1904-2024: 120 χρόνια από τον θάνατο του Π. Μελά
Στις 24 Φεβρουαρίου 1904 ξεκίνησε ο Παύλος Μελάς μαζί με τους αξιωματικούς Κοντούλη, Παπούλα, Κολοκοτρώνη, κατόπιν διαταγής να πάνε στη Μακεδονία να δουν τα πράγματα από κοντά. Μαζί τους είχαν τον Καούδη, τον Δικωνυμάκη, τον Περάκη. Ήταν η πρώτη είσοδος του ήρωα Παύλου Μελά. Ύστερα από πολλές περιπέτειες έφτασαν στη Σιάτιστα.
Τον Μάρτιο ήταν στο Βογατσικό, από εκεί στο Τσιρίλοβο και Γάβρο. Συνέχισαν οι μέρες Πάσχα προς Ρούλια (Κώττα). Είδαν πολλούς μυημένους στον Μακεδονικό Αγώνα. Μίλησαν με όλους, από τον Κώττα μέχρι τον τελευταίο χωρικό. Ξεθάρρεψαν όλοι οι καταπιεσμένοι από Τούρκους και Βουλγάρους, αναπτερώθηκε και το ηθικό τους. Πέρασαν από το Ζέλοβο (Ανταρτικό). Εκεί κατέφθασαν προύχοντες από το Πισοδέρι, μεταξύ των οποίων και ο παπα-Σταύρος Τσάμης, ο ένθερμος κληρικός που διεδραμάτησε σπουδαίο ρόλο στον Μακεδονικό Αγώνα, καθώς και άλλοι κληρικοί από τα γύρω χωριά.
Επισκέφτηκε όλα τα χωριά των Πρεσπών. Στο Ανταρτικό, στο λημέρι του Παύλου Κύρου, τον επισκέπτονταν ο Ανδρέας Γώγος, ο Χατζηκώτσης, ο Χασόπουλος Μιχαήλ, προύχοντες του Πισοδερίου. Στις 22 Μαρτίου κι ενώ ευρίσκετο στις Καρυές, μια γυναίκα ειδοποιεί ότι ο κομιτατζής Άρσωφ με 70 Βουλγάρους βρίσκονταν στον Άγιο Γερμανό. Η είδηση τροποποιεί το δρομολόγιό του. Παραμένει στις Καρυές. Δεν προχωρούν, αλλά δέχονται κατοίκους όλων των χωριών.
Αναχώρηση του Παύλου Μελά
Ανάκληση μετά την πρώτη είσοδο στη Μακεδονία
Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα του 1904. Ένα κρυπτογράφημα έρχεται από το Προξενείο του Μοναστηρίου. Ανοίγει ο Μελάς με χτυποκάρδι τον κρυπτογραφικό κώδικα που κρατούσε στην τσάντα του κι αρχίζει την αποκρυπτογράφηση. Είναι από τον Ίωνα Δραγούμη και λέει: «Η τουρκική πρεσβεία, μαθούσα την παρουσία του Μελά και των άλλων αξιωματικών, προέβη σε παραστάσεις. Εκρίναμε αναγκαίο να επιστρέψει ο Μελάς τουλάχιστον. Χλομός ο Μελάς από την ταραχή του και τη λύπη, ειδοποιεί τον Κοντούλη και του δείχνει το γράμμα. «Δεν πρόκειται να πάω πουθενά», του λέει θυμωμένος. «Είναι ανάγκη», παρατηρεί εκείνος. Ο Μελάς έσκυψε το κεφάλι χωρίς να μιλήσει, φοβερά ταραγμένος.
