25.2.25

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Επέτειος γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς

19 Μαΐου | Από το Ακ-Νταγ-Μαντέν του Πόντου...

«Το 1976 στη μεγάλη έκθεση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων δεν υπήρχε τίποτε σχετικό με το Μαδέν. Τότε πήρα την απόφαση να το βγάλω από την αφάνεια. Με βοήθησε πολύ ο αείμνηστος Ακαδημαϊκός Μερλιέ και τοποθέτησα το πρώτο τελάρο με φωτογραφίες, μερικές του 1908-1920(…)» 
Γεώργιος Κ. Φωτιάδης, από τον πρόλογό του στο βιβλίο του «Γαλατικός Πόντος/Το Ελληνικόν Μεταλλείον Ακ-Δαγ», Αθήνα 1994


Πράγματι, έτσι όπως τα έγραψε ο Γ. Φωτιάδης είναι. Συζητούσα με άλλους Πόντιους, ρωτούσα για τον τόπο καταγωγής τους, άκουγα τις πιο διάσημες πόλεις του Πόντου, πουθενά τον δικό μας. Με τα χρόνια, όμως, άρχισα να το συναντώ μες στις απαντήσεις που άκουγα και σιγά σιγά γίναμε αρκετοί οι Πόντιοι που οι παππούδες μας ήρθαν από το Ακ-Νταγ-Μαντέν, το Μεταλλείο του Λευκού Βουνού… 

Με αφορμή, λοιπόν, τη φετινή επέτειο Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, αποφάσισα να σας συστήσω τον τόπο μας: το Ακ-Νταγ-Μαντέν ήταν κωμόπολη της ομώνυμης επαρχίας, όπου κατοικούσαν συνολικά 25.000 Έλληνες ορθόδοξοι. Διοικητικά ανήκε στην Άγκυρα, εκκλησιαστικά όμως στη μητρόπολη Χαλδίας. Η κωμόπολη είχε 8.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 5.000 ήταν Έλληνες, προερχόμενοι από την περιοχή της Αργυρούπολης, καθώς μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828 τα μεταλλεία της Αργυρούπολης-κύριο μετάλλευμά τους ο άργυρος και προστάτης των μαντεντζήδων ο Προφήτης Ηλίας - έπαψαν να λειτουργούν, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι της περιοχής αυτής να υποφέρουν από πείνα. Έτσι, το 1832 αρκετές οικογένειες από την Αργυρούπολη και τη γύρω περιοχή έφυγαν προς τα ΝΔ κι έφτασαν στις εύφορες κοιλάδες του Ακ-Νταγ, όπου ίδρυσαν την ομώνυμη κοινότητα. Μαζί τους ήρθαν και αρκετές οικογένειες από το χωριό Σταυρίν που ήταν κρυπτοχριστιανοί. 

Τα πρώτα χρόνια ασχολούνταν με τη γεωργία και δούλευαν στα μεταλλεία της περιοχής. Το 1880 όμως τα μεταλλεία σταμάτησαν να λειτουργούν και οι κάτοικοι της πρωτεύουσας Ακ-Νταγ-Μαντέν και των 30 ελληνικών χωριών της επαρχίας (που ήταν πολύ αναπτυγμένα στα γράμματα και τις τέχνες)αναγκάστηκαν να στραφούν στη γεωργία και το εμπόριο. Ειδικά στο εμπόριο προόδεψαν τόσο πολύ ώστε από τα 180 χωριά που είχε συνολικά η επαρχία (τα 150 αρμενικά και τούρκικα) να συγκεντρώνεται το εμπόριο στα χέρια των Ελλήνων. («Οι Έληνες υπερείχαν πνευματικά και είχαν στα χέρια των όλη την εμπορική και οικονομική κίνηση της περιοχής», σημειώνει χαρακτηριστικά στον πρόλογο του προαναφερθέντος βιβλίου του ο Γεώργιος Κ. Φωτιάδης). Η γλώσσα που μιλιόταν εκεί ήταν τα ποντιακά της περιοχής Αργυρουπόλεως και μόνο στις συναλλαγές τους μεταχειρίζονταν τα τουρκικά. 

