30.7.25

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Ζώης Καπλάνης (1736-1806) - ένας εθνικός ευεργέτης

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς

30/9: Ημέρα μνήμης των Εθνικών μας Ευεργετών

Από μικρός ο Ζώης Καπλάνης ήταν ένας ήρωας της ζωής. Θα ήταν τεσσάρων χρονών –εκεί στο χωριό της Ηπείρου Γραμμένο– όταν πέθανε η καλή του μητέρα. Την εικόνα της ξαπλωμένης άψυχης γυναίκας ο Ζώης δεν την ξέχασε ποτέ.
Λίγα χρόνια μετά ο πατέρας του Ζώη παντρεύτηκε πάλι. Δυστυχώς όμως η μητριά του δε συμπάθησε καθόλου το ξένο παιδί.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και νέα συμφορά χτύπησε τον Ζώη: πέθανε κι ο πατέρας του! Συνήλθε όμως γρήγορα και αποφάσισε να δουλέψει για να συντηρήσει τον εαυτό του και τη μητριά του, που δεν ήθελε να εγκαταλείψει. 
-Αξίζεις πολλά μπράβο, μικρέ μου Ζώη, που βοηθάς τη μητριά σου και ο Θεός θα σε ανταμείψει, του είπε μια μέρα ο ιερέας. 
Ο Ζώης, μ’ ένα κομμάτι ξερό ψωμί, έτρεχε σε κάθε δουλειά. Στο τέλος έγινε και ξυλοκόπος. Όσα ξύλα έκοβε, τα κουβαλούσε ο ίδιος στα Γιάννενα, όπου τα πουλούσε. Και με τα χρήματα αγόραζε τα απαραίτητα και γύριζε στο χωριό. Στο πατρικό του σπίτι όμως τον περίμεναν, αντί για ευχαριστίες, βρισιές και καμιά φορά και το ξύλο της σκληρής μητριάς.
Αχ! Ήταν πολύ δυστυχισμένη η ζωή του μικρού Ζώη. Και γι’ αυτό σε όλη την περιοχή τον έλεγαν «Πικροζώη».
Εφτά ολόκληρα χρόνια άντεξε ο Ζώης τη σκληρή δουλειά, αλλά και την άδικη κακομεταχείριση της μητριάς του. Η ψυχή του είχε ξεχειλίσει από πίκρα.
Ένα απόγευμα γύρισε κατακουρασμένος στο σπίτι και, αντί να βρει λίγο φαγητό και έστω ένα γλυκό λόγο, άκουσε πάλι βρισιές και δέχτηκε ένα δυνατό χαστούκι. Η αδικία τον έπνιξε, αλλά δεν είπε τίποτα. Έκανε στροφή, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Ύστερα ακολούθησε με αποφασιστικότητα τον κάτω δρόμο του χωριού –ξυπόλητος και κακοντυμένος– χωρίς να σκέφτεται τίποτε, αλλά και χωρίς να σταματήσει τα δάκρυα. 
Ξαφνικά στο βάθος κάτω της πεδιάδας διακρίνει τη λίμνη των Ιωαννίνων μάλλον σκοτεινή. Πέρα απ’ αυτήν, στην πόλη, φαίνονται τα πρώτα φώτα. 
-Θα πάω στα Γιάννενα, ψιθυρίζει.
Και σκουπίζει με το χέρι του τα δάκρυα. Και αμέσως ακολουθεί το κατηφορικό μονοπάτι.
Μια ώρα αργότερα περιπλανιέται στους δρόμους της ηπειρωτικής πρωτεύουσας.
Η νύχτα προχώρησε. Έπρεπε να βρει ένα χώρο για να κοιμηθεί. Τα λίγα χρήματά του όμως τα είχε δώσει στη μητριά του. Παρακάλεσε σ’ ένα πανδοχείο να τον αφήσουν να κοιμηθεί κάπου, αλλά τον διώχνουν. Πού να σταθεί, κατάκοπος όπως ήταν; Η πόλη είχε ησυχάσει. Περιφέρεται λίγο ακόμα σαν σκιά και στο τέλος ξαπλώνει στο κατώφλι στην είσοδο ενός αρχοντικού σπιτιού.
Και μήπως μπορεί να κοιμηθεί; Τον βασανίζουν το νυχτερινό κρύο, η μοναξιά, οι σκέψεις, οι αναμνήσεις. Τα δάκρυα πλημμυρίζουν πάλι τα μάτια του. Ανασηκώνεται τότε και αρχίζει μια θερμή προσευχή στο Θεό.
Τα χείλη του σαλεύουν:
-Και Συ, Χριστέ μου, όταν ήσουν μικρό παιδάκι, κυνηγήθηκες. Η καλή σου μητέρα, η Παναγία, με τον Ιωσήφ, για να σε σώσουν, Σε πήγαν πολύ μακριά, εκεί κάτω στην Αίγυπτο. Γι’ αυτό, Χριστέ μου, αγαπάς ιδιαιτέρως τα ορφανά και έρημα παιδιά. Προστάτεψέ με λοιπόν και μένα. Δώσε μου θάρρος και ελπίδα.
Η προσευχή αυτή δίνει στο ορφανό παιδί δύναμη. Τέλος, ο ύπνος του σφραγίζει τα μάτια.