Βρίσκονταν στα χωριά των Πρεσπών. Μεγάλη Πέμπτη. Μέρα της Εθνικής γιορτής 25ης Μαρτίου 1904. Τα χιόνια έχουν λιώσει από τα νότια κι έχουν σχηματίσει στο μονοπάτι του χωριού Καρυές προς την ανηφοριά που οδηγεί από το Ανταρτικό στο Πισοδέρι πορεύονται τρεις άντρες. Ένα άλογο βάδιζε μπροστά. Εκείνος που οδηγούσε το άλογο βέργιζε κάθε τόσο με μια βέργα λυγαριάς στα καπούλια. Ντίιιι…
Ο μεσαίος άντρας είναι ένας τριαντάρης, ψηλός μελαχρινός, με όμορφο παράστημα. Φοράει ένα πολιτικό σακάκι και παντελόνι χωμένο μέσα σε μαύρες μπότες. Στο χέρι του κρατάει ένα κόκκινο φέσι. Περπατάει με σκυφτό κεφάλι και φαίνεται πάρα πολύ λυπημένος και βυθισμένος σε σκέψεις.
Τελευταίος ακολουθεί ένα νέο παλικάρι. Φοράει σακάκι καφετί, ψηλές μαύρες μπότες και στο κεφάλι φοράει φέσι. Όλη του η προσοχή είναι στραμμένη σε αυτόν που βαδίζει μπροστά του. Τον συμβουλεύει στις κακοτοπιές, στα μέρη που είναι αδιάβατα από τη λάσπη. Αυτός που τον φροντίζει είναι ο Λάζαρος Τσάμης και διαρκώς το μάτι του παίζει δεξιά αριστερά στα ύπουλα μέρη. Στην τσέπη του κρατάει έτοιμο το περίστροφο. Ο πρώτος με τ’ άλογο είναι ο Ναούμ Παπαστεργίου. Οι τρεις οδοιπόροι έχουν πάρει τον ανήφορο του Πισοδερίου από το μονοπάτι, πεζοπορώντας.
-Να ανεβείτε τώρα στο άλογο, κύριε Μελά, είπε ο Λάζαρος κι ο Ναούμ, που οδηγούσε, το έφερε κοντά του.
-Δεν έχω ακόμα κουραστεί, του απαντά ο Μελάς.
-Δεν θα περάσουμε μέσα από το χωριό, λέει ο Λάζαρος. Έχουν δει πολλοί τη φωτογραφία σας στο σπίτι μας και θα σας γνωρίσουν.
Ο Μελάς δεν μιλούσε. Προχωρεί αμίλητος. Τώρα που άρχισε τη γνωριμία με τους ανθρώπους που είχαν ανάγκη τον ανακαλούν.
Στο Προξενείο του Μοναστηρίου, όπου υπηρετεί ο κουνιάδος του Ίωνας Δραγούμης κι όπου ο ίδιος κατευθύνεται με τη συνοδεία του Λαζάρου και με τον επίσης Πισοδερίτη Ναούμ με τ’ άλογό του, ίσως να βρει καινούριες οδηγίες που θα επιτρέψουν να συνεχίσει την περιοδεία του στη Μακεδονία. Έχουν προσπεράσει τώρα το Πισοδέρι και συνεχίζουν την πορεία πάντα από το μονοπάτι προς τη Βίγλα. Έξω από το χωριό ο Λάζαρος κοντοστέκεται.
-Να σταματήσουμε λιγάκι, κύριε Μελά, να ξαποστάσουμε. Εκεί στις οξιές είναι μια βρύση. Ο Μελάς συμφώνησε κι ο Ναούμης έστρεψε το άλογο προς τα δεξιά. Πέρασαν τη μεγάλη ρεματιά και, ακολουθώντας ύστερα ένα γραφικό μονοπάτι, έφτασαν στη βρύση. Κάθισαν και οι τρεις στα πέτρινα πεζούλια της βρύσης. Ξαπόστασαν. Με τις χούφτες ήπιαν από το αθάνατο εκείνο νερό.
-Μα αυτό είναι πολύ παγωμένο, είπε ο Μελάς, που τον είχαν μεταμορφώσει σε Τούρκο ζωέμπορο. Το φέσι όμως το κρατούσε στο χέρι του.
-Από τις πιο κρύες βρύσες, του εξήγησε ο Λάζαρος, τη λέμε «η βρύση του Κάε», μα θαρρώ πως από δω και πέρα θα την ονομάζουμε αλλιώς…
Δεν προχώρησε περισσότερο. Ο Μελάς κατάλαβε το νόημα, μα δε μίλησε. Καθώς κατηφόριζαν ξανά κι έκοψαν ύστερα μέσα από το λιβάδι για να βγουν στον δρόμο, ο Ναούμ βρήκε ευκαιρία και ρώτησε τον Λάζαρο:
-Κάτι είπες για το όνομα της βρύσης.
