11.10.25

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Ελληνικές σημαίες, μάλλον άγνωστες, αναμφισβήτητα σπουδαίες…


ODOS newspaper of Kastoria
ΟΔΟΣ 24.10.2024 | 1245

Θα ξεκινήσουμε ανάποδα: από την τελευταία χρονικά. Υπάρχει λόγος, που θα τον καταλάβετε στο τέλος όλοι σας. Είμαστε στα 1941, αμέσως μετά την 6η Απριλίου, οπότε εισέβαλαν οι γερμανικές δυνάμεις στην ηρωίδα πατρίδα μας από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορά μας. Σε μια περίοδο που «όλες σχεδόν οι δυνάμεις μας ήταν συγκεντρωμένες πάνω στα ηπειρωτικά βουνά, πολεμώντας τους Ιταλούς.

Οι λιγοστοί μας φαντάροι με τα φτωχικά τους πολεμοφόδια αμύνονται, με την απόφαση να πεθάνουν παρά να αφήσουν ανοιχτό το δρόμο στους Γερμανούς. Χαρακτηριστικός είναι ο παρακάτω διάλογος. Ένας λοχαγός ζητάει ενισχύσεις από το διοικητή του:
-Βαλλόμεθα δαιμονιωδώς.
-Κρατήστε το λόφο σας μέχρι θανάτου.
-Πολύ καλά, θα θυσιαστούμε.»
Απλά, λακωνικότατα, με κουβέντες τελείως μετρημένες σε αριθμό λέξεων και έκφραση, ο Έλληνας κάνει το προς την Πατρίδα χρέος του. Αψηφώντας εντελώς τη ζωή του, αδιαφορώντας για τον εαυτό του. Μένοντας πιστός άχρι θανάτου στη Μάνα Ελλάδα, όπως επιτάσσει η μοίρα του κι ας δείχνει σήμερα πως το έχει ξεχάσει∙ κι ας φαίνεται πως αυτό το χρέος πάει καιρός που αδυνατεί να το θυμηθεί και να το νιώσει...

Ο παραπάνω σύντομος διάλογος (αλήθεια, θυμάται κανείς έστω το πνεύμα του σχετικού με τα Ίμια διαλόγου, όπου ο «αρμόδιος» υπουργός για ένα βραχάκι χωρίς σημασία έκανε λόγο, επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά την παροιμία για το ψάρι που απ’ το κεφάλι του βρομάει;) προμηνύει και την αντίδραση των Ελλήνων πολεμιστών του Μετώπου στο άκουσμα της θλιβερής είδησης της συνθηκολόγησης που στη Θεσσαλονίκη υπογράφηκε: όσοι ζωντανοί πολεμιστές δε θέλουν να πιστέψουν πως ο σκληρός τους αγώνας να κρατήσουν μακριά τον εχθρό και την Πατρίδα ελεύθερη πήγε χαμένος. 

Μα δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. «Αμίλητοι, αργοσέρνοντας τα βήματά τους, αυτοί που δρασκέλιζαν πριν από λίγο τις απότομες βουνοκορφές ανάλαφρα, παίρνουν το δρόμο του γυρισμού. Έτσι όπως προχωρούν προς τις Σέρρες, σ’ ένα λόφο βλέπουν κάτι άλλους φαντάρους. Πάνε προς τα εκεί. Έχουν ανάψει φωτιά. Γύρω γύρω οι στρατιώτες με τους αξιωματικούς και τον ιερέα τους. Μπαίνουν κι αυτοί στη συντροφιά τους. 

-Προσοχή! Διατάζει ο διοικητής. Οι φαντάροι ορθώνουν τότε τα ταλαιπωρημένα κορμιά τους. Οι αξιωματικοί χαιρετούν τη σημαία. Ο υπασπιστής, κρατώντας με σεβασμό στα χέρια του τη σημαία, τη ρίχνει στη φωτιά. Όλοι τους, πολεμιστές μπαρουτοκαπνισμένοι, ξεσπάνε σε αναφιλητά…
Εκείνη την ιερή ώρα ακούγεται επιβλητική η φωνή του ιερέα:
-Σηκώστε το χέρι να ορκιστείτε.
Όλοι πειθαρχούν.
-Ορκίζομαι...ότι δεν θα ησυχάσω... Ότι θα δώσω το αίμα μου… για να ελευθερώσω την πατρίδα… βροντοφωνούν όλοι, στρατιώτες και αξιωματικοί.»

Κι είναι αυτός ο όρκος που τους λυτρώνει. Ο όρκος που είναι και σκοπός ιερός. Κι ένας υπέροχος προορισμός. Γιατί μπορεί να αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν στο φανερό πεδίο της μάχης, αλλά βαθιά μέσα τους δε συνθηκολόγησαν ποτέ. Και το ξέρουμε εμείς οι σημερινοί απόγονοί τους πως η μέσα συνθηκολόγηση είναι ο χειρότερος εχθρός. Γιατί, όσο παραμένουμε όρθιοι κι αλύγιστοι, δεν είμαστε νικημένοι, αλλά νικητές. 