Τα μαρτύρια των κατοίκων του Ακ-Νταγ-Μαντέν άρχισαν το 1876, όταν οι Σταυριώτες κρυπτοχριστιανοί πήραν ελπίδες από το τουρκικό σύνταγμα της χρονιάς αυτής και παρακολούθησαν την αναστάσιμη λειτουργία στον ναό του Αγίου Χαραλάμπου. Άρχισε τότε μια σειρά από συλλήψεις, φυλακίσεις και εξορίες των προκρίτων Σταυριωτών της επαρχίας. Παρά τις έντονες πιέσεις του Ρώσου πρέσβη, τον οποίο καθοδηγούσε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Νικόδημος, οι διωγμοί εκ μέρους των Τούρκων παρουσίασαν μικρή μόνο ύφεση. Μετά την απογραφή του 1905, όταν οι Σταυριώτες του Ακ- Νταγ αρνήθηκαν να καταγραφούν ως μουσουλμάνοι, ξανάρχισαν με μεγαλύτερη μανία οι εξορίες, οι φυλακίσεις και τα βασανιστήρια. 

Με την επιστράτευση του 1914 όλος ο ελληνισμός της επαρχίας μαρτύρησε πραγματικά. Οι άντρες στέλνονταν στα εργατικά τάγματα (αμελέ ταμπουρού), όπου δούλευαν μισόγυμνοι και νηστικοί μέσα σε δριμύ ψύχος. Στα αμελέ ταμπουρού πέθαναν οι δύο προπάπποι μου από την πατρική μου πλευρά, για τη μητρική μου δε γνωρίζω. Όσοι δεν πέθαιναν από τις κακουχίες λιποτακτούσαν, με αποτέλεσμα τους άγριους βασανισμούς των οικογενειών τους. Από το 1915 μια καινούρια πρόφαση, η απόκρυψη των Αρμενίων από τους Έλληνες, έκανε τη θηριωδία των Τούρκων ασύλληπτη.

Η τελική φάση των δεινών που υπέστησαν οι Έλληνες του Ακ-Νταγ-Μαντέν άρχισε το 1919, με την επικράτηση των κεμαλικών. Ένα τμήμα αντικεμαλικών κατέλαβε την περιοχή και, όταν ο Κεμάλ έστειλε στρατό για καταστολή του εναντίον του κινήματος, οι στρατιώτες στράφηκαν κυρίως κατά του ελληνικού πληθυσμού. Αρπαγές περιουσιών, σφαγές, ατιμώσεις γυναικών, εξορίες και κάθε είδους βασανιστήρια συνεχίστηκαν ως το 1922, οπότε άρχισαν οι Έλληνες να εγκαταλείπουν την πατρίδα τους και να έρχονται στην Ελλάδα, για να ξεριζωθούν οριστικά όσοι είχαν πια απομείνει, με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923.

Αξίζει, ακόμη, να σημειώσουμε ότι , εκτός από τα άλλα σχολεία, τα τελευταία χρόνια ιδρύθηκε στο Ακ-Νταγ και Παρθεναγωγείο, ο βίος του οποίου ήταν σύντομος, εξαιτίας των αντιξοοτήτων. Αξιόλογη, όμως, ήταν η δράση του Ορφανοτροφείου, που συντηρούνταν από δωρεές πλουσίων της περιοχής κι από βοηθήματα εκκλησιών. Περιέθαλπε πάντα περίπου 200 τροφίμους από την επαρχία αυτή και την πρωτεύουσά της, υπήρξε δε μια από τις αφορμές να θανατωθούν οι προύχοντες της περιοχής από τα περίφημα Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας το 1921. Συνελήφθησαν γύρω στους 50., προωθήθηκαν στην Αμάσεια, όπου άλλοι καταδικάστηκαν σε θάνατο κι άλλοι σε εξορία. 

Μετά τα γεγονότα της Αμάσειας, μολονότι η θέση των Ελλήνων επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο, εν τούτοις δεν έπαυαν να εκδηλώνονται εναντίον των Τούρκων κι υπέρ της Ελλάδας. Τον Αύγουστο 1922 Έλληνας κάτοικος χωριού του Ακ-Νταγ, ενώ συνομιλούσε με Τούρκο με τον οποίο είχε κάποια συναλλαγή, άρχισαν να μιλούν για ανταλλαγή των πληθυσμών. Σε μια στιγμή ο Τούρκος ρώτησε έναν από τους καλύτερους νοικοκυραίους του χωριού: «Βρε Γιώργο, θα πας κι εσύ στην Ελλάδα;». Τότε ο χωρικός αυτός σηκώθηκε όρθιος και, αφού χτύπησε το στήθος του στο μέρος της καρδιάς, είπε: «Βέβαια θα πάω στη Μάνα μου». Και το είπε αυτό παρόλο που γνώριζε ότι μπορούσε να του στοιχίσει τη ζωή.