-Σουτ!... Θα τη λέμε «βρύση του Παύλου Μελά», του ψιθύρισε στο αυτί.
Οι τρεις οδοιπόροι, ακολουθώντας τον δρόμο από το Πισοδέρι, μέσω Ακρίτα προς Άνω Κλεινές, έχουν πιάσει τον κάμπο της Πελαγονίας και συνεχίζουν την πορεία ανάμεσα από τα χωριά του Μοναστηρίου.
-Ίσως ακυρώσει την επιστροφή μου στην Αθήνα ο Ίωνας, σκέπτονταν ο Μελάς. Η ελπίδα δεν τον είχε εγκαταλείψει ολότελα. Και δεν είναι η ταλαιπωρία σε τουρκοκρατούμενες περιοχές όπου τριγυρίζουν αιμοβόροι βουλγαροκομιτατζήδες και θα κάνουν τρομερό το ταξίδι μου. είναι ο καινούριος αποχωρισμός από τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Σωστός θάνατος. Τον άντεξα μία φορά. Θα υποβάλω παραίτηση. Αυτές τις σκέψεις κάνει καθώς πλησιάζουν σε ένα χωριό.
-Κύριε Μελά, του κόβει τους λογισμούς η φωνή του Λαζάρου. Αυτό το χωριό, το Μπούκοβο, κρύβει τους πιο φανατικούς Έλληνες και ας ξέρουν λίγα ελληνικά.
-Φτάσαμε, είπε ο Λάζαρος ύστερα από λίγο. Αυτό είναι το Μοναστήρι. Ώρα να φορέσετε το φέσι.
Ο Μελάς το έβαλε βαθιά στο κεφάλι του.
-Από τον απάνω δρόμο, λέει στον Ναούμ ο Λάζαρος, θα τραβήξεις στου Τσιομπάνου το χάνι κατευθείαν με τ’ άλογο. Θα ‘ρθει άνθρωπος να πάρει τα πράγματα του κ. Μελά.
Προχώρησαν και οι τρεις μαζί μπήκαν στην πρώτη συνοικία.
-Εδώ κοντά θα σας παραλάβει ο άνθρωπος του Προξενείου, έτσι μας παράγγειλε ο Ίωνας. Αγοραστό τον λένε, Βασίλειο Αγοραστό. Θα σας τον δείξω μόλις φανεί και εγώ θα σας αφήσω. Με ξεύρει πολύς κόσμος εδώ στο Μοναστήρι και να σας δουν μαζί μου μπορεί να υποψιαστούν. Θα τον ακολουθήσετε και θα σας οδηγήσει στο Προξενείο, στον Ίωνα. Ναούμ, καιρός να τραβήξεις μπροστά κι όπως σου είπα. Εκείνος κοντοστάθηκε, πήρε το χέρι του Μελά και το φίλησε. Ύστερα βέργισε τ’ άλογο και απομακρύνθηκε δακρυσμένος. Ο Μελάς με τον Λάζαρο πήραν έναν λοξό δρόμο και ακολούθησαν ένα στενό σοκάκι με καλντερίμι. Στην άκρη του ξανοίγονταν μια μικρή πλατεία.
-Εκεί έχομε κανονίσει να μας περιμένει ο Αγοραστός, είπε στον Μελά. Να σας αποχαιρετίσω εδώ που είναι ερημιά. Αγκάλιασε τον Μελά, φιλήθηκαν, του φίλησε το χέρι.
-Τα σεβάσματά μου στον κύριο Στέφανο και στην κυρία Ναταλία και γρήγορα να μας ξανάρθετε. Τα μάτια του παλικαριού Λάζαρου βούρκωσαν. Γνωρίζονταν καλά με τον Μελά. Άφθονα δάκρυα κύλησαν στα μάτια του.
