα υφάσματα που τα τυλίγουν γύρω από τα κεφάλια τους σαν σαρίκια και που ένα μέρος τους πέφτει ατημέλητα στους ώμους τους προσθέτουν κάτι στη φυσική τους αξιοπρέπεια, που η δυστυχία δεν την κατέβαλε ακόμα.
Χάρη στη συμπεριφορά τους, και κάτω από τα κουρέλια τους ακόμα, φαίνεται η υψηλή ταξική τους προέλευση. Ωστόσο η θερμότητα των μεσογειακών τους χαρακτηριστικών, τα μαύρα μάτια τους σαν σκοτεινές σπηλιές, ακίνητα και πληγωμένα, το ευγενικό αλλά αποκαμωμένο τους βάδισμα προκαλούν βαθύ οίκτο. Η φυσιογνωμία τους σκληρή και σκυθρωπή θα φανέρωνε απάθεια χωρίς τη συνήθεια των αναστεναγμών, που σε πολλές καταντά σαν μια χρόνια αρρώστια.
Όταν προσπαθούσα να τους δώσω λίγη ελπίδα, περιορίζονταν να ρίχνουν το κεφάλι προς τα πίσω, κατά τη συνήθεια των Ελλήνων όταν αρνούνταν κάτι, και πρόφεραν τις λέξεις που επαναλαμβάνουν σε κάθε συνάντηση με ταξιδιώτες: δεν είναι. Αυτές που μείνανε όμορφες, και είναι πολύ περισσότερες απ’ όσο θα πίστευε κανείς, αφήνουν μια εντύπωση ακόμα πιο οδυνηρή με την περιφρόνηση που δείχνουν για την ομορφιά τους.
Βλέποντάς τες να σκύβουν κάτω από τα βαριά τους φορτία μέσα στον καυτερόν ήλιο ή να καταφεύγουν στις σπηλιές, όπου η υγρασία πέφτει σταγόνα σταγόνα γύρω τους, ή να ξαπλώνουν το βράδυ καταγής καταβροχθίζοντας με τα παιδιά τους λίγα αγριόχορτα που μετά βίας θα τα κατάπινα, θυμόμουνα τη ζωή των γυναικών στην ευτυχισμένη Γερμανία, που μόλις πριν από δυο μήνες είχα αφήσει. Αναπολούσα τις ασχολίες, τις ματαιότητες του κόσμου στην Ευρώπη, την ψυχαγωγία τους, τις ώρες που περνούν με φίλους, τις ποιητικές και τις θεωρίες των αργόσχολων.
Και καθώς θυμόμουν ότι κι εκεί είχα ακούσει παράπονα πικρά για τη μοίρα τους, έλεγα στον εαυτό μου πόσο εκνευριστικός είναι ο μιθριδατισμός της ευτυχίας! Τι βάθος δυστυχίας υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, αφού ακόμα και σε τέτοια απόσταση από τον χώρο του πόνου βρίσκει κάτι που τον κάνει ν’ αναστενάζει […].
Edgar Quinet (1803-1875), Η Ελλάδα του 1830
και οι σχέσεις της με την αρχαιότητα,
εκδ. Αφών Τολίδη, Αθήνα 1988
* * *
Επιμελήθηκα το μικρό, αλλά συγκλονιστικό αυτό απόσπασμα από το προαναφερθέν βιβλίο του Γάλλου περιηγητή από απέραντο σεβασμό στις περήφανες Ελληνίδες που προηγήθηκαν ημών των σημερινών, που κατά κανόνα δεν ξέρουμε τι μας λείπει και τι μας φταίει… Για να ξέρουμε από πού, από πόσο ψηλά, προερχόμαστε...
Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου
Φωτογραφία: Άρι Σέφερ (1795-1858) Οι Σουλιώτισσες (1827), Μουσείο του Λούβρο, Παρίσι Γαλλίας.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 7 Μαρτίου 2024, αρ. φύλλου 1215.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.