20.7.25

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ-ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Η παρθενιά


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς


Ωραίος νέος, ο Νότης. Μόλις απολύθηκε από τον στρατό και στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Καθόλου δύσκολη υπόθεση στην πόλη του, εκείνα τα χρόνια. Το γουνεμπόριο άνθιζε, γέμιζαν οι δρόμοι από εργάτες που παρατούσαν τα χωράφια και τη σκληρή δουλειά, για να μη νοιάζονται πια αν βρέξει, αν χιονίσει, αν τσουρουφλίσει ο ήλιος και κάψει τα σπαρτά, ή η αδιάκοπη νεροποντή καταστρέψει τη σοδειά.

Ο Νότης, ούτε από χωριό καταγόταν ούτε κάποια σχέση με τη γη είχε. Ο άκληρος θείος από την Αραπιά, όπου μια ζωή ολόκληρη αβγάτιζε την περιουσία του, πουλώντας μπιχλιμπίδια στους Αραπάδες στις όχθες του Νείλου, είχε φροντίσει να εξασφαλίσει τα ορφανά της αδελφής του με ακίνητα, τόσο στη νέα του πατρίδα όσο και στη γενέθλια πόλη τους. Του Νότη, ωστόσο, δεν του άρεσε η τεμπελιά, δεν του άρεσε και η απομόνωση. Στο εργαστήριο, λοιπόν, συγγενικού του προσώπου βρέθηκε. Απασχολούσε αυτός πολλούς τεχνίτες και από την πόλη και από τα χωριά και ο Νότης άρχισε να μαθαίνει όλα τα μυστικά της δύσκολης αυτής τέχνης. Δεν ήταν και λίγα: μηχανικός, σταματωτάς, χρωματιστάς, κοφτάς, και…, και...  Απ’ όλους τους πάγκους πέρασε, σε όλα τα κατάφερε μια χαρά. Όσο προχωρούσε στα πιο δύσκολα και απαιτητικά, ανέβαινε και το μεροκάματό του. Μαζί και η επιθυμία του να ανοίξει δική του επιχείρηση, να διαφεντεύει και τον εαυτό του και πολλούς άλλους. Ειδικά αυτό!

Ο Νότης ξεχώριζε με τον αέρα του πρωτευουσιάνου αλλά και το ωραίο του παράστημα. Και με το ανέμελο ξόδεμα του κασέ του –όπως του άρεσε να αναφέρεται στην αμοιβή του– σε ρούχα και καλοπέραση. Είχε, όμως, ένα κάτι, έναν περίεργο τρόπο συμπεριφοράς και οι κοπέλες της πόλης του τον απέφευγαν. Πράγμα που, βέβαια, τον ενοχλούσε· χωρίς να το αφήνει να φανεί προς τα έξω. Ένας επιπλέον λόγος για να στήσει δική του επιχείρηση. Για να τον βλέπουν όλες με άλλο μάτι. 

Και στρώθηκε αμέσως στην πραγματοποίηση του σχεδίου του. Παρά τις αντιρρήσεις της χήρας μάνας και των μικρότερων αδελφών, αποφάσισε να μετατρέψει το οίκημα που τους είχε κληροδοτήσει ο θείος σε μεγάλο εργαστήριο γουναρικής. Το εργατικό δυναμικό το εξασφάλισε ήδη πριν καν αρχίσει τη λειτουργία του, τάζοντας μεγαλύτερο μεροκάματο σε παλιούς συναδέλφους· οι περισσότεροι από τα γύρω χωριά. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο νέος άντρας που μόλις πρόσφατα είχε πιάσει δουλειά στο εργαστήριο του συγγενούς του. Πρόθυμος να αλλάξει αφεντικό και να πάει στου Νότη. Τον προσκάλεσε μάλιστα, για να του δείξει την ευγνωμοσύνη του που τον επέλεξε ως εργάτη στην καινούργια του επιχείρηση, να τον πάρει στο χωριό του, να τον περιποιηθούν οι δικοί του, να του προσφέρουν ό,τι εκλεκτότερο υπήρχε στο σπιτικό τους.

