22.7.25

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Καπετάν Κώττας

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς

(Ρούλια Κορεστίων 1863-Μοναστήρι 27 Σεπτεμβρίου 1905)

«Ξεχωριστή η σημασία των Κορεστίων την εποχή του Αγώνα, καθώς κατείχαν την κεντρική θέση μεταξύ Κορυτσάς, Φλώρινας, Καστοριάς, Μοναστηρίου. Ακόμα, οι κάτοικοί τους διακρίνονταν από το πνεύμα της ελευθερίας. Επίσης, "Πρέπει να σημειωθή ότι ο τουρκικός ζυγός στα μέρη εκείνα ήταν βαρύτερος και σκληρότερος από παντού αλλού. Το είχαν παρακάμει ιδία οι Τουρκαλβανοί. Γύριζαν πάνοπλοι, ζούσαν άεργοι, πλιατσικολογούσαν ασύδοτοι. Οι χριστιανοί χωρικοί ήσαν γενικά κολλήγοι και δουλοπάροικοι στα τουρκικά τσιφλίκια και το μόνο δικαίωμα και λόγον υπάρξεως είχαν να δουλεύουν. Δεν ήσαν κύριοι ούτε καν του οικογενειακού των ασύλου και αυτής της τιμής. Εάν συναντούσαν στον δρόμο έναν οιονδήποτε Τούρκον, έπρεπε να κατέβουν απ’ το άλογο ή το γαϊδούρι των και ταπεινά να του πουν: “Πολλά τα έτη σου, αγά”». 
Γ. Μόδη, «Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες αρχηγοί»

«Εγκατασταθέντες (οι Βούλγαροι) εν Καστορία (7 Νοεμβρίου 1884) ήρξαντο προσηλυτίζοντες φανερά πλέον τα ορθόδοξα ξενόφωνα χωρία, κατ’ αρχάς δι’ ηπίων μέσων, και κατόπιν δια της βίας των Κομιτατζήδων, οίτινες κατέστρεψαν κατά τον Μακεδονικόν αγώνα τα Κορέστια, πυρπολούντες αυτά, σφάζοντες και δολοφονούντες τους Πατριαρχικούς, καίοντες τους ναούς, καταστρέφοντες τας τοιχογραφίας και επιγραφάς των εκκλησιών, καίοντες τα ιερά σκεύη, αντικαθιστώντες τα αντιμήνσια τα Ελληνικά δια Σλαυϊκών τοιούτων, των χωρίων των οποίων την ύπαρξιν γνωρίζομεν από τον 11ον-13ον αιώνα (Λογγά, Βρεσθεναί, Τσαρνόλιστα, Δρανόβαινη). Η Σλαυϊκή αύτη επιδρομή στα Κορέστια από του 1884-1908 επήνεγκε μεγίστην αναστάτωσιν και τελείαν καταστροφήν».
Π.Τσαμίση, «Η Καστοριά και τα μνημεία της», Αθήναι 1949.

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1905 κρέμασαν τον καπετάν Κώττα στο Ατ παζάρ Μοναστηρίου. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο χτυπήματα και τα ρούχα του έσταζαν αίμα. Ο γενναίος καπετάνιος, και όταν τον ανέβαζαν στο σχοινί, πάλεψε ως την τελευταία στιγμή. Την παραμονή του θανάτου του έπεσαν πάνω του πολλοί χωροφύλακες και δεσμοφύλακες, για να του περάσουν τις χειροπέδες. Όταν τον οδηγούσαν στην πλατεία του Ατπαζάρ, χτύπησε με τις χειροπέδες κι έριξε κάτω δύο γιγαντόσωμους δεσμοφύλακες και διέσπασε τη ζώνη των λογχοφόρων στρατιωτών. Αν δεν έπεφτε πάνω σε περίπολο, θα είχε γλιτώσει.