-Να μου χαιρετίσεις τον παπα-Σταύρο, ψιθύρισε ο Μελάς συγκινημένος. Βγήκαν στην πλατειούλα, ο ένας κοντά στον άλλον χωρίς μιλιά. Η ματιά του Λάζαρου στράφηκε ερευνητικά. «Εκείνος είναι», ψιθύρισε στον Μελά. «Με το μαύρο παλτό και το μπαστούνι. Καλή αντάμωση». Τάχυνε το βήμα του και πέρασε ξυστά απ’ τον Αγοραστό. Προσποιήθηκε πως δεν τον γνώριζε.
-Προχώρα, είπε στον Αγοραστό. Σε ακολουθεί. Ο Λάζαρος έστριψε σε ένα δρομάκι. Πριν προχωρήσει στο στενό, γύρισε με τρόπο και βεβαιώθηκε πως ο Μελάς ακολούθησε τον Αγοραστό κι έπειτα χάθηκε στα στενοσόκακα του Μοναστηρίου. Ο Ίωνας ανησυχούσε. Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει. Κάποια στιγμή, να στο βάθος του δρόμου, η γνώριμη σιλουέτα του Αγοραστού και πίσω του διαγράφηκε η λεβέντικη κορμοστασιά του Μελά. Ο Ίωνας ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα συναντούσε τον γαμπρό του στο Μοναστήρι. Ο Μελάς έριξε τη ματιά του στο παράθυρο και είδε τον κουνιάδο του, μα δεν έκανε καμία κίνηση. Ακολουθώντας τον Αγοραστό, ο οποίος μπήκε στο Προξενείο, έκανε μια απότομη στροφή και χώθηκε μέσα στο κτήριο. Ο Ίωνας κατέβηκε τα σκαλιά και στο πλατύσκαλο σφιχταγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και έμειναν αρκετή ώρα αμίλητοι, συγκινημένοι. Ο Αγοραστός, που είχε μείνει στην αρχή της σκάλας, κοίταξε τα δύο ενωμένα εκείνα κορμιά του διπλωμάτη και του αξιωματικού και στο αγκάλιασμά τους εκείνο έβλεπε να ενώνονται όλες οι δυνάμεις του έθνους εναντίον της θανάσιμης απειλής που κρέμονταν πάνω από τον Ελληνισμό του πολυβασανισμένου Ελληνικού βορρά.
Βοηθήματα: Αφήγηση του πατέρα μου Λαζάρου. Αφήγηση του Β. Αγοραστού. Η παράδοση από στόμα σε στόμα μένει αληθινή χωρίς αλλοιώσεις, καθώς και η Ιστορία μας. στο Πισοδέρι μέσα δεν πρόλαβε ο Μελάς να μπει. Πέρασε φεύγοντας από έξω απ’ το χωριό. Στην πλαγιά κάτω απ’ την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής διατηρούσε χάνι (έτσι ονόμαζαν τότε τα εστιατόρια και παντός είδους μπακάλικα) ο Μήτας (Δημήτρης) Χάσος. Έφαγαν φασολάδα. Ο δε Χάσος, έχοντας δει φωτογραφία του Μελά στον παπα-Σταύρο, ρώτησε τον Λάζαρο: -Ο κύριος Μελάς είναι; -Σώπα, απάντησε ο Λάζαρος, θα σου πω άλλοτε.Φυσικά δεν μίλησε, αλλά κατάλαβε ότι επρόκειτο για τον ήρωα που όλη η Μακεδονία γνώρισε, άλλοι γνωρίζοντάς τον προσωπικά και άλλοι εξ ακοής. Θα λημέριαζε στην Αγία Τριάδα, αλλά δεν πρόλαβε, έπεσε για τη Μακεδονία στα ματοβαμμένα βουνά της για τν ελευθερία και το δίκαιο. Αντιγόνη Λ. Τσάμη (Πισοδέρι 1925-Φλώρινα 2018).Το κείμενο που επιμελήθηκε η κ. Σ. Ευθυμιάδου-Παπασταύρου, πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πολίτης της Φλώρινας, το 2010.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 25 Απριλίου 2024, αρ. φύλλου 1222.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.