Κι από το 1941 ένα χρόνο πιο πριν. Στα Δωδεκάνησα αυτήν τη φορά, όπου οι Έλληνες οργανώνονται με σκοπό τη λευτεριά της Μάνας Πατρίδας. «Σ’ ένα χωριό μία ολόκληρη οικογένεια βάλθηκε να φτιάξει το λάβαρο του αγώνα για τη λευτεριά. Όλοι οι χωριανοί πρόσφεραν τον οβολό τους για ν’ αγοραστεί το μετάξι και τ’ άλλα υλικά. Οι κοπέλες το κεντούν το βράδυ. Κι ο μικρότερος του σπιτιού, ο Δημητράκης, 9 χρονών παιδί, στενοχωριέται που δεν έχει κι εκείνος τίποτα να δώσει. Να, όμως, που φτάνουν Χριστούγεννα. Βγαίνει, λοιπόν, να πει τα κάλαντα. Μάζεψε αρκετά χρήματα.» Και δεν αγοράζει μ’ αυτά πράγματα που χρειάζεται, αλλά…

«Τα λεφτά τα δίνω για την Πατρίδα! Ν’ αγοράσετε μετάξι για το λάβαρο. Έτσι θα νιώσω ότι έχω κι εγώ ένα κομματάκι σ’ αυτό το ιερό λάβαρο...», λέει και δείχνει το δρόμο στα σημερινά παιδιά, που όχι μόνο δεν πρόλαβαν να φταίξουν για την κρίση στην οποία είναι βυθισμένη η Πατρίδα μας, αλλά καλούνται να είναι αυτά οι σωτήρες της. Αυτοί που θα την κάνουν να αναγεννηθεί από τις στάχτες της, για τις οποίες εμείς ευθυνόμαστε.

Τέλος, από τα Χριστούγεννα του Σαράντα σε κάποιο πρωινό του Ιουνίου του 1897. «Μόλις είχε υπογραφεί ανακωχή με τους Τούρκους, ύστερα από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο που έγινε στη Θεσσαλία. Ο ελληνικός στρατός, ύστερα από σκληρές μάχες και θυσίες αιματηρές, αναγκάστηκε να υποχωρήσει μέχρι τα Φάρσαλα και τη Δομοκό. Ο στόλος ήταν αγκυροβολημένος στην Αγία-Μαρίνα, μια κωμόπολη ανάμεσα στη Λαμία και τη Στυλίδα.

Την παραμονή της ανακωχής ανέλαβε την αρχηγία της μοίρας εκείνης του στόλου ο Μιλτιάδης Κανάρης, γιος του ήρωα μπουρλοτιέρη Κωνσταντίνου Κανάρη. Εκείνο το πρωινό, λοιπόν, ήταν η πρώτη μέρα που, με αρχηγό τον Μιλτιάδη Κανάρη, θα γινόταν η έπαρση της σημαίας στη ναυαρχίδα. Στο μεταξύ, από την παραμονή είχε κυκλοφορήσει και στο στρατόπεδο και στο στόλο μια είδηση: ο ναύαρχος διέταξε την ανάκρουση του ύμνου της σημαίας την ώρα της έπαρσής της. Αλλά πώς μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο; Μέσα στο πένθος και την απογοήτευση όπου λαός και στρατός ήταν βυθισμένοι; Ύστερα από την ντροπή που ένιωθαν για την ήττα τους; Ούτε ένα εμβατήριο ούτε ένα τραγούδι δεν τους έκανε καρδιά να πούνε όλο αυτό το διάστημα…

Οι κουβέντες και τα σχόλια που έκαναν μεταξύ τους οι στρατιώτες και οι ναυτικοί με αφορμή τη διαταγή του Κανάρη έφτασαν ως τ’ αυτιά του ναυάρχου. Κι όταν ξημέρωσε...

Έγινε πρώτα η Θεία Λειτουργία πάνω στη ναυαρχίδα και μετά ο ναύαρχος με τη ματιά του αγκαλιάζει όλο το πλήρωμα και με φωνή βροντερή τους λέει: «Πρέπει να δώσουμε μερτικό από την ντροπή μας και στη σημαία; Αυτό μας έλειπε! Αυτή θα μείνει αιώνια αμόλυντη. Κι όταν καρφώνουμε τα μάτια σ’ αυτήν και θυμόμαστε τι της χρωστάμε ποτέ δε θ’ απελπιστούμε. Τιμημένη θα είναι πάντα, όσο κι αν ταπεινώθηκαν τα χέρια που την κρατούν, για να την κρατήσουν αύριο αξιότερα χέρια».

Γι’ αυτό κινήθηκα ανάποδα χρονικά στο άρθρο μου αυτό. Για να κλείσω αυτό το μικρό αφιέρωμα στην τιμημένη μας σημαία με τη φράση του Μιλτιάδη Κανάρη, που είχε εξαιρετικά βαρύνουσα σημασία όχι μόνον όταν ειπώθηκε, αλλά και σήμερα. 

Προπαντός σήμερα, που την κρατούν ταπεινωμένα χέρια, για να την κρατήσουν αύριο χέρια πιο άξια. Αυτό ελπίζουμε και πιστεύουμε και προπαντός αγωνιζόμαστε να πετύχουμε όλοι όσοι αγαπούμε πραγματικά αυτόν τον υπέροχο τόπο που μας έλαχε για πατρίδα. Και που έχουμε χρέος να βάζουμε πιο πάνω κι από τον ίδιο τον εαυτό μας ακόμα, όπως ακριβώς έκαναν οι αξιότεροι από τους προγόνους μας… 

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24 Οκτωβρίου 2024, αρ. φύλλου 1245.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