Μέσο ανάστημα, σχεδόν κοντός, όλος κόκαλα, τένοντες και νεύρα, δεν είχε ούτε ένα δράμι λίπος. Το στήθος του ήταν γυμνό από τσαπράζια, σταυρούς, ασημικά και το παραμικρότερο στολίδι, που τόσο αγαπούσαν οι παλιοί κλέφτες και αρματολοί και αντάρτες. Στην όλη ασκητική του μορφή ξεχώριζαν η μεγάλη φαλάκρα, τα μικρά μάτια και τα μακριά μουστάκια, που έπεφταν απεριποίητα προς τα κάτω. Κι ενώ άλλοι από τους πολεμιστές ήταν ληστές, αυτός δεν είχε λερώσει τα χέρια του με καμιά κλεψιά και ανομία. Ο κόσμος τον αγαπούσε για την αγιότητά του και όλο τον χριστιανικό ασκητισμό του. 

«Το 1896, όταν ήταν μουχτάρης, δηλ, πρόεδρος του χωριού του, της Ρούλιας, ένας αξιωματικός, που ήλθε στη Ρούλια με απόσπασμα, να κυνηγήση τους αντάρτες, που είχαν αρχίσει τότε να εμφανίζωνται με τους Μπρούφα, Ζαρκάδα, Τάκη Περήφανο κ.λ.π., του εζήτησε να υπογράψη απόδειξι ότι επλήρωσε τα τρόφιμα που είχαν καταναλώσει οι άνδρες του. Η τουρκική κυβέρνησις είχε πάρει, φαίνεται, μέτρα, για να σταματήση κάπως τις καταχρήσεις των οργάνων της. Ο Κώττας αρνήθηκε να σφραγίση την απόδειξι, αφού τα τρόφιμα δεν είχαν πληρωθή. Ο αξιωματικός τον έστρωσε τότε στο ξύλο τόσο άγρια ώστε οι σύμβουλοι (αζάδες) έτρεξαν να πάρουν απ’ το γραφείο την κοινοτική σφραγίδα και να σφραγίσουν την απόδειξι χωρίς να του ειπούν τίποτε. Παρά τα χάλια τουείχε το κουράγιο ο Κώττας να πάη την άλλη μέρα στην Καστοριά και να καταγγείλη τον βάρβαρο αξιωματικό στους ανωτέρους του. Γύρισε πίσω, κρατώντας θριαμβευτικά στο χέρι ολίγα γρόσια, το αντίτιμο των τροφίμων και των ξυλοκοπημάτων»
(ό.π.).

Ο Κώττας ξέκανε (μαζί με τον Παύλο Κύρου) τον τουρκαλβανό απ΄ την Καπεστίτσα Κορυτσάς Κασίμ μπέη, τον Αμπετίν μπέη απ’ την Καστοριά, τον Νουρή μπέη απ’ το Άργος Ορεστικό, τον Τζεμάλ μπέη απ’ την Κορυτσά, τον Νουρή καπετάν από τη Φλώρινα και άλλους, όλοι τους τύραννοι. Τον Σεπτέμβριο του 1899 σκότωσε και τον Ταχήρ αγά, που είχε κακούς σκοπούς για τις νύφες του γερο-Κολίτσα και το Πάσχα του 1900 σκοτώνει τρεις αγάδες που λήστευαν τους κατοίκους. Υπάρχει και αρβανίτικο τραγούδι που υμνεί τον καπετάν Κώττα, γιατί τα θύματα καταδυνάστευαν τον κόσμο κι ως γνωστόν ο καπετάνιος υποστήριζε κάθε άνθρωπο που είχε ανάγκη από προστασία, ανεξάρτητα από φυλή, θρήσκευμα και χρώμα δέρματος. Μωαμεθανοί, τσιγγάνοι, φτωχοί άνθρωποι που πάλευαν για να ζήσουν τριγυρνώντας στα χωριά και πουλώντας την πραμάτεια τους, στο σπίτι του Κώττα έβρισκαν λίγο ψωμί, αγάπη και προστασία όταν κάποιος τους αδικούσε. Μετά που σκότωνε, νήστευε και γονατιστός άναβε μια μεγάλη λαμπάδα στην εκκλησία της Παναγίας στην Αγία Τριάδα Πισοδερίου. Αγαπούσε πολύ την Αγία Τριάδα. Έχτισε δωμάτια για τους προσκυνητές, αλλά το 1905 οι κομιτατζήδες τα έκαψαν. 