Ήταν δε τόση η λαχτάρα τους να φύγουν από την Πατρίδα τους και να ‘ρθουν στην Ελλάδα ώστε πολλοί από τους Έλληνες του Ακ-Νταγ-Μαντέν, λίγους μήνες πριν από την Ανταλλαγή, πούλησαν τα υπάρχοντά τους κι έφυγαν. Από τη Σαμψούντα νοίκιασαν πλοίο με δικά τους χρήματα κι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. Κι από κει πάλι με δικά τους έξοδα έφτασαν μέχρι τη Θεσσαλονίκη κι από κει σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας μας. 

Τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία προέρχονται από δημοσίευση στην Ποντιακή Εστία (1955) και σχετικά πρόσφατη ομιλία του Φλωρινιώτη δικηγόρου και συγγενή μου κ. Αθανασίου Κωνσταντινίδη, που κατάγεται από την περιοχή του Ακ-Νταγ και, κλείνοντας σιγά σιγά, επανέρχομαι στα γραφόμενα του Γεωργίου Κ. Φωτιάδη, που γεννήθηκε εκεί και ήρθε στην Ελλάδα 12 χρονών: «Όταν μπαίναμε στην αγορά του Ακ-Δαγ-Μαδέν ακουγόταν το ρυθμικό σφυροκόπημα του πυρωμένου σιδήρου πάνω στο αμόνι των σιδεράδων για να το μεταμορφώσουν σε καρφιά, πέταλα, σφυριά, αξίνες, στεφάνια τροχών, υνιά κλπ εργαλεία. Τα σιδηρουργεία, τα αμαξοποιεία εξυπηρετούσαν τις ανάγκες πάνω από 180 χωριών ελληνικών και τουρκικών. Γι’ αυτό όταν έφυγαν οι Έλληνες είχαν νεκρωθεί τα πάντα.

[...] Όταν ο αείμνηστος Λ. Λαμπριανίδης, ως μέλος της Διεθνούς Επιτροπής, έφτασε στο Ακ-Δαγ-Μαδέν το 1923 κι είδε τα εκπαιδευτήρια, τον Άγ. Χαράλαμπο, την οικία του Μιχαήλ Αγά (Μιχαήλ Ευφραιμίδη) και τ’ άλλα μεγάλα είπε: «Αν ήτο δυνατόν, να σηκώσωμε αυτά τα κοσμήματα έτσι όπως είναι και να τα μεταφέρωμε στην Ελλάδα». Τόση μεγάλη εντύπωση του έκαμαν.

[...] Οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Τούρκους ως το 1912 ήταν καλές, αγαθές. Οι Έλληνες καταστηματάρχες γνώριζαν όλους τους κατοίκους της περιοχής, Έλληνας και Τούρκους. Είχαν δοσοληψίες, τους έκαμαν πιστώσεις. Πολλές φορές πήγαιναν στα χωριά να εισπράξουν τα χρήματά των και φιλοξενούνταν από τους Τούρκους. 