Ένας θεόσταλτος προστάτης

Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Είναι Κυριακή, Κυριακή της Ορθοδοξίας. Οι καμπάνες των εκκλησιών ακούγονται σ’ όλη την πόλη. Η μια πόρτα μετά την άλλη ανοίγουν και μικροί, μεγάλοι, πλούσιοι, φτωχοί πηγαίνουν στην εκκλησία. 
Μόνο ο μικρός Ζώης κοιμάται ακόμα.
Ξαφνικά η μεγάλη πόρτα του αρχοντικού ανοίγει και αυτή και ο οικοδεσπότης –ο κύριος Χατζηνίκου– στέκει έκπληκτος. Το θέαμα του κοιμισμένου παιδιού τον συγκινεί. 
-Το δυστυχισμένο! ψιθυρίζει. Ποιος ξέρει τη συμφορά και τον πόνο του!
Εκείνη τη στιγμή ξυπνάει ο Ζώης απότομα. Σηκώνεται. Τρίβει τα μάτια του. Τακτοποιεί λίγο τα μαλλιά του. Και παρατηρεί, έκπληκτος κι αυτός, τον οικοδεσπότη. 
-Πώς βρέθηκες εδώ, παιδί μου; τον ρώτησε τότε ο πονετικός Ηπειρώτης.
Και, χωρίς να περιμένει απάντηση, φωνάζει τους υπηρέτες του και τους λέει να περιποιηθούν το ξένο παιδί. Και αμέσως αυτός φεύγει για την εκκλησία. Εκεί προσεύχεται και για τους δικούς του και για το άγνωστο παιδί, το οποίο αποφασίζει να προστατεύσει.
Οι υπηρέτες βάζουν τον Ζώη μες στο αρχοντικό. Το παιδί μένει κατάπληκτο από όσα βλέπει. Πόσος πλούτος! Αλλά και πόσο καλοί άνθρωποι! Όλοι γελαστοί. Και του μιλούν με αγάπη, σαν να γνωρίζονται από πολλά χρόνια. Του δίνουν αμέσως καινούρια ρούχα. Του προσφέρουν ζεστό ρόφημα και μπόλικο ψωμί. Ο Ζώης πρώτη φορά συναντάει τόση καλοσύνη.
Εκείνος ο μάγειρος, τι χρυσός άνθρωπος! Τον περιποιείται σαν να είναι γιος του.
-Φάε, Ζώη, του λέει, γιατί έχεις αδυνατίσει πολύ.
Ο Ζώης θυμάται πώς πέρασε τη νύχτα. Έπειτα του έρχεται στο νου η προσευχή και λέει μέσα του με βαθιά συγκίνηση:
-Θεέ μου, Σε ευχαριστώ! Σε ευχαριστώ!
Στο μεταξύ ο κύριος Χατζηνίκου επιστρέφει από την εκκλησία. Κάποιος τότε φωνάζει:
-Ζώη, έλα εδώ, σε θέλει το αφεντικό. 
Ο Ζώης είναι ταραγμένος, σχεδόν τρέμει. Παρουσιάζεται στον οικοδεσπότη, αλλά βρίσκει αρκετό θάρρος και απαντάει σε όσα εκείνος τον ρωτά. 
Ο κύριος Χατζηνίκου ακούει με προσοχή την ιστορία του μικρού βιοπαλαιστή, καταλαβαίνει την ειλικρίνεια και την αγνότητα του παιδιού. Συγκινείται και του λέει:
-Αφού ο Θεός σε έστειλε στο σπίτι μου, θα μείνεις εδώ, παιδί μου. Θα βοηθάς τον μάγειρο. Θα έρχεσαι κάποτε στο μαγαζί μου για κανένα θέλημα. Δέχεσαι;
Ο Ζώης δεν μπορεί να μιλήσει. Σκύβει μόνο και φιλάει με δάκρυα το χέρι του ευεργέτη του.
Ο προστάτης του Ζώη είχε τότε στα Γιάννενα κεντρικό κατάστημα γουναρικών. Είχε και υποκατάστημα στο Βουκουρέστι.