 «Τον είχαν όλα τα χωριά σαν Θεό», γράφει ο Μακεδονομάχος Ευθύμιος Καούδης, ενώ ο Παύλος Μελάς γράφει «Το σπίτι του Κώττα είναι το φτωχότερο του χωριού. Αυτό είναι άλλη μια ένδειξη της εντιμότητας αυτού του ανθρώπου». Κι ο δικός μας σπουδαίος συγγραφέας Κωνσταντίνος Δούφλιας στο βιβλίο του «Μακεδονία-Μακεδονικός Αγώνας» γράφει: «Ο Κώττας ήταν για τους Μακεδόνες η φυσική τους προέκταση. Ήταν δικός τους, ήταν επόμενο να τους προστατεύει. Τον είχαν στην καθημερινή τους κουβέντα, στο ψωμί τους, στο χωράφι τους, στο μαντρί τους, στην προσευχή τους. Γι’ αυτό δεν έγινε τραγούδι ούτε ζητωκραυγή. Όταν πέθανε, είχαν γεμίσει τα βουνά αντάρτες. Είχαν αναθαρρήσει τα χωριά και είχαν σπάσει το φράγμα της βουλγαρικής τρομοκρατίας. Είχαν αρχίσει να εκφράζουν τη γνώμη τους άφοβα. Είχαν αρχίσει να πιστεύουν στην επικράτηση της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Ο Κώττας είχε γίνει για τον πολυβασανισμένο αγροτικό κόσμο ο Αϊ-Γιώργης της Μακεδονίας». 

Γράφει, όμως, ο Κ. Δούφλιας και άλλα, πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, σχετικά με τη σχέση του καπετάνιου με τους κομιτατζήδες. Πως «όταν πρωτοφάνηκαν οι κομιτατζήδες το 1900, τον βρήκαν θρονιασμένο στα Κορέστια και στις Πρέσπες. Τον πλησίασαν, τον ύμνησαν, τον δοξολόγησαν, αλλά μια νύχτα του Σεπτεμβρίου (1900) προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν πυροβολώντας τον πισώπλατα με διαταγή του Κομιτάτου, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο αρχικομιτατζής Κλιάσεφ. Το ίδιο και χωρίς επιτυχία αποπειράθηκαν να τον σκοτώσουν ο Τσακαλάρωφ, ο Πετρόφ, ο Μοσκόφ, ακόμα και ο Γκέλε (που τον εκβίαζαν έχοντας στα χέρια τους την οικογένειά του). Ο Κώττας τον ξεχώρισε και του ‘δειξε εμπιστοσύνη. Ο Γκέλε μετανιωμένος του τα είπε όλα. Ο αρχηγός συγκινήθηκε, μπήκε στο Μακροχώρι κι ελευθέρωσε την αιχμάλωτη οικογένεια. Έτσι ο Γκέλε έγινε ένας από τους πιο άξιους υπαρχηγούς του [...]». Ο αρχικομιτατζής Σελιάνοφ στα απομνημονεύματά του γράφει πως συγκεντρώθηκαν οι συμμορίες της Καστοριάς και της Φλώρινας και ρίχτηκαν του Κώττα στο δάσος πάνω από το Τρίγωνο. Ακολούθησε οχτάωρη μάχη. 