Οι Τούρκοι σέβονταν τα ήθη και τα έθιμά μας, τη θρησκεία μας κι έπαιρναν μέρος στις γιορτές και πανηγύρια, άναβαν κεριά, πάλευαν, χόρευαν. Μέσα στο Μαδέν ο Καϊμακάμης κι οι αρχές λάμβαναν μέρος στις μεγάλες γιορτές των Ελλήνων. Ο αρχιερατικός επίτροπος κατά την τελετή της Αναστάσεως στο προαύλιο του Αγ. Χαραλάμπους περίμενε τον Καϊμακάμη και το επιτελείο του. Τα ελληνικά σχολεία έπαιρναν μέρος στις εθνικές γιορτές των Τούρκων κι έψαλλαν ελληνικά εμβατήρια. Οι προύχοντες των ελληνικών χωριών ενέπνεαν σεβασμό κι εκτίμηση στους Τούρκους και προπάντων στους δημοσίους υπαλλήλους κι αστυνομικούς. Αλλά κι οι γείτονες Τούρκοι κι Έλληνες ζούσαν ειρηνικά μέσα στους κανόνες της καλής γειτονίας. Οι γυναίκες αντάλλαζαν επισκέψεις, έπιναν καφέ κι έλεγαν τα μυστικά των, κουτσομπόλευαν. Έδιναν κι έπαιρναν δανεικά. Όταν κάθε μήνα αγίαζε ο παπάς και βρίσκονταν στο ελληνικό σπίτι Τουρκάλες με τα παιδιά των, τα πήγαιναν κοντά στον ιερέα για ν’ αγιαστούν κι εκείνα. Τακτικά ζητούσαν αγιασμό για να καθαρίσουν μαγαρισμένα σκεύη των. Έπαιρναν πολλές συνήθειες από τους Έλληνες. Σταύρωναν π.χ. το σατς (λαμαρίνα) πριν το βάλουν στη φωτιά. Οι γυναίκες στο Ορτάκιοϊ σταύρωναν τις αγελάδες στον μαστό μετά το άρμεγμα. Πολλοί πίστευαν ότι η προσευχή όλων απευθυνόταν στον ίδιο θεό. Ο τρόπος της λατρείας μόνον άλλαζε».

Κλείνοντας, δυο δικές μου επισημάνσεις:

1) Όταν το 2001 πήρα συνέντευξη από τον θείο Βασίλη Πουρσαλίδη, που είχε έρθει από το Παχτσατσίχ του Ακ-Νταγ-Μαντέν, και τον ρώτησα αν θυμόταν κάποιο τραγούδι που έλεγαν στο σχολείο στην Πατρίδα (έτσι λέγαν οι δικοί μας τον Πόντο), έμεινα κατάπληκτη ακούγοντας πως τραγουδούσαν:
«Απορώ, Μακεδονία, πώς βαστάς υπομονή/για να βλέπεις τα παιδιά σου μέρα-νύχτα στη σφαγή»…

2)Στην πρώτη κουβέντα που έκανα με τον σύγχρονο σπουδαίο συγγραφέα της Ιστορίας του Ακ-Νταγ-Μαντέν κ. Κώστα Νικολαΐδη από το Μελίσσι Γιαννιτσών, όταν συστηνόμασταν κι είπα πως ο πατέρας μου ήταν ιερέας του Αγίου Νικολάου στην πόλη της Φλώρινας, μου λέει: «Κι η εκκλησία του Παχτσατσίχ (του χωριού καταγωγής του πατέρα μου) Αϊ-Νικόλας ήταν κι ο ιερέας που ιερούργησε στο χωριό κατά τη μετοίκηση παπα-Δημήτρης ήτανε»…..

Την πληροφορία αυτή τη βρίσκω κάθε φορά που διαβάζω για το Παχτσατσίχ, με τους πολλούς μπαχτσέδες, στους οποίους οφείλει το όνομά του… Το Παχτσατσίχ, όπου, όταν έφτασαν Τούρκοι πρόσφυγες το 1918 με πολλά χρήματα και ζώα και Τούρκοι ληστές επιχείρησαν να τους ληστέψουν, αμέσως οι χωρικοί κατάφεραν να τους αποκρούσουν σε δύο επιδρομές τους, να σώσουν και να διαφυλάξουν την περιουσία των Τούρκων προσφύγων. Από τότε και ως ότου αναχωρήσουν για την πατρίδα τους, δεν έπαψαν να δείχνουν την αγάπη, την εκτίμηση και την ευγνωμοσύνη τους στους Έλληνες, που τους είχαν προστατέψει…

ΥΓ: «Τι τα θες; Οι Πόντιοι είναι όπως η στρογγυλή πέτρα. Κάθε βροχή και κυλάει, πάει αλλού». Η φράση αυτή του Β. Πουρσαλίδη, που ίσχυε ως τη μόνιμη εγκατάστασή τους στη Μάνα-Ελλάδα, μακάρι να μην επαληθευτεί ποτέ ξανά! Και ποτέ ξανά να μη συμβεί γενοκτονία στην ανθρωπότητα!!!



Φωτογραφίες:
Υοσγάτη. Το ρολόι, σύμβολο της πόλης.
Άκνταγ Μαντέν, 1920, μαθητές του δημοτικού και δάσκαλοι στο προαύλιο του Κεντρικού Ελληνικού Διδακτηρίου της πόλης [μόνο στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας]

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 16 Μαΐου 2024, αρ. φύλλου 1225.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