 
Καινούρια περίοδος στη ζωή του

Ο μικρός Ηπειρώτης, αφού εξασφάλισε τη στοργική προστασία του καλού ανθρώπου, αρχίζει μια νέα περίοδο της ζωής του. Βοηθάει τον μάγειρο, ψωνίζει στην αγορά, κάνει με προθυμία διάφορα θελήματα, ακόμη και των μεγαλύτερών του υπηρετών.
Σέβεται όλους τους μεγαλύτερους κι ας είναι υπηρέτες. Και φέρεται με διακριτικότητα, για να μη θίξει κανέναν. Μπροστά στους άλλους δε μιλάει.
-Λέγε και συ τίποτα, τον ενθαρρύνει ο μάγειρος.
Ο Ζώης όμως χαμογελάει.
-Λέγε μας, είπε μια μέρα ένας από τους υπαλλήλους του κυρίου Χατζηνίκου, τα έμαθες όλα τα γράμματα της αλφαβήτας;
-Τα έμαθε, απάντησε ο μάγειρος. Και μάλιστα διαβάζει αρκετά καλά. 
Ο μικρός, όταν του έμενε χρόνος, μελετούσε. 
Ο Ζώης είχε εξοικονομήσει ένα βιβλίο, που είχε τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας στο εξώφυλλο και τις λέξεις: «Σταυρέ, βοήθει!». Πόση χαρά αισθάνθηκε το παιδί, όταν για πρώτη φορά κατόρθωσε κι έγραψε εκείνες τις δύο λέξεις!
Μια νύχτα ο οικοδεσπότης σηκώθηκε τυχαία και βγήκε από το δωμάτιό του. Τότε διέκρινε ότι στο δωμάτιο του μικρού υπήρχε ακόμα φως. Ο Ζώης μελετούσε κι έγραφε. Καθώς κατάλαβε ότι κάποιος είχε πλησιάσει την πόρτα του, έσβησε το λυχνάρι και χώθηκε στα σκεπάσματά του. 
-Μήπως με παραφύλαξαν; σκέφτηκε. Και αν ήταν το αφεντικό και με κατάλαβε, σίγουρα θα μου απαγορέψει το διάβασμα.
Την άλλη μέρα ο οικοδεσπότης κάλεσε στο γραφείο του τον Ζώη.
-Παιδί μου, του λέει, είμαι πολύ ευχαριστημένος από σένα. Έμαθα τις προόδους σου και στα γράμματα και σε συγχαίρω. Νομίζω λοιπόν ότι πρέπει τώρα να φύγεις από το μαγειρείο και από τις δουλειές του σπιτιού και να έρθεις να δουλεύεις στο μαγαζί. Εκεί θα σου μένει καιρός και για να διαβάζεις. 
Για δεύτερη φορά ο Ζώης φιλάει το χέρι του ευεργέτη του και το βρέχει με τα δάκρυά του, χωρίς να μπορεί να πει λέξη. 
Στη νέα του δουλειά ο Ζώης δείχνει εξαιρετική προσοχή, προθυμία και επιμέλεια. Σε λίγο μαθαίνει το μηχανισμό της εργασίας και βλέπει επίσης πώς πλένουν τα γουναρικά, πώς τα ράβουν και πώς τα συσκευάζουν σε δέματα. Ο κύριος Χατζηνίκου χαίρεται για τις προόδους του προστατευομένου του και θεωρεί καύχημά του να έχει στο μαγαζί του έναν τέτοιο υπάλληλο.  Αργότερα αυξάνει τον μισθό του Ζώη και τον κάνει σπουδαίο παράγοντα στην επιχείρησή του.  Ο νέος δεν περηφανεύεται καθόλου. Συμπεριφέρεται στους ανθρώπους του προστάτη του όπως και πριν. Εξάλλου συνεχίζει τη μελέτη. Και δεν ξεχνάει να ευχαριστεί τον Θεό στις προσευχές του για την τόση προστασία. 