Για τη συμπλοκή γράφει ο Άγγλος Γενικός Πρόξενος στην Κυανή Βίβλο, όπου αναφέρεται ότι ο Κώττας ήρθε σε ρήξη με τον Τσακαλάρωφ γιατί καταπίεζε και λήστευε τον χριστιανικό πληθυσμό και ήθελε με τη βία να τον εκβουλγαρίσει. Στις 30 Αυγούστου 1902 έφτασε στην περιοχή Καστοριάς, από τη Βουλγαρία, με 50 άντρες ο Γιάγκοφ, συνταγματάρχης του βουλγαρικού στρατού. Ήθελε ν’ αφοπλίσει τον Κώττα, αλλά δεν το κατόρθωσε. Τον Ιούλιο του 1903 ο Τσακαλάρωφ κι ο Κλιάσεφ με 450 άντρες μπήκαν στο Βατοχώρι κι έσφαζαν συνεργάτες του Κώττα κι άλλους. Για εκδίκηση παλικάρια του Κώττα εκτέλεσαν τον αρχικομιτατζή Ποτράικοφ». Επίσης, η Αθηνά Τζινίκου-Κακούλη στο βιβλίο της «Καπετάν Κώττας, ο εθνομάρτυρας γηγενής Μακεδονομάχος» σημειώνει πως στην προσπάθεια των Βουλγάρων να προσεταιριστούν τον Κώττα εντάσσεται και ο ερχομός του Γκότσε Ντέλτσεφ στο Μακροχώρι και οι υποσχέσεις του για «τιμές, δόξα και αμέτρητα πλούτη», μα ο Κώττας δε δελεάστηκε, δεν πήγε με το μέρος τους κι ούτε ουδέτερος έμεινε, που και αυτό πολύ θα τους βόλευε. 

Άγνωστα τα παραπάνω, όπως μάλλον άγνωστες και κάποιες από τις τελευταίες στιγμές του. Πώς του έφεραν Βούλγαρο παπά να τον εξομολογήσει, αλλά ο καπετάνιος αντέδρασε δυναμικά και με οργή, γι’ αυτό στη συνέχεια του έφεραν Έλληνα ιερέα, ο οποίος του μίλησε για τον Παράδεισο, όπου θα βρει τη γαλήνη που δε χάρηκε εν ζωή, για να πάρει, μεταξύ άλλων, την απάντηση: «Δεν την αλλάζω την πατρίδα -ο Θεός ας με συγχωρέσει τον δούλο του-ούτε με τον Παράδεισο». Κι όταν έφτασε η ύστατη στιγμή της σύντομης ζωής του (42 μόλις χρόνια), λάκτισε το σκαμνί ο ηρωικός Κώττας και απαγχονίστηκε ζητωκραυγάζοντας υπέρ της Ελλάδας.

Κλείνοντας: Αυτά διάβαζα το περσινό φθινόπωρο προετοιμαζόμενη για το αφιέρωμα του Μουσείου στον θρυλικό καπετάνιο, και, ευρισκόμενη τη μέρα θανάτου του στη Φλώρινα, δεν άντεξα κι έγραψα:

Πολυαγαπημένε μου καπετάν Κώττα, 
κορυφαίε από τους γηγενείς 
Μακεδονομάχους,
με κατέκλυσε μεγάλη λύπη χτες εξαιτίας σου, μα χωρίς καθόλου να φταις εσύ.
Έτυχε, βλέπεις, να 'μαι στη Φλώρινα χτες, μέρα του θανάτου σου
στο Ατ παζάρ εσύ το 1905, στο πολύβουο και πολύχρωμο παζάρι της Φλώρινας εγώ
κι έτυχε να περάσω από το Νέο Πάρκο 
της πόλης,
τον νέο χώρο όπου στέκεις αγέρωχος 
και περήφανος
κι άφοβος μπρος στον θάνατο
και με τρόμαξε η φοβερή μοναξιά σου.
Ημέρα του θανάτου σου κι ούτε 
ένα στεφάνι
ούτε ένα λουλούδι, έστω ένα μονάχα άνθος...
Κανείς δε σε θυμήθηκε
ή τουλάχιστον δεν το 'δειξε πως 
σε θυμήθηκε.
Ούτε οι υποψήφιοι που επιδίδονταν 
στον προεκλογικό τους αγώνα
ούτε κάποιο παρακείμενο σχολείο, 
όπου καλλιεργούν μαθητικές δεξιότητες 
στα εργαστήριά τους,
μα όχι την ιστορική τους μνήμη, 
μ' απλό και βιωματικό τρόπο. 
Ξεχάστηκες, λοιπόν, μια τέτοια μέρα μόνος, κατάμονος,
με μόνη παρέα τα κλαδιά που σκεπάζουν το ωραίο σου πρόσωπο,
μα αγέρωχος, περήφανος και γενναίος, 
δίνοντας το δυνατότερο παράδειγμα
για το τι θα πει Μακεδόνας, τι σημαίνει
Έλληνας.
Αιώνιο παράδειγμα εσύ, αιώνια ιδέα, 
αιώνιο σύμβολο,
συγχώρα μας για την αμέλεια
και μην πάψεις ποτέ να μας δείχνεις τον ίσιο δρόμο,
που, δεν μπορεί, κάποτε θα τον βρούμε, Θεός οίδε πότε...*