Το «εκλεκτότερο», ήταν η αδερφή του νέου άντρα. Μια κοπέλα, γύρω στα δεκάξι, δροσερή σαν τα κρύα τα νερά, λυγερή σαν τα κλωνάρια της ιτιάς, με πλεξίδες μέχρι τη μέση και μαυρομάτα. Μπουκιά και σχώριο! Εκεί κόλλησε το βλέμμα του και δεν έλεγε να νοιαστεί ούτε για φαγί ούτε για πιοτί. Την ίδια ώρα την καπάρωσε. «Τη θέλω για γυναίκα μου», είπε στον έκπληκτο πατέρα της, στην αποσβολωμένη μάνα. Η αδερφή, είχε αποτραβηχτεί μετά το κέρασμα στην πόρτα της σάλας και εκεί στάθηκε μαρμαρωμένη. «Θα ξανάρθω με το δαχτυλίδι και με την οικογένεια!», ανάγγειλε με επίσημο ύφος, ενώ με τα μάτια έτρωγε τη μαρμαρωμένη βασιλοπούλα. Μπισκοτολούκουμο σωστό!

Και ξανάρθε. Χωρίς την οικογένεια, αλλά με το δαχτυλίδι. Άρρωστη, δήθεν, η μάνα και θα αντάμωναν μια άλλη φορά. Το πέρασε στο χέρι της κοπέλας, έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο –«με σεβασμό» είπε, μέχρι τον επίσημο αρραβώνα και έφυγε χωρίς άλλες εξηγήσεις. 

Τις εξηγήσεις ζήτησαν οι γονείς της νύφης από τον αδελφό. Να μάθει τι και πώς. Εκείνος, ανάστατος, όπως όλοι στο σπίτι του και προπαντός η «καπαρωμένη» αδερφή, το μόνο που έμαθε ήταν πως η μάνα αντέδρασε σ’ αυτή τη βιαστική κίνηση του γιου και στο καπάρωμα με το πανάκριβο δαχτυλίδι, όπως είχε αντιδράσει και στην απόφασή του να ανοίξει δική του επιχείρηση, χωρίς να ενημερώσει κανέναν στο σπίτι. Όταν, όμως, είδε ότι ο Νότης άρχισε να κλείνεται στον εαυτόν του και να μην πηγαίνει ούτε στη δουλειά ούτε να βγαίνει με τους φίλους του και να ξοδεύει αλόγιστα απ’ το κασέ του, υποχώρησε και δέχτηκε να γνωρίσει τη μέλλουσα νύφη. Όσο για την επιχείρηση, τώρα πια ούτε ο Νότης την πολυσκεφτόταν. Το μυαλό του μόνο στη «λυγερή» το είχε.

Ο γάμος ορίστηκε το συντομότερο, γιατί ο Νότης βιαζόταν να κάνει δική του την παρθένα του χωριού. Στο καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης έκλεισε δωμάτιο για την πρώτη νύχτα του γάμου. Το επόμενο πρωί, είδαν τη νύφη να βγαίνει με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι. Απορημένοι οι υπάλληλοι, περίμεναν να κατεβεί κι ο Νότης. Όταν το μεσημέρι πήγε η καμαριέρα να καθαρίσει, βρήκε την πόρτα ανοιχτή και το δωμάτιο άδειο.

Μαθεύτηκε πως ο ίδιος είχε εξαφανιστεί μέσα στη νύχτα· η νύφη περίμενε να ξημερώσει για να πάρει το λεωφορείο για το χωριό της. Μαθεύτηκε πως την παρθενία της, την είχε τρυγήσει κάποιος άλλος πριν απ’ αυτόν. Δεν άντεξε ο Νότης την ατίμωση και λωλάθηκε· σε ψυχιατρική κλινική κατέληξε. Το δαχτυλίδι του αρραβώνα επιστράφηκε στη μάνα και το φυλάγει τώρα για τον μικρότερο γιο. Το είχε φέρει ο θείος από την Αραπιά. Με μια μεγάλη κόκκινη πέτρα στη μέση και μικρά διαμαντάκια γύρω-γύρω. Πανάκριβο, έλεγε η ίδια...

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 26 Σεπτεμβρίου 2024, αρ. φύλλου 1241.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