Δεν ξεχνάει τον τόπο του

Λίγα χρόνια μετά ο κύριος Χατζηνίκου φεύγει από τα Γιάννενα και μένει μόνιμα στο Βουκουρέστι. Είναι μαζί του και ο Ζώης Καπλάνης, έμπειρος πια στο εμπόριο γουναρικών. Και οι δύο μαζί αναπτύσσουν τις εργασίες. Ο πρώτος διευθύνει το κατάστημα και ο Ζώης ταξιδεύει για γουναρικά σε αρκετές χώρες της Ευρώπης. Πόση χαρά αισθάνεται, όταν επιστρέφει κοντά στον κύριο Χατζηνίκου! Και πάντοτε του θυμίζει:
-Ξέχασες, κύριε, τον δύστυχο Ζώη, που αντίκρισες με πόνο μία Κυριακή μπροστά στην πόρτα του σπιτιού σου! Θυμάσαι ότι έτρεμε από την πείνα και το κρύο! Ήταν πεντάρφανος και παντέρημος στον κόσμο. Το σπίτι σου έγινε πατρικό μου. Και βρήκα ό,τι μου έλειπε· περιποίηση και προπαντός αγάπη. Στάθηκες για μένα προστάτης και δάσκαλος. Ό,τι είμαι τώρα και ό,τι έχω το χρωστάω σε σένα. Μετά από λίγα χρόνια ο κύριος Χατζηνίκου πέθανε και ολόκληρη η επιχείρηση έμεινε στα χέρια του Καπλάνη. Πλούτος πολύς, που συνεχώς μεγάλωνε. Ο Ζώης δεν ξεχνάει τον τόπο του και τους δυστυχισμένους. 
-Θα δώσω χρήματα στα ορφανά και στους πεινασμένους, λέει μόνος του. Θα χτίσω σχολεία στον τόπο μου, για να μάθουν γράμματα όσα παιδιά θέλουν να σπουδάσουν. Τα χρήματα δεν είναι δικά μου. Μου τα έδωσε ο Θεός. Και δεν έχω δικαίωμα να τα διαθέσω για άλλους σκοπούς. 
Αρχίζει λοιπόν τις δωρεές. Στέλνει πολλές χιλιάδες χρυσές λίρες και χτίζει ένα μεγάλο πρότυπο σχολείο στα Γιάννενα. Συντηρεί με δικά του χρήματα τις περίφημες τότε σχολές, την Αθωνιάδα του Αγίου Όρους και την Πατμιάδα της Πάτμου. Στέλνει πολλά χρήματα στο νοσοκομείο, για να νοσηλεύονται οι άποροι. Στέλνει επίσης χρήματα για να ελευθερωθούν συμπατριώτες του από τις τουρκικές φυλακές. Αγαπάει ιδιαιτέρως τα ορφανά και στέλνει γι’ αυτά δέκα χιλιάδες λίρες στα Γιάννενα και δέκα χιλιάδες για τα ορφανά του Γραμμένου.  Όσο ζούσε ο Ζώης δεν έπαψε να ευεργετεί τον τόπο του. Και όταν πέθανε, άφησε όλη του την περιουσία –εκατόν ογδόντα τρεις χιλιάδες λίρες– σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. 

Ο Ζώης Καπλάνης είναι ο αγαπημένος μου Εθνικός Ευεργέτης από τότε που πήγαινα στο Δημοτικό Σχολείο, οπότε τον γνώρισα σε κάποιο αναγνωστικό μου. Τη μεταφορά του κειμένου στην καθομιλουμένη έκανα η ίδια.
 Σ.Ε.Π.


Πρόσθετα στοιχεία:

-Γεννήθηκε το 1736. 
-Ο Ζώης πρόκοψε γιατί ακολουθούσε μια «συνταγή»: μάθαινε συνεχώς και έκανε πάντα κάτι περισσότερο από αυτό που του έλεγαν να κάνει. 
-Ακόμα κι όταν έγινε πάμπλουτος, ενώ μπορούσε να ξοδεύει τα λεφτά του στις πολυτέλειες και τις διασκεδάσεις όπως έκαναν όλοι οι πλούσιοι, αυτός, για να μην ξοδέψει ούτε μια δεκάρα από τα λεφτά του, που θεωρούσε πως ανήκαν στους φτωχούς, ζούσε πολύ απλά και μάλιστα σε ένα κελί του μοναστηριού των Ιβήρων στη Μόσχα. 
-Γενικά χάρισε όλη την περιουσία του, 183.000 ρούβλια, στους φτωχούς. 
-Ο Ζώης Καπλάνης πέθανε στις 20/ 12/1806 στη Μόσχα, όπου έμενε, και θάφτηκε στο μοναστήρι των Ιβήρων. 

Πάνω στὴν πλάκα τοῦ τάφου του, μέσα στὸ κοιμητήριο τοῦ ρώσικου μοναστηριοῦ τῆς Μόσχας ἕνας Ἕλληνας της ἐποχῆς ἐκείνης χαραξε ἕνα επιτύμβιο σε στίχους δεκαπεντασύλλαβους. Τὸ ποίημα εἶναι ἄτεχνο, οἱ στίχοι κακοφτιασμένοι καὶ ἡ γλώσσα, ὅπως ἦταν στὰ χρόνια ἐκεῖνα,ἀκατάστατη. ῎Ενα δίστιχο ὅμως ἀπ’ αὐτά, ὅσο ἄσχημο καὶ ἂν’ εἶναι, δίνει μιὰ σωστὴ ἰδέα γιὰ τὸ Ζώη Καπλάνη:
῞Ολην του τὴν κατάσταση ἔθυσε 
μ’ εὐκαρδίαν γιὰ φωτισμὸ Πατρίδος του 
καὶ γιὰ φιλοπτωχίαν.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Σεπτεμβρίου 2024, αρ. φύλλου 1240.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