Πώς μιλούσαν για τον Κώττα Μακεδονομάχοι που τον γνώρισαν:
«Ο Κώττας για τους πολυβασανισμένους πληθυσμούς έγινε ξαφνικά ο προστάτης και σωτήρας, άγγελος πρωτοστάτης και μεσσίας. Ήταν ο νέος Άγιος Γερώργιος, που σκότωσε όχι έναν, μα είκοσι δράκους». 
Γεώργιος Μόδης

«Τον είχαν όλα τα χωριά σαν Θεό». 
Ευθύμιος Καούδης

«Κι εχάσαμε τόσα πολύτιμα στελέχη εν τω μεταξύ, κι εχάσαμε τον πολύτιμο καπετάν Κώττα, που τον αγαπούσαν οι χωρικοί σαν Θεό και θα είχαμε από τότε τα Κορέσθια δικά μας». 
Γερμανός Καραβαγγέλης

«Γαβρέσι, 16 Μαρτίου 1904
[...] Εις τον εξώστην του χαγιατιού προβάλλουν λογιών λογιών τρομαγμένα γυναικόπαιδα, γέροντες, γριές, νέες, νέοι, παιδιά, καμιά δεκαπενταριά. Μόλις αναγνωρίζουν τον Κώταν αμέσως γέλια και χαρά διαδέχονται την ανησυχίαν. Είναι απερίγραπτος η ευτυχία που προκαλεί η παρουσία και επάνοδος του Κώτα. Τον λατρεύουν όλα αυτά τα χωριά, διότι πράγματι εμπόδισε, δια της παρουσίας του και μόνον, τους Βουλγάρους να τα ψευδοεπαναστατήσουν και έτσι τα έσωσεν από την καταστροφήν των Τούρκων[...]. Είμεθα ενθουσιασμένοι με τον Κώταν και ο Κώτας μαζί μας[...]. Είναι αληθές ότι ευρισκόμεθα εις τα βασίλεια του Κώτα». 
Παύλος Μελάς σε επιστολή  προς τη γυναίκα του Ναταλία 

Τέλος, ένας σύγχρονος Μακεδονομάχος της πένας, ο συντοπίτης μας Κωνσταντίνος Δούφλιας από τον Γέρμα, τον αποκαλεί «Άγιο Γεώργιο της Μακεδονίας». Θεός, Άγιος Γεώργιος, Βασιλιάς των Κορεστίων ήταν, λοιπόν, ο καπετάν Κώττας κι εμείς μένουμε έκθαμβοι μπρος στην ιερή μορφή του. 


(*) Την ίδια μοναξιά ζουν όλες οι προτομές των ηρώων μας που ξεχνιούνται ακόμη και τη μέρα θανάτου τους κι ας βρίσκονται δίπλα σε σχολεία, κι ας μας προέτρεπε ο Πάνος Πούγγουρας στην ΟΔΟ (αρ. φύλλου 689 της 25ης Απριλίου 2013) να τα χαϊδεύουμε κιόλας τα αγάλματά τους...


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 26 Σεπτεμβρίου 2024, αρ. φύλλου 1241.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